01.01.2020, Το Βήμα της Κυριακής, Γνώμες.
Καθώς η χώρα πλησιάζει το ορόσημο των
διακοσίων ετών από την εθνεγερσία του 1821 και καθώς προσπαθεί, παράλληλα, να
εξέλθει από την κρίση χρεοκοπίας που τη συγκλόνισε συθέμελα, είναι φυσικό να
πληθαίνουν οι προσπάθειες επανεκτίμησης της πορείας της και οι υπαρξιακού
χαρακτήρα διερωτήσεις για τη συλλογική ταυτότητα των Ελλήνων και για το μέλλον
τους.
Χωρίς αμφιβολία, η πορεία του νεότερου ελληνισμού υπήρξε
θετική. Βγαίνοντας μέσα από την οθωμανική κοινωνία, το ελληνικό είναι σήμερα
ένα έθνος που, έστω και στις παρυφές, εντάσσεται στον δυτικό πολιτισμό αλλά,
ταυτοχρόνως, διακρίνεται για την ιδιοπροσωπία του και την αυθεντική πολιτισμική
του ταυτότητα. Η πορεία των 200 χρόνων ήταν, πράγματι, μία επική πορεία, όχι
γιατί οι νίκες ήταν περισσότερες από τις ήττες και τις καταστροφές, αλλά γιατί
την οιστρηλάτησε ένα εθνικό όραμα. Ο διφυής χαρακτήρας της Ελλάδας, δηλαδή το
γεγονός ότι η μία της πλευρά βρισκόταν στην νεωτερικότητα και η άλλη στον
προνεωτερικό κόσμο τής καθ’ ημάς Ανατολής, δεν την εμπόδισε να επιτύχει την
(λειψή έστω) εθνική ολοκλήρωση, την ανάπτυξη και τον μερικό εκσυγχρονισμό της.
Ούτε η διαχρονική αδυναμία της να επιλύει μόνη της τα προβλήματά της υπήρξε
καταστροφική. Μία σειρά ευνοϊκών συγκυριών της επέτρεψαν να έχει ως επί το
πλείστον – με κύρια
εξαίρεση τη μικρασιατική καταστροφή – τις κατάλληλες συμμαχίες
και, παρά την αμφιθυμία με την οποία αντιμετωπίζει τους συμμάχους της, να
εξασφαλίζει από αυτούς, στην κρίσιμη ιστορικά στιγμή, την κατάλληλη βοήθεια,
φτάνοντας εδώ που βρίσκεται σήμερα.
Όμως, θα είναι καταστροφικό λάθος να
πιστέψουμε πως αυτό το αμάλγαμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, αρνητικών και
θετικών, που μας διακρίνουν ως έθνος και μας έφεραν ως εδώ, θα μπορούσε, με τον
ίδιο τρόπο, να μας διαπεραιώσει αλώβητους μέσω των δοκιμασιών της επόμενης
ιστορικής περιόδου.
Ο κόσμος αλλάζει με καταιγιστικό τρόπο
και οι συνθήκες γίνονται, δυστυχώς, πολύ πιο δύσκολες και απειλητικές για ένα
μικρό έθνος που από άποψη κοσμοαντίληψης βρίσκεται στο μεταίχμιο της
νεωτερικότητας ενώ, ταυτοχρόνως, γεωπολιτικά βρίσκεται ακριβώς επάνω στο ρήγμα
των πολιτισμών. Η ταχύτητα εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να
παρακολουθήσει τον ρυθμό μεταβολής της εξωτερικής πραγματικότητας και αυτό
δημιουργεί θανάσιμους κινδύνους.
Δεν μπορεί να υπάρχει καμία βεβαιότητα
πως στο μέλλον η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να συναντά ευνοϊκές συγκυρίες,
οι οποίες θα αντισταθμίζουν τα σφάλματα και τις εγγενείς της αδυναμίες. Η
πρόσφατη εμπειρία της χρεοκοπίας μάς θύμισε, για μια φορά ακόμη και με τον πιο
οδυνηρό τρόπο, πως σε συλλογικό επίπεδο όχι μόνο αδυνατούμε να επιλύουμε τα
προβλήματά μας μόνοι μας αλλά και ότι, δυστυχώς, συχνά δεν είμαστε καν σε θέση
να τα συνειδητοποιούμε. Αυτό συμβαίνει διότι ιδεολογικά και κοσμοθεωρητικά, ως
συλλογικό υποκείμενο, δεν έχουμε καταφέρει να συντονιστούμε με την
πραγματικότητα και να συλλάβουμε τις αναγκαιότητες της ύστερης νεωτερικότητας
και της δεύτερης παγκοσμιοποίησης εντός της οποίας ζούμε.
Απουσιάζει, δηλαδή, ο βασικός όρος
μακροχρόνιας επιβίωσης ενός έθνους: η πνευματική ισχύς που είναι αναγκαία ώστε
να μπορεί να προοδεύει και να ισχυροποιείται διαρκώς για να είναι σε θέση να
υπερασπίζει τις αξίες του, την εθνική του ανεξαρτησία και την ταυτότητά του.
Μόνο μία νέα πολιτισμική εθνεγερσία, μία γενικευμένη πολιτισμική επανάσταση θα μπορούσε
να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον ο Έλληνας προσλαμβάνει τον κόσμο και να τον
εφοδιάσει με τα πνευματικά όπλα που είναι απαραίτητα για να αναμετρηθεί με τις
ανάγκες της νέας πραγματικότητας που έρχεται, για την οποία, σήμερα, είναι
παντελώς ανέτοιμος.
Δυστυχώς, όμως, εάν θέλουμε να είμαστε
ειλικρινείς, κανείς δεν γνωρίζει πώς γίνονται αυτού του είδους οι επαναστάσεις
που μπορούν να οδηγήσουν μία κοινωνία στον σωτήριο μετασχηματισμό της. Το μόνο,
ίσως, που γνωρίζουμε είναι πως για μία πολιτισμική επανάσταση χρειάζεται μία
πνευματικά και ιδεολογικά ιθύνουσα τάξη, μία δυναμική μερίδα της κοινωνίας η
οποία να είναι σε θέση να λειτουργήσει ως καταλύτης της. Και, δυστυχώς, όλοι
ξέρουμε πως μία παρόμοια πρωτοπορία σήμερα στην Ελλάδα – όχι σε επίπεδο
προσώπων, αλλά συγκροτημένη ως κοινωνική δύναμη – δεν υπάρχει.
Τι πρέπει να κάνουμε, λοιπόν, μπροστά σε
κάτι που μοιάζει αδιέξοδο; Πιστεύουμε, έστω με βάση την αισιοδοξία της βούλησης
και όχι της λογικής, ότι οφείλουμε, εν πρώτοις, να κάνουμε δύο στοιχειώδη
βήματα: πρώτον, να αποφασίσουμε να είμαστε πολύ αυστηροί με τον εαυτό μας – διότι
η έλλειψη πειθαρχίας, υπευθυνότητας και συνέπειας υπήρξε βασική πηγή της
νεοελληνικής παθογένειας – και, δεύτερον, να απαντήσουμε σε ένα θεμελιώδες
ερώτημα: πώς βλέπουμε και πώς επιθυμούμε να είναι η χώρα μας σε 100 χρόνια από
σήμερα; Θέλουμε να είναι μία συνέχεια, μεταλλαγμένη και βελτιωμένη βεβαίως, της
πολιτισμικής εθνικής ταυτότητας που δημιουργήσαμε στη διάρκεια των προηγουμένων
200 χρόνων και, περιγραφικά, μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύεται από τον
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Οδυσσέα Ελύτη; Ή, εντελώς
αντίθετα, επιθυμούμε στον ελλαδικό χώρο να φιλοξενείται προσεχώς κάτι σαν μία
«παγκόσμια αμφικτιονία» λαών, φυλών, πολιτισμών και θρησκευμάτων, η οποία
ενδεχομένως να υλοποιεί την παγκόσμια ουτοπία του 22ου αιώνα, ενδεχομένως,
όμως, απλά να εκπροσωπεί κάποιες περιφερειακές υπηρεσίες ενός παγκόσμιου
χαλιφάτου;
Αυτό είναι, κατά την γνώμη μας, το
θεμελιώδες ερώτημα σήμερα, αυτό που πρέπει να απαντήσουμε, επειγόντως, στη νέα
δεκαετία που αρχίζει. Και η απάντηση (δεδομένου ότι θεωρούμε αδιανόητο να
υπάρχει Ελληνας ο οποίος να υποστηρίζει εν πλήρει συνειδήσει την προοπτική της
«αμφικτιονικής πολιτείας», δηλαδή του αφελληνισμού της χώρας) είναι πως εάν η
αδύναμη ψυχικά και σωματικά ελληνική κοινωνία θέλει να επιβιώσει και να
διαιωνιστεί, τότε το πρώτο και απαραίτητο βήμα είναι τούτο: να αναζητήσει τον
δρόμο για τη νέα πολιτισμική εθνεγερσία, την πολιτισμική επανάσταση η οποία,
μετασχηματίζοντάς την ώστε να μπορεί να συμβαδίσει και να προσαρμοστεί νικηφόρα
στην ύστερη νεωτερικότητα και στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα που ανατέλλει,
θα της επιτρέψει, παράλληλα, να παραμείνει αυθεντικά ελληνική και στους καιρούς
που έρχονται.