Η νέα οικονομία του "ανθρώπινου κεφαλαίου", (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), Άρθρα, capital.gr, Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2019.
Ο φαινομενικά μηδενικός πληθωρισμός δεν είναι το μόνο παράδοξο που συναντά κανείς στην οικονομία της μετά την Great Recession εποχής (βλ. "Το αδιέξοδο της "ποσοτικής χαλάρωσης"). Ένα άλλο καινοφανές χαρακτηριστικό που επισημαίνουν οι ερευνητές της Bank for International Settlements, είναι το εξής: ενώ έως το 1990, περίπου, η διαφορά μεταξύ της αποδόσεως του επενδεδυμένου φυσικού κεφαλαίου των ανεπτυγμένων οικονομιών και των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων στις ίδιες οικονομίες, δεν ήταν μεγαλύτερη από 3,5 με 4%, από το 1990 και στην συνέχεια η διαφορά αυτή άρχισε να αυξάνεται σταδιακά. Σήμερα, με τα μακροχρόνια επιτόκια των 10ετών κρατικών ομολόγων από 1,5%, στις ΗΠΑ, έως αρνητικά, (στην Γερμανία και στην Ιαπωνία) και με την απόδοση του αποθέματος επενδεδυμένου κεφαλαίου, στις ανεπτυγμένες χώρες, στο 10% και άνω, η διαφορά έχει φτάσει στην μεγαλύτερη ιστορικά τιμή της. Και ενώ η διαφορά 4% μπορούσε να θεωρηθεί ένα φυσιολογικό "επιτίμιο κινδύνου” (risk premium), που ορίζει την διαφορά ανάμεσα στην ασφάλεια των κρατικών ομολόγων και στον σχετικό κίνδυνο της επένδυσης στον ιδιωτικό τομέα, μία διαφορά της τάξεως του 10% δεν μπορεί να είναι επιτίμιο κινδύνου, όσο μάλιστα τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξάνουν σταθερά τόσο σε απόλυτο αριθμό όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, (ειδικά στις ΗΠΑ), και ενώ η διεθνής οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται για δέκατο χρόνο.
Ο φαινομενικά μηδενικός πληθωρισμός δεν είναι το μόνο παράδοξο που συναντά κανείς στην οικονομία της μετά την Great Recession εποχής (βλ. "Το αδιέξοδο της "ποσοτικής χαλάρωσης"). Ένα άλλο καινοφανές χαρακτηριστικό που επισημαίνουν οι ερευνητές της Bank for International Settlements, είναι το εξής: ενώ έως το 1990, περίπου, η διαφορά μεταξύ της αποδόσεως του επενδεδυμένου φυσικού κεφαλαίου των ανεπτυγμένων οικονομιών και των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων στις ίδιες οικονομίες, δεν ήταν μεγαλύτερη από 3,5 με 4%, από το 1990 και στην συνέχεια η διαφορά αυτή άρχισε να αυξάνεται σταδιακά. Σήμερα, με τα μακροχρόνια επιτόκια των 10ετών κρατικών ομολόγων από 1,5%, στις ΗΠΑ, έως αρνητικά, (στην Γερμανία και στην Ιαπωνία) και με την απόδοση του αποθέματος επενδεδυμένου κεφαλαίου, στις ανεπτυγμένες χώρες, στο 10% και άνω, η διαφορά έχει φτάσει στην μεγαλύτερη ιστορικά τιμή της. Και ενώ η διαφορά 4% μπορούσε να θεωρηθεί ένα φυσιολογικό "επιτίμιο κινδύνου” (risk premium), που ορίζει την διαφορά ανάμεσα στην ασφάλεια των κρατικών ομολόγων και στον σχετικό κίνδυνο της επένδυσης στον ιδιωτικό τομέα, μία διαφορά της τάξεως του 10% δεν μπορεί να είναι επιτίμιο κινδύνου, όσο μάλιστα τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξάνουν σταθερά τόσο σε απόλυτο αριθμό όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, (ειδικά στις ΗΠΑ), και ενώ η διεθνής οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται για δέκατο χρόνο.
Ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο
Ουσιαστικά
η συνεχής μείωση των επιτοκίων, και ιδιαίτερα των μακροχρονίων, δεν δείχνει να
είναι μόνο μία σταθερή επιλογή των κεντρικών τραπεζών, που εφαρμόζουν την
πολιτική της "ποσοτικής χαλάρωσης”. Την ίδια στιγμή είναι και μία τάση
-στην οποία βεβαίως οι κεντρικές τράπεζες δεν εναντιώνονται- που τους
επιβάλλεται από την πραγματικότητα, δηλαδή από την συνεχή αύξηση των
αποταμιεύσεων διεθνώς, λόγω της "αποταμιευτικής πληθώρας” (savings glut),
αλλά και της "αναζήτησης της ασφάλειας των τοποθετήσεων" (search for safety).
Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην οικονομία των ανεπτυγμένων χωρών, δηλαδή
η αντίφαση μεταξύ της πληθώρας διαθέσιμων κεφαλαίων και της συνεπαγόμενης
ύπαρξης χαμηλότατων επιτοκίων αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, και σχεδόν μηδενικού
"τιμαριθμικού” πληθωρισμού, είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο που
συναρτάται με μία σειρά διεργασιών:
- με την παγκοσμιοποίηση,
- με την εμφάνιση των διεθνών "αλυσίδων
αξίας”,
- με την εκρηκτική άνοδο της Κίνας και των
άλλων χωρών της Ασίας στην παγκόσμια οικονομική ιεραρχία,
- με τη δημογραφική γήρανση στις ανεπτυγμένες
οικονομίες,
- με την εμφάνιση μιας αριθμητικά τεράστιας μεσαίας τάξης στην Κίνα η οποία έχει ανάγκη να αποταμιεύσει λόγω της μη υπάρξεως, ακόμη, κράτους-πρόνοιας στην χώρα της,
- με την εμφάνιση μιας αριθμητικά τεράστιας μεσαίας τάξης στην Κίνα η οποία έχει ανάγκη να αποταμιεύσει λόγω της μη υπάρξεως, ακόμη, κράτους-πρόνοιας στην χώρα της,
- και -τέλος- με την καλπάζουσα τεχνολογική
αλλαγή και τις επιπτώσεις της στην οικονομία.
Ουσιαστικά όλα τα παραπάνω μπορούν να
συναιρεθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: η πρώτη αφορά την παγκοσμιοποίηση και η
δεύτερη την τεχνολογική αλλαγή. Ενώ όμως η παγκοσμιοποίηση γίνεται δεκτή από
την οικονομική θεωρητική ανάλυση ως ένας παράγων που πραγματικά επιδρά στην
μείωση των επιτοκίων και στον χαμηλό τιμαριθμικό πληθωρισμό, δεν συμβαίνει το
ίδιο και με την τεχνολογική εξέλιξη. Παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο
φαινόμενο έχει μελετηθεί από πολλούς ερευνητές και προκύπτει
ότι οι επιπτώσεις του είναι σημαντικές, σε όλες τις πτυχές της οικονομικής
ζωής, (όπως, για παράδειγμα, στην σοβαρή επιδείνωση των εισοδηματικών
ανισοτήτων), εν τούτοις δεν έχει ενσωματωθεί στο "κυρίαρχο παράδειγμα” της
οικονομικής θεωρίας ως ερμηνευτική παράμετρος.
Η διαφοροποίηση του χρηματικού κεφαλαίου από το φυσικό κεφάλαιο
Και όμως: έχει δειχθεί επανειλημμένα πως
είναι, κυρίως, η τεχνολογική αλλαγή που αποτελεί το κλειδί για την ερμηνεία
φαινομένων τα οποία η οικονομική ορθοδοξία θεωρεί "παράδοξα”. Οι αλλαγές,
για παράδειγμα, που η τεχνολογική εξέλιξη έχει επιφέρει στην σύνθεση του
κεφαλαίου και στην μορφή των ιδιωτικών επιχειρήσεων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής είναι ένα στοιχείο που μπορεί, σε μεγάλο βαθμό, να δώσει απάντηση στο
ερώτημα γιατί ενώ η απόδοση του πραγματικού επενδυμένου κεφαλαίου βρίσκεται σε
επίπεδο υψηλότερο από το 10%, από την άλλη πλευρά τα μακροχρόνια επιτόκια
κινούνται προς το μηδέν. Στο ερώτημα, δηλαδή, γιατί ενώ στην ιστορία του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής το επίπεδο του μακροχρόνιου επιτοκίου ήταν
σταθερά συναρτημένο, και ομόρροπο, με την κερδοφορία του κεφαλαιακού αποθέματος
και μέσω αυτού με την οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου αλλά και με τον μέσο
ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, στις ημέρες μας αυτό το μακροχρόνιο επιτόκιο
δείχνει να αποσυνδέεται και να αυτονομείται από τις εξελίξεις της πραγματικής
-παραγωγικής- οικονομίας.
Η διαφοροποίηση του χρηματικού κεφαλαίου από το φυσικό κεφάλαιο
Το θεμελιακής σημασίας γεγονός είναι ότι
έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο όπου το φυσικό κεφάλαιο, (δηλαδή το κεφάλαιο σε
μορφή γηπέδων, εργαλείων και μηχανών), το οποίο στην προηγούμενη ιστορική φάση
ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αντιστοιχούσε σχεδόν
αμφιμονοσήμαντα στο χρηματικό κεφάλαιο, δεν είναι πλέον ο βασικός παράγων που
προωθεί την ανάπτυξη και αυξάνει την παραγωγικότητα και τον πλούτο. Δεν είναι
διότι, πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν, σήμερα ο προωθητικός παράγων της
οικονομίας είναι η δημιουργία πλούτου μέσω της κάλυψης νέων άυλων αναγκών που
έχουν δημιουργηθεί από τις τεχνολογικές, επιστημονικές αλλά και επιχειρηματικές
εξελίξεις και αυτό γίνεται από επιχειρήσεις με "άυλο ενεργητικό”, (intangible assets),
επιχειρήσεις οι οποίες, όπως έχει λεχθεί, δεν χρειάζεται καν να έχουν πάγιο
κεφάλαιο. (Βλ. τον χαρακτηριστικό τίτλο της σημαντικής σχετικής εργασίας των Haskel-Westlake
(2018): Capitalism without Capital. The Rise of the Intangible Economy). Σήμερα,
με κριτήριο την κεφαλαιοποίηση, οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ είναι
η Alphabet (Google), η Amazon, η Facebook,η Apple και η
Microsoft. Το
φυσικό κεφάλαιό τους, δηλαδή οι πάγιες επενδύσεις τους τείνουν σχεδόν στο
μηδέν, ειδικά εάν συγκριθούν με εκείνο της Exxon Mobil, της General Electric, ή της General Motors παλαιότερα, και όλων των γιγάντων που από
την δεύτερη βιομηχανική επανάσταση στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μέχρι
πριν από μία εικοσαετία είχαν την μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση.
Οι πέντε τεχνολογικοί κολοσσοί της νέας
εποχής είναι επιχειρήσεις οι οποίες φτιάχτηκαν σε φοιτητικά δωμάτια ή μέσα σε
κάποιο γραφείο, με βάση έναν αλγόριθμο, δηλαδή μία ιδέα. Μπορεί βεβαίως και η
εκδήλωση κάθε βιομηχανικής επανάστασης του παρελθόντος να ξεκινούσε πάντα από
νέες ιδέες που στην συνέχεια γινόταν επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνικές
εφαρμογές, πλην όμως, οι "ιδέες” αυτές για να παράγουν στην συνέχεια και
οικονομικά αγαθά απαιτούσαν μεγάλο όγκο πραγματικού κεφαλαίου, δηλαδή μεγάλες
ποσότητες χρηματικού κεφαλαίου που θα μετατρέπονταν, μέσα από ατελείωτες
"ενσωματωμένες” ώρες ανθρώπινης εργασίας σε μεγάλες συγκεντρώσεις
παγίων, δηλαδή σε κεφαλαιακά αγαθά. (Απαιτούνταν, επίσης, και πολύ μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα για να φτάσουμε από την "ιδέα” στο "τελικό προϊόν”).
Αυτός όμως δεν ήταν ο τρόπος με τον οποίον αναπτύχθηκαν η Google ή η Facebook.
Βεβαίως, εμπράγματα υλικά αγαθά εξακολουθούν
και παράγονται, και μάλιστα με την χρήση "ενσώματων στοιχείων ενεργητικού”
(tangible assets).
Αλλά αυτό γίνεται όλο και περισσότερο στην Κίνα, στο Βιετνάμ ή στην Ταϊλάνδη,
πράγμα που έχει πολλές επιπτώσεις μία από τις οποίες είναι εκείνη που
αναφέρθηκε προηγουμένως: η αυξημένη προσφορά χρήματος στις δυτικές οικονομίες
δεν καταφέρνει να απογειώσει τον τιμαριθμικό πληθωρισμό, διότι αυτός σε μεγάλο βαθμό
περιορίζεται από τις τιμές των εισαγόμενων από την Ασία, η τιμή των οποίων, με
την σειρά της, επηρεάζεται μεν από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, όχι όμως
και από την νομισματική πολιτική του Fed. Άλλωστε και η μεταφορά της εμπράγματης
παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες σε μεγάλο βαθμό είναι συνέπεια της
τεχνολογικής εξέλιξης. Το κόστος κατασκευής ενός iPhone της Apple στην Κίνα είναι περίπου 10 δολλάρια, η
εταιρεία όμως πουλάει το προϊόν αυτό στην αγορά των ανεπτυγμένων χωρών για
μερικές εκατοντάδες δολλάρια. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο μεγέθη είναι η αμοιβή
για την τεχνολογική εξέλιξη, δηλαδή για το σύνολο των αλγορίθμων που είναι
ενσωματωμένοι μέσα στο προϊόν. Και, φυσικά, μία παρενέργεια αυτής της
κατάστασης είναι ότι η Apple διαθέτει σε ρευστά διαθέσιμα μερικές
εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολλάρια τα οποία στην πραγματικότητα δεν ξέρει πώς
να διαθέσει!
Η άυλη οικονομία
Μία πρωτοποριακή εργασία, ήδη από το 2005, (Corrado et al: Measuring Capital and Technology: An Expanded Framework),
έχει δείξει ότι οι επενδύσεις σε άυλα στοιχεία ενεργητικού μπορούν να χωριστούν
σε τρεις ευρείες κατηγορίες: πρώτα σε αυτές που σχετίζονται με τους υπολογιστές
δηλαδή με λογισμικό και επεξεργασία δεδομένων, και αφορούν τον συγκεκριμένο
κλάδο. Δεύτερον σε αυτές που δημιουργούν καινοτόμες παραγωγικές ιδιότητες
στηριγμένες στην έρευνα και ανάπτυξη, στον σχεδιασμό και στην νέα αισθητική
πραγματικότητα, και έχουν διακλαδικές εφαρμογές και επιπτώσεις. Τρίτον, σε
εκείνες που δημιουργούν νέες δομές σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής και νέα brand names, (και
ολόκληρους νέους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί πλέον να προσθέσει
κανείς, έχοντας σήμερα μπροστά του τον κλάδο των social media, o οποίος το 2002-2005 που γραφόταν το
συγκεκριμένο paper
βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακή μορφή και οι συγγραφείς του ενδεχομένως ίσως και να
αγνοούσαν τι είναι το Facebook που είχε "ιδρυθεί" το 2004 και
έγινε προσβάσιμο σε όλους το 2006).
Στην ουσία εκείνο που προκύπτει από την νέα
αυτή προσέγγιση είναι ότι με τον παραδοσιακό τρόπο μέτρησης και καταγραφής των
οικονομικών δραστηριοτήτων, δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν εθνικολογιστικά τα
άυλα στοιχεία ούτε ως ενεργητικό των επιχειρήσεων αλλά ούτε και ως προϊόν,
δηλαδή ως στοιχείο του ΑΕΠ. Συνέπεια αυτής της δυσκολίας είναι ότι, παρά το γεγονός
πως ζούμε πλέον σε ένα τελείως διαφορετικό κόσμο από τον κόσμο που ξέραμε πριν
από δύο ή τρεις δεκαετίες, εν τούτοις αυτό δεν καταγράφεται στις στατιστικές
που αφορούν την παραγωγικότητα, και έτσι δημιουργείται το παράδοξο, εν μέσω
ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων ο ρυθμός αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας
(total factor productivity), να
εμφανίζεται επιβραδυνόμενος. Όμως η διαισθητική εντύπωση και πεποίθηση του
μέσου ανθρώπου ως προς αυτό είναι τελείως διαφορετική, διότι τώρα πλέον είναι
σε θέση με πολύ μεγαλύτερη ευκολία, με πολύ μικρότερη δαπάνη και σε πολύ
συντομότερο χρόνο να διεκπεραιώνει προσωπικές εργασίες για τις οποίες
στο πρόσφατο παρελθόν, ακόμα και πριν από μία δεκαετία, θα έπρεπε να θυσιάσει
πολύ περισσότερο χρόνο και χρήμα.
Για να συλλάβει κανείς, ακριβώς, το μέγεθος
της μετασχηματισμού που έχει επέλθει στην αμερικανική οικονομία, κατά πρώτο
λόγο, πρέπει να σκεφτεί το εξής: ενώ η κεφαλαιοποίηση της General Electric και
της Exxon Mobil
αντιστοιχούσε σε εργοστάσια, διυλιστήρια, αγωγούς, πλοία και κάθε είδους
εργαλεία η ενεργοποίηση των οποίων από την ανθρώπινη εργασία δημιουργούσε την
κερδοφορία τους, η κεφαλαιοποίηση της Alfabet, από την άλλη πλευρά, (κάτι λιγότερο από ένα
τρισεκατομμύριο δολάρια), εκτός από κάποια κτίρια στην Καλιφόρνια και κάποια
μηχανήματα δεν αντιστοιχεί σε τίποτα άλλο παρά μόνο σε μία ιδέα, σε έναν
αλγόριθμο. Έναν αλγόριθμο όμως με τον οποίον, ουσιαστικά, επηρεάζονται οι
κοινωνικές σχέσεις, η καθημερινή δραστηριότητα και η κατανομή του χρόνου των
ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σε πολλά από τα οποία τα προϊόντα
της General Electric δεν
είχαν φτάσει ποτέ. Όταν, όμως, η General Electric διέθετε μετοχές στο χρηματιστήριο τα λεφτά
των επενδυτών, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους τουλάχιστον, κατευθύνονταν στην
αγορά των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας για την αύξηση της
παραγωγής της. Με την αγορά των μετοχών της Alphabet στο χρηματιστήριο, αντίθετα, συμβαίνει κάτι
διαφορετικό. Τα πάγια είναι σχετικά μικρής, ή ακόμη και ελάχιστης, αξίας. Η
κεφαλαιακή επένδυση αγοράζει συμμετοχή στην χρήση του αλγόριθμου, δηλαδή
ουσιαστικά ανταμείβει αυτούς οι οποίοι τον συνέθεσαν. (Και, φυσικά,
χρηματοδοτεί έρευνα για νέους, περισσότερους αλγόριθμους). Η συνειδητοποίηση
της διαφοράς ανάμεσα στην αγορά των δύο μετοχών είναι εξαιρετικά σημαντική για
να γίνει κατανοητή και η διαφορά της συμπεριφοράς των αγορών χρήματος και
κεφαλαίου, αλλά και των επιπτώσεων της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική
οικονομία, μεταξύ του 1970, ας πούμε, και του 2019.
Το "ανθρώπινο κεφάλαιο” ως νέος
παραγωγικός συντελεστής
Εκείνο που σε μεγάλο βαθμό έχει συμβεί είναι
ότι το χρηματικό κεφάλαιο πλέον δεν έχει άμεση αντιστοίχιση με το παραγωγικό
επενδυμένο κεφάλαιο. Η εμφάνιση και η άνοδος στην κορυφή του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής των επιχειρήσεων που στηρίζονται στα άυλα αγαθά έχει
ουσιαστικά δημιουργήσει έναν τρίτο παραγωγικό συντελεστή διαφορετικό και από
την απλή ανθρώπινη εργασία αλλά και από το κεφάλαιο. Πρόκειται για την
νοημοσύνη, δηλαδή για τους αλγόριθμους που οργανώνουν την ζωή των ανθρώπων και
που ουσιαστικά μπορούμε να πούμε ότι αντιστοιχούν σε έναν τρίτο παραγωγικό
συντελεστή, το ανθρώπινο κεφάλαιο, ενσωματωμένον σε μεγάλο βαθμό στην
επιχειρηματικότητα. Έναν παραγωγικό συντελεστή ο οποίος, στην νέα οικονομία,
σταδιακά συλλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της αμοιβής της επένδυσης με
αποτέλεσμα το χρηματικό κεφάλαιο, που μπορεί να αγοράσει μόνο φυσικό κεφάλαιο
"παλαιού τύπου”, (η σημασία του οποίου πλέον ακολουθεί αντίστροφη πορεία
και απομειώνεται σταθερά), να βλέπει να περιορίζεται το δικό του ποσοστό
συμμετοχής στην κερδοφορία.
Είναι φυσιολογικό λοιπόν όταν οι παραγωγικοί
συντελεστές της οικονομίας αυξάνονται κατά έναν, -ο οποίος, μάλιστα, είναι και
ο πιό σημαντικός από όλους- τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής, και
ιδιαίτερα της νομισματικής, να διαφοροποιούνται σε σχέση με το παρελθόν όταν
αυτή απευθυνόταν σε ένα διαφορετικό σύνολο παραγωγικών συντελεστών. Μόνο που
αυτή η νέα πραγματικότητα δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί σε ένα νέο οικονομικό
‘παράδειγμα’ το οποίο θα ήταν σε θέση να προτείνει και μία νέα μορφή
οικονομικής πολιτικής, κατάλληλης για την παρούσα φάση ανάπτυξης του
κεφαλαιοκρατικού συστήματος, και όχι για την προηγούμενη.
Η διαρκής νομισματική επέκταση, δηλαδή η
"ποσοτική διευκόλυνση”, σε έναν βαθμό, είναι προϊόν αυτής της αδυναμίας να
συλλάβει η παραδοσιακή οικονομική ορθοδοξία την νέα πραγματικότητα. Θεωρεί ότι
θα αυξήσει την κερδοφορία του χρηματικού κεφαλαίου αυξάνοντας την μόχλευσή του,
δημιουργώντας δηλαδή και δανείζοντάς του ακόμη περισσότερα κεφάλαια, με όλο και
χαμηλότερο επιτόκιο. Εγχείρημα όμως το οποίο δεν μπορεί να ευοδωθεί πλήρως
διότι στην αμερικανική, τουλάχιστον, οικονομία πλέον επενεργούν δύο πανίσχυρες
δυνάμεις οι οποίες λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση: από την μία πλευρά
βρίσκεται η αυξημένη ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων των αναπτυσσόμενων
χωρών στις οποίες η παγκοσμιοποίηση έχει προσφέρει άπλετη πρόσβαση στις αγορές
του δυτικού κόσμου ενώ, από την άλλη πλευρά, υπάρχει η επέλευση της
οικονομίας των άυλων αγαθών και των άυλων παγίων, όπου η επιχειρηματικότητα,
αντί να ενσωματώνεται και να εκφράζεται πλέον από το φυσικό κεφάλαιο,
εκφράζεται στο πνευματικό κεφάλαιο, στις ιδέες και στους αλγόριθμους. Και αυτό
είναι που η παραδοσιακή οικονομική σκέψη δεν έχει ακόμη καταφέρει να ενσωματώσει
στα θεωρητικά της υποδείγματα. (Η πολιτική του Αμερικανού προέδρου είναι
χαρακτηριστική της πλήρους "παρανάγνωσης” της νέας πραγματικότητας. Έχει
στην ρίζα της την ψευδαίσθηση πως το χρηματικό κεφάλαιο μπορεί να ξαναγίνει
αποδοτικό και κερδοφόρο και εκτός χρηματιστηρίου εάν οι δραστηριότητες του
φυσικού κεφαλαίου "παλαιού τύπου” επιστρέψουν από την Κίνα στην Αμερική.
Οι δυσκολίες πάντως στην υλοποίηση της πολιτικής του, ιδιαίτερα σε σχέση με την
Κίνα, δείχνουν πόσο δύσκολα αντιστρέψιμη είναι η παγκοσμιοποίηση, η οποία,
μεταξύ των άλλων, έχει προκύψει και ως συνέπεια της τεχνολογικής
εξέλιξης).
Βεβαίως δεν θα πρέπει να υπάρχει κάποια
παρανόηση: τα εμπράγματα αγαθά, δηλαδή η παραγωγή τους, η διάθεσή τους και η
κατανάλωση τους θα συνεχίσουν πάντα όσο υπάρχουν άνθρωποι να έχουν τεράστια
σημασία, τόσο για την επιβίωση τους όσο και για την ποιότητα της ζωής τους.
Εκείνο που συμβαίνει, όμως, στην νέα φάση ανάπτυξης της οικονομίας -όπου το
ανθρώπινο κεφάλαιο, η νοημοσύνη, δηλαδή οι ιδέες θα έχουν την δεσπόζουσα θέση-
είναι ότι όλο και περισσότερο, από εδώ και μπρος, η παραγωγή και η δημιουργία
των εμπράγματων αγαθών θα εξαρτάται από την νοημοσύνη και από τους αλγόριθμους.
Αυτή είναι μία διαδικασία που μόλις ξεκινάει και θα ενταθεί στο άμεσο μέλλον με
την από δεκαετίας έλευση της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή με την
τεχνητή νοημοσύνη, με την ρομποτική, με την συνθετική βιολογία, με την
τρισδιάστατη εκτύπωση και με όλα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Και φυσικά, όλα
αυτά, αποτελούν μία νέα πραγματικότητα την εξέλιξη της οποίας θα πρέπει να
παρακολουθήσει και η οικονομική θεωρία για να μπορέσει να είναι αποτελεσματική.
Υστερόγραφο
Ποια είναι η σημασία όλων των παραπάνω για
την Ελλάδα; Η σημασία τους είναι κεφαλαιώδης. Ορθώνει μπροστά στην ανάπτυξη και
στην ευημερία της ελληνικής κοινωνίας μία μεγάλη δυσκολία αλλά και προσφέρει
μία σημαντικότατη ευκαιρία. Η οικονομία των άυλων στοιχείων ενεργητικού και των
άυλων
αγαθών, έχει
κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να επιτρέψουν να ξεπεραστούν
χρόνια και ανυπέρβλητα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής
οικονομίας. Ενώ την σημερινή, πραγματική, ελληνική οικονομία βαρύνουν
καταστροφικά η κρατική διαφθορά και γραφειοκρατία, οι αγκυλωμένες αγορές, η
πλήρης έλλειψη εθνικού κεφαλαίου και η πλήρης έλλειψη εμπιστοσύνης των ξένων
επενδυτών για την χώρα, από την άλλη πλευρά οι επενδύσεις και η δημιουργία
επιχειρήσεων στον χώρο των άυλων αγαθών μπορεί να κινηθεί έξω και παράλληλα από
όλα αυτά, χωρίς να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους δυσκολίες και εμπόδια. Μπορεί
να απευθυνθεί εξ αρχής στην παγκόσμια αγορά και μπορεί να παράγει τα προϊόντα
της χωρίς χωροταξικούς περιορισμούς, χωρίς γρηγορόσημο και χωρίς τα παραδοσιακά
και πατροπαράδοτα εμπόδια που υπάρχουν στην χώρα μας για κάθε επιχειρηματική
δραστηριότητα. Το μόνο που απαιτείται -και εκεί βρίσκεται η δυσκολία- είναι το
ανθρώπινο κεφάλαιο, η νοημοσύνη, οι ιδέες και, σε τελική ανάλυση, η ευφυΐα που
θα δημιουργήσει τους ελληνικής προέλευσης αλγόριθμους. Βέβαια το οικοσύστημα
της ελληνικής οικονομίας δεν είναι πρόσφορο για να δημιουργηθούν πρωτοποριακές
επιχειρήσεις με γιγάντια μορφή, παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η Alphabet ή η Facebook. Πλην
όμως κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου απαραίτητο: η ελληνική επιχειρηματικότητα
του ανθρώπινου κεφαλαίου μπορεί να ανακαλύψει (και από ότι φαίνεται σε ένα
μικρό βαθμό το έχει ήδη κάνει, αλλά αυτό χρειάζεται να
γίνει σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα), μικρές "εσοχές”, μικρές περιοχές (niche areas) της
παγκόσμιας αγοράς ώστε να προσφέρει εκεί τα προϊόντα της. Αυτός είναι ίσως ο
μόνος τρόπος για να αναπτυχθεί πραγματικά η ελληνική οικονομία, διασκελίζοντας
τα διαρθρωτικά προβλήματα δεκαετιών που την χαρακτηρίζουν, υπερπηδώντας μία
ολόκληρη ιστορική φάση ανάπτυξης, και συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στο να
αναγεννηθεί η ελληνική κοινωνία. Μένει να δούμε αν υπάρχει πραγματική
δυνατότητα για την χώρα να περάσει σε εκείνη την φάση οικονομικής ανάπτυξης που
ο βασικός παραγωγικός συντελεστής είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο-νοημοσύνη.