Το αδιέξοδο της "ποσοτικής χαλάρωσης", (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), Capital.gr, Άρθρα, Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019.
Η εκδήλωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής
κρίσης, το 2007-2009, αλλά και η ιδιόμορφη ανάκαμψη που ακολούθησε έκτοτε,
έχουν δημιουργήσει ένα νέο διεθνές οικονομικό τοπίο, αχαρτογράφητο και εν
πολλοίς ακατανόητο τόσο για τους παραδοσιακούς σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής
όσο και για τους θεράποντες της ακαδημαϊκής οικονομικής θεωρητικής ορθοδοξίας.
Και οι μεν και οι δε βρίσκονται σε δυσκολία διότι τα θεωρητικά σχήματα και τα
υποδείγματα που χρησιμοποιούσαν για να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα, αλλά και
για να διαμορφώσουν τις οικονομικές πολιτικές, έχουν εμφανώς απωλέσει
τη δυνατότητα να παρακολουθούν τα εξελισσόμενα σύγχρονα φαινόμενα. Εάν
πριν από 12 χρόνια κάποιος με διορατικές ικανότητες περιέγραφε σε έναν
mainstream ακαδημαϊκό οικονομολόγο -του αγγλοσαξωνικού ή του βορειοευρωπαϊκού
χώρου- τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας των ανεπτυγμένων χωρών θα
αντιμετωπιζόταν, χωρίς αμφιβολία, με ειρωνεία και χλευασμό για την
άγνοιά του σχετικά με τους στοιχειώδεις μηχανισμούς των οικονομικών
λειτουργιών, και για την αφέλειά του. Ο εκπρόσωπος της κατεστημένης οικονομικής
σκέψης θα ήταν αδύνατον να υποψιασθεί ότι το 2019 οι ανεπτυγμένες οικονομίες,
μεγεθυνόμενες, για δέκατο σχεδόν χρόνο μετά την κρίση, (έστω και αν
πλέον, για το 2019, ο ρυθμός της μεγέθυνσης έχει περιοριστεί σε κάτι λιγότερο
από 2%), και έχοντας ποσοστό ανεργίας μικρότερο από 5%, θα είχαν, ταυτοχρόνως,
και αρνητικά επιτόκια με μηδενικό πληθωρισμό, τη στιγμή μάλιστα -και αυτό
θα ήταν το πιο ανήκουστο απ’ όλα- που οι κεντρικές τράπεζες θα είχαν αυξήσει
τους ισολογισμούς τους 4 με 5 φορές περισσότερο από το συνηθισμένο.
Η πλήρης συνειδητοποίηση της αδυναμίας των οικονομικών επιτελείων να
αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει, και η ιδεολογική αποκαθήλωση εκείνων που
μέχρι το 2007 αντιμετωπίζονταν ως oracles και οι χρησμοί τους ως η απόλυτη
σοφία, βρίσκεται πίσω από την εξής -πραγματικά καταπληκτική- παραίνεση του
πλέον έγκυρου εντύπου του αγγλοσαξωνικού κόσμου προς τους κεντρικούς
τραπεζίτες: "It would be better for them to remain agnostic on economic
relationships that they do not understand and target a single, simpler
variable: the level of nominal GDP, or, loosely speaking, output plus
inflation”. (Αν και, στη συνέχεια του δημοσιεύματος, το καλό
περιοδικό δεν εξηγεί γιατί η επίτευξη του στόχου της αναπτυξιακής ευστάθειας θα
πρέπει, κατά κύριο λόγο, να είναι υπόθεση των κεντρικών τραπεζών και της
νομισματικής πολιτικής).
Ένα κυρίαρχο οικονομικό δόγμα που αποτυγχάνει, πλέον, να ερμηνεύσει την
πραγματικότητα
Ποιες όμως είναι αυτές οι ιδέες οι οποίες μέχρι πριν από δέκα χρόνια
επέτρεπαν στους υποστηρικτές τους να ασκούν ιδεολογική ηγεμονία στον χώρο της
οικονομικής πολιτικής αλλά και της ακαδημαϊκής θεωρίας; Ποιά είναι αυτή η,
δοκιμαζόμενη σήμερα, οικονομική "ορθοδοξία” και τι ακριβώς πιστεύει; Δεν
είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς σε αυτό. Φτάνει να εξετάσει λίγο τα
χαρακτηριστικά των επικεφαλής στις περισσότερες κεντρικές τράπεζες του δυτικού
κόσμου και τις θεωρητικές τους πεποιθήσεις. Ο πυρήνας των οποίων έχει μεν
τη βάση της στη "νομισματική” θεωρία του Milton Friedman, ως
σύνολο όμως αποτελούν ένα συγκρητικό υβρίδιο απόψεων, όπως αυτό διαμορφώθηκε
από την τριβή της εν λόγω θεωρίας με άλλες, αντίδρομες ή σύνδρομες, θεωρίες.
Υπάρχουν τέσσερις κατευθυντήριες ιδέες, τρεις ρητές και μία υπόρρητη, που
χαρακτηρίζουν το κυριαρχούν οικονομικό παράδειγμα και είναι οι εξής:
- η νομισματική πολιτική είναι πιό ισχυρή και πιό αποτελεσματική από
τη δημοσιονομική πολιτική,
- ο πληθωρισμός είναι παντού και πάντα ένα νομισματικό φαινόμενο,
- υπάρχει ένα "φυσικό ποσοστό ανεργίας” στην οικονομία, κάτω από το οποίο -μεσομακροπρόθεσμα- ενεργοποιούνται πληθωριστικές τάσεις.
- ο πληθωρισμός είναι παντού και πάντα ένα νομισματικό φαινόμενο,
- υπάρχει ένα "φυσικό ποσοστό ανεργίας” στην οικονομία, κάτω από το οποίο -μεσομακροπρόθεσμα- ενεργοποιούνται πληθωριστικές τάσεις.
Και η υπόρρητη:
-όταν ο πληθωρισμός σταθεροποιείται,
διαχρονικά, στο επίπεδο +2% ετησίως, τότε, με μία "θεία σύμπτωση”, και η
απασχόληση θα βρεθεί στο άριστο δυνατό επίπεδο, δηλαδή στο σημείο του
μακροχρόνιου "φυσιολογικού ποσοστού ανεργίας”.
Γενικώς, οι απόψεις αυτές δεν αποδείχθηκαν ποτέ εμπειρικά, κατά τρόπο που
να μην επιδέχεται αμφισβήτηση, με εξαίρεση, ίσως, την τρίτη, που αναφέρεται
όμως σε κάτι -(το "φυσικό ποσοστό ανεργίας” που "δεν επιταχύνει τον
πληθωρισμό”)- την τιμή του οποίου δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εκ των προτέρων,
αλλά μόνο να την πιθανολογούμε, εμμέσως, εκ των υστέρων. Πρόκειται για μία
θεωρητική πρόταση η οποία, στη δεκαετία του 1970, έδειξε να περιγράφει
πραγματικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στην υπαρκτή οικονομία και αυτό
βοήθησε στην αναγόρευση της νομισματικής θεωρίας σε επικρατούν θεωρητικό δόγμα,
στον αγγλοσαξωνικό χώρο, και όχι μόνο. Σήμερα, βέβαια, η ίδια αυτή πρόταση έχει
χάσει τον αξιωματικό της χαρακτήρα, με δεδομένο το γεγονός ότι ο εκμηδενισμός,
σχεδόν, της ανεργίας στην οικονομία των ΗΠΑ δεν φαίνεται να δημιουργεί την
παραμικρή πληθωριστική πίεση στις αγορές αγαθών και προϊόντων. (Η
βραχυχρόνια "καμπύλη Phillips” δείχνει να είναι επίπεδη-(the flattening of
short-term Phillips curve) χωρίς καμμία τάση να κινηθεί, μεσομακροχρονίως, προς
την κατακόρυφη θέση, όπως προβλέπει η θεωρία).
Η κρίση του 2007-2009, επίσης, δημιούργησε ακόμη πιό σοβαρές αμφιβολίες για
την εγκυρότητα των αξιωμάτων του κυριαρχούντος "παραδείγματος”.
Περισσότερο από κάθε τί άλλο είναι ίσως η πρώτη και σημαντικότερη κατευθυντήρια
ιδέα του, (περί της κυρίαρχης ισχύος της νομισματικής πολιτικής) η οποία, υπό
το φως της υπάρχουσας, πλέον, εμπειρίας, θα πρέπει να αναδιατυπωθεί με
διαφορετικό τρόπο και με τελείως διαφορετικό νόημα: "Η λανθασμένη
νομισματική πολιτική μπορεί να δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερη βλάβη μακροχρονίως
σε μία οικονομία από τη δημοσιονομική πολιτική”! Εν τούτοις οι απόψεις του
επικρατούντος δόγματος εξακολουθούν να παραμένουν κυρίαρχες και να καθορίζουν
την οικονομική πολιτική, τουλάχιστον στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Οι δύο επιλογές,
άλλωστε, που θα υπήρχαν για εναλλακτικές πολιτικές δεν μπορούν να γίνουν
αποδεκτές από την κυρίαρχη ιδεολογία διότι θεωρούνται και οι δύο ως ακραίες. Η
μία προς τα "αριστερά”, δηλαδή η προσφυγή στην (ενεργό) δημοσιονομική
πολιτική, και η άλλη προς τα "δεξιά”, δηλαδή το laissez-faire, με
εγκατάλειψη κάθε παρέμβασης στην αγορά, ώστε αυτή να βρει τη νέα μακροχρόνια
ισορροπία της με τους δικούς της ενδογενείς μηχανισμούς μέσα από τις
ρευστοποιήσεις (liquidation) των μη αποδοτικών οικονομικών μονάδων. Καμμία από
τις δύο εναλλακτικές προτάσεις, όμως, δεν είναι -προς το παρόν τουλάχιστον-
ανεκτή: η δημοσιονομική πολιτική πολεμήθηκε από τους εκπροσώπους του κυρίαρχου
παραδείγματος με τον πιό σκληρό τρόπο στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80,
προκειμένου να αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία η δική τους άποψη και θα εθεωρείτο
αδιανόητη ομολογία αποτυχίας το να την υποδείξουν εκ νέου, σε επίπεδο θεωρίας,
ως βασικό υπομόχλιο οικονομικής πολιτικής, (μετά μάλιστα και από
τη δημοσιονομική κρίση των νοτίων χωρών της ευρωζώνης -και ασχέτως εάν
στην πράξη στη δημοσιονομική πολιτική, κυρίως, στηρίχθηκαν σιωπηρά στις
ΗΠΑ οι προεδρίες Reagan, Bush II αλλά και Trump). Από την άλλη πλευρά, πάλι, η
μνημόνευση του laissez-faire είναι καλή για να ακούγεται σε θεωρητικές
συζητήσεις αλλά η υιοθέτησή του ως εφαρμοζόμενη οικονομική πρακτική θα
συνεπαγόταν πολιτική αυτοκτονία για εκείνον που θα το αποφάσιζε.
Το ερώτημα που ανακύπτει, όμως, ακόμη και στον κοινό νου, αφορά το εξής:
αυτές οι κυριαρχούσες αντιλήψεις, που ταυτίστηκαν ιστορικά με την πολιτική της
Great Moderation και την τιθάσευση του πληθωρισμού στις αρχές του 21ου αιώνα,
και οι οποίες επικεντρώνονται και παραπέμπουν σε μία σαφώς περιοριστική
νομισματική πολιτική, πώς είναι δυνατόν, στη σημερινή πραγματικότητα, να
καταλήγουν στην επιμονή των κεντρικών τραπεζών για "ποσοτική
διευκόλυνση” ή άλλως "ποσοτική χαλάρωση” (quantitative easing); Να
καταλήγουν, δηλαδή, στην προσπάθεια να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα, (η
οποία, πάντως, τα δέκα τελευταία χρόνια δεν βρίσκεται σε υφεσιακή κατάσταση),
κυρίως μέσω της μείωσης των μακροχρόνιων επιτοκίων, με υπομόχλιο την αθρόα
αγορά χρηματοοικονομικών τίτλων κάθε είδους, (πράγμα που ισοδυναμεί με συνεχή
αύξηση της προσφοράς χρήματος-δηλαδή με κάτι που βαίνει αντιθέτως στην κυρίαρχη
ιδέα του όλου δόγματος ότι η ανεξέλεγκτη προσφορά χρήματος υπονομεύει την
οικονομία τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό).
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή: οι υποστηρικτές του κυρίαρχου
δόγματος που βρίσκονται στην κορυφή της ακαδημαϊκής αλλά κυρίως της
εκτελεστικής ιεραρχίας, η οποία καθορίζει την οικονομική πολιτική, δεν
πιστεύουν πως υπάρχει πληθωρισμός, ούτε στην οικονομία των ΗΠΑ, ούτε στις άλλες
ανεπτυγμένες οικονομίες. Θεωρούν μάλιστα ότι εφ’ όσον δεν υπάρχει πληθωρισμός
αλλά αποπληθωρισμός (disinflation) -και η προσπάθεια είναι να μην δημιουργηθεί
αντιπληθωρισμός (deflation)-, αυτό σημαίνει πως η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί
δεν είναι ακόμη αρκετή και θα πρέπει να αυξηθεί και άλλο μέχρι να επιστρέψει ο
πληθωρισμός στο επιθυμητό επίπεδο του 2%. Εκ παραλλήλου, βεβαίως, εξακολουθούν
να είναι πεπεισμένοι ότι και οι υπόλοιπες θεωρητικές προκείμενες του συστήματός
τους ισχύουν, μεταξύ των οποίων και το αξίωμα ότι είναι μόνο η νομισματική
πολιτική που μπορεί να αποτρέψει μία οικονομική ύφεση, (και κατά συνεκδοχή ότι
μία ασταμάτητα και αδιάκοπα επεκτατική νομισματική πολιτική δεν μπορεί να έχει
αρνητικές μεσοχρόνιες και μακροχρόνιες παρενέργειες, ενώ η δημοσιονομική
πολιτική αναμφίβολα θα έχει τέτοιες παρενέργειες: το crowding out των ιδιωτικών
επενδύσεων και την αύξηση του χρέους!).
Ο πληθωρισμός είναι ένα σύνθετο φαινόμενο
Και πράγματι, όσον αφορά τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, δηλαδή όσον
αφορά τον "τιμάριθμο”, δεν υπάρχει πληθωρισμός στον δυτικό ανεπτυγμένο
κόσμο, τη στιγμή αυτή. Το γεγονός ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, παρά την
ασταμάτητη "ποσοτική χαλάρωση”, ερμηνεύεται εν μέρει από δύο παράγοντες
που έχουν σχέση με τον γενικότερο μετασχηματισμό της οικονομικής
πραγματικότητας στις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Αφ΄ενός από την επιρροή
που ασκεί στο επίπεδο των τιμών, πλέον, ο αναπτυσσόμενος κόσμος, στον οποίον
έχει μεταφερθεί ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας παραγωγής και στον οποίον
δεν παρατηρούνται, στις μέρες μας, πληθωριστικά φαινόμενα. Αφ’ ετέρου, από την
όλο και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση στην παραγωγή, ως εισροών, των προόδων της
τεχνολογικής επανάστασης, οι οποίες καθιστούν την προσφορά πολύ περισσότερο
ελαστική απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν.
Εν τούτοις η ύπαρξη των δύο αυτών φαινομένων μόνο εν μέρει μπορεί να
εξηγήσει το παράδοξο του αποπληθωρισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών παρά
τη συνέχιση της -θηριωδών διαστάσεων- ποσοτικής χαλάρωσης. Η εμφάνιση ενός
τέτοιου αινίγματος, συνεπώς, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει τους οπαδούς και
τους υποστηρικτές της παραδοσιακής θεωρίας διότι, αξιωματικά σχεδόν,
σύμφωνα με αυτήν, η αδιάκοπη αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας από
τη μία, και ο αποπληθωρισμός από την άλλη, αποτελούν δύο φαινόμενα
απολύτως ασύμβατα και αλληλοαποκλειόμενα. Η αλήθεια πάντως είναι πως ούτε και
στο παρελθόν είχαν κλονιστεί οι πεποιθήσεις των οπαδών του συγκεκριμένου
δόγματος όταν η εμπειρική πραγματικότητα δεν επιβεβαίωσε τις προβλέψεις της θεωρίας
τους. Διότι ήδη από την εποχή της κυβέρνησης Thatcher στην Αγγλία, η εμπειρία
είχε δείξει, (και ο Nicolas Kaldor το ανέλυσε διεισδυτικά λίγο πριν πεθάνει),
ότι, από τη μία πλευρά, η κεντρική εκδοτική τράπεζα δεν είναι σε θέση να
ελέγξει απολύτως την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος ενώ, και από την
άλλη, ο πληθωρισμός δεν είναι απλά ένα ”νομισματικό φαινόμενο” που συνδέεται
κατά γραμμικό περίπου τρόπο με την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην
οικονομία. Είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο.
Η θεωρητική και εμπειρική έρευνα έχει ξεκαθαρίσει, έκτοτε, τα πράγματα:
καθαρά "νομισματικό φαινόμενο” ο πληθωρισμός είναι μόνο σε
"αναπτυσσόμενες” χώρες οι οποίες έχουν μη εξελιγμένα χρηματοπιστωτικά
συστήματα και το νόμισμα, στην φυσική του μορφή, είναι το κυριότερο μέσο
συναλλαγής. Σε αυτές τις οικονομίες, εάν υπάρξει υπερβολική δημιουργία
νομίσματος εκ μέρους των κρατικών αρχών, (όπως για παράδειγμα στην Ζιμπάμπουε
του Robert Mugabe), ο πληθωρισμός πυροδοτείται με περίπου αυτόματο τρόπο.
Αντίθετα, στις ανεπτυγμένες οικονομίες με τα σύνθετα χρηματοπιστωτικά
συστήματα, όπου το νόμισμα με τη μορφή μετρητών δεν είναι το μοναδικό
μέσον των συναλλαγών, και όπου οι σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με τις
κεντρικές τράπεζες καθορίζονται από συγκεκριμένους όρους ώστε να μην είναι
δυνατή η αθρόα νομισματοποίηση του κρατικού χρέους, (και γι’ αυτό οι αλλαγές
στο επίπεδο των τιμών παραμένουν συνήθως μονοψήφιες), ο πληθωρισμός, (εάν
εννοούμε με τον όρο αυτό τον δείκτη τιμών καταναλωτή), είναι ένα
"ενδογενές” στοιχείο των οικονομικών εξελίξεων το οποίο δεν μπορούν
μονοσήμαντα και αποκλειστικά να καθορίσουν οι κεντρικές τράπεζες, ειδικά σε
περίοδο αναταράξεων. Πράγμα που φάνηκε πολύ καθαρά στην περίοδο της κρίσης: η
πλήρης κατάρρευση του λεγόμενου "χρηματικού πολλαπλασιαστή”, οφειλόμενου
στην πλήρη απροθυμία των τραπεζών να δανείσουν αλλά και των οικονομικών μονάδων
να δανειστούν, είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτατη συρρίκνωση της νομισματικής
κυκλοφορίας, και ισχυρές αποπληθωριστικές πιέσεις. Σε αυτήν τη συγκυρία,
πράγματι, η "ποσοτική χαλάρωση” ήταν και απολύτως επιβεβλημένη και
σωτήρια: διατήρησε τα νομισματικά μεγέθη σε διαστάσεις ασφαλείας και
αποφεύχθηκε η κατάρρευση της οικονομίας.
Η πρακτική της ποσοτικής χαλάρωσης, τη συγκεκριμένη στιγμή,
αποδείχθηκε σωστή ακριβώς για τον λόγο ότι, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η
συγκεκριμένη θεωρία, ο πληθωρισμός δεν είναι "παντού και πάντα” ένα
νομισματικό φαινόμενο, συνδεδεμένο άμεσα με τη δημιουργία χρήματος από την
κεντρική τράπεζα! Στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2009 η
"ταχύτητα κυκλοφορίας” του χρήματος μειώθηκε κατακόρυφα, με τρόπο και για
αιτίες που οι θεωρίες οι οποίες υποτείνουν το κυρίαρχο δόγμα, δεν είχαν
προβλέψει και δεν είχαν περιγράψει ποτέ και πουθενά! Το πιό σημαντικό, όμως,
θέμα είναι πως η συνέχιση της μη-συμβατικής νομισματικής πολιτικής, δηλαδή της
ποσοτικής χαλάρωσης, χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης, είναι κάτι που δεν
δικαιολογείται από καμία θεωρία, και για κανέναν λόγο. Επρόκειτο για ένα
έκτακτο μέτρο αντιμετώπισης ενός άμεσου κινδύνου με τον οποίο οι κεντρικές
τράπεζες, -παραβλέποντας την πιθανότητα για δευτερεύουσες μεταγενέστερες
παρενέργειες οι οποίες στη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχαν σημασία-,
επικεντρώθηκαν σε αυτό που ήταν επείγον: στη διάσωση του τραπεζικού
συστήματος, και μαζί του και του συνόλου της οικονομίας, από την επαπειλούμενη
κατάρρευση. Πλην όμως μία μη-συμβατική πολιτική που εισήχθη σε εξαιρετικά
έκτακτες συνθήκες όπως αυτές της κρίσης, όταν φτάσει να εφαρμόζεται για
περισσότερο από μία δεκαετία, τότε γίνεται πλήρως συμβατική και πεπατημένη.
Αλλά σε μία τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να είχαν μελετηθεί οι μεσο-μακροχρόνιες,
τυχόν, επιπτώσεις της- πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Η συγκεκριμένη πολιτική
συνεχίζει έκτοτε να εφαρμόζεται κανονικά όχι γιατί, εν τω μεταξύ, ανακαλύφθηκε
κάποιος ειδικός κανόνας που το επιτάσσει αλλά "εξ ανάγκης”, διότι μόλις
διαφαίνεται πιθανότητα αντιστροφής της οι αγορές αρχίζουν να "αγωνιούν”,
ενώ όταν και όσο εφαρμόζεται οι επενδυτές δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους!
H χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 έδειξε, επίσης, σε όποιους
ενδιαφέρονταν σοβαρά να δουν την πραγματικότητα και κάτι ακόμη πιό σοβαρό: ότι
ο πληθωρισμός είναι ένα φαινόμενο που δεν περιορίζεται μόνο στον δείκτη των
τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Ο πληθωρισμός υπήρχε, επίσης, τόσο στην
αγορά χρηματοπιστωτικών τίτλων όσο και στην αγορά ακινήτων. Η ύπαρξή του,
άλλωστε, ήταν και ο λόγος της κατάρρευσης των αγορών αυτών, δηλαδή η
γενεσιουργός αιτία της κρίσης. Η mainstream ορθοδοξία, βεβαίως, κατόρθωσε να
ανακαλύψει δεκάδες αιτίες εκτός από την πραγματική που δεν ήταν άλλη από τον
καταστρεπτικό συνδυασμό της άστοχης -επεκτατικής- νομισματικής πολιτικής
της Fed από το 2000 και στη συνέχεια, με τις υπερβολές και την
ασυδοσία που είχε, αναπόφευκτα, επιτρέψει η πλήρης απελευθέρωση των αγγλοσαξωνικών
χρηματοπιστωτικών αγορών στη δεκαετία, ήδη, του 1990. (O Alan Greenspan, μετά
από την κρίση, απολογήθηκε λέγοντας ότι είχε μόνο "μία σφαίρα”
στη διάθεσή του, δηλαδή το βασικό επιτόκιο, και δεν μπορούσε να χτυπήσει
μόνο με αυτήν τρεις στόχους ταυτόχρονα, δηλαδή την απασχόληση, την αγορά
ακινήτων και το χρηματιστήριο). Αυτή η ίδια οικονομική ορθοδοξία, σήμερα,
θεωρεί πως το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται (τιμαριθμικός) πληθωρισμός παρά
τη συνεχή νομισματική επέκταση, (και παρά την πτώση της ανεργίας στις ΗΠΑ
κάτω από το 4%) δεν είναι κάτι άλλο παρά ένα απλό "παράδοξο”, ανάμεσα στα
πολλά άλλα παράδοξα που φαίνεται ότι χαρακτηρίζουν τη "νέα
οικονομία”, όπως, για παράδειγμα, παράδοξη είναι και η συμπεριφορά της καμπύλης
των επιτοκίων στις αλλαγές του βασικού επιτοκίου από την Fed.
Μόνο που αυτό, δηλαδή η εντύπωση πως ο πληθωρισμός είναι περίπου μηδενικός,
αποτελεί μία ακόμη παραίσθηση, ίσως τη μεγαλύτερη, της κυρίαρχης
θεωρητικής δοξασίας. Πρόκειται για μία οφθαλμαπάτη της οποίας πέφτουν θύματα,
και στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη, όσοι ξεκινούν να καταλάβουν τον κόσμο,
και επιπλέον μάλιστα να τον αλλάξουν μέσω της οικονομικής πολιτικής,
πιστεύοντας ότι "ο πληθωρισμός είναι παντού και πάντα ένα νομισματικό
φαινόμενο”, και -κυρίως αυτό- ότι η νομισματική πολιτική είναι ο πλέον
κατάλληλος τρόπος για να επιτυγχάνεται, διαχρονικά, το επιθυμητό επίπεδο
απασχόλησης στην οικονομία.
Ο πραγματικός πληθωρισμός καλπάζει
Η εικόνα της σημερινής πραγματικότητας είναι πολύ διαφορετική από εκείνη
που επιχειρεί να παρουσιάσει η κατεστημένη θεωρητική ορθοδοξία: πληθωρισμός
υπάρχει, ειδικά στις οικονομίες των ΗΠΑ και της ευρωζώνης, και είναι και πολύ
υψηλός και πολύ επικίνδυνος. Βρίσκεται, κατ’ αρχήν, στα μηδενικά ή και
αρνητικά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών, διότι αυτά αντιστοιχούν σε
υπερδιογκωμένες, δηλαδή πληθωρισμένες, τιμές των χρηματοπιστωτικών τίτλων,
κυρίως των κρατικών ομολόγων. Εάν η μία πλευρά της έννοιας του πληθωρισμού
είναι η αύξηση του επιπέδου των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών, η άλλη του
πλευρά είναι η αντίστοιχη, ανάλογη και συμμετρική, μείωση της αγοραστικής
δύναμης των χρηματικών διαθεσίμων. Συνεπώς τα μηδενικά και αρνητικά επιτόκια
των κεντρικών τραπεζών είναι η άλλη πλευρά της διαχρονικής απομείωσης της αξίας
των αποταμιεύσεων πολλών γενεών εργαζομένων. (Ειδικά μάλιστα εάν με τις
αποδόσεις τους περίμεναν να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις τους).
Ο πληθωρισμός, επίσης, υπάρχει στις τιμές των μετοχών, που αυξάνονται με
ρυθμούς που είναι ασυσχέτιστοι με τις προοπτικές της πραγματικής οικονομίας και
η αύξησή τους αυτή δεν οφείλεται σε τίποτε άλλο παρά μόνο στη συνεχή δημιουργία
χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες. Και, τέλος, ο πληθωρισμός υπάρχει στην
αδιάκοπη αύξηση των τιμών των ακινήτων, στα αστικά κέντρα του ανεπτυγμένου
κόσμου, με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από την αύξηση της οικονομίας πράγμα που όχι
μόνο διαφοροποιεί τα οικονομικά δεδομένα αλλά, επίσης, διαβρώνει την κοινωνική
συνοχή, αυξάνοντας τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες αφού λόγω του
πεπερασμένου των οικοδομήσιμων εκτάσεων οι ιδιοκτήτες, χωρίς να προσφέρουν το
παραμικρό στην παραγωγική προσπάθεια της κοινωνίας, καρπώνονται αυτό που ο
Ricardo είχε ορίσει ως "διαφορική πρόοδο”.
Το πιο τραγικό, βεβαίως, από όλα αυτά είναι το γεγονός πως το να ασπάζεται
την άποψη ότι "ο πληθωρισμός παντού και πάντα είναι νομισματικό φαινόμενο”
στην πραγματικότητα αποτελεί τη μόνη πραγματική προϋπόθεση για να γίνει
κανείς κεντρικός τραπεζίτης. Και με τα προσόντα αυτά η συγκεκριμένη απασχόληση,
όπως έχει δείξει η μέχρι τώρα εμπειρία, δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο και δεν
απαιτεί καμμία άλλη δεξιότητα, παρά μόνο τη δυνατότητα να μειώνει συνεχώς τα
επιτόκια, με την παραμικρή αφορμή, ακόμη και κάτω του μηδενός, ακόμη και έως
και το άπειρο αν είναι δυνατόν, δημιουργώντας συνεχώς νέο χρήμα. Το οποίο,
όμως, δεν πρέπει, για παράδειγμα, να χρησιμοποιηθεί για έργα υποδομής προς
βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών και για την κάλυψη των αναγκών της
κοινωνίας με τη δημιουργία πραγματικών αγαθών, (μέσω λελογισμένης
δημοσιονομικής πολιτικής, την οποία ευνοούν και τα υφιστάμενα χαμηλότατα έως
αρνητικά επιτόκια), αλλά θα πρέπει, οπωσδήποτε, να πάει στα χέρια εκείνων που
έχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται χαρτοφυλάκια, (ψάχνοντας, πάντα, να βρουν
πιο "αποδοτικές τοποθετήσεις”). Δημιουργώντας ταυτόχρονα, -παράλληλα με
την αναίτια αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων,- και μία οικονομία η οποία δεν
διαφέρει σε τίποτα από το τοξικοεξαρτημένο άτομο που βαδίζοντας προς το
οριστικό τέλος του έχει ανάγκη όλο και μεγαλύτερη δόση, αφού και οι
διαχειριστές χαρτοφυλακίων, σε μία υπερπληθωρισμένη αγορά τίτλων, έχουν ανάγκη
να δανείζονται με όλο και χαμηλότερα επιτόκια για να επιτυγχάνουν τις ίδιες
αποδόσεις, (ή να πουλούν τα ομόλογα που ήδη διαθέτουν σε ακόμη μεγαλύτερες
τιμές, με ακόμη μεγαλύτερο κέρδος, για να χρησιμοποιήσουν τα αυξημένα έσοδά
τους στην αγορά άλλων πληθωρισμένων τίτλων).
Η πεποίθηση για τη "νομισματική” φύση του πληθωρισμού και για την
ισχύ της νομισματικής πολιτικής, καθώς και όλες οι θεωρητικές παραδοχές που την
ακολουθούν και την συμπληρώνουν, αλλά επίσης και η συγκεκριμένη οικονομική
πολιτική που συνεπάγονται, προφανώς είναι λανθασμένες δοξασίες. Πλην όμως
αποτελούν τον ιδεολογικό, συνεκτικό δεσμό μιας ακαδημαϊκής, πολιτικής και
οικονομικής ομάδας που εδώ και δεκαετίες έχει την πρωτοκαθεδρία στον
αγγλοσαξονικό χώρο, τουλάχιστον-διότι στον βορειοευρωπαϊκό τα πράγματα είναι
λίγο πιό πρωτόγονα και επικρατεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση. Η εγκατάλειψη των
συγκεκριμένων πεποιθήσεων ενδεχομένως θα διέλυε την εν λόγω ομάδα και θα την
αποκαθήλωνε από τον ηγετικό θώκο, με άδηλες, είναι η αλήθεια, συνέπειες. Έτσι,
ξεκινώντας από μία θεμελιωδώς αβάσιμη θεωρητική επιλογή, η λανθασμένη
πορεία συνεχίζεται αδιάπτωτη, πράγμα που ήρθε να ενισχύσει και το αποτέλεσμα
των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ, (αφού ο εκλεγείς πρόεδρος, εκτός των άλλων,
είναι και αμετάπειστος υποστηρικτής της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων).
Το πρόβλημα που υπάρχει για την παγκόσμια οικονομία οφείλεται στο γεγονός
πως όλα αυτά δεν είναι μία απλή ακαδημαϊκή συζήτηση. Ο πληθωρισμός που
δημιουργείται στις αγορές τίτλων από την ασταμάτητη και ανελέητη πολιτική της
ποσοτικής χαλάρωσης, (από εκείνους οι οποίοι νομίζουν ότι η οικονομία είναι
απλά ένα υδραυλικό σύστημα και το επιτόκιο ο κρουνός που μπορεί να
ανοιγοκλείνει κατά βούλησιν και να ορίζει την δημιουργία και την ροή πλούτου,
χωρίς καμμία παρενέργεια για καμμία όψη ή μεταβλητή της πραγματικότητας), είναι
ένας πληθωρισμός ο οποίος σε πολύ μεγάλο βαθμό υπονομεύει το ίδιο το μέλλον της
παγκόσμιας οικονομίας. Η διαβρωτική επίδραση του οφείλεται στον εξής απλό λόγο:
το ίδιον του, το βασικό χαρακτηριστικό του πληθωρισμού είναι πως
ανατρέπει συνεχώς τις σχετικές τιμές στις αγορές κεφαλαίου, προϊόντος και
εργασίας με αποτέλεσμα η επένδυση, η κάθε επένδυση, να μην μπορεί να είναι
προϊόν και συνέπεια ενός έγκυρου οικονομικού λογισμού. Όταν ο επενδυτής αγνοεί
πλήρως το εύρος εντός του οποίου θα κινηθούν οι πραγματικές τιμές των
παραμέτρων της οικονομίας ακόμη και για έναν κοντινό χρονικό ορίζοντα, (και δεν
μπορεί παρά να τις αγνοεί εφ’ όσον ο πληθωρισμός -η ποσοτική χαλάρωση- τις ανατρέπει
και τις αναδιατάσσει συνεχώς κατά τρόπο που δεν είναι προβλέψιμος), τότε η
επένδυση είναι ένα είδος τυχερού παιγνίου και τίποτε άλλο. Είναι μία ζαριά στην
τύχη και όχι μία μελετημένη κίνηση που θα μεγιστοποιούσε τις πιθανότητες
κερδοφορίας που υφίστανται υπό τους δεδομένους περιορισμούς. Οι επενδύσεις
μειώνονται λόγω της αβεβαιότητας αλλά και όσες υλοποιούνται έχουν περισσότερες
πιθανότητες να είναι "αδιέξοδες επενδύσεις” (malinvestments) παρά
παραγωγικές και μακροχρόνια κερδοφόρες. Η ανασφάλεια, η ρευστότητα και ο φόβος
που παρατηρούνται σήμερα στη διεθνή οικονομία οφείλονται ακριβώς σε αυτό
το γεγονός, δηλαδή στο ότι όλα τα "οικονομικά υποκείμενα”, άλλο
περισσότερο, άλλο λιγότερο, αντιλαμβάνονται και συνειδητοποιούν πλήρως τη
συνεχή ανατροπή που επιφέρει στις σχετικές τιμές η ασταμάτητη ποσοτική χαλάρωση
των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, ακυρώνοντας έτσι τη δυνατότητα
μέσο-μακροχρόνιας στάθμισης της απόδοσης των επενδύσεων, και υπολογισμού της
προεξόφλησης μελλοντικών ροών εισοδήματος. Φοβούνται διότι δεν γνωρίζουν,
πλέον, ποια είναι τα πραγματικά δεδομένα ούτε της διεθνούς οικονομίας, ούτε των
εθνικών οικονομιών, αλλά ούτε και των επί μέρους αγορών, και με βάση την
εμπειρία του 2007-2009 αντιλαμβάνονται ότι μπορεί κάτω από τα πόδια τους το
έδαφος να είναι έτοιμο να υποχωρήσει, εάν έχει δημιουργηθεί ένας κακός
συνδυασμός δεδομένων στο αχαρτογράφητο τοπίο που κινούνται. Συνειδητοποιούν ότι
η οικονομία λειτουργεί και εξελίσσεται με τρόπο ασύμμετρο και στοχαστικό και
είναι ιδιαίτερα πιθανόν να καταλήξει σε ένα νέο σημείο ανισορροπίας και
αστάθειας, δηλαδή σε μία νέα κρίση, η οποία ενδεχομένως να είναι πιο
καταστροφική από εκείνην του 2007-2009.
Το αδιέξοδο και η αποτυχία της εκτεταμένης και παρατεταμένης ποσοτικής
χαλάρωσης μορφοποιείται, πριν από όλα, στο επικρατούν αίσθημα μοιρολατρίας που
κυριαρχεί στην παγκόσμια οικονομία, για την επερχόμενη κάμψη. Μορφοποιείται
επίσης και στη συμπεριφορά εκείνων τους οποίους η ποσοτική χαλάρωση ευνοεί
περισσότερο από κάθε άλλον, δηλαδή τους κεφαλαιούχους, κατόχους των
"χαρτοφυλακίων”. Αντί να προσανατολίζονται προς παραγωγικές επενδύσεις
μακροχρόνιας απόδοσης, η αβεβαιότητα για το μέλλον, από την μία, αλλά και οι
υπεραξίες, από την άλλη, που, λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης, δημιουργούνται
ταχύτατα στις αγορές τίτλων, τους παρωθούν, αναγκαστικά σχεδόν, στο κυνήγι του
εφήμερου και γρήγορου κέρδους, πράγμα το οποίο, ουσιαστικά, είναι μία
αυτοκαταστροφική συμπεριφορά διπλής όψεως: από την μία πλευρά, σε βραχυπρόθεσμο
χρονικό ορίζοντα μοιάζει ορθολογική διότι η γρήγορη συσσώρευση αποθεμάτων
ασφαλείας είναι η μόνη άμυνα απέναντι στην αβεβαιότητα,-ή μάλλον στην
βεβαιότητα της επερχόμενης κρίσης. Από την άλλη πλευρά όμως,
μεσο-μακροπρόθεσμα, είναι πλήρως ανορθολογική διότι δεν κάνει τίποτε άλλο παρά
να επιταχύνει την έλευση αυτού που προσπαθεί να αποφύγει: την κάμψη και την
κατάρρευση.
Η ποσοτική χαλάρωση είναι μία αδιέξοδη πρακτική η οποία υπονομεύει τη
μακροχρόνια οικονομική ισορροπία διότι στηρίζεται σε μία λανθασμένη αντίληψη
για τον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία και -ασχέτως της ισχύος και του βάθους
της επόμενης διεθνούς κάμψης-, το γεγονός είναι πως τα λάθη οικονομικής
πολιτικής που έχουν σωρευθεί, και ο καταιγισμός λανθασμένων επενδυτικών
μηνυμάτων που έχουν σταλεί προς όλες τις κατευθύνσεις, επί μια δεκαετία σχεδόν,
λόγω της διατάραξης των σχετικών τιμών των αγαθών, της εργασίας και του
κεφαλαίου, έχουν -χωρίς αμφιβολία- δρομολογήσει την παγκόσμια οικονομία σε
λάθος κατεύθυνση, για μία μεγάλη χρονική περίοδο.