Άρθρα: Μια γενιά αρκεί
Μια γενιά αρκεί, Δημήτρης Α. Ιωάννου & Χρήστος Α. Ιωάννου, Άρθρα, Capital.gr, 25 Ιουνίου 2019.
Πριν λίγες μέρες ο Mitt Romney εκφώνησε την πρώτη του ομιλία στην Επιτροπή Εξωτερικών υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας με την -νέα- ιδιότητά του, του γερουσιαστή της πολιτείας της Utah. Πρόκειται για μία πραγματικά βαρυσήμαντη ομιλία που είχε σαν αντικείμενό της τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει για την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ η ανερχόμενη δύναμη της Κίνας και τη λανθασμένη, κατά την αντίληψη του ομιλητή, τακτική που εφαρμόζει ο πρόεδρος των ΗΠΑ στην προσπάθειά του να την αναχαιτίσει. Στην ομιλία ήταν έκδηλη η ανησυχία, ακόμα και το δέος, που αισθάνονται οι Αμερικανοί απέναντι στην ηφαιστειακή αύξηση όχι μόνο της κινεζικής γεωπολιτικής και οικονομικής ισχύος αλλά, επίσης, και της τεχνολογικής και επιστημονικής της αυτονομίας. Ο Mitt Romney υπογράμμισε πως η Κίνα βρίσκεται πολύ μπροστά από τις ΗΠΑ όσον αφορά τις τεχνολογίες τηλεπικοινωνιών της πέμπτης γενιάς, ότι πολύ σύντομα μπορεί να τις ξεπεράσει και στην τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και ότι έχει ήδη φτάσει στο επίπεδο να παράγει ετησίως τον ίδιο αριθμό ευρεσιτεχνιών με τις ΗΠΑ. Ενώ την ίδια στιγμή αυξάνει την πολιτική της επιρροή και την διπλωματική της δύναμη στις σχέσεις της με τις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου-και όχι μόνον με αυτές.
Μία ουσιώδης ομοιότητα
Θα αναρωτηθεί κανείς βέβαια τι σημασία μπορεί να έχει για εμάς μία τέτοια ομιλία ενός αμερικανού αξιωματούχου.
Η απάντηση είναι απλή: όσες διαφορές στο μέγεθος και στα χαρακτηριστικά μπορεί να υπάρχουν μεταξύ της Κίνας και της χώρας μας, η Κίνα μπορεί να χρησιμεύσει για την Ελλάδα σαν πρότυπο σε κάτι που είναι πολύ σημαντικό. Υπάρχει μία ουσιώδης ομοιότητα που οφείλεται στο ότι μέχρι πριν από 40 χρόνια, δηλαδή μέχρι πριν από μιάμιση περίπου γενιά, η Κίνα ήταν μία αρχαϊκή κοινωνία καθηλωμένη στην οικονομική στασιμότητα τόσο από το βάρος του ιστορικού της παρελθόντος όσο και από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της κυρίαρχης κοινωνικοπολιτικής της ομάδας. Μετά όμως από την αλλαγή πορείας που αποφασίστηκε και επιβλήθηκε, εκ των άνω, στην κινεζική κοινωνία το 1978, δεν χρειάστηκε περισσότερο από την χρονική διάρκεια μιάς γενιάς για να καταστεί η Κίνα η δεύτερη πραγματική υπερδύναμη, το αντίπαλο δέος των ΗΠΑ, και η χώρα που όλοι αντιλαμβάνονται ότι είναι αναπόφευκτο να ηγεμονεύσει παγκοσμίως στην αμέσως επόμενη ιστορική περίοδο.
Το ερώτημα της διεκδίκησης της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας φυσικά δεν είναι ένα πρόβλημα που αφορά την μικροσκοπική ελληνική κοινωνία. Εκείνο όμως που μοιράζεται η Ελλάδα με την Κίνα της προ του 1978 περιόδου βρίσκεται στο γεγονός πως και η Ελλάδα, τηρουμένων των ιστορικών και γεωπολιτικών αναλογιών, ως κοινωνία, είναι εξ ίσου αρχαϊκή και δυσλειτουργική όσο ήταν και η Κίνα πριν από το 1978. Είμαστε δηλαδή μία κοινωνία που εμφανέστατα δεν μπορεί να παρακολουθήσει την δυναμική των παγκόσμιων εξελίξεων αλλά ούτε μπορεί να αντιμετωπίσει και να απωθήσει τους κινδύνους που την απειλούν-ενίοτε μάλιστα δεν αντιλαμβάνεται καν την ύπαρξή τους. Είμαστε μία κοινωνία στο εσωτερικό της οποίας κυριαρχούσα αντίληψη είναι εκείνη που θεωρεί πως οι πολίτες της δεν ευθύνονται ουδέ κατ’ ελάχιστον για τις προηγούμενες αλλά και για τις διαφαινόμενες κακοτυχίες της, (δηλαδή για την ίδια τους την μοίρα), και ότι οι αιτίες για όλα τα δεινά βρίσκονται έξω από τα σύνορά της, εκεί που -υποτίθεται ότι- την ζηλεύουν και την επιβουλεύονται όλοι. Είμαστε η κοινωνία στην οποία ακόμη πλειοψηφεί η άποψη ότι τα Μνημόνια έφεραν την κρίση και όχι η κρίση τα Μνημόνια! Είμαστε μία κοινωνία που προσλαμβάνει τον κόσμο με μία καθαρά προνεωτερική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ευημερία και η πρόοδος δεν προκύπτουν ως συνέπεια της παραγωγικής δραστηριότητας αλλά ως συνέπεια προνομιακών σχέσεων με τους μηχανισμούς της κεντρικής εξουσίας. Πνευματικά, δηλαδή, ζούμε με όρους υπηκόων σε φοροκρατικά καθεστώτα της προνεωτερικής εποχής, έστω και αν πραγματικά βρισκόμαστε μέσα σε μία παγκοσμιοποιημένη κεφαλαιοκρατική οικονομία, στην περίοδο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης-και αυτή η αντίθεση, (δηλαδή η συλλογική αδυναμία μας να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στον κόσμο), είναι η πηγή της κακοδαιμονίας μας.
Μια νοητή γραμμή
Τα γενικά διδάγματα της ιστορίας δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι ενθαρρυντικά για την περίπτωσή μας. Τα 200 χρόνια ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους μοιάζουν ιστορικά πολύ σύντομη περίοδος για να μεταλλαχθεί ο βαθύς -προνεωτερικός- πυρήνας της συλλογικής συνείδησης ενός κοινωνικού σχηματισμού. Η εμπειρία δείχνει πως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πληθυσμιακής ομάδας διαμορφώνονται και αναδεικνύονται στην μακρά διάρκεια της ιστορίας. Η βιομηχανική επανάσταση μπορεί να εκδηλώθηκε τον 18ο αιώνα, όμως οι προϋποθέσεις της ανάγονται ήδη στις αρχές της χιλιετίας όταν με τη δημιουργία του συστήματος της μαθητείας στις συντεχνίες δόθηκε η δυνατότητα να διευρυνθεί το ανθρώπινο δυναμικό που ήταν κάτοχος της πρακτικής-τεχνικής γνώσης η οποία είναι απαραίτητη για την οικονομική πρόοδο. Και αυτός ο κοινωνικός μετασχηματισμός συνεχίστηκε στα μέσα της χιλιετίας με την κοπερνίκεια επανάσταση, την χειραφέτηση του ελεύθερου ερευνητικού πνεύματος και την εμφάνιση της σύγχρονης επιστήμης. Τα επίκτητα χαρακτηριστικά των κοινωνιών διαμορφώνονται σε μακρές χρονικές περιόδους, και παραμένουν για ακόμη μακρύτερες. Σε ξεχωριστές περιοχές της Λατινικής Αμερικής, που δεν έχουν διαφορά όσον αφορά την προικοδότησή τους με φυσικούς πόρους, το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι συστηματικά υψηλότερο εκεί που από τον 18ο αιώνα οι ΙησουΪτες μοναχοί λειτουργούσαν σχολεία για τα παιδιά των ιθαγενών. Κατά μήκος της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης υπάρχει μία νοητή γραμμή, στο εσωτερικό των εθνικών κρατών της σύγχρονης εποχής, δυτικά από την οποία το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι υψηλότερο και η διαφθορά και η αναποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών είναι μικρότερη απ’ ότι στα ανατολικά. Καθόλου απροσδόκητα η νοητή αυτή γραμμή συμπίπτει με το σύνορο που πριν την δημιουργία των σύγχρονων εθνικών κρατών χώριζε την Αυστροουγγαρία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την τσαρική Ρωσία. Στις περιοχές της Γερμανίας που στην διάρκεια της Μαύρης Πανώλης του 14ου αιώνα σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες σφαγές Εβραίων, (που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την επιδημία), υπήρξε και το μεγαλύτερο ποσοστό εξόντωσης των Εβραίων στην περίοδο του Γ’ Ράιχ, (αλλά και η μεγαλύτερη εκλογική απήχηση των μη-συστημικών κομμάτων της γερμανικής δεξιάς σήμερα). Η ιστορική έρευνα αναδεικνύει συνεχώς περιπτώσεις που οι κοινωνικές δομές, οι "βαθιές ιδεολογίες” και τα πρότυπα συλλογικής συμπεριφοράς που διαμορφώθηκαν στην μακρά διάρκεια του χρόνου επιβιώνουν και αναπαράγονται συνεχώς ακόμη και αν δεν είναι απολύτως συμβατά με τις πρακτικές επιταγές και τις λειτουργικές αναγκαιότητες που δημιουργεί η ύστερη νεωτερικότητα στην οποία ζούμε.
Παραγωγικός εκσυγχρονισμός, προσαρμογή στην νεωτερικότητα
Με την έννοια αυτή το παράδειγμα της Κίνας έχει μία δραματική επικαιρότητα όσον αφορά την ανάγκη της εθνικής μας επιβίωσης, δηλαδή τον αναγκαίο και απαραίτητο ιδεολογικό, ψυχολογικό και οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας σε μία κοινωνία του 21ου αιώνα. Είναι ένα παράδειγμα το οποίο βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την απαισιόδοξη εικόνα της αργής ανέλιξης προς τον εκσυγχρονισμό και της ελλιπούς προσαρμογής στη νεωτερικότητα που υποβάλλει η ιστορική έρευνα, ειδικά για κοινωνίες όπως η ελληνική που δεν έζησαν ούτε την Αναγέννηση, ούτε την κοπερνίκεια επανάσταση, ούτε τον Διαφωτισμό, ούτε και την βιομηχανική επανάσταση. Αυτούς τους δύο στόχους, δηλαδή τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή στην νεωτερικότητα, η Κίνα, μία χώρα που στο παρελθόν είχε υποφέρει σκληρά από την αποικιοκρατική εκμετάλλευση, πολέμους, επαναστάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις δείχνει να τους πέτυχε μόνο με μία απλή αλλαγή πολιτικής, έστω και αν αυτό ήρθε σαν συνέπεια μιας εναλλαγής στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Άλλωστε το ίδιο απλά, σχεδόν με την μορφή υιοθέτησης μιας συγκεκριμένης πολιτικής τα ίδια, ή και ακόμη περισσότερα, δείχνουν να πέτυχαν και δύο άλλα εκβλαστήματα του κινεζικού πολιτισμού, η Ταϊβάν και η Σιγκαπούρη. Αλλά και οι υπόλοιπες αναπτυγμένες, πλέον, χώρες της Ανατολικής Ασίας. (Η Νότιος Κορέα το 1960 είχε χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από πολλές υπο-σαχαρικές χώρες). Όλες αυτές οι κοινωνίες μάλιστα έχοντας καθεστώτα τελείως διαφορετικού πολιτικού και ιδεολογικού προσανατολισμού από εκείνο της Κίνας.
Η Κίνα υπόδειγμα για την Ελλάδα;
Είναι με την έννοια αυτή που η Κίνα μπορεί να αποτελέσει ένα υπόδειγμα για την Ελλάδα. Η δυνατότητα της εθνικής επιβίωσής μας προσομοιάζει με αυτό που ήταν σημαντικό και απαραίτητο και στην περίπτωση της Κίνας: με τον γρήγορο και αποτελεσματικό λειτουργικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και της οικονομίας της, ο οποίος επιτεύχθηκε με την ραγδαία εσωτερική μεταμόρφωση της χώρας αυτής μετά από το 1978. Αυτή την ταχύτατη και επιτυχή εσωτερική μετάλλαξη είναι που πρέπει να αντιγράψει και η Ελλάδα: επρόκειτο για μία παραγωγική και επιστημονική μεταμόρφωση η οποία επετεύχθη στην διάρκεια της, -εξαιρετικά σύντομης από ιστορική άποψη-, περιόδου της μιας περίπου γενιάς. Το ίδιο ακριβώς εγχείρημα, πρέπει να επαναλάβουμε και εμείς, όντας μάλιστα οι ίδιοι άνθρωποι, ο ίδιος λαός που διαμορφώθηκε, έζησε και στήριξε το υστεροοθωμανικό νεοελληνικό πελατειακό κράτος. Ο ίδιος λαός που όμως στο εξής οφείλει να ενεργεί και να πράττει διαφορετικά, σε ένα νέο πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό πλαίσιο, κινητροδοτημένος με διαφορετικό τρόπο από ό,τι έως σήμερα στις συνθήκες της ελληνικής παρασιτοφαυλοκρατίας. Και στην Κίνα, άλλωστε, οι ίδιοι άνθρωποι ήταν, που μετά το 1978 άλλαξαν πορεία. Και μάλιστα, όσο κι αν αυτό φαίνεται ειρωνικό από ιστορική άποψη, είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σημαντική συμβολή στην συγκεκριμένη ειρηνική ανατρεπτική διαδικασία είχαν πολλοί "μετανοημένοι” ερυθροφρουροί της δεκαετίας του ‘60, μερικοί από τους οποίους υπήρξαν, στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 μεταξύ των πιο πρωτοπόρων στοιχείων του κινεζικού μετασχηματισμού. (Αν και δυστυχώς οι Έλληνες "ερυθροφρουροί” δεν φαίνονται να έχουν την δυνατότητα να κινηθούν έτσι στο μέλλον, ακόμη και εάν "μεταμεληθούν”).
Το κινεζικό παράδειγμα δείχνει ότι μία επανάσταση "από τα πάνω”, με κινητήρια δύναμη της μία πολιτική και πνευματική πρωτοπορία που παρά την μειοψηφικότητά της συνιστά την απαιτούμενη "κρίσιμη μάζα” και καταφέρνει να απελευθερώσει καταπιεσμένες μεν, δημιουργικές δε, παραγωγικές και πνευματικές δυνάμεις, μπορεί να είναι επιτυχής και τελεσφόρα. Και να επιτύχει την δραστική μεταμόρφωση μιας κοινωνίας στο σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα της μιας γενιάς. Διότι αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν για την Κίνα με το τεράστιο βάρος της καθυστέρησης λόγω των συνεχών πολέμων, της αποικιοκρατίας και των συνεχών αναταράξεων που έζησε τους δύο τελευταίους αιώνες, αλλά και των ακραίων παραλογισμών της μαοϊκής ιδεοπληξίας που είχαν καταστρεπτικές επιπτώσεις στις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, γιατί να μην είναι δυνατόν να συμβεί σε μία χώρα που ανήκει στον δυτικό κόσμο και που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Γιατί να μην είναι δυνατόν να συμβεί σε μία μικρή χώρα και που, αν μη τι άλλο, η επιτυχία και η αποτελεσματικότητα με την οποία εργάζονται στο εξωτερικό, όπου έφυγαν την τελευταία δεκαετία για να βρουν την τύχη τους, 500 χιλιάδες πολίτες της, αποτελούν την πιο έμπρακτη απόδειξη ότι διαθέτει -ακόμη- το ανθρώπινο εκείνο κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για την πρόοδό της;
Ηγετική ομάδα κοινωνικού μετασχηματισμού
Γιατί να μην μπορεί να γίνει μια τέτοια ειρηνική επανάσταση κοινωνικού μετασχηματισμού και στην Ελλάδα; Δεν υπάρχει καμία θεωρία και καμία ανάλυση η οποία να τεκμηριώνει πως μία κοινωνία σαν την ελληνική θα πρέπει να παραμείνει εσαεί στον τρόπο σκέψης που χαρακτήριζε τους οθωμανούς υπηκόους, ότι θα πρέπει να παραμείνει εσαεί δέσμια του πελατειακού κράτους και του παρασιτισμού και ότι θα είναι καταδικασμένη να παρακολουθεί απαθής τους πιο δυναμικούς και πιο μορφωμένους νέους ανθρώπους της να φεύγουν στο εξωτερικό για να βρουν την τύχη τους. Δεν υπάρχει καμία θεωρία και καμία ανάλυση η οποία να τεκμηριώνει πως μία κοινωνία σαν την ελληνική είναι νομοτελειακό και αναπόφευκτο να φτάνει σε στιγμές απόλυτης ιστορικής καταισχύνης όπως το καλοκαίρι του 2015 όταν 62% των ψηφοφόρων δήλωσαν ευθαρσώς, και προκλητικά, ότι τυγχάνουν παγκοσμίως αναξιοπαθούντες και ότι πρέπει η υπεράνω των παραγωγικών τους δυνατοτήτων διαβίωσή τους να χρηματοδοτείται και να επιδοτείται αναλώμασι του Ευρωπαίου φορολογούμενου. Δεν υπάρχει καμία θεωρία και καμία ανάλυση η οποία να τεκμηριώνει πως μία τόσο νοσηρή πραγματικότητα θα πρέπει να παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη.
Μόνο που η αλλαγή αυτής της νοσηρής πραγματικότητας, την πιο οξυμένη μορφή της οποίας βιώνουμε την τελευταία δεκαετία, από κάπου πρέπει να ξεκινήσει και το παράδειγμα της Κίνας αποδεικνύει πως τέτοιες επαναστάσεις, σε κρατικά αυτόνομες αλλά οπισθοδρομικές κοινωνίες, μπορούν να ξεκινήσουν μόνο "από πάνω”. Θα πρέπει να είναι κάποια ηγετική ομάδα της ελληνικής κοινωνίας αυτή που θα κηρύξει την νέα ελληνική επανάσταση, δηλαδή την επανάσταση εκσυγχρονισμού και προσαρμογής του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στην υπαρκτή πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Και πρέπει να το κάνει τώρα γιατί τώρα έχει διαμορφωθεί η κατάλληλη συγκυρία, η "εγκυμονούσα στιγμή” της απαιτούμενης μακρόπνοης ιστορικής αλλαγής. Τώρα που η δημαγωγία και οι ιδεολογικές παραισθήσεις έχουν ολοκληρώσει τον καταστροφικό τους κύκλο, έχοντας βεβαίως και οι ίδιες διαψευστεί πλήρως και έχοντας καταρρεύσει εκ των έσω. Τώρα που έχει χρεοκοπήσει ολοκληρωτικά το πελατειακό κράτος, και μην μπορώντας πλέον να εξαγοράσει και να εκμαυλίσει πλειοψηφικά στρώματα του πληθυσμού ευτελίζεται από μόνο του, μοιράζοντας ψίχουλα και "τακτοποιώντας” μόνο στενούς συγγενείς α΄ βαθμού. Σήμερα η συσσωρευμένη εμπειρία, έστω κι αν την πληρώσαμε πολύ ακριβά, σε συνδυασμό με την υφιστάμενη συγκυρία, προσφέρει την πλέον κατάλληλη ευκαιρία για να κηρυχθεί η ειρηνική επανάσταση για τον μετασχηματισμό και την εξυγίανση της κοινωνίας μας. Μία επανάσταση που σε διάρκεια μίας γενιάς μπορεί να έχει πλήρως μεταμορφώσει, και διασώσει, την ελληνική κοινωνία.
Εάν δεν αδράξουμε τώρα αυτήν την ευκαιρία, ίσως η επόμενη να παρουσιαστεί σε πολύ πιο επικίνδυνες συνθήκες και με πολύ πιο οδυνηρά διλήμματα. Ή ίσως και να μην παρουσιαστεί ποτέ.