Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Άρθρα: Ήταν το 2008 καλύτερο από το 2018;

(με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου),  capital.gr
Άρθρα, Παρασκευή 3 Μαΐου  2019. 

Άραγε υπάρχει πράγματι κάποιο "επενδυτικό κενό” ύψους 60, 80 ή 100 δισ. ευρώ το οποίο αν  δεν καταφέρει να "κλείσει” στα επόμενα χρόνια, μέσω αυξημένων επενδύσεων, η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης και εξόδου από την χρόνια διαρθρωτική της κρίση; 
Αυτό είναι ένα υποθετικό ερώτημα "μαιευτικού” χαρακτήρα, που πλανάται στον δημόσιο διάλογο, ενώ η απάντηση που δίνεται είναι, ως επί το πλείστον, καταφατική. Η πρόσφατη δημοσίευση από την ΕΛΣΤΑΤ των στοιχείων για τα μακροοικονομικά μεγέθη του 2018 υπήρξε αφορμή να επαναληφθεί, μέχρι σημείου κορεσμού, η συγκεκριμένη άποψη.
Αίφνης, πολλοί παρατήρησαν ότι το ύψος των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου για το 2018 ήταν κατά 65%, περίπου, μικρότερο από ό,τι το 2007. (20 δισ. ευρώ πέρυσι έναντι 60 δισ. ευρώ το 2007). Αν μάλιστα λαμβάναμε το 2007 σαν έτος βάσης για τον υπολογισμό του "επενδυτικού κενού”, με δεδομένο ότι ο σχηματισμός ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου έφτασε τότε στο 25% του ΑΕΠ, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα πως το εν λόγω "κενό” δεν είναι μόνο 100 δισ. αλλά τουλάχιστον 340! 
Βέβαια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία οφείλουμε την υιοθέτηση, με τη μορφή "οδοδείκτη” στον δημόσιο διάλογο, του υπολογισμού του "επενδυτικού κενού” των 100 δισ. ευρώ, δεν το υπολόγισε έτσι αλλά με την διαφορά του ποσοστού του ΑΕΠ που επενδύθηκε στην Ελλάδα στα έξι πρώτα χρόνια της κρίσης, το οποίο κυμάνθηκε  πέριξ του 10%, από το 21% που είναι ο  ευρωπαϊκός μέσος όρος.  
Το ερώτημα λοιπόν που οφείλει να θέσει κανείς είναι το εξής: εάν μπορούσαμε με κάποιο μαγικό τρόπο να επαναλάβουμε την επένδυση των 60 δισ. ευρώ του 2007 η ελληνική οικονομία θα έβγαινε από την χρόνια κρίση της και θα απογειωνόταν αναπτυξιακά; 
Επενδύσεις στο κενό ή  Παραγωγικές Επενδύσεις;
Το 2007, πάντως, οι μεγαλειώδεις επενδύσεις, (και όχι μόνο αυτές αλλά και εν συνόλω οι "θηριώδεις”, για τα σημερινά δεδομένα, επενδύσεις της περιόδου 2000-2009), δεν είχαν ως αποτέλεσμα την αναπτυξιακή απογείωση της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως επέφεραν την κατάρρευση και την πλήρη αποδιάρθρωσή της μετά από μόλις δύο χρόνια! Γιατί άραγε συνέβη αυτό; 
Μία πρόχειρη ματιά στην σύνθεση των επενδύσεων δίνει αμέσως την απάντηση: διότι επρόκειτο για επενδύσεις οι οποίες επέκτειναν την κατανάλωση ταχύτερα από την παραγωγή! 
Αν θεωρήσουμε ως ενδεικτικό της παραγωγικότητας και της δυνητικής αποδοτικότητας των επενδύσεων το ποσοστό τους το οποίο κατευθύνεται στο μηχανολογικό εξοπλισμό, τότε μπορούμε να δούμε πώς το 2007 το ποσοστό αυτό ήταν μόνο το 1/6 του συνόλου (10 δισ. ευρώ). Ακόμη και αν υπολογιστούν μαζί του οι πληρωμές για τις αγορές πλοίων, (που και αυτά είναι στοιχεία παραγωγικού δυναμικού), και πάλι η συνδυασμένη δαπάνη δεν ξεπέρασε το 1/3 του συνόλου των επενδύσεων.
Αντιθέτως, το 2018, η δαπάνη για μηχανολογικό εξοπλισμό ήταν το 1/3 του συνόλου από μόνη της, και αν προστεθούν οι δαπάνες για μεταφορικά μέσα, δηλαδή κυρίως για πλοία, (παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έτος παρατηρήθηκε μεγάλη μείωση του σχετικού κονδυλίου), το άθροισμα των δύο φθάνει στο 46% του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου. Η σύνθεση δηλαδή των επενδύσεων, το "απογοητευτικό” 2018 μπορεί να θεωρηθεί -και είναι- πολύ πιο υγιής και "αναπτυξιακή”, σε σχέση με το 2007, το οποίο, εν τούτοις, νοσταλγούμε.  
Η γενικόλογη αναφορά στην ανάγκη κάλυψης ενός "επενδυτικού κενού”, χωρίς σαφή αντίληψη και επεξήγηση που ακριβώς βρίσκεται αυτό το κενό, αποτελεί μία "βασική πλάνη”, αντίστοιχη όλων εκείνων οι οποίες μας οδήγησαν στην χρεοκοπία και στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. 
Η πλάνη αυτή τείνει να παραβλέπει ότι το αποτέλεσμα των επενδύσεων δεν είναι ποτέ εκ των προτέρων εξασφαλισμένο, και ο λόγος είναι πολύ απλός: οι επενδύσεις πρέπει να είναι παραγωγικές και να αποδίδουν ώστε να μπορούν να αποσβέσουν τα κεφάλαια που επενδύθηκαν σε αυτές, καθώς επίσης και να αποπληρώσουν τα δάνεια με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν. 
Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας το 2010 προήλθε από το γεγονός ότι οι υψηλές -ονομαστικά- επενδύσεις της περιόδου που ξεκίνησε το 2000, αντί να δημιουργούν επιπλέον εισοδήματα προωθώντας το παραγωγικό σύνορο της οικονομίας, αντί δηλαδή να δημιουργούν την ζήτηση, αλλά και να προηγούνται της ζήτησης αυτής την οποία στην συνέχεια θα έπρεπε να ικανοποιήσουν, ουσιαστικά αγνόησαν το παραγωγικό σκέλος που δημιουργεί πρωτογενώς τα εισοδήματα τα οποία στην συνέχεια εισέρχονται στην κατανάλωση ως ζήτηση. 
Αντί τούτου οι επενδυτές -παρασυρόμενοι από την λανθασμένη μακροοικονομική πολιτική- θεώρησαν, εντελώς άστοχα, την διαχρονικά σταθερή αύξηση της ζήτησης ως δεδομένη, και για τον λόγο αυτό οι επενδύσεις τους αποδείχθηκαν μη βιώσιμες.
Εξαγωγές και Παραγωγικές Επενδύσεις δημιουργούν αύξηση του ΑΕΠ 
Η πτώχευση του 2010 αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, ότι η ελληνική οικονομία -όσο παραμένει στην λειτουργική διάρθρωση που είχε το 2010, αλλά έχει, εν πολλοίς,  και σήμερα- δεν μπορεί να αντέξει και δεν έχει την δύναμη να προχωρήσει σε αποδοτικές και βιώσιμες επενδύσεις που να αντιστοιχούν στο ύψος του 25% του ΑΕΠ.  
Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος για τον οποίον εκτός από τους Έλληνες που δεν επενδύουν πλέον διότι δεν διαθέτουν κεφάλαια, (ελλείψει αποταμιεύσεων), δεν επενδύουν ούτε και οι ξένοι, παρά το υποτιθέμενο "ξεπούλημά” της χώρας σε αυτούς, και παρά τις υποτιθέμενες χαμηλές τιμές στις οποίες προσφέρεται το υπάρχον παραγωγικό δυναμικό. 
Στους διεθνείς επενδυτές που αναζητούν ευκαιρίες για να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους, ειδικά μάλιστα σε μακροπρόθεσμες δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας, (αυτές που συνηθίσαμε να κατατάσσουμε στην "4η βιομηχανική επανάσταση”), είναι αντιληπτό και σαφές ότι η ελληνική οικονομία δεν εγκλείει τον ενδογενή αναπτυξιακό δυναμισμό που αναζητούν. Δεν διαθέτει, στην παρούσα ιστορική φάση τουλάχιστον, ούτε το πολιτικό περιβάλλον, ούτε το θεσμικό πλαίσιο, ούτε την επιχειρηματικότητα, αλλά ούτε και το κατάλληλο ανθρώπινο κεφάλαιο που θα της επέτρεπαν να αναβαθμισθεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και να πάρει μέρος στις διεθνείς "αλυσίδες αξίας” ή "παραγωγικές αλυσίδες”.  
Υπό την συγκεκριμένη οπτική γωνία, λοιπόν, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την συνεχιζόμενη διαρθρωτική καχεξία της ελληνικής οικονομίας, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το έτος 2018, από την άποψη των επενδύσεων, δεν ήταν τόσο απογοητευτικό όσο παρουσιάζεται. Η ισχνή μεν αλλά και πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9% σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στις εξαγωγές, πράγμα που την καθιστά πολύ πιο ευσταθή αναπτυξιακά απ’ ότι θα ήταν αν είχε τροφοδοτηθεί αποκλειστικά, ή κυρίως, από την εσωτερική κατανάλωση χωρίς παραγωγική ενδυνάμωση, όπως συνέβαινε παλαιότερα-και όπως συνέβη και το 2007. 
Η αύξηση αυτή μάλιστα είναι κάτι το οποίο μπορεί να συσχετισθεί με τις επίσης ισχνές αλλά ταυτοχρόνως και πιό "υγιείς” όσον αφορά την σύνθεσή τους, (σε σχέση με το 2007), επενδύσεις του 2017. 
Η αύξηση του ΑΕΠ, κατά συνέπεια, σε συνδυασμό με την σύνθεση των επενδύσεων, φανερώνουν  ότι υφίσταται ένα μικρό, μεν, ποσοστό του εγκατεστημένου κεφαλαίου της χώρας το οποίο όμως λειτουργεί παραγωγικά και ωθεί την οικονομία προς την ανάπτυξη παρά την αντίρροπη ύπαρξη μιας πλειάδας διαρθρωτικών και μακροοικονομικών προβλημάτων που ξεκινούν από το δημογραφικό και το συνταξιοδοτικό και φτάνουν ως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις οφειλές προς (και από) το δημόσιο.
Η παραγωγική νησίδα της βιώσιμης ανάπτυξης 
 
Για τον λόγο αυτό και μία άλλη τετριμμένη επωδός απαισιοδοξίας, -στην οποία συχνά όλοι καταφεύγουμε- η οποία ισχυρίζεται ότι το χαμηλό ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ δεν καλύπτει όλη την ετήσια φθορά και παλαίωση του εγκατεστημένου κεφαλαίου και ως εκ τούτου υπάρχει συνεχής αποεπένδυση στην ελληνική οικονομία, δεν ισχύει παρά μόνο λογιστικά. 
Στην πραγματική ζωή, το μεγαλύτερο μέρος του εγκατεστημένου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας, -προϊόν εν πολλοίς της περιόδου 2000-2010 - είναι ήδη από καιρό απαξιωμένο και ανενεργό και δεν χρήζει ανανέωσης και συντήρησης. 
Την οικονομία κινεί το μικρό μέρος του εγκατεστημένου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται παραγωγικά, και σε αυτό οι επενδύσεις είναι έστω και οριακά θετικές και οι αποσβέσεις επαρκείς, όπως δείχνουν τόσο τα μικροοικονομικά όσο και τα συναθροιστικά μακροοικονομικά αποτελέσματα του 2018. (Αύξηση της μέσης κερδοφορίας των επιχειρήσεων, αύξηση των εξαγωγών αγαθών στο υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ μέχρι σήμερα-19%-, σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού δημιουργίας νέων επιχειρήσεων αλλά και δημιουργία 150.000 νέων θέσεων εργασίας παράλληλα με την αύξηση του ΑΕΠ). 
Το γεγονός είναι πως οι επενδύσεις του 2018, αλλά και η κατά 1,9% ανάπτυξη, είναι ίσως το περισσότερο που μπορεί να δημιουργήσει με τις συγκεκριμένες της δυνάμεις η ελληνική οικονομία σήμερα. Αλλά είναι και ένα μικρό θαύμα αν λάβει κανείς υπ’  όψιν του πρώτα την περιορισμένη έως μηδενική αποταμίευση και την αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να μεταβάλει τις (μη υπάρχουσες αποταμιεύσεις) σε πιστώσεις, στην συνέχεια τις αναστολές και τα προσκόμματα που δημιουργεί στην επενδυτική και οικονομική δραστηριότητα η εκτεταμένη γραφειοκρατία και η πατροπαράδοτη διαφθορά και, τέλος, την διακυβέρνηση της χώρας από μία πολιτική δύναμη που δεν διαθέτει την παραμικρή αναπτυξιακή πολιτική και ουσιαστικά αντιστρατεύεται την ανάπτυξη. 
Είναι, λοιπόν, φυσικό ότι ενώ δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως με τους υπάρχοντες ρυθμούς η ελληνική οικονομία πρόκειται να αποκτήσει ταχύτητα "απογείωσης” για να ξεπεράσει τα διαρθρωτικά προβλήματα που την χαρακτηρίζουν, από την άλλη πλευρά όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι το χθες ήταν καλύτερο. 
Στις παρούσες συνθήκες τα εχέγγυα που προσφέρουν οι έστω και λίγες επενδύσεις που πραγματοποιούνται είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα του 2008 διότι, -συνεκτιμώντας το αποπνικτικό περιβάλλον εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα, αλλά και τις δυσκολίες που εξ αιτίας της κρίσης αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις τα οκτώ τελευταία χρόνια-, όποιο επενδυτικό σχέδιο υλοποιείται σήμερα, είτε με τη μέθοδο της αυτοχρηματοδότησης από την ίδια την επιχείρηση, είτε με την εξεύρεση πιστωτικών μέσων από τα ελάχιστα που μπορούν να δημιουργήσουν οι τράπεζες, είναι ένα σχέδιο με προφανή τα πλεονεκτήματά του διότι έχει αναδειχθεί μέσα από μία διαδικασία ωσεί "φυσικής επιλογής”. 
Μπορεί αυτό να μην αρκεί για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την καθοδική σπείρα στην οποία ακόμη βρίσκεται, αλλά είναι, παρ’ όλ’ αυτά, ένα ενθαρρυντικό σημάδι ανθεκτικότητας ενός τμήματος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας. 
Διέξοδος με σταδιακή αύξηση της επενδυτικής ροπής στα διεθνώς εμπορεύσιμα. 
Κατά πάσαν πιθανότητα δεν είναι εφικτό να εξασφαλίσουμε 100 δισ.  ευρώ επιπρόσθετων επενδύσεων τα πέντε επόμενα χρόνια. Τελικά όμως ίσως αυτό να μην είναι και απολύτως απαραίτητο διότι η εμπειρία του 2018 μας δείχνει πως η απαιτούμενη αναπτυξιακή ώθηση και η ποιοτική αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας που είναι απαραίτητες για να επιτύχουμε έναν σταθερό ρυθμό ανάπτυξης 4% ετησίως, ο οποίος θα ήταν -ίσως- δυνατόν μας βγάλει από την κατιούσα πορεία, βρίσκονται εντός των ορίων του εφικτού και μπορούν να επιτευχθούν με μία σταδιακή αύξηση της επενδυτικής ροπής. 
Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι αυτή θα κατευθυνθεί είτε προς τομείς που για να είναι διεθνώς ανταγωνιστικοί έχουν την δυνατότητα να μετακινούν προς τα εμπρός το τεχνολογικό σύνορο της ελληνικής οικονομίας (αγροτο-βιομηχανία, βιομηχανία, νέες τεχνολογίες), είτε προς τομείς που, έστω και οριακά, ακολουθούν και συλλαμβάνουν ένα πολλοστημόριο των παραγωγικών εξελίξεων της διεθνούς οικονομίας και των εισοδημάτων που αυτές δημιουργούν (τουρισμός, ναυτιλία). 
Το 2018 μπορεί να μην ήταν καλό, αλλά ήταν καλύτερο από το 2008 και το 2007 για έναν πολύ ουσιαστικό λόγο: διότι τώρα, ως κοινωνία, μπορούμε να γνωρίζουμε ότι είμαστε σε θέση να αποφύγουμε νέες τραγωδίες και νέα δράματα αν στραφούμε προς την ουσιαστική αναβάθμιση της οικονομίας με τον κατάλληλο πολιτικό και κυρίως κοινωνικό αναπροσανατολισμό μας. 
Εγκαταλείποντας δηλαδή τον παρασιτικό καταναλωτισμό του πρόσφατου, αλλά και απώτερου, παρελθόντος και στρεφόμενοι προς την δημιουργική παραγωγή. Κάτι που το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το 2007 και το 2008, ούτε ήξερε, ούτε μπορούσε να αντιληφθεί, ούτε και ήθελε να ακούσει.