Δημήτρης Ιωάννου, Προσμένουμε το θάμα, Athens Voice, Απόψεις, 18 Φεβρουαρίου 2019.
Ο μέσος Έλληνας πολίτης πίστεψε, και πιστεύει ακόμη βαθιά, ότι κανένα σπίτι δεν πρέπει να πέσει στα χέρια τραπεζίτη
Στα μέσα του 2008 ο Χάρης αγόρασε ένα διαμέρισμα στα βόρεια προάστια. Με στεγαστικό δάνειο το οποίο κάλυψε όλη τη δαπάνη της αγοράς συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων για συμβολαιογραφικά. Δηλαδή, δεν έβαλε τίποτα από την τσέπη του. Το δάνειο είχε πολύ χαμηλό επιτόκιο γιατί ήταν με ρήτρα ελβετικού φράγκου. Το 2010, με την πρώτη μείωση των μισθών, ο Χάρης άρχισε να μην πληρώνει κανονικά τη δόση του δανείου του. Κάποια στιγμή σταμάτησε εντελώς να πληρώνει. Μετά από κάνα χρόνο, και πιέσεις από την τράπεζα, άρχισε να πληρώνει ξανά μερικές δόσεις, σποραδικά.
Στη συνέχεια συνέβησαν διάφορα, όπως κάποιες δικαστικές αποφάσεις ευνοϊκές για τους χρεώστες δανείων με ρήτρα ελβετικού φράγκου, κάποιες νέες παρατεταμένες διακοπές από την πλευρά του Χάρη στην καταβολή των δόσεων και τελικά ήρθε μία πρόταση από την τράπεζα να πληρώνει μόνο 150 ευρώ τον μήνα, έναντι αρχικής δόσης σχεδόν 600 ευρώ. Την ίδια στιγμή, βέβαια, το σύνολο του κεφαλαίου που χρωστούσε στην τράπεζα, λόγω της ανατίμησης του ελβετικού φράγκου, είχε σχεδόν διπλασιαστεί. Ο Χάρης συμφώνησε και άρχισε να πληρώνει τα 150 ευρώ τον μήνα.
Σε μία συζήτηση που είχαμε τότε ο Χάρης μου είπε το εξής: «Δεν με νοιάζει καθόλου και να ’ρθουν αύριο να μου το πάρουν γιατί έκανα τον υπολογισμό μου και έχω πληρώσει πολύ λιγότερα από όσα θα πλήρωνα εάν το είχα νοικιάσει. Είμαι συνολικά κερδισμένος από αυτή τη δοσοληψία». Μάλιστα όταν έγινε αυτός ο διάλογος ο Χάρης συζητούσε να φύγει στο εξωτερικό για τρία χρόνια, σε μία πολύ καλή ευκαιρία απασχόλησης που του είχε παρουσιαστεί. Μετά από λίγες μέρες μού είπε τα καλά νέα: η δουλειά στο εξωτερικό είχε κλείσει. Αλλά και κάτι ακόμη: αφού θα έλειπε που θα έλειπε, φρόντισε να νοικιάσει το διαμέρισμά «του» για 450 ευρώ τον μήνα!
Έτσι λοιπόν μία συναλλαγή που στην αρχή ήταν απλά συμφέρουσα για τον Χάρη, επειδή είχε καταφέρει να μείνει έξι, επτά χρόνια με σχεδόν μηδαμινή δαπάνη σε ένα νεόδμητο διαμέρισμα, τώρα γινότανε εξαιρετικά συμφέρουσα γι’ αυτόν: θα του απέφερε πλέον και εισόδημα! Περιττό να πω ότι φέτος που γύρισε στην Ελλάδα, επειδή οι απόψεις του έχουν αλλάξει λίγο, νοίκιασε ένα άλλο πιο μικρό διαμέρισμα στο κέντρο, «που έχει περισσότερη ζωή», ενώ και το δικό του εξακολουθεί να είναι νοικιασμένο και παίρνει το ενοίκιο κανονικά. Συνεχίζει να πληρώνει δόση 150 ευρώ, αλλά και να εισπράττει την ίδια στιγμή 450 ευρώ ενοίκιο. (Η ιστορία είναι πραγματική, και υπάρχουν και πολλές άλλες, με παρεμφερές περιεχόμενο).
Αντίστοιχες περιπτώσεις με αυτή του Χάρη, όχι πλέον σε στεγαστικά αλλά σε επιχειρηματικά δάνεια, μπορεί να συναντήσει κανείς, πολλές, στο χώρο των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρομεσαίων: επιχειρήσεις κακοδιοικούμενες και κακοοργανωμένες, οι οποίες επιβιώνουν κυρίως διότι δεν αποδίδουν ποτέ τις οφειλές τους. Δεν πληρώνουν ποτέ τους οφειλόμενους φόρους, δεν πληρώνουν τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές (ούτε τότε που ήταν σε λογικότερα επίπεδα, ούτε τώρα που έχουν απογειωθεί), και φυσικά δεν πληρώνουν ποτέ τις δόσεις των δανείων τους στις τράπεζες. Η έλλειψη φορολογικής ενημερότητας που για μας τους απλούς θνητούς μπορεί να αποδειχθεί τεράστιο πρόβλημα, γι’ αυτές τις επιχειρήσεις δεν φαίνεται να είναι κάποιο σοβαρό εμπόδιο. Επιπλέον, και καθόλου τυχαία, συνήθως αυτές οι ίδιες είναι και οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν αδήλωτους εργαζόμενους, ή «υποδηλωμένους», δηλαδή εργαζόμενους που τους χρησιμοποιούν για υπερπλήρες ωράριο αλλά τους δηλώνουν ως μερικής απασχόλησης. Ενίοτε, μάλιστα, και όχι πολύ σπάνια, οι εν λόγω επιχειρήσεις καταφέρνουν να δανεισθούν επιπλέον από τις τράπεζες, όταν μαζί με κανένα «σχέδιο διάσωσης» γραμμένο στο πόδι και χωρίς κανένα ουσιαστικό στοιχείο, παρουσιάζουν πειστικά το επιχείρημα ότι αν δεν πάρουν νέο δάνειο θα χρεοκοπήσουν και έτσι οι τράπεζες θα χάσουν οριστικά και όλα τα προηγούμενα δανεικά!
Απέναντι σε αυτές τις δύο κλασικές περιπτώσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορούμε να αντιπαραθέσουμε κάποιες άλλες περιπτώσεις
Απέναντι σε αυτές τις δύο κλασικές περιπτώσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορούμε να αντιπαραθέσουμε κάποιες άλλες περιπτώσεις, διαφορετικές και αντίθετες. Απέναντι στον Χάρη, και απέναντι σε κάθε Χάρη, απέναντι δηλαδή σε όλους αυτούς που διαθέτουν ένα σπίτι έστω κι αν δεν έχουν πληρώσει ούτε μία δραχμή για αυτό, ή, έστω, που έχουν πληρώσει πολύ λιγότερα από τα ενοίκια που θα πλήρωναν κανονικά για να κατοικήσουν εκεί όσο καιρό κατοικούν, βρίσκονται όλοι οι άλλοι, τα πραγματικά κορόιδα, η πλειοψηφία. Είτε εκείνοι που δεν πήραν στεγαστικό δάνειο ποτέ, είτε εκείνοι που έχουν πάρει αλλά το εξυπηρετούν κανονικά, φτύνοντας αίμα. Αυτοί λοιπόν οι τελευταίοι είναι που πληρώνουν τις επιπτώσεις. Αυτοί υφίστανται τις συνέπειες του γεγονότος ότι δεν λειτουργεί, στην ουσία, το τραπεζικό σύστημα με αποτέλεσμα να υπάρχει ανεργία, ένδεια και οικονομική στασιμότητα. Αυτοί οι ίδιοι, άλλωστε, πληρώνουν, έμμεσα, μέσω της φορολόγησής τους, τη συμμετοχή του Δημοσίου στις διαδοχικές, αποτυχημένες, ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών που γίνονται απαραίτητες κάθε φορά, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, και των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων.
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση και στο χώρο των επιχειρήσεων. Απέναντι στον αποτυχημένο επιχειρηματία, ή στον «στρατηγικό κακοπληρωτή», βρίσκεται μία άλλη επιχείρηση η οποία είναι, κατά τεκμήριο επιτυχημένη, γιατί φροντίζει να είναι ενήμερη στις υποχρεώσεις της, να έχει τους εργάτες της δηλωμένους και να καταβάλλει τις εργοδοτικές εισφορές της κανονικά, αλλά και τις δόσεις της στην τράπεζα ανελλιπώς. Μία τέτοια επιχείρηση, εξ αντικειμένου, δυνητικά τουλάχιστον, ανήκει σε εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να ωθήσουν την εθνική οικονομία μπροστά, επιτρέποντάς της να βγει από τη στασιμότητα. Και όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η υγιής εταιρεία δεν μπορεί να αξιοποιήσει τον δυναμισμό της στο σύνολό του, και να καλύψει εκείνο το κομμάτι της αγοράς που θα της αναλογούσε, διότι αντιμετωπίζει τον αθέμιτο ανταγωνισμό της «εταιρείας ζόμπι» του μπαταξή επιχειρηματία, που, με τις ευλογίες των τραπεζών και του κράτους, την ανταγωνίζεται με πολύ χαμηλότερο λειτουργικό κόστος.
Ο μέσος Έλληνας πολίτης πίστεψε, και πιστεύει ακόμη βαθιά, ότι κανένα σπίτι δεν πρέπει να πέσει στα χέρια τραπεζίτη
Το σπίτι του Χάρη και οι απλήρωτες οφειλές του αποτυχημένου ή και κακοπροαίρετου επιχειρηματία, λοιπόν, είναι τα «μη εξυπηρετούμενα» ή τα «κόκκινα» δάνεια, δηλαδή η αιτία για την οποία η χώρα δεν έχει τραπεζικό σύστημα, και ως εκ τούτου δεν έχει και αναπτυξιακές προοπτικές. Ο ουσιώδης λόγος για τον οποίο συνέβη και συμβαίνει αυτό είναι γιατί ο μέσος Έλληνας πολίτης πίστεψε, και πιστεύει ακόμη βαθιά, ότι κανένα σπίτι δεν πρέπει να πέσει στα χέρια τραπεζίτη και ότι ο Χάρης δικαιούται να θεωρεί το σπίτι για την αγορά του οποίου όχι μόνο δεν έχει καταβάλει ένα ευρώ, αλλά τελικά έχει βγάλει και κέρδος, ιδιοκτησία του.
Όσον αφορά δε τα επιχειρηματικά δάνεια, που είναι και η πλειοψηφία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και αυτά με τη σειρά τους οφείλονται και πάλι στο ότι η κοινωνία πίστεψε, και πιστεύει (και μάλιστα παρά το γεγονός πως γενικά θεωρεί τον κάθε επιχειρηματία ως ανάλγητο εκμεταλλευτή), πως οι επιχειρήσεις που για διάφορους λόγους δεν πάνε καλά, δεν πρέπει να αφήνονται να πτωχεύουν και να ρευστοποιούν τα κεφαλαιακά τους στοιχεία, γιατί αυτό θα ήταν αντιλαϊκό, αντιαναπτυξιακό (!) αλλά και αντεργατικό. Έτσι λοιπόν, μ’ αυτά και με τούτα, καθόμαστε και κοιτάμε –εδώ και εννέα χρόνια σχεδόν– το πρόβλημα των μη εξυπηρετουμένων δανείων να γιγαντώνεται, προφανώς προσμένοντας να λυθεί από μόνο του και να γίνει το θαύμα από τον ουρανό, όπως λέει και ο ποιητής. Στο μεταξύ βέβαια όχι μόνο δεν διορθώνεται αλλά –όπως είναι φυσικό– επιδεινώνεται όλο και περισσότερο. Το 2012 θα μπορούσες να βρεις εύκολα μία λύση για τα στεγαστικά δάνεια και να περιορίσεις την επέκταση του προβλήματος, αλλά σήμερα μία τέτοια «ήπια» λύση δεν μπορεί να υπάρξει γιατί ακόμη και αν βγάλεις τα δεκάδες χιλιάδες σπίτια των «στρατηγικών κακοπληρωτών» στο σφυρί, δεν υπάρχει κανένας για να τα αγοράσει.
Εφ’ όσον, πάντως, δεν υπάρχουν αγοραστές για τα σπίτια αυτά και οι τράπεζες αναγκάζονται να τα αγοράζουν οι ίδιες στους πλειστηριασμούς, χωρίς να ξέρουν μετά τι να τα κάνουν, θα πρέπει να βρεθεί μία οικονομικά ορθολογική λύση. Μία τέτοια θα ήταν να κατεδάφιζαν οι τράπεζες αυτές τις κατοικίες, ώστε να ισορροπήσει ξανά η προσφορά με την ζήτηση, και να «πάρει ξανά μπροστά η οικοδομή». Ίσως όμως η ορθολογική λύση αυτή να μην είναι εφικτή για κάποιους πρακτικούς λόγους όπως το ότι η κατεδάφιση έχει κόστος, το ότι δεν μπορείς να γκρεμίσεις τον τρίτο όροφο σε μία πολυκατοικία και να κρατήσεις τον τέταρτο και τον πέμπτο αλλά, επίσης, και το ότι οι κατεδαφίσεις θα ήταν μία ανώφελη σπατάλη κοινωνικού κεφαλαίου.
Υπάρχει, συνεπώς, μία εξίσου οικονομικά ορθολογική αλλά πιο ριζοσπαστική και κοινωνικά πιο δίκαιη λύση: οι ανακεφαλαιοποιημένες με την εισφορά των Ελλήνων πολιτών τράπεζες να πάρουν τα σπίτια από τους Χάρηδες και να τα παραχωρήσουν, χωρίς κανέναν αντάλλαγμα, σε φτωχές οικογένειες που δεν έχουν ιδιόκτητη πρώτη κατοικία και δεν είχαν πάρει ποτέ στεγαστικό δάνειο. Ή σε νέους Έλληνες που φτιάχνοντας οικογένεια αποκτούν το δεύτερό τους –ή και το πρώτο τους– παιδί. Μία τέτοια λύση και θα αποκαθιστούσε το αίσθημα δικαιοσύνης στην κοινωνία αλλά και θα επανέφερε την αξιοπιστία στη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος, γιατί εάν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές τελικά πετύχουν τον κεντρικό τους στόχο και αποκτήσουν τα σπίτια αδαπάνως, τότε κανείς στην Ελλάδα, για τα επόμενα 100 χρόνια, δεν θα πληρώνει τις δόσεις για το δάνειο που θα έχει λάβει-με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία.
Κάθε μέρα που περνάει, γίνονται ακόμα χειρότερα διότι το ζήτημα είναι κάτι σαν ένα καρκινικό απόστημα στην οικονομία
Το θαύμα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, και με το τραπεζικό σύστημα, δεν πρόκειται να γίνει όσο και να περιμένουμε στην «πέτρα της υπομονής». Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι τα πράγματα, κάθε μέρα που περνάει, γίνονται ακόμα χειρότερα διότι το ζήτημα είναι κάτι σαν ένα καρκινικό απόστημα στην οικονομία, το οποίο θα έπρεπε να το είχε αντιμετωπίσει και να το είχε χειριστεί η πολιτική και οικονομική ηγεσία της χώρας ήδη από τα πρώτα χρόνια, δηλαδή από το 2011-2012, όταν έγινε φανερό ότι ξεπερνούσε τα συνήθη όρια και άρχισε να γιγαντώνεται. Το 2015 ήταν ίσως η τελευταία χρονική ευκαιρία που είχαμε για να το σταματήσουμε σε κάποιες μη-καταστροφικές διαστάσεις. Αλλά φυσικά δεν κάναμε τίποτα, για τους γνωστούς λόγους. Δεν κάναμε τίποτα, δηλαδή, διότι είμαστε μία κοινωνία της οποίας οι ηθικές και οι διανοητικές ικανότητες είναι πολύ περιορισμένες και, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δείχνουν να υπολείπονται σημαντικά από όσες ικανότητες απαιτούνται για την επιβίωση στον σύγχρονο κόσμο.
Περάσαμε σχεδόν εννέα χρόνια μέσα στην κρίση χωρίς οι πολιτικοί και οικονομικοί ιθύνοντες της χώρας να έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν την παραμικρή λύση ή ρύθμιση γι’ αυτό ή για κάποιο άλλο πρόβλημα, ή το παραμικρό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της καθίζησης της οικονομίας. Το περισσότερο που μπορούσαν, οι πιο πονηροί, ήταν να ασκούν κριτική εκ των υστέρων στην τρόικα ότι έπεσε έξω στις προβλέψεις της, ή στο ΔΝΤ ότι δεν υπολόγισε καλά τους πολλαπλασιαστές! Οι ελάχιστοι που πήγαν να προτείνουν κάποια πράγματα (τα οποία ούτως ή άλλως, η εμπειρία έδειξε ότι ήταν απαραίτητο να γίνουν, και τελικά έγιναν εκ των υστέρων, κακήν κακώς), αντιμετωπίστηκαν από τους γνωστούς αντιμνημονιακούς αληταράδες με τις γνωστές ύβρεις και συκοφαντίες ότι τα λένε αυτά γιατί πληρώνονται από τον Σόιμπλε, παγκουέ, αφού αυτός και η Μέρκελ δεν θα μπορούσαν να ησυχάσουν εάν δεν γονάτιζαν και δεν ταπείνωναν τον νεοέλληνα υπεράνθρωπο, με την συνεργασία, βεβαίως, εγχώριων υπονομευτών.
Η τρόικα έγραφε κι έσβηνε, για το μέλλον μας και τη μοίρα μας, αυτά που εμείς πρώτοι και πριν την τρόικα θα έπρεπε να είχαμε σκεφτεί και να είχαμε εφαρμόσει, και εμείς δεν είχαμε να πούμε τίποτα άλλο εκτός από «κόκκινες γραμμές», «σκληρή διαπραγμάτευση» και όλες τις άλλες γελοιότητες της επαναστατικής επαιτείας. Ίσως, λοιπόν, θα πρέπει να πανηγυρίζουμε για το γεγονός απλά και μόνο ότι, έστω και μετά από εννέα χρόνια, έστω και αν δεν είναι τίποτα καταπληκτικό, η Τράπεζα της Ελλάδας κατάφερε, τελικά, να εκπονήσει ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να το προτείνει. (Ακόμη κι αν αυτό έγινε μετά από τρομερές πιέσεις των «εταίρων» και της ΕΚΤ).
Εάν δεν λυθεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν θα έχουμε τραπεζικό σύστημα, και αν δεν έχουμε τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχει περίπτωση ούτε σε πορεία ανάπτυξης να εισέλθει η οικονομία, ούτε το δημόσιο χρέος να καταστεί εξυπηρετήσιμο
Παρά την ενασχόληση όλων, σχετικών και άσχετων, με το δημόσιο χρέος, το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ειδικότερα των επιχειρηματικών είναι το πιο σημαντικό για την εθνική οικονομία. Εάν δεν λυθεί αυτό δεν θα έχουμε τραπεζικό σύστημα ποτέ, και αν δεν έχουμε τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχει περίπτωση ούτε σε πορεία ανάπτυξης να εισέλθει η οικονομία, ούτε το δημόσιο χρέος να καταστεί εξυπηρετήσιμο και σταδιακά να μειωθεί, ούτε τίποτα. Το ότι δεν λύνεται οφείλεται, βεβαίως, στον θανατηφόρο συνδυασμό από την μία, μεν, της συλλογικής μας ευήθειας και της ροπής μας να καθόμαστε να παρατηρούμε τα προβλήματά μας εμβριθώς αλλά και με αγωνιστική διάθεση και να θεωρούμε ότι είναι υποχρέωση των ξένων να έρθουν να μας τα λύσουν ώστε μετά εμείς να μπορούμε να τους βρίζουμε, από την άλλη δε, της περίεργης αντίληψης που μας διακρίνει σχετικά με το τι είναι καλό και τι κακό.
Στην Ελλάδα μισούμε τον κάθε επιχειρηματία και απεργαζόμαστε την καταστροφή του – με μία σημαντική εξαίρεση. Αν ένας επιχειρηματίας δεν πληρώνει εκ συστήματος τις εργοδοτικές εισφορές και τους φόρους, δεν αποδίδει τον ΦΠΑ που εισπράττει από τους πελάτες τους, χρησιμοποιεί μαύρη εργασία και φυσικά φεσώνει τις τράπεζες, τότε όχι μόνο δεν τον μισούμε αλλά τον αγαπάμε κιόλας. Για αυτόν ειδικά τον λεβέντη πιστεύουμε ακράδαντα, και είμαστε έτοιμοι να αγωνιστούμε και στους δρόμους, ότι έχει το δικαίωμα να συνεχίσει να κάνει αυτό που κάνει χωρίς να τον ενοχλεί κανείς.
Θεωρούμε ως νεοφιλελεύθερη αναλγησία ακόμα και τη σκέψη να γίνει το πιο απλό και το πιο λογικό πράγμα για την περίπτωσή του: να αφεθεί να οδηγηθεί στην πτώχευση η επιχείρησή του (γιατί είναι μία επιχείρηση που δεν δημιουργεί αλλά καταστρέφει οικονομική αξία) ώστε εκείνα τα στοιχεία του ενεργητικού της (γήπεδα, εξοπλισμός κ.λπ.) που έχουν ακόμη κάποια χρησιμότητα να τα αποκτήσει κάποιος υγιής ανταγωνιστής, ο οποίος θα μπορέσει να τα αξιοποιήσει καλύτερα και πιο παραγωγικά και να καλύψει αυτός το μερίδιο της αγοράς που καλύπτει σήμερα ο μπαταξής. Ώστε, με τον τρόπο αυτό, οι εργαζόμενοι να βρουν καλύτερη δουλειά, με καλύτερους όρους και συνθήκες, στον ανταγωνιστή του, ο οποίος, ακόμη και απέναντι στον αθέμιτο ανταγωνισμό του στρατηγικού κακοπληρωτή, μάτωνε αλλά επιβίωνε χωρίς να αμελεί τις υποχρεώσεις του – δηλαδή ήταν σε θέση να δημιουργεί και όχι να καταστρέφει αξία. (Και για να είμαστε και ιστορικά δίκαιοι, αυτή τη διαστροφή των Ελλήνων, δηλαδή την αντιμετώπιση του επιχειρηματία-απατεώνα ως τοτεμικού προσώπου, δεν την οφείλουμε σε καμία κυβέρνηση του παρόντος ή του πρόσφατου παρελθόντος. Είναι μία από τις πιο ιστορικές παρακαταθήκες που άφησε στην χώρα η μετεμφυλιακή, αλλά και μεταπολιτευτική, δεξιά).
Απέναντι σε φαντασιώσεις θα πρέπει να ψάξουμε για κάποιες πιο σοβαρές και πραγματιστικές λύσεις
Επειδή λοιπόν οι πνευματικές μας δυνάμεις και οι πολιτικές μας επιλογές δεν μας επιτρέπουν να το κάνουμε αυτό, δεν μας επιτρέπουν δηλαδή να έχουμε ελεύθερη οικονομία της αγοράς όπου όποιος αποτυγχάνει αποχωρεί και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στον πιο επιτυχημένο για να ζήσουν καλύτερα όλοι, το αποτέλεσμα είναι ότι κατά κυριολεξίαν κόβουμε τα πόδια της εθνικής οικονομίας. Δεν αφήνουμε τα νεκρά κύτταρα της να αποκοπούν από το σώμα της και να φύγουν από την μέση ώστε να επιτραπεί να λειτουργήσουν απρόσκοπτα τα ζωντανά και υγιή κύτταρα. Η συζήτηση για την ανάπτυξη γίνεται με μυθολογικούς όρους και πάνω σε φαντασιώδεις υποθέσεις όπως ότι, προκειμένου η οικονομία να αναπτυχθεί, χρειαζόμαστε 100 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερες επενδύσεις από όσες εκτιμάται πως θα γίνουν στην επόμενη πενταετία. Όμως αυτά τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ δεν υπάρχουν πουθενά, διότι κανείς δεν θα ήταν τόσο τρελός να τα φέρει και να τα επενδύσει στην Ελλάδα.
Απέναντι σε τέτοιες φαντασιώσεις θα πρέπει να ψάξουμε για κάποιες πιο σοβαρές και πραγματιστικές λύσεις. Όπως θα ήταν το να αξιοποιήσουμε με καλύτερο τρόπο αυτά τα λίγα που έχουμε στην πραγματικότητα, και όχι τα πολλά που υπάρχουν, όμως, μόνο στη φαντασία. Η οικονομική έρευνα έχει διαπιστώσει ότι, πράγματι, το 50% της αύξησης που εμφανίζεται κάθε χρόνο στις υγιώς αναπτυσσόμενες οικονομίες οφείλεται στις νέες επενδύσεις, δηλαδή στην δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων που φέρνουν νέο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και ίσως νέα τεχνολογία, νέες ιδέες, νέα προϊόντα. (Τέτοιες που μακάρι να είχαμε κι εμείς, αλλά οι οποίες, προς το παρόν, υπάρχουν μόνο στα όνειρά μας, ή είναι ελαχιστότατες). Όμως, το υπόλοιπο 50% της αύξησης οφείλεται στην αναδιάταξη του υπάρχοντος δυναμικού της οικονομίας κατά πιο αποτελεσματικό τρόπο, δηλαδή στην επέκταση των κερδοφόρων επιχειρήσεων εις βάρος των μη κερδοφόρων και αποτυχημένων.
Είναι προς όφελος της ελληνικής οικονομίας να την απαλλάξεις από επιχειρήσεις που δεν δημιουργούν αξία και εισόδημα
Όταν μία επιχείρηση αποτυγχάνει οικονομικά, και οδηγείται στην πτώχευση, τότε, τις περισσότερες φορές, το ανθρώπινο δυναμικό της, αλλά συχνά και ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός της και ακόμη και τα «άυλα» στοιχεία του ενεργητικού της, απορροφώνται από μία πιο παραγωγική επιχείρηση, η οποία έτσι επεκτείνεται και καλύπτει με πιο ικανοποιητικό τρόπο και το τμήμα της αγοράς στο οποίο απευθυνόταν η πτωχευμένη επιχείρηση. Σε μία τέτοια, «επιτυχημένη» και επεκτεινόμενη οικονομική μονάδα, είναι αυξημένες οι πιθανότητες να δημιουργηθούν βιώσιμες, και με ικανοποιητικές αποδοχές, θέσεις εργασίας για τους εργαζόμενους που δούλευαν προηγουμένως στον ατυχήσαντα επιχειρηματία ή, σε πολλές περιπτώσεις αν πρόκειται για την χώρα μας, στον ενσυνείδητο μπαταξή, στην τελευταία περίπτωση μάλιστα, πολύ συχνά αδήλωτοι, και ακόμα περισσότερες φορές απλήρωτοι.
Αλλά ακόμα και αν δεν γίνει αυτό, δηλαδή εάν δεν υπάρξει άλλη οικονομική μονάδα για να απορροφήσει το δυναμικό της πτωχευμένης εταιρείας, πράγμα που δυστυχώς συνέβη με μεγάλος μέρος της βιομηχανικής υποδομής της Ελλάδας στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, και πάλι είναι προς όφελος της ελληνικής οικονομίας να την απαλλάξεις από επιχειρήσεις που δεν δημιουργούν αξία και εισόδημα αλλά καταστρέφουν αξία και απομυζούν το εισόδημα άλλων παραγωγικών κλάδων της οικονομίας που θα μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας για τους εργαζόμενους.
Διότι έτσι προχώρησε η ανάπτυξη σε όλες τις προηγμένες κεφαλαιοκρατικές οικονομίες της αγοράς: με τη ρευστοποίηση των οικονομικά αποτυχημένων –και, για αυτό τον λόγο, υπερχρεωμένων επιχειρήσεων– προς όφελος των επιτυχημένων και κερδοφόρων. Προφανώς το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς αν θέλουμε να βγούμε κάποτε από την κρίση, αντί να καθόμαστε «στην πέτρα της υπομονής (και) να προσμένουμε το θάμα, που ανοίγει τα επουράνια» για να διορθωθούν από μόνα τους τα προβλήματα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς και όλα τα υπόλοιπα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας μας.