Το επενδυτικό κενό και οι επενδύσεις... στο κενό, Ναυτεμπορική, Άρθρα, σελ. 9 & naftemporiki.gr, Απόψεις, Τετάρτη, 10 Οκτωβρίου 2018.
Τις προηγούμενες
δεκαετίες η ελληνική κοινωνία (των πολιτικών εκπροσώπων της
συμπεριλαμβανομένων) είχε εθισθεί στην, και είχε ενστερνιστεί την, ιδέα ότι
μπορεί να ανανεώνει την πρόσκαιρη ευημερία της καταναλώνοντας δανεικά. Με αυτήν
την αυταπάτη οδηγήθηκε στην τρέχουσα χρεοκοπία του 2008-2018.
Τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση και την ανάγκη να
ενστερνιστεί την ιδέα ότι η ευημερία της ελληνικής κοινωνίας εξαρτάται πλέον
από πιο πεζές αλλά και πιο δύσκολα υλοποιήσιμες επιλογές: την εγχώρια παραγωγή,
την αποταμίευση, τις επενδύσεις.
Αν υπάρχει, και αν θα υπάρξει, ενδογενής αναπτυξιακή ροπή, που να εξασφαλίζει βιώσιμη ευημερία, θα πρέπει να αποτυπωθεί στις επιδόσεις των επενδύσεων.
Όμως με τις επενδύσεις η ελληνική κοινωνία και οικονομία δεν
φαίνεται να τα καταφέρνει. Αφιερώνει σε επενδύσεις (Ακαθάριστο Σχηματισμό
Πάγιου Κεφαλαίου) ως ποσοστό του ΑΕΠ το μισό (περί το 11%) έναντι του μέσου
όρου της Ε.Ε. των 28 (20,1%) και της Ευρωζώνης των 19 (20,5%).
Δεν συμβαίνει
αυτό σε κανένα κράτος μέλος -ούτε στα φερόμενα ως υποψήφια προς ένταξη.
Στις επενδύσεις δεν τα καταφέρνει ούτε ο κρατικός
προϋπολογισμός. Δυστυχώς, περιλαμβάνει ευχολόγια, και εθνικολογιστικές
προσαρμογές, για να εξυπηρετούνται οι υποτιθέμενοι στόχοι της προβλεπόμενης
ανάπτυξης, οι οποίοι ουδέποτε πραγματοποιούνται.
Επιπλέον, οι
-συνεχώς μετατιθέμενες στα επόμενα έτη- αισιόδοξες προβλέψεις επενδύσεων (ακόμη
και εάν πραγματοποιούνταν) δεν αρκούν να φέρουν την ελληνική οικονομία και
κοινωνία από την περίοδο αποεπένδυσης σε μία νέα περίοδο επενδύσεων και
διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης ανάπτυξης.
Η πρόκληση, και η ανάγκη, δεν είναι μόνο ότι η ελληνική κοινωνία
και η ελληνική οικονομία πρέπει να αναγνωρίσουν και να ενστερνιστούν την
(εθνική) αξία των επενδύσεων για την ευημερία τους και για τη συνοχή τους.
Η πρόκληση, και η ανάγκη, είναι ότι η στροφή στην ανάπτυξη
προϋποθέτει όχι μόνο ποσοτικές αλλαγές στην επενδυτική συμπεριφορά της, για να
καλυφθεί το επενδυτικό κενό, δηλαδή την ανάγκη για διπλασιασμό των επενδύσεων
ετησίως, από τα 20 δισ. ευρώ στα 40 δισ. ευρώ, αλλά και αλλαγές ποιοτικές - με
άλλα λόγια μεταρρυθμίσεις.
Δεν αρκεί οι επενδύσεις ως μερίδιο του ΑΕΠ να αυξηθούν στα
επίπεδα προ-κρίσης και προ-χρεοκοπίας. Το 2007, για παράδειγμα, το μερίδιο των
επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν 26% του ΑΕΠ, έναντι μέσου όρου 22,4% στην Ε.Ε. Αυτό
ωστόσο δεν προστάτεψε την ελληνική οικονομία από την επερχόμενη μακρά
χρεοκοπία. Αντιθέτως. Σημειωτέον ότι το 2007 σχεδόν το 11% των ελληνικών
επενδύσεων ήταν σε κατοικίες. Το 2007, για παράδειγμα, εκ πρώτης όψεως δεν
υπήρχε επενδυτικό κενό, αλλά υπήρχαν επενδύσεις στο... κενό. Οι οποίες, ως
γνωστόν, εξαϋλώθηκαν.
Δεν αρκεί λοιπόν οι επενδύσεις ως μερίδιο του ΑΕΠ να αυξηθούν
στα επίπεδα, τουλάχιστον, του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Πρέπει να αλλάζει και η
σύνθεσή τους. Να είναι παραγωγικές. Να είναι δηλαδή επενδύσεις στους κλάδους
που παράγουν τα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, δηλαδή επενδύσεις
που δοκιμάζονται στον εθνικό και διεθνή ανταγωνισμό και παράγουν προστιθέμενη
αξία για την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Στο
Διάγραμμα παρουσιάζεται η σύνθεση των επενδύσεων της περιόδου 1995-2016 μεταξύ
των δύο τομέων της οικονομίας, των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών
και των διεθνώς μη εμπορεύσιμων, η θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ των οποίων
οδήγησε την Ελλάδα στην τρέχουσα πολυετή χρεοκοπία.
Η πολυετής
πρωτοκαθεδρία, και στις επενδυτικές επιλογές, του τομέα των «διεθνώς μη
εμπορεύσιμων» οδήγησε στην παραγωγική καθήλωση της ελληνικής κοινωνίας και
οικονομίας και στη χρεοκοπία της. Κι αυτό μπορεί να ανατραπεί μόνον με διττή
προτεραιότητα: πρώτον, στις επενδύσεις, και δεύτερον, στις επενδύσεις στους
κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών.
Αυτή
είναι η μοναδική οδός, ενδογενούς και εξωστρεφούς, διάσωσης της ελληνικής
κοινωνίας και οικονομίας από την κατάσταση «Επιπλέοντος Ναυαγίου» στην οποία
έχει περιέλθει με τις συνέργειες «εταίρων-δανειστών» και «εθνικών
διαπραγματευτών».