Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Άρθρα: αὐτῶν γὰρ ἀπωλόμεθ᾽ ἀφραδίῃσιν... βουλή δέ κακή νίκησεν ἑταίρων

αὐτῶν γὰρ ἀπωλόμεθ᾽ ἀφραδίῃσιν... βουλή δέ κακή  νίκησεν ἑταίρων, 

(Ομήρου Ὀδύσσεια, Ραψωδία Κ, 27, 46)

capital.gr,  Άρθρα,  21 Αυγούστου 2018




Ο τίτλος σημαίνει σε μετάφραση Ν. Καζαντζάκη - Ι. Κακριδή,   "τι εμείς χαθήκαμε απ᾿ τις ίδιες μας τις ανεμυαλοσύνες!  …  και νίκησε μια τόσο ανόητη γνώμη", και σε μετάφραση  Ἀργύρη Ἐφταλιώτη "τὶ ἀπ' ἀγνωσιὰ χαθήκαμε δική μας … καὶ νίκησε ἡ κακὴ βουλὴ μὲς στοὺς συντρόφους".  

Αναφέρεται στο επεισόδιο της Οδύσσειας  όπου η "αγνωσιά"  και η "ανόητη  γνώμη" άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου και έφεραν τον Οδυσσέα και τους εναπομείναντες συντρόφους του, ενώ ήδη "ξεχώριζαν την Ιθάκη" και "όσο ζυγώνανε, θωρούσανε και τις φωτιές που άναβαν",  "γοργά ένας σίφουνας τους ξέσυρε βαθιά στο πέλαο μέσα, μακριά απ᾿ τη γη μας".   

Είθε η "αγνωσιά"  και η "ανόητη  γνώμη"  να αφορούν  αυτά που έγιναν  το 2015. Και όχι αυτά  που θα  ακολουθήσουν το 2018-2019.  

Διότι  οι "μεταμνημονιακές" κυβερνητικές στοχεύσεις αναδύονται ρηχές και ανεπεξέργαστες. Όπως ήταν  και  οι πάλαι ποτέ "αντιμνημονιακές" τους. Οι οποίες   μετετράπησαν το 2015, ελέω εξουσίας και ισχυρής πρόσκρουσης στην πραγματικότητα, σε "μνημονιακές". Κοινός  τόπος  τους η αντιστροφή της πραγματικότητας. Λες και δεν έφερε η ελληνική κρίση και η ελληνική ολόπλευρη χρεοκοπία (και παρακμή)  τα αλλεπάλληλα μνημόνια... 

Η Ελλάδα  χρειάσθηκε τρία μνημόνια  για να κρατηθεί  στη ζώνη του ευρώ. Μένει στη ζώνη του ευρώ,  αλλά, παρά τα παρηγορητικά και ενθαρρυντικά λόγια που απολαμβάνει  λόγω της ημερολογιακής λήξης του τρίτου προγράμματος, παραμένει μια εξαιρετική και μοναδική περίπτωση, όπως είχε χαρακτηρισθεί από τα πρώτα στάδια  της ελληνικής χρεοκοπίας. 


Εξαιρετική και μοναδική περίπτωση γιατί μένει μεν στη ζώνη του ευρώ, αλλά το ελληνικό ευρώ δεν είναι ισότιμο  των υπολοίπων  δεκαοκτώ:
- δεν κυκλοφορεί το ίδιο ελεύθερα με τα υπόλοιπα  στη ζώνη του,
- βαρύνεται  με δημόσιο χρέος που (αν και σε "διαρκή" αναδιάρθρωση από το 2011) παρουσιάζει το  παράδοξο φαινόμενο  το οποίο   παρουσίαζε και την πρώτη  περίοδο της ένδοξης πορείας (2000-2009) προς την ελληνική χρεοκοπία  του 2010, όπου το  δημόσιο  χρέος αυξανόταν γρηγορότερα από το ΑΕΠ.

Τρίτο πρόγραμμα  τέλος, και δάνεια του τρίτου προγράμματος,  επίσης, τέλος. Αλλά  τα λιγοστά ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που κυκλοφορούν στη διεθνή αγορά δεν αξιολογούνται ως επενδυτικά ομόλογα. Είναι  -επενδυτικά- χαμηλότερα από την μη επενδυτική βαθμίδα που είχαν τον Φεβρουάριο 2010, στον δρόμο για το πρώτο μνημόνιο. 

Εκτός προγράμματος, αλλά και εκτός αγορών, με την ελπίδα φορτωμένη στη γενναία, είναι αλήθεια,  τελευταία  εκταμίευση του  ΕΜΣ (11,4 δισ. ευρώ) για τη δημιουργία/συμπλήρωση  αποθέματος διαθεσίμων ώστε να αντιμετωπισθούν (να μην υπάρχει "πιστωτικό γεγονός" σε συνθήκες, ακόμη, "τεχνικής χρεοκοπίας") οι λήξεις δημόσιου χρέους έως το 2020 (2018: 3,9 δισ.   2019: 11,8 δισ.  2020: 5,0  δισ.).

Οι  Ευρωπαίοι  εταίροι-δανειστές, που έχουν δανειοδοτήσει την Ελλάδα με το μεγαλύτερο δάνειο διάσωσης που έχει δοθεί παγκοσμίως  (288,7 δισ.)  και έχουν προχωρήσει στη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση δημόσιου χρέους επίσης παγκοσμίως (από το PSI και το  PSI+ συν τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη αναδιάρθρωση του ΕΜΣ που ήδη εφαρμόζεται) είχαν ήδη νωρίς από το 2017 δείξει την προτίμησή τους   για  ολοκλήρωση  του  τρίτου  προγράμματος –χωρίς  πολλά-πολλά, χωρίς νέα δάνεια, παρατάσεις,  χωρίς  προσφυγές  σε  πιστωτικές  γραμμές (ενισχυμένες ή μη).  

Ήταν από τότε  φανερό  ότι τα κοινοβούλια του 1/3  των υπολοίπων κρατών-μελών της ευρωζώνης, που είχαν και έχουν διατηρήσει για τον εαυτό τους  το δικαίωμα να "εγκρίνουν"  τις  κοινοτικές αποφάσεις, δεν θα ήθελαν να ξανακούσουν  για ελληνικές διασώσεις.   

Άλλωστε και το εργαλείο της πιστωτικής γραμμής είχε εισαχθεί στην κοινοτική εργαλειοθήκη  ως εργαλείο  πρόληψης  της εισόδου σε μνημόνιο, και όχι ως εργαλείο πρόληψης ατυχημάτων μετά την (αν)επιτυχή ολοκλήρωση των μνημονιακών προγραμμάτων.  Εξ ου και  το αφήγημα της "καθαρής  εξόδου"... 

Ωστόσο το αφήγημα  περί "καθαρής εξόδου",   πέραν   της εφήμερης πολιτευτικής χρήσης του, θα μπορούσε να έχει και θετικές, έως και λυτρωτικές,  συνέπειες, εάν  φυσικά, εντέλει, αποφύγουμε  το σενάριο του επισπεύδοντος αυτόχειρα.  

Διότι τα "μνημονιακά"  και "αντιμνημονιακά"  άλλοθι αν δεν ελλείπουν, τουλάχιστον περιορίζονται. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υφιστάμενες προλήψεις και δεισιδαιμονίες δεν θα αναπαραχθούν  και δεν  θα  προταχθούν  κατά  την επόμενη, και επερχόμενη, ισχυρή σύγκρουση με την εγχώρια και διεθνή πραγματικότητα.

Διότι  ναι μεν μνημόνια  τέλος,  αλλά το πλήθος  των μνημονιακών ρυθμίσεων,  και των ορθών και των λανθασμένων, είναι εδώ και μένει μαζί μας. Άλλωστε κάθε  μνημονιακή κυβέρνηση  εφάρμοζε και τα μέτρα του προηγούμενου  μνημονίου. Και η κυβέρνηση   του 3ου μνημονίου  εφαρμόζει τα μέτρα και του 1ου και του 2ου. Μία κόκκινη / πελατειακή μνημονιακή γραμμή τα  διαπερνά  και τα τρία. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αντιμετώπιση αρχικά του θέματος της δημοσιονομικής προσαρμογής,  της εξάλειψης  των δημοσιονομικών ελλειμμάτων του 15,1% (2009)  και του 13,2% (2013)  του ΑΕΠ, των οποίων η εξάλειψη θεωρούνταν "λιτότητα"!! 

Και εν συνεχεία  η αντιμετώπιση της ανάγκης του πρωτογενούς πλεονάσματος. Προ ούτε δύο ετών, δεν το ήθελαν να είναι υψηλό, ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση, ούτε η κοινή γνώμη, διότι κάτι τέτοιο, εκτός από "υφεσιακό", υποτίθεται ότι θα ήταν και "ανέφικτο". 

Όταν το 2016, όμως, προέκυψε πλεόνασμα ανώτερο του 4% του ΑΕΠ, τελείως αναπάντεχα και απρόσμενα, η κυβέρνηση το παρουσίασε ως απόδειξη της επιτυχίας τής εφαρμοσθείσας πολιτικής και της οξυδέρκειας των σχεδιαστών της! Η δε αντιπολίτευση το κατήγγειλε με μια σειρά ανακόλουθων και προσχηματικών συλλογισμών, με μόνο σκοπό να αποφύγει το πικρό ποτήρι της δέσμευσης για υιοθέτηση αντίστοιχων στόχων εάν βρεθεί στην εξουσία. 

Η αλήθεια ήταν και είναι πως το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος προέκυπτε ως ποσοστό  του ΑΕΠ  από  την ανάγκη εξυπηρέτησης των τόκων του εκτενώς και συνεχώς αναδιαρθρωμένου δημόσιου χρέους, αλλά και από την καθήλωση  του ΑΕΠ μετά το 2014 που είχε παρουσιάσει μια μικρή αλλά εφήμερη ανάκαμψη που ακυρώθηκε λόγω των πολιτικών επιλογών του 2015.

Η ανάγκη πρωτογενούς πλεονάσματος και τώρα και για τα προσεχή χρόνια αποτελεί τον πλέον κρίσιμο, αναγκαίο, παράγοντα για το κατά πόσο η ελληνική οικονομία θα σωθεί και θα ανορθωθεί ή θα οδηγηθεί εκ νέου στη χρεοκοπία, στην έξοδο από την ευρωζώνη και στην ολική κατάρρευση. 

Για να επιτευχθεί το πρώτο και να αποφευχθεί το δεύτερο είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός σταθερά υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο θα επαρκεί για την ετήσια πληρωμή των τόκων, πλεόνασμα βεβαίως, όχι σαν αυτό του 2016-2018, το οποίο τυγχάνει προϊόν εξαντλητικής υπερφορολόγησης ολίγων, και κυρίως της παραγωγικής εργασίας, αλλά πλεόνασμα που θα προκύπτει ως αποτέλεσμα δίκαιης φορολογίας και -κυρίως- εξορθολογισμού των δημοσίων δαπανών.  

Εκτός μνημονίων και  χωρίς άλλοθι  η Ελλάδα πρέπει  να αντιμετωπίσει το αδιέξοδο της υπερφορολόγησης στο οποίο έχει οδηγηθεί υπό την κυριαρχία των μνημονιακών/πελατειακών επιλογών. Το πελατειακό κράτος και οι παροχές του παρέμεινε de facto και  de jure η ιερή αγελάδα των αλλεπάλληλων μνημονιακών προσαρμογών. 

Διότι ναι μεν η Ελλάδα διόρθωσε τα θηριώδη δημοσιονομικά ελλείμματα, διόρθωσε το έλλειμμα  ανταγωνιστικότητας  τιμών και κόστους και ισορρόπησε το ισοζύγιο  τρεχουσών  συναλλαγών διασώζοντας με την ελλειπτική  εσωτερική υποτίμηση την ισχνή παραγωγική βάση διεθνώς εμπορευσίμων που της είχε απομείνει. Όμως ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών παραμένει καθηλωμένος στο  21,5% (από 21,4%  το 2008) και η μεταποίηση στο 8,6% (από 8,5% το 2008). 

Ενώ  η ανάγκη για εθνική και παραγωγική ανόρθωση απαιτεί, προϋποθέτει, τη μεταφορά  πόρων στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων,  οι πολιτικές  επιλογές  με λόγια αλλά κυρίως με έργα συντηρούν το διαρθρωτικό status quo ante  της ελληνικής χρεοκοπίας. Οι σχέσεις  κατανάλωσης/επενδύσεων στο ΑΕΠ, κατανάλωσης/αποταμίευσης, δεν δείχνουν δυνατότητα μεγέθυνσης και ανάπτυξης, αλλά καθήλωση.  Η οικονομία  συνολικά παραμένει σε κατάσταση αποεπένδυσης. 

Ωστόσο  οι επενδύσεις  που κάνει ο διασωθείς και ανταγωνιστικός διεθνώς  τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων είναι αυτές που κρατούν τον  δείκτη του ΑΕΠ  με θετικό πρόσημο.  Οι περί "επιστροφής στην ανάπτυξη" διαπιστώσεις, επειδή εμφανίστηκε θετικό πρόσημο στη μεγέθυνση του ΑΕΠ μετά την απώλεια του 1/4 αυτού το 2008-2016. Το 2,3% αύξησης του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο 2018 οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγικές επιδόσεις. 

Κι αυτό ενώ η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία απαιτούν διαρθρωτικές λύσεις, που ουσιαστικά σημαίνει κλαδικές ανακατατάξεις (στην οικονομία)  με την υποστήριξη της εγχώριας διεθνώς ανταγωνιστικής παραγωγής και της παραγωγικής εργασίας, συνεπώς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς, εξ ου και το νόημα των μεταρρυθμίσεων. 

Τα πράγματα  είναι απλά. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που ζει μέσα στην καρδιά της σύγχρονης, δεύτερης, παγκοσμιοποίησης με τους κινδύνους και τα πλεονεκτήματα που αυτή δημιουργεί. Αλλά, για να μπορεί μια κοινωνία να απολαμβάνει επί σταθερής βάσεως τα εν λόγω πλεονεκτήματα και να ελαχιστοποιεί τους κινδύνους, πρέπει και να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις αναγκαιότητες και να απαντά στις προκλήσεις που η παγκοσμιοποίηση θέτει.

Η συνεχής ανάπτυξη απαιτεί τόσο ταχύτερη ανάπτυξη της ομάδας εργαζομένων όσο και παραγωγικότητα.

Η διατηρήσιμη μεγέθυνση και η ανάπτυξη  απαιτούν αφενός συνεχή αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στην οικονομία και συνεχή αύξηση της μέσης παραγωγικότητας. Η "αγνωσιά"  και η "ανόητη  γνώμη"  της πρόσφατης περιόδου που λήγει σήμερα  21 Αυγούστου 2018 "πανηγυρικά", συνέβαλε στην καθήλωση και των δύο παραμέτρων. 

Η μείωση της ανεργίας οφείλεται κατά το ½  στη μείωση του εργατικού δυναμικού και με την έξοδο/μετανάστευση του ανθρωπίνου κεφαλαίου, και η μικρή αύξηση  της απασχόλησης οφείλεται στην εισαχθείσα "μνημονιακή" ευελιξία στην αγορά εργασίας που επέτρεψε να αυξάνεται η απασχόληση  ενώ δεν αυξανόταν το ΑΕΠ. 

Μεταμνημονιακή πρόκληση παραμένει να αντιμετωπισθεί η  καθήλωση και η περιθωριοποίηση  της παραγωγικής Ελλάδας. Αυτής που, σε δυσμενές/εχθρικό περιβάλλον, δημιουργεί, παράγει, εξάγει, υποκαθιστά εισαγωγές, επενδύει, δημιουργεί  καλές και βιώσιμες θέσεις εργασίας με εργαζόμενους που υπερφορολογούνται. Η  πολιτική, η κοινωνία, η οικονομία πρέπει να δώσουν προτεραιότητα  σε αυτήν, καίτοι  είναι μειοψηφική.  

ΥΓ.  Στις 17 Απριλίου 2010  είχα γράψει ένα άρθρο, μάλλον αισιόδοξο, με τίτλο "Η ελληνική Οδύσσεια αρχίζει". Κατέληγα  ότι "μετά την ήδη πολύμηνη κρίση και τις αναταράξεις στην ελληνική οικονομία για το "πού πάμε" και το "πού θα φθάσει η κρίση" γίνεται σαφές ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας οδύσσειας ετών που απαιτεί μία "αναδυόμενη" στρατηγική ως προς το "από πού (και πώς) πάμε για την μείωση του δημόσιου χρέους και την (νέα) ανάπτυξη". Ισχύει κι εδώ το "μία τόσο μεγάλη κρίση δεν πρέπει να πάει χαμένη".  

Δεν μπορούσα τότε  να φαντασθώ ότι  μια  τόσο μεγάλη κρίση  θα μπορούσε να  πάει και χαμένη, και ότι   η χώρα μετά από μια χαμένη δεκαετία θα  παρέμενε "Το Επιπλέον Ναυάγιο",  όπως αναλύεται στο ομότιτλο βιβλίο μου με τον Δημήτρη Ιωάννου.  

Δεν μπορούσα επίσης  να φαντασθώ το ενδεχόμενο ότι ένας από τους υπευθύνους της "αγνωσιάς" και της "ανόητης γνώμης"  θα  σκεφτόταν να έβγαινε, όντας στο νησί του Αίολου, όπου τον (μας) ξαναγύρισε η "αγνωσιά" του, να αναγγείλει ότι είχε φθάσει στην Ιθάκη!