9 Μαΐου 2018, Τα πραγματικά μεγέθη και οι προϋποθέσεις αύξησης, άρθρο - σχόλιο σε ανάλυση του K-Blogs, Ground Euro για τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα.
Στο απλοϊκό αφήγημα σχετικά με τον κατώτατο μισθό, οι «καλοί» θέλουν την αύξησή του, για «να πέσει χρήμα στην αγορά» και «να ενισχυθεί η ζήτηση». Αν κανείς ενδιαφερόταν σοβαρά για το θέμα του κατωτάτου μισθού, όφειλε να το αντιμετωπίζει εξίσου σοβαρά.
Θα έπρεπε π.χ. να εξηγήσει πώς συμβιβάζεται η εξαγγελία αύξησης με την νομοθετημένη αύξηση της φορολόγησής του; Ο διαθέσιμος κατώτατος μειώθηκε 0,5% λόγω αύξησης ασφαλιστικών εισφορών το 2016. Θα μειωθεί ραγδαία υπαγόμενος από 1.1.2020 (εκτός εάν η «διαπραγμάτευση» το φέρει νωρίτερα) σε φορολογία 20% (αντί του 0%) και με μειούμενη έκπτωση φόρου (βλ. αρθρ. 12 ν. 4472/2017). Αυτό είναι μεγάλη μείωση του διαθέσιμου κατώτατου μισθού, που ήδη υπάγεται σε 16% ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου. Η πολιτική αυτή μειώνει την εναπομείνασα δυνατότητα οικονομικής μεγέθυνσης, όπως συμβαίνει συνεχώς από το 2015 λόγω υπερφορολόγησης.
Θα έπρεπε, περαιτέρω, να αποκτήσει καλύτερη επαφή με την πραγματικότητα. Τα στοιχεία λένε ότι το 2015 μόλις το 0,15% των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης αμειβόταν με έως 600 ευρώ μηνιαίως. Τι συνέβη έκτοτε; Αυξήθηκαν όσοι αμειβόταν με έως 600 ευρώ; Και αν αυξήθηκαν, γιατί συνέβη αυτό;
Τρίτον, η σοβαρή αντιμετώπιση του ζητήματος θα έπρεπε να υπερβεί το μοιρολόι που αναπαράγεται με αφορμή κάθε ανακοίνωση στατιστικών (ΕΡΓΑΝΗ, ΕΦΚΑ) για τους 400-500 χιλιάδες αμειβόμενους με λιγότερα του κατωτάτου των 586,08 ευρώ. Τα στοιχεία λένε ότι απασχολούνται (ή εμφανίζονται ότι απασχολούνται) μερικώς - κυρίως στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, του επισιτισμού, των λοιπών υπηρεσιών (της ευρείας ομάδας των «διεθνώς μη εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών»). Γιατί οι χαμηλόμισθοι συγκεντρώνονται κυρίως σε αυτούς τους κλάδους; Μήπως σε αυτούς τους κλάδους, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές δημιουργούν και υποδηλωμένη εργασία ως μερική;
Επιπλέον, πρέπει να αναδειχθεί το γεγονός ότι, καίτοι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αυξανόταν από το 2008 έως το 2011 για «να αυξηθεί η ζήτηση», την ίδια περίοδο το ΑΕΠ και το εισόδημα μειωνόταν και η ανεργία απογειωνόταν. Θα όφειλε να αναδείξει επίσης ότι η ελληνική οικονομία δεν πάσχει από «έλλειψη ζήτησης» αλλά από «έλλειψη προσφοράς». Υπάρχει ακάλυπτη εγχώρια ζήτηση ύψους 21,5 δισ. ευρώ που αποτυπώνεται στο εμπορικό έλλειμμα του 2017, και υπερ-πολλαπλάσια διεθνώς. Η πολιτική για τους μισθούς (και για τον κατώτατο μισθό) πρέπει να διευκολύνει την εγχώρια παραγωγή και την εγχώρια παραγωγική εργασία. Όχι να την καταβαραθρώνει αυξάνοντας τη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνσή της και το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας
Αξίζει να σημειωθεί ότι θεμελιώδεις κανόνες και αρχές για την ρύθμιση των κατωτάτων μισθών δεν έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών είναι και η 131 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας (του 1970), για την οποία δεν έχει ενδιαφερθεί κανείς επί 48 χρόνια.
Εξετάζοντας το πρόσφατο παρελθόν, βλέπουμε ότι η Ελλάδα είχε φθάσει να έχει το 2008 κατώτατο μισθό υψηλότερο κατά 13,4% της Ισπανίας, και έως το 2012, εν μέσω χρεοκοπίας της, είχε αυξήσει την διαφορά σε 17,1%! Έχει την αξία του να κατανοηθεί, όπως έχουμε αναλύσει, το γιατί η Ιρλανδία, που πέρασε από μνημόνιο, μπορεί να έχει κατώτατο μισθό 1.613,95 ευρώ, ενώ η Πορτογαλία έχει ακόμη ονομαστικό κατώτατο μισθό υπολειπόμενο της Ελλάδας (αλλά υψηλότερο της Ελλάδας μετά τις κρατήσεις φόρων και εισφορών).
Η πραγματικότητα που προκύπτει από τέτοιες αναλύσεις είναι ότι το ύψος των κατώτατων μισθών, αλλά και γενικότερα το ύψος των μισθών που μπορεί να έχει μια οικονομία, συνδέεται με την παραγωγή και την παραγωγικότητά της, και κυρίως με τον τομέα της οικονομίας της των «διεθνώς εμπορεύσιμων» αγαθών και υπηρεσιών.