Ανθρώπινο Κεφάλαιο, Ποιότητα και Ανάπτυξη, EΞΠΡΕΣ, 8 Μαΐου 2001.
(αναδρομή σε ένα άρθρο απο τα παλιά)
Η πολιτική ανθρωπίνων πόρων δεν είναι απλά ένας από τους τομείς της κρατικής πολιτικής σε συνθήκες υψηλής ανεργίας. Η σημασία της είναι πολύ μεγαλύτερη. Στην ουσία αφορά την οικονομική ανάπτυξη και την πραγματική σύγκλιση στην ΟΝΕ. Γι’ αυτήν απαιτείται η μετεξέλιξη της ελληνικής οικονομίας σε οικονομία βασισμένη στο ανθρώπινο κεφάλαιο (skill based economy) με υψηλά εργασιακά πρότυπα. Με ποιότητα στην παραγωγική διαδικασία και ποιότητα στα προϊόντα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η υψηλή ανεργία συνδυάζεται με ακάλυπτη ζήτηση των επιχειρήσεων, παλαιών και νέων, για στελέχη σε ειδικότητες νέων τεχνολογιών. Ταυτόχρονα, ενώ οι προτιμήσεις των υποψηφίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ακολουθούν τις ανάγκες της αγοράς (ο κλάδος της πληροφορικής χρειάζεται περίπου επτά χιλιάδες στελέχη τον χρόνο), το εκπαιδευτικό σύστημα δεν συντονίζεται με αυτές. Όμως το πρόβλημα δεν σταματάει στην ασύμπτωτη σχέση του εκπαιδευτικού συστήματος (που δεν ικανοποιεί τη ζήτηση των νέων για σπουδές) και της αγοράς εργασίας (που δεν ικανοποιεί την ανάγκη των επιχειρήσεων για στελέχη).
Η έλλειψη ανθρωπίνου κεφαλαίου αφορά την καθυστέρηση ανάπτυξης νέων δυναμικών κλάδων της οικονομίας, αλλά και την επιβίωση και ποιοτική προσαρμογή των παλαιών, αλλά παραγωγικών, κλάδων της οικονομίας στον ανταγωνισμό της ΟΝΕ. Ναι μεν η τάση της οικονομικής ανάπτυξης είναι προς τις υπηρεσίες, αλλά μία σύγχρονη ελληνική οικονομία χρειάζεται και ανταγωνιστική γεωργία (με καθετοποίηση και σύγχρονες τεχνολογίες παραγωγής) και ανταγωνιστική-ποιοτική μεταποίηση (με προσέλκυση πολυεθνικών επενδύσεων, και με αυξημένο ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων παλαιών και νέων). Προϋποθέσεις για αυτά είναι η ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου. Ωστόσο, στην κατανομή του ανθρωπίνου κεφαλαίου στην Ελλάδα, υφίσταται ένας δυϊσμός ο οποίος τα τελευταία χρόνια επιτείνεται. Κλάδοι που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα (βιομηχανία και γεωργία) δεν συγκεντρώνουν ιδιαίτερα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Μόνο περί το 7% των πτυχιούχων απασχολείται στις μεταποιητικές επιχειρήσεις και λιγότερο από το 1% στον πρωτογενή τομέα. Τα αντίστοιχα μεγέθη για τους αποφοίτους δημοτικού είναι περί το 16% στην μεταποίηση και 36% στην γεωργία (αν και στην γεωργία η αποχώρηση των ηλικιωμένων από το εργατικό δυναμικό συνεπάγεται την αργή αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης). Το μεγάλο μέρος των πτυχιούχων συγκεντρώνεται στον τομέα των υπηρεσιών, και ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα.
Αυτή η ανισότητα είναι σε ένα βαθμό αναμενόμενη διεθνώς, αλλά στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα έντονη και ανησυχητική. Η υφιστάμενη διαρθρωτική κατανομή του ανθρωπίνου κεφαλαίου δημιουργεί δυσκολία στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία να αναπτύξουν σύγχρονες και ανταγωνιστικές παραγωγικές μονάδες στα πλαίσια του διεθνή καταμερισμού της εργασίας. Επιπλέον, στην ελληνική περίπτωση οι δυσκολίες ανάπτυξης που προκύπτουν από την έλλειψη ανθρωπίνου κεφαλαίου (στελεχών για νέες τεχνολογίες κλπ) δεν είναι ίσης σημασίας με τις ελλείψεις στελεχών νέας τεχνολογίας των βορείων χωρών της ΟΝΕ.
Οι δυσκολίες αυτές, που συνδέονται με την παραγωγή, κατανομή και αξιοποίηση του ανθρωπίνου κεφαλαίου, αποτυπώνονται ανάγλυφα στους διαρθρωτικούς δείκτες για την καινοτομία και την έρευνα που δημοσιοποιήθηκαν στην Σύνοδο Κορυφής της Στοκχόλμης. Οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας στον τομέα του ανθρωπίνου κεφαλαίου συνδέονται άμεσα με την χαμηλή εξαγωγή προϊόντων νέας τεχνολογίας ως ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών όπου η Ελλάδα κατέχει την προτελευταία θέση με ποσοστό περί το 5%. Στον ίδιο τομέα είναι αξιοσημείωτη η επίδοση της Ιρλανδίας που κατέχει την πρώτη θέση με ποσοστό που πλησιάζει το 38%. Όπως δείχνει και η Ιρλανδική περίπτωση, αν και η υψηλή δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη δεν συνδέεται αναλογικά με την εξαγωγή προϊόντων νέας τεχνολογίας, συνδέεται όμως ευθέως με την ανάπτυξη ευρεσιτεχνιών.
Συνεπώς η πολιτική ανθρωπίνων πόρων πρέπει να συνδέεται και με την αύξηση της χαμηλής (ιδιωτικής και δημόσιας) εθνικής δαπάνης για Ε&Α, η οποία να «κουμπώνει» με την παραγωγική δραστηριότητα των, με ευρωπαϊκά δεδομένα, μικρών και μεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων. Και όχι απλά να καλύπτει την υποαπασχόληση και ετεροαπασχόληση του διαθέσιμου επιστημονικού δυναμικού. Είναι θετικό για την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας ότι η εθνική δαπάνη στην Ελλάδα για σύγχρονες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας (ICT) έφθασε στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όμως για να οδηγήσει στη μέγιστη δυνατή βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας απαιτεί ανάλογη επένδυση και πολιτική για το ανθρώπινο κεφάλαιο και τη βελτίωση της ποιότητας διαδικασιών και προϊόντων στις επιχειρήσεις της παλαιάς και της νέας οικονομίας.
Η έλλειψη ανθρωπίνου κεφαλαίου αφορά την καθυστέρηση ανάπτυξης νέων δυναμικών κλάδων της οικονομίας, αλλά και την επιβίωση και ποιοτική προσαρμογή των παλαιών, αλλά παραγωγικών, κλάδων της οικονομίας στον ανταγωνισμό της ΟΝΕ. Ναι μεν η τάση της οικονομικής ανάπτυξης είναι προς τις υπηρεσίες, αλλά μία σύγχρονη ελληνική οικονομία χρειάζεται και ανταγωνιστική γεωργία (με καθετοποίηση και σύγχρονες τεχνολογίες παραγωγής) και ανταγωνιστική-ποιοτική μεταποίηση (με προσέλκυση πολυεθνικών επενδύσεων, και με αυξημένο ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων παλαιών και νέων). Προϋποθέσεις για αυτά είναι η ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου. Ωστόσο, στην κατανομή του ανθρωπίνου κεφαλαίου στην Ελλάδα, υφίσταται ένας δυϊσμός ο οποίος τα τελευταία χρόνια επιτείνεται. Κλάδοι που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα (βιομηχανία και γεωργία) δεν συγκεντρώνουν ιδιαίτερα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Μόνο περί το 7% των πτυχιούχων απασχολείται στις μεταποιητικές επιχειρήσεις και λιγότερο από το 1% στον πρωτογενή τομέα. Τα αντίστοιχα μεγέθη για τους αποφοίτους δημοτικού είναι περί το 16% στην μεταποίηση και 36% στην γεωργία (αν και στην γεωργία η αποχώρηση των ηλικιωμένων από το εργατικό δυναμικό συνεπάγεται την αργή αύξηση του επιπέδου εκπαίδευσης). Το μεγάλο μέρος των πτυχιούχων συγκεντρώνεται στον τομέα των υπηρεσιών, και ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα.
Αυτή η ανισότητα είναι σε ένα βαθμό αναμενόμενη διεθνώς, αλλά στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα έντονη και ανησυχητική. Η υφιστάμενη διαρθρωτική κατανομή του ανθρωπίνου κεφαλαίου δημιουργεί δυσκολία στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία να αναπτύξουν σύγχρονες και ανταγωνιστικές παραγωγικές μονάδες στα πλαίσια του διεθνή καταμερισμού της εργασίας. Επιπλέον, στην ελληνική περίπτωση οι δυσκολίες ανάπτυξης που προκύπτουν από την έλλειψη ανθρωπίνου κεφαλαίου (στελεχών για νέες τεχνολογίες κλπ) δεν είναι ίσης σημασίας με τις ελλείψεις στελεχών νέας τεχνολογίας των βορείων χωρών της ΟΝΕ.
Οι δυσκολίες αυτές, που συνδέονται με την παραγωγή, κατανομή και αξιοποίηση του ανθρωπίνου κεφαλαίου, αποτυπώνονται ανάγλυφα στους διαρθρωτικούς δείκτες για την καινοτομία και την έρευνα που δημοσιοποιήθηκαν στην Σύνοδο Κορυφής της Στοκχόλμης. Οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας στον τομέα του ανθρωπίνου κεφαλαίου συνδέονται άμεσα με την χαμηλή εξαγωγή προϊόντων νέας τεχνολογίας ως ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών όπου η Ελλάδα κατέχει την προτελευταία θέση με ποσοστό περί το 5%. Στον ίδιο τομέα είναι αξιοσημείωτη η επίδοση της Ιρλανδίας που κατέχει την πρώτη θέση με ποσοστό που πλησιάζει το 38%. Όπως δείχνει και η Ιρλανδική περίπτωση, αν και η υψηλή δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη δεν συνδέεται αναλογικά με την εξαγωγή προϊόντων νέας τεχνολογίας, συνδέεται όμως ευθέως με την ανάπτυξη ευρεσιτεχνιών.
Συνεπώς η πολιτική ανθρωπίνων πόρων πρέπει να συνδέεται και με την αύξηση της χαμηλής (ιδιωτικής και δημόσιας) εθνικής δαπάνης για Ε&Α, η οποία να «κουμπώνει» με την παραγωγική δραστηριότητα των, με ευρωπαϊκά δεδομένα, μικρών και μεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων. Και όχι απλά να καλύπτει την υποαπασχόληση και ετεροαπασχόληση του διαθέσιμου επιστημονικού δυναμικού. Είναι θετικό για την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας ότι η εθνική δαπάνη στην Ελλάδα για σύγχρονες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας (ICT) έφθασε στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όμως για να οδηγήσει στη μέγιστη δυνατή βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας απαιτεί ανάλογη επένδυση και πολιτική για το ανθρώπινο κεφάλαιο και τη βελτίωση της ποιότητας διαδικασιών και προϊόντων στις επιχειρήσεις της παλαιάς και της νέας οικονομίας.