Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Αναλύσεις: Γιατί προτεραιότητα στα Διεθνώς Εμπορεύσιμα;

10 Σεπτεμβρίου 2016   Γιατί προτεραιότητα στα Διεθνώς Εμπορεύσιμα;

Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 10/9/2016

Γιατί πρέπει να επιμείνουμε ώστε η έννοια των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών να αποκτήσει κατ’ αρχήν παρουσία και εν συνεχεία διευρυνόμενο χώρο και σημασία στον δημόσιο διάλογο για την οικονομική πολιτική στην Ελλάδα; Γιατί η σταθεροποίηση και η συνεχής επέκταση της εγχώριας παραγωγής διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών είναι η μοναδική οδός για να βγει η χώρα, η οικονομία της και η κοινωνία της από την κατάρρευση, την χρεοκοπία, και την συνεχιζόμενη περιδίνηση στην οποία βρίσκονται, και να ανακοπεί η αργόσυρτη πορεία της εθνικής παρακμής.

Η πολυετής συρρίκνωση της ελληνικής παραγωγής που επιταχύνθηκε τα χρόνια πριν και κυρίως μετά την ένταξη στην ΟΝΕ είναι η θεμελιώδης αιτία της τρέχουσας διαρκούς ελληνικής χρεοκοπίας. Όταν η Ελλάδα συνδέθηκε με την ζώνη του ευρώ, το έτος 2000, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ. Επρόκειτο για ένα πολύ χαμηλό ποσοστό - το χαμηλότερο στην ΕΕ των 15 εκείνη την εποχή. Το 2009, όταν κατέστη εμφανές ότι η ελληνική οικονομία κατέρρεε, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων είχε συρρικνωθεί στο 20,5% του ΑΕΠ.

Σε όλη αυτήν την πορεία της συρρίκνωσης, πριν και μετά το 2000, αλλά και μετά το 2009, κάθε χρόνο υπήρχε και μία ΔΕΘ με το γνωστό τελετουργικό και την γνωστή αναπτυξιολογία, η οποία, όπως και στην 81η , αποδεικνύεται κενή περιεχομένου. Σαράντα χρόνια πίσω να πάμε, δεν αλλάζουν και πολύ τα πράγματα. Κεντρική συνιστώσα της παραγωγικής συρρίκνωσης της χώρας είναι, ήδη από τότε, η συρρίκνωση του μεριδίου της μεταποίησης, που για την εν λόγω περίοδο, είναι το κρισιμότερο στοιχείο για έναν βιώσιμο και δυναμικό τομέα διεθνώς εμπορευσίμων και υπηρεσιών.

Το 2015 το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ (7,8%) είναι χαμηλότερο εκείνου του 1970 (8,8%). Είχε υπάρξει, εφήμερη όπως αποδείχθηκε, αύξησή του άνω του 12% έως την περίοδο της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης το 1979. Επανήλθε στα ίδια επίπεδα την περίοδο του σταθεροποιητικού προγράμματος 1985-88 (υποτίμηση, πάγωμα μισθών, κλπ). Εν συνεχεία άρχισε η σταδιακή συρρίκνωσή του, τόσο την περίοδο της σκληρής δραχμής την δεκαετία του 1990, όσο και, ακόμη περισσότερο, την περίοδο του ευρώ.

Στην κατάρρευση του 2009 το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ ήταν στα επίπεδα του 1970 (8,8-8,9%). Έκτοτε, όπως προαναφέραμε, υποχώρησε κι άλλο, συγκρινόμενο πλέον το 2015 στην ΕΕ των 28 με εκείνο της Μάλτας, όντας ανώτερο μόνον εκείνων της Κύπρου και του Λουξεμβούργου. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία είναι θύματα, επί δεκαετίες, της μεταβιομηχανικής φαντασίωσης, ότι μπορούν να ευημερούν προσπερνώντας τις μεταποιητικές παραγωγικές δραστηριότητες, απλά ως κοινωνίες και οικονομίες διεθνώς μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών.

Όμως η παραγωγική ανασυγκρότηση και η ανάπτυξη συνδέονται μόνον με τους κλάδους όπου οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας είναι κεφαλαιώδους σημασίας και όπου ο παραγωγός, προκειμένου να παραμείνει στην αγορά, πρέπει να λειτουργεί μονίμως πλησίον του «τεχνολογικού συνόρου». Αυτοί είναι οι μεταποιητικοί κλάδοι και οι κλάδοι που σχετίζονται ποικιλοτρόπως με την πληροφορική και με τις υπηρεσίες τεχνολογικής αιχμής.