Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Αναλύσεις: Ο Ανδρέας Παπανδρέου και τα «ρετιρέ»

18 Ιουνίου 2016   Ο Ανδρέας Παπανδρέου και τα «ρετιρέ»

Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία,  18/6/2016


Καθώς στις 23 Ιουνίου 2016 συμπληρώνονται 20 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου θα υπάρξουν οι συνηθισμένες «επετειακές» αναφορές και δημοσιεύσεις. Ευκαιρία λοιπόν να σταθούμε σε μία από τις παθογένειες της μεταπολιτευτικής περιόδου, η οποία περιγράφηκε συμβολικά από τον ίδιο: τα «ρετιρέ» των σχετικά προνομιούχων στρωμάτων μισθωτών των ΔΕΚΟ του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η έκφραση εισήχθη τέτοιες μέρες του Ιουνίου πριν 33 χρόνια, ενώ ψηφιζόταν ο νόμος 1365/1983 περί «κοινωνικοποίησης των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας».

Το άρθρο 4 του νόμου 1365 έθετε προϋποθέσεις απόλυτης πλειοψηφίας στην λήψη αποφάσεων για απεργίες σε επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, και αυτό είχε οδηγήσει σε οξεία σύγκρουση με τις εκεί συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η αναφορά στα «ρετιρέ» επανήλθε εκ νέου στην διάρκεια της δεκαετίας του 1980, και είχε ήδη καθιερωθεί όταν επαναχρησιμοποιήθηκε στην πολιτική σύγκρουση για την εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος της ελληνικής οικονομίας 1985-1987 με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των ΔΕΚΟ. Σημειωτέον ότι, όπως και το 1983, αυτές ήταν κατά πλειοψηφία πολιτικά ενταγμένες στο κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ το προαναφερθέν άρθρο 4 ουδέποτε εφαρμόσθηκε έως ότου καταργηθεί το 1988.

Η έκφραση για τα «ρετιρέ» καίτοι πολιτικά/διαισθητικά φαινόταν ορθά προσανατολισμένη, κατ’ ουσίαν ήταν ρηχή και ανακριβής. Γι αυτό άλλωστε απεδείχθη και αναποτελεσματική. Τα «ρετιρέ» κατελάμβαναν τους μηχανισμούς του κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου, και αναπαράγονταν ως κομματικοί αξιωματούχοι, οι δε κομματικοί αξιωματούχοι ανέρχονταν διαχειριζόμενοι τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ενώ η υποτιθέμενη «κοινωνικοποίηση» εκφυλιζόταν σε μικροκορπορατίστικες και πελατειακές ρυθμίσεις. Αυτό φαινόταν ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980, αλλά κανείς δεν ήθελε να ακούσει...

Η έκφραση για τα «ρετιρέ» ήταν ρηχή και ανακριβής διότι δεν επρόκειτο για «ρετιρέ» στην ίδια πολυκατοικία των μισθωτών εργαζομένων. Αντιθέτως επρόκειτο για «άλλη γειτονιά», για «άλλη συνοικία» της μισθωτής απασχόλησης και της ελληνικής αγοράς εργασίας. Αυτό ίσχυε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και επιτάθηκε τις επόμενες δεκαετίες, είτε ο Ανδρέας Παπανδρέου και το κόμμα του κατείχαν την κυβερνητική εξουσία, είτε αυτό βρισκόταν στην αντιπολίτευση.

Η διαφορά μεταξύ «ρετιρέ» και «άλλης γειτονιάς/άλλης συνοικίας» ήταν και είναι κρίσιμη και ουσιαστική. Επρόκειτο για προστατευμένους κλάδους, αρχέτυπα του νεοελληνικού μεταπολεμικού και πελατειακού ιδιωτικοδημόσιου, με εξίσου κλειστές και προστατευμένες αγορές εργασίας. Οι εργαζόμενοι είχαν τα δικά τους ασφαλιστικά ταμεία και τα δικά τους υποσυστήματα υγείας. Καίτοι με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, χαρακτηριζόταν από μονιμότητα απασχόλησης με «ρήτρες μονιμότητας» de jure ή de facto. Σταδιακά την περίοδο της μεταπολίτευσης ανέπτυξαν υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα και οι επιχειρησιακές ομοσπονδίες τους είχαν κυρίαρχο ρόλο στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην άνιση ανάπτυξη συνδικαλισμού (1974-2009).

Δεν ήταν «ρετιρέ», ήταν «άλλη γειτονιά» στην επικράτεια του πελατειακού κράτους και συστατικό στοιχείο του. Απλά στην μεταπολίτευση ο μετεμφυλιακός μικροκορπορατισμός των δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, ο οποίος μέχρι τότε είχε μονοκομματικό χαρακτήρα, έδωσε την θέση του στον διακομματικό μεταπολιτευτικό μικροκορπορατισμό του ίδιου πελατειακού κράτους.