Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Αναλύσεις: Η δομική «ασθένεια» της οικονομίας

7 Σεπ. 2013  Η δομική «ασθένεια» της οικονομίας

Ημερησία  του Σαββάτου - Οικονομία, 7/9/2013

Ο μεθοδολογικός διαχωρισμός (που χρησιμοποιείται στην οικονομική φιλολογία) των αγαθών και των υπηρεσιών σε διεθνώς εμπορεύσιμα και διεθνώς μη-εμπορεύσιμα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον όσον αφορά την τρέχουσα -διαρθρωτικού χαρακτήρα- οικονομική κρίση της Ελλάδας ως προς την επίδραση που τα δύο είδη αγαθών και υπηρεσιών εξασκούν επί της μακροχρόνιας τάσης μεγέθυνσης των εθνικών οικονομιών.


Όσο χαμηλότερη είναι η μέση παραγωγικότητα μίας οικονομίας, τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι σε αυτήν ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα διεθνώς εμπορεύσιμα παράγονται για μία παγκόσμια ανταγωνιστική αγορά, η τιμή τους διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και ένας «εγχώριος» παραγωγός ο οποίος δεν είναι σε θέση να προσφέρει το προϊόν του σε ίση ή καλύτερη τιμή από τον ξένο ανταγωνιστή του είναι αναπόφευκτο να εξοβελισθεί ακόμη και από την αγορά της ίδιας του της χώρας.
 
Τα διεθνώς εμπορεύσιμα είναι εξαιρετικά σημαντικά από αναπτυξιακής απόψεως: ο τομέας τους παράγει και παρέχει τα προς επένδυση νέα κεφαλαιουχικά αγαθά τα οποία επιτρέπουν στην οικονομία να αυξάνει την κατά κεφαλήν παραγωγική της δυνατότητα. Το «ενδογενές» αναπτυξιακό δυναμικό μίας οικονομίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το, μεγαλύτερο ή μικρότερο, «σφρίγος» του τομέως των διεθνώς εμπορευσίμων.
 
Συνεπώς η αποτελεσματική αναπτυξιακή-οικονομική πολιτική, πριν από την ΟΝΕ, στην πορεία ένταξης στην ΟΝΕ, και μετά την ένταξη της ΟΝΕ θα (έπρεπε να) οδηγούσε τη χώρα σε διεύρυνση/αύξηση του τομέως των διεθνώς εμπορευσίμων, της προστιθέμενης αξίας τους, της μέσης παραγωγικότητάς του. Αυτή άλλωστε είναι και η ουσία της «σύγκλισης» που θα έπρεπε να επιδιώκει και να επιτυγχάνει η χώρα στο πλαίσιο της Ε.Ε. και της ΟΝΕ.
 
Η έμφασή μας στα διεθνώς εμπορεύσιμα δεν υπονοεί ότι τα μη-εμπορεύσιμα είναι άσχετα όσον αφορά την ανάπτυξη, εφ' όσον και αυτά χρησιμοποιούνται ως παραγωγικές εισροές. Όμως ακόμη και αυτή η ίδια η ποιότητα των διεθνώς μη-εμπορευσίμων καθορίζεται από το επίπεδο της ποιότητας των διεθνώς εμπορευσίμων τα οποία, από τη φύση τους, ενσωματώνουν τις τελευταίες εξελίξεις της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογικής προόδου, υπερκαθορίζοντας έτσι, αλλά και ασκώντας την πλέον αποφασιστική επιρροή στο σύνολο της παραγωγικής και οικονομικής διαδικασίας.
 
Το τι συνέβη στην ελληνική οικονομία από αυτήν την οπτική αναλύουμε στη μελέτη «Θύμα Λιτότητας η Ελλάδα ή «Ολλανδικής Ασθένειας;»» Foreign Affairs, The Hellenic Edition, Αύγουστος- Σεπτέμβριος 2013, Τεύχος 18, όπου δείχνουμε πώς και γιατί έλαβε χώρα μία κατάρρευση της παραγωγικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, οφειλόμενη στο γεγονός ότι εργοδότες και εργαζόμενοι εγκατέλειψαν τη μεταποίηση και τις δραστηριότητες μεσαίας και προχωρημένης τεχνολογίας για να αναζητήσουν τα υψηλότερα κέρδη και τις υψηλότερες αμοιβές που προσέφερε ο τομέας των μη-εμπορευσίμων, συρρικνώνοντας μεταξύ 2000 και 2009 τον εγχώριο τομέα παραγωγής διεθνώς εμπορευσίμων, καθηλώνοντάς τον σε παραγωγή εμπορευσίμων χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας, με καταστροφικές και μακροχρόνιες συνέπειες.