Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Άρθρα : Η αντιαναπτυξιακή φορολογία της μισθωτής εργασίας

15 Φεβρ. 2013   Η αντιαναπτυξιακή φορολογία της μισθωτής εργασίας

Capital.gr , Παρασκευή 15/02/2013


Σχεδόν 2 εκατομμύρια μισθωτοί διαπίστωσαν στην εκκαθάριση μισθοδοσίας Ιανουαρίου 2013 τις συνέπειες των νέων φορολογικών συντελεστών που ισχύουν με τα 3 κλιμάκια (έναντι των 8 του 2012) ετήσιου εισοδήματος από μισθωτή εργασία στην Ελλάδα.

Ως γνωστόν από 1.1.2013 ισχύει φόρος 22% έως τα 25.000 ευρώ, 32% από τα 25.001 ευρώ έως τα 42.000 ευρώ και εν συνεχεία 42% για το υπερβάλλον των 42.000 ευρώ. Ταυτόχρονα προβλέπεται μηχανισμός αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ και απομείωση του φόρου για εισοδήματα έως 41.500 ευρώ. Προστίθεται, επιπλέον, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης:



- 1% για ετήσιο εισόδημα 12.001 ευρώ έως

20.000 ευρώ;
- 2% για 20.001 ευρώ - 50.000 ευρώ;
- 3% για εισόδημα 50.001 ευρώ - 100.000 ευρώ; και
- 4% για ανώτερο των 100.001 ευρώ.

Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι το πως τα ανωτέρω ποσοστά φορολογίας εισοδήματος της μισθωτής εργασίας συγκρίνονται με τα ισχύοντα αυτήν την εποχή σε άλλες χώρες, του ευρωπαϊκού βορρά και του νότου, χώρες «δανειστές», χώρες «ανταγωνιστές», χώρες σε δημοσιονομική κρίση όπως η Ελλάδα, και, κυρίως, η σημασία τέτοιων συγκρίσεων.

Ας ξεκινήσουμε από την Γερμανία. Έχουμε στην Ελλάδα χαμηλότερο αφορολόγητο από την Γερμανία, η φορολογία εκεί αρχίζει με χαμηλότερο συντελεστή 14% και ο συντελεστής 42% εφαρμόζεται στην Γερμανία για υψηλότερο εισόδημα.

Συγκεκριμένα στην Γερμανία τα πρώτα 8004 ευρώ του ετήσιου εισοδήματος είναι αφορολόγητα και εν συνεχεία ο συντελεστής αρχίζει από το 14% για να αυξηθεί προοδευτικά στο 42% και να φθάσει στο 42% για εισοδήματα πάνω από 52.882 ευρώ για τον άγαμο (105.764 ευρώ για τον έγγαμο). Ισχύει και υψηλότερος συντελεστής 45% για εισόδημα άνω των 250.731 ευρώ για τον άγαμο (501.462 ευρώ για τον έγγαμο). Σημειωτέον ότι στην Γερμανία οι αμοιβές για εργασία τις Κυριακές, τις διακοπές και νυκτερινή εργασίας απαλλάσσονται από την φορολογία.

Έχουμε στην Ελλάδα υψηλότερη φορολογία στα χαμηλά και μεσαία κλιμάκια εισοδήματος από μισθωτή εργασία και από την Ολλανδία. Στην Ολλανδία ο συντελεστής φορολόγησης των μισθωτών υπηρεσιών αρχίζει από το 5,85% για τα πρώτα 19.645 ευρώ του ετήσιου εισοδήματος, ανεβαίνει στο 10,8% για το εισόδημα μεταξύ 19.645 ευρώ και 33.363 ευρώ, φτάνει το δικό μας ανώτατο 42% για το εισόδημα μεταξύ 33.363 ευρώ και 55.991 ευρώ; τα πλέον των 55.991 ευρώ φορολογούνται με 52%.

Η φορολογία της μισθωτής εργασίας είναι στην Ελλάδα βαρύτερη και έναντι της Ιταλίας παρά την εκ πρώτης όψεως στην Ιταλία κατά τι υψηλότερη επιβάρυνση στα κλιμάκια εισοδήματος από 8.000 έως 22.000 €. Στην Ιταλία το αφορολόγητο είναι 8.000€ και εν συνεχεία ο φορολογικός συντελεστής είναι:

- 23% για ετήσιο εισόδημα από 8.001 ευρώ έως 15.000 ευρώ,
- 27% για 15.001 ευρώ έως 28.000 ευρώ,
- 38% για 28.001 ευρώ έως 55.000 ευρώ,
- 41% για 55.001 ευρώ έως 75.000 ευρώ,
- 43% για το εισόδημα άνω των 75.000 ευρώ.

Και στην Ισπανία, η οποία χρησιμοποιείται συχνά για την συγκριτική αξιολόγηση της Ελλάδας σε θέματα αγοράς εργασίας (ανεργία, αποζημιώσεις απόλυσης, κοκ), η φορολογία της μισθωτής εργασίας είναι επίσης χαμηλότερη λόγω αφενός της ισχύος φορολογικών απαλλαγών για τους έγγαμους, τα παιδιά κλπ, αφετέρου λόγω της ευρύτερης κλιμάκωσης των φορολογικών κλιμακίων:

- 24,75% για τα πρώτα 17.707,20 ευρώ,
- 30% για εισοδήματα μεταξύ 17.707,20 ευρώ - 33.007,20 ευρώ,
- 40% για εισοδήματα μεταξύ 33.007,20 ευρώ - 53.407,20 ευρώ.

Υπάρχουν δε ακόμη 4 φορολογικά κλιμάκια:

- 47% για τα πλέον των 53.407,20 ευρώ,
- 49% για τα πλέον των 120.000,20 ευρώ,
- 51% για τα πλέον των 175.000,20 ευρώ,
- 52% για τα πλέον των 300.000,20 ευρώ.


Στην Ισπανία, σημειωτέον, το ανώτατο όριο (πλαφόν) ασφαλιστέων αποδοχών μηνιαίως είναι στα 3.425,70 ευρώ. Στην Ελλάδα πλέον ανήλθε στα 5.546,80 ευρώ για «παλαιούς» (πριν το 1993) και «νέους» (μετά την 1.1.1993) ασφαλισμένους. Το «κούρεμα» των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και η αναντιστοιχία (έλλειψη ανταποδοτικότητας) εισφορών-συντάξεων «απογείωσαν» εκεί τα 2.432,50 ευρώ του 2012 το ανώτατο όριο (πλαφόν) ασφαλιστέων αποδοχών μηνιαίως των «παλαιών» ασφαλισμένων.

Δεν θα περιπλανηθούμε σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο, θα σταματήσουμε με την Ιρλανδία, όπου ο βασικός συντελεστής φορολογίας της μισθωτής εργασίας είναι το 20% για εισοδήματα έως 32.800 ευρώ για τον άγαμο και 41.800 ευρώ για τον έγγαμο με ένα εισόδημα στη οικογένεια. Το επιπλέον αυτών των ορίων εισόδημα φορολογείται με τον ανώτερο συντελεστή του 41%.

Στην Ιρλανδία εν μέσω της κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής οι μισθωτοί επιβαρύνονται και με έκτακτη φορολογική «κοινωνική εισφορά», ανάλογη της «ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης» στην Ελλάδα (άλλωστε παρόμοιας σύλληψης είναι και στις δύο περιπτώσεις), που αφορά όσους έχουν μικτό ετήσιο εισόδημα άνω των 10.035 ευρώ, και ανέρχεται σε

- 4% για ετήσιο εισόδημα μεταξύ 10.036 ευρώ και 16.016 ευρώ,
- 7% για ετήσιο εισόδημα άνω των 16.016 ευρώ.

Η σύντομη και επιλεκτική σύγκριση με την ισχύουσα φορολογία της μισθωτής εργασίας των Γερμανών και των Ολλανδών (που εποπτεύουν τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής) των Ισπανών, Ιταλών, Ιρλανδών που τα υφίστανται, εποπτευόμενοι εμμέσως ή αμέσως, αποσκοπεί να δώσει μία αίσθηση του μεγέθους και των διαφορών, ως εισαγωγή στο κυρίως και κρίσιμο για την ελληνική οικονομία θέμα.

Ήδη μετά τα εκκαθαριστικά της μισθοδοσίας του Ιανουαρίου στην αγορά εργασίας αρχίζουν να λειτουργούν οι παρενέργειες της μεταβολής στην φορολογία της μισθωτής εργασίας η οποία έγινε με, κατά κύριο λόγο ή σχεδόν αποκλειστικά, δημοσιονομικά κριτήρια.

Αιτία είναι ότι μέσω αυτών των μεταβολών εντείνεται μία φοροασφαλιστική ανισσοροπία η οποία στην πράξη (εκ του αποτελέσματος), ούτε την θεμιτή επιδίωξη δημοσιονομικής προσαρμογής θα εξυπηρετήσει, ούτε και στην αναγκαία ανάκτηση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας και στην διαρθρωτική μεταβολή της εγχώριας οικονομίας συμβάλλει.

Με σωρεία μέτρων που είχαν ληφθεί στην διάρκεια της δεκαετίας προς την χρεοκοπία (2000-2009) και, κυρίως, μετά την «τεχνική» χρεοκοπία (2010-2012) η Ελλάδα τείνει σε έναν μοναδικό στην ΕΕ (ίσως και παγκοσμίως) τριπλό συνδυασμό, και υψηλής άμεσης φορολογίας της εργασίας (κυρίως της μισθωτής), και υψηλών ασφαλιστικών εισφορών (κυρίως της μισθωτής), και υψηλού ΦΠΑ, ταυτοχρόνως.

Τριών συνιστωσών που συνθέτουν υψηλή και συνεχώς αυξανόμενη «φορολογική σφήνα» (αποδίδουμε έτσι το tax wedge), δηλαδή την διαφορά μεταξύ αφενός, του συνολικού κόστους της εργασίας που καταβάλλει η επιχείρηση για την μισθωτή εργασία και, αφετέρου, του καθαρού (αγοραστικού) μισθού που μένει στον μισθωτό εργαζόμενο – παραγωγό.

Υπό κανονικές οικονομικές συνθήκες η υπέρβαση ενός ορίου ισορροπίας του tax wedge συνεπάγεται μείωση της συνολικής απασχόλησης και, παράλληλα, επέκταση της αδήλωτης εργασίας και της παραοικονομίας.

Η ελληνική οικονομία έχει «υποφέρει» από αυτή την στρέβλωση ήδη κατά την περίοδο της δανει(α)κής μεγέθυνσης, αλλά και την τελευταία πενταετία της κατάρρευσης του ΑΕΠ.

Τώρα αυτό επεκτείνεται, επιτείνεται δε και η ετέρα εγχώρια στρέβλωση, όπου ενώ εισφορές και φόροι καταβάλλονται έναντι λήψης μέρους του μισθού σε μορφή «δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών σε είδος», ο Έλλην μισθωτός συνεχίζει να τα «πληρώνει δύο φορές» (όσο και όταν μπορεί, πλέον).

Να το πούμε απλά και να το υπογραμμίσουμε: τι και ποιες από τις συγκρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες και δημόσια αγαθά απολαμβάνει ο Έλλην μισθωτός ο οποίος επιβαρύνεται με ανάλογη και συγκρίσιμη άμεση φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές και έμμεση φορολογία με εκείνη των χωρών που προαναφέρθηκαν;

Με δύο λόγια: γιατί πληρώνει φόρους, άμεσους και έμμεσους, και ασφαλιστικές εισφορές; Έναντι ποιάς ανταπόδοσης και ποιού δημοσίου συμφέροντος; Είναι ερωτήματα που διατυπώνονται με αυξανόμενη συχνότητα.


Το ζήτημα δεν είναι μόνον ότι είναι βάσιμα. Είναι ότι αφορούν την καρδιά της επιχειρούμενης προσαρμογής.
 
Γιατί σήμερα, εν μέσω της ελεγχόμενης χρεοκοπίας, η οικονομία δεν πάσχει μόνον από αυτές τις στρεβλώσεις, που περιγράφονται παραπάνω και οδηγούν στα προαναφερθέντα ερωτήματα.

Είναι εξίσου σημαντικά ενώ η ελληνική οικονομία προσπαθεί να ισορροπήσει μέσω μιας «εσωτερικής υποτίμησης», η οποία εφαρμόζεται ιδιαίτερα ατελώς και μονομερώς, καθώς αφορά κυρίως την αμοιβή της μισθωτής εργασίας, και ενώ η κρισιμότερη παράμετρος για την ανακοπή της οικονομικής και κοινωνικής περιδίνησης συνδέεται με την ανάγκη ραγδαίας μεταφοράς πόρων από τον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», στον εγχώριο τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών, η ατελής αυτή προσπάθεια υπονομεύεται περαιτέρω από συνεχείς επιλογές «δημοσιονομικής ανατίμησης» που ενδέχεται να αποδειχθούν καταστροφικές.

Όμως αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, εάν θέλει η «εσωτερική υποτίμησή» της να μην αποδειχθεί ατελέσφορη, κι εάν θέλει να κρατηθεί στην ζώνη του ευρώ, είναι και μια «δημοσιονομική υποτίμηση».

Πρόκειται για την (αναγκαία) προσπάθεια να ενισχυθεί, κυρίως, η εγχώρια παραγωγή και η ανταγωνιστικότητά της με αλλαγές στο φορολογικό σύστημα ώστε οι ελληνικές εξαγωγές (αλλά και εν γένει η εγχώρια παραγωγή που θα πρέπει να ανακτά μερίδια στην εσωτερική αγορά) να καταστούν φθηνότερες έναντι των εισαγωγών, μέσω της μεταφοράς του φορολογικού βάρους από την εγχώρια παραγωγή και απασχόληση, στην κατανάλωση, όπου το μεγαλύτερο μερίδιο κατέχουν τα εισαγόμενα προϊόντα.

Ταυτόχρονα, η μέσω της φορολογικής πολιτικής μείωση του κόστους της εργασίας θα βοηθήσει στην διατήρηση και αύξηση της εγχώριας απασχόλησης εκεί που μπορεί και πρέπει να αυξηθεί. Το αντίθετο την βουλιάζει, πλήττοντας και την εγχώρια ανταγωνιστικότητα.

Η συνέχιση της μονομερούς φορολογικής επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας θα έχει ως συνέπεια τα χαμηλότερα φορολογικά έσοδα από αυτήν την πηγή, παρά το γεγονός ότι ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών ήταν και είναι βασικός, και τακτικός, τροφοδότης των δημοσίων εσόδων.

Φανταστείτε τι θα συνέβαινε εάν δεν ίσχυε η παρακράτηση του φόρου στην πηγή, που ισχύει στην Ελλάδα όπως στην Γερμανία, την Ολλανδία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, χώρες στα παραδείγματα των οποίων αναφερθήκαμε, έναντι π.χ. της Γαλλίας, της Ελβετίας κλπ όπου ο φόρος των μισθωτών δεν παρακρατείται στην πηγή.

Παρά τις καλές προθέσεις, όσο και όπου αυτές υπάρχουν, η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική βαρύνεται με επιλογές που δυσχεραίνουν την σταθεροποίηση της εγχώριας πραγματικής οικονομίας, της παραγωγής και της απασχόλησης, και την αναγκαία διαρθρωτική μεταβολή τους.

Τέτοια επιλογή είναι και η δυσανάλογη φορολόγηση της μισθωτής εργασίας, η οποία συγκεντρώνεται ακόμη, ευτυχώς, στο μεγαλύτερο ποσοστό της στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, δυσαναλογία που οφείλεται στην έλλειψη μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο και στον ιδιωτικοδημόσιο τομέα της οικονομίας.