Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Αναλύσεις: Η κεντρικότητα των εργασιακών

3 Νοεμ. 2012  Η κεντρικότητα των εργασιακών

Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 3/11/2012

Τα εργασιακά αναδεικνύονται σε κρίσιμο ζήτημα της τριμερούς κυβέρνησης στη συμφωνία με την τριμερή ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ για συνέχιση στην Ελλάδα της πολυετούς μακροοικονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής μέσω του τρίτου Μνημονίου. Όμως τα προεξάρχοντα στην εγχώρια ατζέντα υποβαθμίζουν την κεντρικότητα του θέματος σε συμπτωματολογία που δεν είναι η κρισιμότερη για την οικονομία και την απασχόληση.

Συμπτωματολογία είναι α) τα ανώτατα όρια της αποζημίωσης απόλυσης για υπαλλήλους (κι όχι εργατοτεχνίτες) με υπερδεκαπενταετείς θητείες στον ίδιο εργοδότη (βλ. τη στήλη ΗτΣ 8/9/2012 και 20/10/2012), β) η «επεκτασιμότητα» εθνικών
συλλογικών συμβάσεων εργασίας (που με το 2ο Μνημόνιο έχει ανασταλεί για όλη τη διάρκεια του προγράμματος), όταν από το σύνολο των σχεδόν 200 συλλογικών συμβάσεων εργασίας τα 2/3 αυτών έχουν λήξει, οι υπόλοιπες λήγουν στην επέτειο του 2ου Μνημονίου, και εν τω μεταξύ έχουν ανανεωθεί μόνον μετρημένες στα δάκτυλα, γ) το «επίδομα γάμου» που έρχεται από συλλογικές συμβάσεις των οποίων είναι συζητήσιμη η επιβίωση ή η αναβίωση.

Η κεντρικότητα των εργασιακών, και στην Ελλάδα, συνδέεται με τη λειτουργία της Ευρωζώνης ως ατελούς νομισματικής ένωσης. Μπορούμε να την αντιληφθούμε στην ίδια την Γερμανία καθ' οδόν προς το ευρώ, και στο ευρώ. Τα εργασιακά της Γερμανίας «μονταρίσθηκαν» από εικοσαετίας, διά νόμων και συλλογικών συμβάσεων, προς στήριξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της με παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας εξαγωγικά προσανατολισμένων. Με αποτέλεσμα σε συνθήκες ευρώ να αυξηθούν οι γερμανικές εξαγωγές από 452,3 δισ. ευρώ το 1997, σε 983,3 δισ. ευρώ το 2008 (προς την Ε.Ε. από 251,2 δισ. ευρώ το 1997 σε 622,7 δισ. ευρώ το 2008).

Η εξαγωγική γερμανική μεγέθυνση βασίσθηκε στη διατήρηση εγχώριου πληθωρισμού χαμηλότερου από τους ανταγωνιστές. Στόχος δύσκολος τα πρώτα χρόνια της πορείας προς το ευρώ, που συνέπεσαν με τη γερμανική ενοποίηση. Αλλά το συνεχές έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στη δεκαετία του 1990 απαντήθηκε με μεταφορά πόρων από τον τομέα των μη-εμπορευσίμων στον τομέα των εμπορευσίμων υψηλής προστιθέμενης αξίας μέσω συστηματικής υποτίμησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της, αυξάνοντας κυρίως την παραγωγικότητά της με αλλαγές και στα εργασιακά.

Τα μεγάλα γερμανικά βιομηχανικά συνδικάτα των εξαγωγικών τομέων, μέσω συντονισμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, προστάτεψαν τις θέσεις εργασίας μέσω της μισθολογικής συγκράτησης επιτρέποντας να επωφεληθούν οι εργοδότες από μεγαλύτερο μερίδιο αύξησης της παραγωγικότητας με σκοπό την αύξηση κερδοφορίας της εγχώριας παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα γερμανικών εταιρειών στις διεθνείς αγορές, τυην αύξηση θέσεων εργασίας.

Ταυτόχρονα το συνεργατικό διμερές σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης-μαθητείας στήριζε τη δημιουργία τεχνικών δεξιοτήτων ανά εταιρεία και ανά κλάδο για παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας βασισμένης στην ποιότητα. Η μισθολογική συγκράτηση και η στήριξη της παραγωγικότητας ενισχύθηκαν από μεταρρυθμίσεις στην προσφορά εργασίας που συνοψίσθηκαν στα 4 κύματα των μεταρρυθμίσεων Hartz (επί κυβερνήσεων Gerhard Schroder), από το όνομα του Peter Hartz διευθυντή ανθρώπινων πόρων της (σε ποσοστό 20% κρατικής) Volkswagen AG, και έφερε συγκριτική μείωση των μισθών στον τομέα των υπηρεσιών.