Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Αναλύσεις: Κυβερνήτες επιπλέοντος ναυαγίου

28 Ιανουαρίου 2017   Κυβερνήτες επιπλέοντος ναυαγίου

Ημερησία του Σαββάτου  - Οικονομία, 28/1/2017

Οι εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών ή μεμονωμένων αναλυτών, σχετικά με το ύψος του εθνικού μας χρέους το 2030 ή το 2060 είναι ασκήσεις επί χάρτου, χωρίς αξία. Όλες οι παράμετροι στις εν λόγω εκτιμήσεις είναι απολύτως αβέβαιες και υποθετικές. Το πρόβλημα, εν τούτοις, της χαράξεως μίας μεσομακροπρόθεσμης πολιτικής που θα επιτρέψει στη χώρα να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία, την αναγκαστική έξοδο από την Ευρωζώνη και τις εθνικές, (όχι μόνο οικονομικές), καταστροφές οι οποίες σε μία τέτοια περίπτωση (μετά πλήρους βεβαιότητος) θα ακολουθούσαν, είναι άμεσο και επιτακτικό.

Αυτήν την περίοδο το πλέον κρίσιμο ζήτημα της ελληνικής οικονομίας, δεν είναι το δημόσιο εξωτερικό αλλά το ιδιωτικό εσωτερικό χρέος, (δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια), ζήτημα που «σέρνεται» επί έτη, με αποτέλεσμα οι όροι κάθε δυνατής διευθετήσεως να επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου, (με σημαντικότερη σχετική αρνητική εξέλιξη, βεβαίως, την απώλεια του δημοσίου ελέγχου των τραπεζών μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίησή τους).

Όμως είναι το δημόσιο χρέος που μπορεί άμεσα και στιγμιαία να αποβεί αιτία δραματικών επιπλοκών για την χώρα, σε περίπτωση ανοικτής χρεοκοπίας. Τις ανησυχίες γι’ αυτό καθόλου δεν διασκεδάζουν οι (με αφορμή την συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα και ένα πιθανό 4ο Μνημόνιο) καιροσκοπικές θέσεις, αυτών που συναγωνίζονται, όπως συμβαίνει ήδη από το 2010, ποιος θα τερματίσει -στα λόγια- πιο γρήγορα το Μνημόνιο, και ποιος θα επιτύχει δέσμευση για μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα.

Την άποψη που επικρατεί υπορρήτως για την μεσομακροπρόθεσμη διαχείριση του χρέους ονομάζουμε «θεωρία του επιπλέοντος ναυαγίου»: το ότι αρκεί η ελληνική οικονομία να επιτύχει ρυθμό ονομαστικής ανάπτυξης ίσο με το επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους, και έτσι, με μηδενικό πρωτογενές πλεόνασμα, το ονομαστικό μέγεθος του χρέους θα αυξάνεται μεν, (κατ’ αναλογίαν των τόκων που θα έπρεπε να πληρωθούν ετησίως-και αυτό θα απαιτούσε νέο δανεισμό), αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος θα παραμένει σταθερό. Θεωρείται ότι έτσι η Ελλάδα θα ξαναγινόταν μία αξιόχρεη (solvent) χώρα και θα απολάκτιζε το φάσμα της χρεοκοπίας.

Η λογική του «επιπλέοντος ναυαγίου» είναι λανθασμένη και επικίνδυνη. Η χρεοκοπία του 2010 ήταν ακριβώς προϊόν πανομοιότυπης αντίληψης. Ως τα τέλη του 2007 το ελληνικό δημόσιο χρέος ναι μεν αυξανόταν σε απόλυτους αριθμούς, (καθώς η κυβέρνηση δανειζόταν και για την πληρωμή των τόκων, και για την κάλυψη των αυξανομένων δαπανών του πελατειακού κράτους), αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμενε σχετικά σταθερό, περί το 100%. Αυτό οφειλόταν στον ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ ο οποίος ήταν, στην μεγαλύτερη διάρκεια της περιόδου, υψηλότερος από το επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους.

Όταν όμως, αφ’ ενός, η αύξηση του ΑΕΠ μεταστράφηκε σε μείωση, (διότι προερχόταν από ασύμμετρη και πρόσκαιρη νομισματική και λογιστική διόγκωση των τιμών και όχι από πραγματική μεγέθυνση του παραγόμενου προϊόντος) και, αφ’ ετέρου, (λόγω των διεθνών εξελίξεων) τα επιτόκια αυξήθηκαν απότομα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εξακοντίσθηκε στα ύψη. Σε παρόμοιο και πολλαπλάσιο κίνδυνο βρίσκεται διαρκώς η χώρα, και πάλι, εάν συνεχίσει να ακολουθεί, όπως το πράττει και σήμερα, την πολιτική του «επιπλέοντος ναυαγίου».