27 Ιανουαρίου 2017 Αυτό που θέλουν οι «δανειστές» (κι εμείς αντιστεκόμαστε), Athens Voice
Ι
Σε κάθε φάση της κρίσης ο δημόσιος διάλογος, πληθωρικός σε ποσότητα αλλά μηδενικός σε ενημερωτική αξία, κινούμενος ανάμεσα στις δημαγωγικές διακηρύξεις και στους διαξιφισμούς των κομμάτων και στις πομφόλυγες των σχολιαστών, αποτυφλώνει και παραπληροφορεί ακόμη περισσότερο ένα κοινό το οποίο, όμως, και το ίδιο δεν κόπτεται ιδιαίτερα να ενημερωθεί για τις άβολες αλήθειες, αλλά προτιμά ό,τι και όποιον το καθησυχάζει πως όλα θα γίνουν ικανοποιητικά στο μέγιστο βαθμό, με τον πιο ανώδυνο τρόπο. Αποτέλεσμα, βεβαίως, είναι ότι κάθε φορά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προ ολίγου επαγγελόταν η κυβερνώσα ομάδα με αποτέλεσμα να κατρακυλάει η χώρα ακόμη μερικά σκαλιά χαμηλότερα, στη σκάλα της καταστροφής.
Το ίδιο συμβαίνει και τώρα με το ζήτημα του αυξημένου πρωτογενούς πλεονάσματος (3,5% του ΑΕΠ), που αποτελεί το κομβικό θέμα γύρω από το οποίο εκτυλίσσεται η διελκυστίνδα της διαπραγμάτευσης για την δεύτερη αξιολόγηση. Πρόκειται για μία «απαίτηση» των «δανειστών» που όλα τα κόμματα αλλά και η κυβέρνηση –έστω και αν την έχει αποδεχθεί, στα λόγια, εξ ανάγκης– αποκηρύσσουν διαρρήδην μετά βδελυγμίας, αντιπροτείνοντας καταπληκτικές και εξαίσιες οικονομικές πολιτικές, τις οποίες έχουν υπ’ όψιν τους και θα επιφέρουν στην ελληνική οικονομία εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης, πακτωλούς ξένων δισεκατομμυρίων για επενδύσεις και άφθονο χρήμα για αποπληρωμή των δανεικών-σε απώτερη χρονική στιγμή, βεβαίως. Ο πραγματικός λόγος γι’ αυτήν την ομόθυμη αποκήρυξη της πρότασης των «δανειστών», τόσο από τα κόμματα όσο και από ένα πλήθος εμπειροτεχνών που το μοναδικό πράγμα που καταλαβαίνουν για την οικονομία είναι ότι «ανάπτυξη» σημαίνει να ξοδεύει το κράτος δανεικά λεφτά στους τέσσερις ανέμους, είναι, φυσικά, πως θα τους εμποδίζει, όταν και αν βρίσκονται στην εξουσία, να ξοδεύουν ανεξέλεγκτα υπέρ του πελατειακού κράτους και του εαυτού τους. Ο προσχηματικός λόγος, αντιθέτως, είναι πως μία πολιτική υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων θα λειτουργήσει «υφεσιακά» για την οικονομία. Ως προς αυτό το τελευταίο, εν τούτοις, η αλήθεια τυγχάνει διαφορετική για πολλούς λόγους, τρεις εκ των οποίων είναι οι εξής: α) στην πρόσφατη οικονομική ιστορία της χώρας πρωτογενή πλεονάσματα, και μάλιστα υψηλά, συνυπήρξαν με υψηλή ανάπτυξη, β) εάν τα πλεονάσματα χρηματοδοτηθούν από μείωση των δημοσίων δαπανών θα έχουν πολύ μικρότερες επιπτώσεις στην οικονομία από όσες είχαν οι πρόσφατες αυξήσεις της φορολογίας, γ) η εξυπηρέτηση των τόκων των δανείων της χώρας χωρίς νέο δανεισμό αλλά με χρήση πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ο μόνος δρόμος οικονομικής πολιτικής που μπορεί να δημιουργήσει σταθερότητα και ευστάθεια στην οικονομία και κατά συνέπεια αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης σε δυνητικούς επενδυτές –Έλληνες και ξένους– ώστε να προχωρήσουν σε επενδύσεις και έτσι να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη.
Γιατί, όμως, οι «δανειστές» ζητούν κάτι τόσο «σκληρό»; (Κάτι που στην πραγματικότητα είναι το εξής: να πληρώνει η Ελλάδα τους ετήσιους τόκους των δανείων της -3 με 3,5% του ΑΕΠ περίπου, όσο το ΑΕΠ παραμένει κοντά στα σημερινά του επίπεδα – με δικά της χρήματα, δηλαδή με τα πρωτογενή πλεονάσματα, αντί να δανείζεται για τον σκοπό αυτό). Ας προσπαθήσει ο αναγνώστης να καταλάβει τη λογική τους. Ας σκεφθεί έναν πιστωτή ο οποίος έχει δανείσει σε κάποιον 10.000 ευρώ, πλην όμως ο δανεισθείς, με την πάροδο του χρόνου, αποκαλύπτεται πλήρως αφερέγγυος και αναξιόπιστος. Δεν αποπληρώνει τους τόκους (για την ακρίβεια ξαναδανείζεται από τον πιστωτή για να τους «πληρώσει», δηλαδή αυξάνει συνεχώς το χρέος του), και γενικά ζητάει ξανά και ξανά νέα δανεικά ώστε να «ισορροπήσει» τα οικονομικά του προκειμένου να καταφέρει να εξυπηρετήσει και να αποπληρώσει κανονικά το χρέος του κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον. Όταν, δε, ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι, εμφανίζεται ξανά στον πιστωτή του και –με ύφος που δεν σηκώνει αντιρρήσεις– του ανακοινώνει ότι τώρα, επιτέλους, έχει μία φοβερή δουλειά στα σκαριά, την οποία, μάλιστα, θα την χρηματοδοτήσει, ως επί το πλείστον, από τις «αγορές». Πλην όμως, χρειάζεται (έτσι, για να ξεκινήσει) μία ακόμη δανειακή διευκόλυνση και επιπλέον μία μικρή πίστωση χρόνου πριν το σχέδιο αρχίσει να αποδίδει. Ο δανειστής γνωρίζει, βεβαίως, ότι οι αγορές δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν, ποτέ, τον αφερέγγυο φαυλόβιο. Και ξέρει, επίσης, ότι στο μέλλον θα γίνει αποδέκτης και άλλων αιτημάτων, από τον πολλαπλώς ευεργετηθέντα, για νέες «διευκολύνσεις» και περαιτέρω δάνεια, ενώ το πιθανότερο είναι πως δεν θα λάβει ποτέ τίποτα πίσω από όσα έχει δανείσει. Για τον λόγο αυτό προτιμά να κρατήσει μία σκληρή στάση και να αρνηθεί να δανείσει, από εδώ και εις το εξής, επιπλέον χρήματα. Η λογική του είναι απλή: εάν αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ότι η ανάγκη θα συνετίσει τον φυγόπονο χρεώστη ώστε να αρχίσει να εργάζεται έντιμα και φιλότιμα και να εξυπηρετεί το δάνειό του, έχει καλώς. Εάν πάλι δεν συμβεί κάτι τέτοιο, και ο μπαταξής συνεχίσει το βιολί του, τότε τουλάχιστον ο πιστωτής θα αρχίσει να υπολογίζει τη ζημιά του με οροφή τις 10.000 ευρώ που έχει δανείσει μέχρι σήμερα και όχι τις 15 ή 20.000 που θα ήταν εάν είχε ενδώσει στις παρακλήσεις του ανοιχτοχέρη, με τα χρήματα των άλλων, φίλου μας.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σκέπτονται και οι «δανειστές» μας. Δεν τους ενδιαφέρει τόσο πολύ το εξωτερικό μας χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Γιατί είτε είναι 170% είτε 140%, σε πέντε χρόνια, πάλι στην ίδια περιοχή κινδύνου θα βρίσκεται και μία «εθνικολαϊκή» κυβέρνηση –κάποια στιγμή– με περισσότερο τόλμη από τις προηγούμενες, μπορεί να τα βροντήξει όλα κάτω προχωρώντας σε στάση πληρωμών, αναγκάζοντάς τους να χάσουν (κάποια από) τα λεφτά τους και, σε κάθε περίπτωση, πολύ πολιτικό κεφάλαιο. (Στην πραγματικότητα, βεβαίως, αν και θα υποστούν αβαρίες, δεν θα τα χάσουν όλα: θα επιβάλουν Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και θα εισπράττουν για τους επόμενους τρεις αιώνες. Ο ελληνικός λαός, αντιθέτως, θα χάσει τα αυγά και τα πασχάλια γιατί θα γυρίσει οικονομικά στον 19ο αιώνα). Προκειμένου, όμως, να αποφύγουν αυτές τις περιπέτειες και τις συγκινήσεις, καθώς και τις πολιτικές τους παρενέργειες, οι πιστωτές ενδιαφέρονται και επικεντρώνονται πλέον, μετά επτά χρόνια δανείων, στο ονομαστικό χρέος της χώρας, δηλαδή στο απόλυτο ποσό των οφειλών της, το οποίο δεν θέλουν να συνεχίσει να αυξάνεται, (έστω και με μερική προσφυγή της στις αγορές – κάτι, πάντως, για το οποίο υπάρχουν μικρές πιθανότητες), διότι έτσι θα αυξάνουν και οι κίνδυνοι νέας ελληνικής χρεοκοπίας. Συνεπώς, όπως και ο δανειστής του παραδείγματος, έτσι και οι πιστωτές μας ακολουθούν «σκληρή γραμμή» διότι προτιμούν να περιορίσουν το μέγεθος των πιθανών προβλημάτων τους. Εάν η Ελλάδα προχωρήσει κάποια στιγμή σε στάση πληρωμών θα έχουν να πονοκεφαλιάζουν για 310 δισ. ευρώ που είναι οι σημερινές οφειλές της (μιλάμε για το δημόσιο χρέος μόνο, όχι για το ιδιωτικό ή για το «κρυφό» του Target 2), αντί για 400 ή για 500 δισ. ευρώ, (επίπεδο στο οποίο ούτως ή άλλως ο κίνδυνος στάσης πληρωμών θα είναι μεγαλύτερος), που θα έχει φθάσει το χρέος σε λίγα χρόνια εάν συνεχισθεί η τακτική της σύναψης νέων δανείων προκειμένου να πληρώνονται οι τόκοι των προηγούμενων δανείων. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι εταίροι προσπαθούν να σταματήσουν πλέον αυτό για το οποίο τους κατακεραύνωναν τα πρώτα χρόνια του Μνημονίου οι αντι-μνημονιακοί αγωνιστές: το να δανείζεται η Ελλάδα χρήματα και να τους τα επιστρέφει αμέσως, με την μορφή τοκοχρεωλυσίων. (Ενώ η πατριωτική θέση ήταν να τρώμε και τα νέα δανεικά εξ ολοκλήρου όπως φάγαμε και τα παλαιότερα, και μετά να ζητάμε διαγραφή του χρέους). Τώρα, όμως, ω του θαύματος, η αντι-μνημονιακή θέση έχει μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετό της: μακάρι να δανειζόμαστε και ας τους τα δίνουμε αμέσως πίσω υπό τη μορφή τόκων, φθάνει μόνο να μη ζοριζόμαστε για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα!
Βεβαίως, όπως είναι φυσικό, διάφοροι εγχώριοι λεοντιδείς της ανάπτυξης ομνύουν ότι ξέρουν τον τρόπο να αποφύγει η χώρα την ταλαιπωρία των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και να ζήσει από δω και μπρος ζωή χαρισάμενη. Μία εξ αυτών είναι η κυβέρνηση, η οποία με τα έργα της έχει κερδίσει το δικαίωμα να είναι εκτός σχολιασμού, και μπορεί να λέει ό,τι θέλει δωρεάν, γιατί κανείς δεν επιτρέπεται να την πάρει στα σοβαρά. Αίφνης, όμως, και κάποιοι κατά δήλωσίν τους φιλελεύθεροι που προσποιούνται ότι κάνουν εισοδισμό στον υπαρκτό καραμανλισμό ισχυρίζονται κάτι ανάλογο: ότι μπορούν να επιτύχουν μέσους ρυθμούς ετήσιας μεγέθυνσης της οικονομίας 4%, με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από αυτά που ζητούν οι «δανειστές« (2% αντί για 3,5%), ενώ παράλληλα θα δανείζονται από τις αγορές και θα εξυπηρετούν το χρέος κανονικά, και όσον αφορά τους τόκους και όσον αφορά την ανακύκλωσή του. (Πράγμα που σημαίνει ότι το χρέος θα αυξάνεται σε χρηματικούς όρους αλλά θα μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ). Οι δανειστές, βεβαίως, δυσπιστούν πλήρως απέναντι σε κάτι τέτοιο αλλά και σε κάθε παρομοίου είδους διευθέτηση, όχι μόνο διότι γνωρίζουν με ποιούς έχουν να κάνουν αλλά και διότι αντιλαμβάνονται ότι σε λίγο καιρό 4% ανάπτυξη δεν θα έχει ούτε καν η Κίνα. Η Ελλάδα, ούτως ή άλλως, δομικά, δεν διαθέτει τέτοιο αναπτυξιακό δυναμικό και για να το αποκτήσει θα απαιτούνταν δραματικές μεταρρυθμίσεις που κανείς δεν έχει την διάθεση να προτείνει, να υλοποιήσει ή να αποδεχθεί. Το να στηρίζεις, λοιπόν, ολόκληρη την πολιτική σου σε μία υπεραισιόδοξη εκτίμηση για την μελλοντική σου ανάπτυξη είναι σαν να παραιτείσαι από την δουλειά σου για να διασκεδάσεις και να χαρείς την ζωή σου ξοδεύοντας όλα όσα έχεις και δεν έχεις, διότι είσαι βέβαιος ότι από δω και μπρος θα κερδίζεις τον πρώτο λαχνό του λαχείου κάθε εβδομάδα.
ΙΙ
Τα παραπάνω, βεβαίως, είναι απολύτως άγνωστα, και αδιάφορα για το πλατύ κοινό. Αυτό, πληροφορημένο «κατάλληλα» από τους σχολιαστές (που συνήθως δεν καταλαβαίνουν αυτό που σχολιάζουν και θεωρούν ότι το αν θα «μείνει» ή θα «φύγει» το ΔΝΤ είναι κάτι παρεμφερές με το διαζύγιο της Αντζελίνας Τζολί), αλλά και από την κομματική προπαγάνδα, θεωρεί ότι πάλι οι επίβουλοι κάτι θέλουν να μας αρπάξουν κι εμείς αντιστεκόμαστε. Πώς, λοιπόν, να εξηγήσει κανείς σε αυτήν την κοινωνία, σε αυτά τα κόμματα και σε αυτούς τους σχολιαστές, που περί άλλα τυρβάζουν, ότι εκείνο που ζητούν οι «δανειστές» είναι ακριβώς εκείνο που θα έπρεπε να επιδιώκει και η Ελλάδα από μόνη της και με δική της πρωτοβουλία, διότι αποτελεί την μόνη ατραπό που υπάρχει για να αποφύγει την χρεοκοπία, το Grexit και την καταστροφή; Πως να εξηγήσει ότι μόνο αν η Ελλάδα δεσμευθεί να πληρώνει τους τόκους της εξ ιδίων, και να πάψει να δανείζεται γι’ αυτόν τον σκοπό, είναι δυνατόν να δημιουργήσει αίσθηση σταθερότητας και εμπιστοσύνης, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό, ώστε η οικονομία της, αφού βεβαίως υλοποιηθούν και οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, να αρχίσει σιγά-σιγά να λειτουργεί ως μία κανονική οικονομία; Πώς να εξηγήσει ότι θέτοντας –ή έστω αποδεχόμενη συνειδητά– έναν τέτοιο εθνικό στόχο, δηλαδή κάνοντας το σχετικό πρόγραμμα «ιδιοκτησία» τους (ή για να το πούμε ελληνικά: ενστερνιζόμενες το σχετικό πρόγραμμα), η ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική κοινωνία είναι δυνατόν να επιτύχουν την αυτοπειθαρχία που απαιτείται για να βγει η χώρα όχι μόνο από την οικονομική αλλά και από την κοινωνική κρίση; Πώς να εξηγήσει ότι με τους «δανειστές» μας συνδέει ένας κοινός σκοπός που είναι ότι όπως και εμείς έτσι και αυτοί δεν θέλουν την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας, γιατί θα χάσουν (μέρος από) τα χρήματά τους και όχι μόνο; Πώς να εξηγήσει ότι ο μόνος τρόπος για να αποφύγει η χώρα την διηνεκή εξάρτηση από τους ξένους, είναι να ενεργεί αποφασιστικά για την λύση των προβλημάτων της, να παίρνει πρωτοβουλίες και να μην στρουθοκαμηλίζει περιμένοντας τις λύσεις να πέσουν από τον ουρανό; Και πώς να εξηγήσει, τέλος, ότι στη χώρα εξαιτίας της κρίσης, υπάρχει μεγάλη αδικία και κοινωνική ανισότητα, που δεν μπορούν να απαλειφθούν με νέα δανεικά αλλά απαιτείται προσπάθεια και επιμονή από τους ίδιους τους Έλληνες, οι οποίοι πρέπει να αναδιανείμουν πιο δίκαια τα όσα (όχι και πολύ λίγα πάντως) τους έχουν απομείνει;
Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να τα εξηγήσει κάποιος όλα αυτά. Είναι πολύ δύσκολο διότι η ελληνική κοινωνία, όπως έκανε έως σήμερα, έτσι και τώρα, πιστεύοντας ότι ανθίσταται στις έξωθεν πιέσεις, συνεχίζει να αναζητά άλλους δρόμους, πιο εύκολους και ευχάριστους, αποστρέφοντας το βλέμμα από το δύσκολο μονοπάτι της προσπάθειας για οικονομική εξυγίανση το οποίο περνά (κατά κύριο λόγο και πρωτευόντως), μέσα από τα πεζά πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% που ζητούν οι «δανειστές». Και το κακό είναι ότι, επειδή είμαστε οι αριστείς του ανταρτοπολέμου απέναντι στους ισχυρούς, το πιο πιθανό είναι πως ακόμη και αν η κυβέρνηση αποδεχθεί τον στόχο αυτό, στα χαρτιά, προκειμένου να «κλείσει η αξιολόγηση», είτε αυτή είτε όποιοι άλλοι την διαδεχθούν, θα αρχίσουν στο άμεσο μέλλον το αντάρτικο κάνοντας ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μην υλοποιήσουμε ως χώρα τις δεσμεύσεις μας. Πριονίζοντας έτσι ακόμη περισσότερο το κλαδί επάνω στο οποίο καθόμαστε και αυξάνοντας ακόμη περισσότερο την πραγματική μας εξάρτηση από τους ξένους, προς τους οποίους μετά από μερικά χρόνια κινδυνεύουμε να απευθυνόμαστε πλέον όχι για δανεικά αλλά για ανθρωπιστική βοήθεια.
Σε κάθε φάση της κρίσης ο δημόσιος διάλογος, πληθωρικός σε ποσότητα αλλά μηδενικός σε ενημερωτική αξία, κινούμενος ανάμεσα στις δημαγωγικές διακηρύξεις και στους διαξιφισμούς των κομμάτων και στις πομφόλυγες των σχολιαστών, αποτυφλώνει και παραπληροφορεί ακόμη περισσότερο ένα κοινό το οποίο, όμως, και το ίδιο δεν κόπτεται ιδιαίτερα να ενημερωθεί για τις άβολες αλήθειες, αλλά προτιμά ό,τι και όποιον το καθησυχάζει πως όλα θα γίνουν ικανοποιητικά στο μέγιστο βαθμό, με τον πιο ανώδυνο τρόπο. Αποτέλεσμα, βεβαίως, είναι ότι κάθε φορά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προ ολίγου επαγγελόταν η κυβερνώσα ομάδα με αποτέλεσμα να κατρακυλάει η χώρα ακόμη μερικά σκαλιά χαμηλότερα, στη σκάλα της καταστροφής.
Το ίδιο συμβαίνει και τώρα με το ζήτημα του αυξημένου πρωτογενούς πλεονάσματος (3,5% του ΑΕΠ), που αποτελεί το κομβικό θέμα γύρω από το οποίο εκτυλίσσεται η διελκυστίνδα της διαπραγμάτευσης για την δεύτερη αξιολόγηση. Πρόκειται για μία «απαίτηση» των «δανειστών» που όλα τα κόμματα αλλά και η κυβέρνηση –έστω και αν την έχει αποδεχθεί, στα λόγια, εξ ανάγκης– αποκηρύσσουν διαρρήδην μετά βδελυγμίας, αντιπροτείνοντας καταπληκτικές και εξαίσιες οικονομικές πολιτικές, τις οποίες έχουν υπ’ όψιν τους και θα επιφέρουν στην ελληνική οικονομία εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης, πακτωλούς ξένων δισεκατομμυρίων για επενδύσεις και άφθονο χρήμα για αποπληρωμή των δανεικών-σε απώτερη χρονική στιγμή, βεβαίως. Ο πραγματικός λόγος γι’ αυτήν την ομόθυμη αποκήρυξη της πρότασης των «δανειστών», τόσο από τα κόμματα όσο και από ένα πλήθος εμπειροτεχνών που το μοναδικό πράγμα που καταλαβαίνουν για την οικονομία είναι ότι «ανάπτυξη» σημαίνει να ξοδεύει το κράτος δανεικά λεφτά στους τέσσερις ανέμους, είναι, φυσικά, πως θα τους εμποδίζει, όταν και αν βρίσκονται στην εξουσία, να ξοδεύουν ανεξέλεγκτα υπέρ του πελατειακού κράτους και του εαυτού τους. Ο προσχηματικός λόγος, αντιθέτως, είναι πως μία πολιτική υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων θα λειτουργήσει «υφεσιακά» για την οικονομία. Ως προς αυτό το τελευταίο, εν τούτοις, η αλήθεια τυγχάνει διαφορετική για πολλούς λόγους, τρεις εκ των οποίων είναι οι εξής: α) στην πρόσφατη οικονομική ιστορία της χώρας πρωτογενή πλεονάσματα, και μάλιστα υψηλά, συνυπήρξαν με υψηλή ανάπτυξη, β) εάν τα πλεονάσματα χρηματοδοτηθούν από μείωση των δημοσίων δαπανών θα έχουν πολύ μικρότερες επιπτώσεις στην οικονομία από όσες είχαν οι πρόσφατες αυξήσεις της φορολογίας, γ) η εξυπηρέτηση των τόκων των δανείων της χώρας χωρίς νέο δανεισμό αλλά με χρήση πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ο μόνος δρόμος οικονομικής πολιτικής που μπορεί να δημιουργήσει σταθερότητα και ευστάθεια στην οικονομία και κατά συνέπεια αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης σε δυνητικούς επενδυτές –Έλληνες και ξένους– ώστε να προχωρήσουν σε επενδύσεις και έτσι να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη.
Γιατί, όμως, οι «δανειστές» ζητούν κάτι τόσο «σκληρό»; (Κάτι που στην πραγματικότητα είναι το εξής: να πληρώνει η Ελλάδα τους ετήσιους τόκους των δανείων της -3 με 3,5% του ΑΕΠ περίπου, όσο το ΑΕΠ παραμένει κοντά στα σημερινά του επίπεδα – με δικά της χρήματα, δηλαδή με τα πρωτογενή πλεονάσματα, αντί να δανείζεται για τον σκοπό αυτό). Ας προσπαθήσει ο αναγνώστης να καταλάβει τη λογική τους. Ας σκεφθεί έναν πιστωτή ο οποίος έχει δανείσει σε κάποιον 10.000 ευρώ, πλην όμως ο δανεισθείς, με την πάροδο του χρόνου, αποκαλύπτεται πλήρως αφερέγγυος και αναξιόπιστος. Δεν αποπληρώνει τους τόκους (για την ακρίβεια ξαναδανείζεται από τον πιστωτή για να τους «πληρώσει», δηλαδή αυξάνει συνεχώς το χρέος του), και γενικά ζητάει ξανά και ξανά νέα δανεικά ώστε να «ισορροπήσει» τα οικονομικά του προκειμένου να καταφέρει να εξυπηρετήσει και να αποπληρώσει κανονικά το χρέος του κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον. Όταν, δε, ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι, εμφανίζεται ξανά στον πιστωτή του και –με ύφος που δεν σηκώνει αντιρρήσεις– του ανακοινώνει ότι τώρα, επιτέλους, έχει μία φοβερή δουλειά στα σκαριά, την οποία, μάλιστα, θα την χρηματοδοτήσει, ως επί το πλείστον, από τις «αγορές». Πλην όμως, χρειάζεται (έτσι, για να ξεκινήσει) μία ακόμη δανειακή διευκόλυνση και επιπλέον μία μικρή πίστωση χρόνου πριν το σχέδιο αρχίσει να αποδίδει. Ο δανειστής γνωρίζει, βεβαίως, ότι οι αγορές δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν, ποτέ, τον αφερέγγυο φαυλόβιο. Και ξέρει, επίσης, ότι στο μέλλον θα γίνει αποδέκτης και άλλων αιτημάτων, από τον πολλαπλώς ευεργετηθέντα, για νέες «διευκολύνσεις» και περαιτέρω δάνεια, ενώ το πιθανότερο είναι πως δεν θα λάβει ποτέ τίποτα πίσω από όσα έχει δανείσει. Για τον λόγο αυτό προτιμά να κρατήσει μία σκληρή στάση και να αρνηθεί να δανείσει, από εδώ και εις το εξής, επιπλέον χρήματα. Η λογική του είναι απλή: εάν αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ότι η ανάγκη θα συνετίσει τον φυγόπονο χρεώστη ώστε να αρχίσει να εργάζεται έντιμα και φιλότιμα και να εξυπηρετεί το δάνειό του, έχει καλώς. Εάν πάλι δεν συμβεί κάτι τέτοιο, και ο μπαταξής συνεχίσει το βιολί του, τότε τουλάχιστον ο πιστωτής θα αρχίσει να υπολογίζει τη ζημιά του με οροφή τις 10.000 ευρώ που έχει δανείσει μέχρι σήμερα και όχι τις 15 ή 20.000 που θα ήταν εάν είχε ενδώσει στις παρακλήσεις του ανοιχτοχέρη, με τα χρήματα των άλλων, φίλου μας.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σκέπτονται και οι «δανειστές» μας. Δεν τους ενδιαφέρει τόσο πολύ το εξωτερικό μας χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Γιατί είτε είναι 170% είτε 140%, σε πέντε χρόνια, πάλι στην ίδια περιοχή κινδύνου θα βρίσκεται και μία «εθνικολαϊκή» κυβέρνηση –κάποια στιγμή– με περισσότερο τόλμη από τις προηγούμενες, μπορεί να τα βροντήξει όλα κάτω προχωρώντας σε στάση πληρωμών, αναγκάζοντάς τους να χάσουν (κάποια από) τα λεφτά τους και, σε κάθε περίπτωση, πολύ πολιτικό κεφάλαιο. (Στην πραγματικότητα, βεβαίως, αν και θα υποστούν αβαρίες, δεν θα τα χάσουν όλα: θα επιβάλουν Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και θα εισπράττουν για τους επόμενους τρεις αιώνες. Ο ελληνικός λαός, αντιθέτως, θα χάσει τα αυγά και τα πασχάλια γιατί θα γυρίσει οικονομικά στον 19ο αιώνα). Προκειμένου, όμως, να αποφύγουν αυτές τις περιπέτειες και τις συγκινήσεις, καθώς και τις πολιτικές τους παρενέργειες, οι πιστωτές ενδιαφέρονται και επικεντρώνονται πλέον, μετά επτά χρόνια δανείων, στο ονομαστικό χρέος της χώρας, δηλαδή στο απόλυτο ποσό των οφειλών της, το οποίο δεν θέλουν να συνεχίσει να αυξάνεται, (έστω και με μερική προσφυγή της στις αγορές – κάτι, πάντως, για το οποίο υπάρχουν μικρές πιθανότητες), διότι έτσι θα αυξάνουν και οι κίνδυνοι νέας ελληνικής χρεοκοπίας. Συνεπώς, όπως και ο δανειστής του παραδείγματος, έτσι και οι πιστωτές μας ακολουθούν «σκληρή γραμμή» διότι προτιμούν να περιορίσουν το μέγεθος των πιθανών προβλημάτων τους. Εάν η Ελλάδα προχωρήσει κάποια στιγμή σε στάση πληρωμών θα έχουν να πονοκεφαλιάζουν για 310 δισ. ευρώ που είναι οι σημερινές οφειλές της (μιλάμε για το δημόσιο χρέος μόνο, όχι για το ιδιωτικό ή για το «κρυφό» του Target 2), αντί για 400 ή για 500 δισ. ευρώ, (επίπεδο στο οποίο ούτως ή άλλως ο κίνδυνος στάσης πληρωμών θα είναι μεγαλύτερος), που θα έχει φθάσει το χρέος σε λίγα χρόνια εάν συνεχισθεί η τακτική της σύναψης νέων δανείων προκειμένου να πληρώνονται οι τόκοι των προηγούμενων δανείων. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι εταίροι προσπαθούν να σταματήσουν πλέον αυτό για το οποίο τους κατακεραύνωναν τα πρώτα χρόνια του Μνημονίου οι αντι-μνημονιακοί αγωνιστές: το να δανείζεται η Ελλάδα χρήματα και να τους τα επιστρέφει αμέσως, με την μορφή τοκοχρεωλυσίων. (Ενώ η πατριωτική θέση ήταν να τρώμε και τα νέα δανεικά εξ ολοκλήρου όπως φάγαμε και τα παλαιότερα, και μετά να ζητάμε διαγραφή του χρέους). Τώρα, όμως, ω του θαύματος, η αντι-μνημονιακή θέση έχει μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετό της: μακάρι να δανειζόμαστε και ας τους τα δίνουμε αμέσως πίσω υπό τη μορφή τόκων, φθάνει μόνο να μη ζοριζόμαστε για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα!
Βεβαίως, όπως είναι φυσικό, διάφοροι εγχώριοι λεοντιδείς της ανάπτυξης ομνύουν ότι ξέρουν τον τρόπο να αποφύγει η χώρα την ταλαιπωρία των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και να ζήσει από δω και μπρος ζωή χαρισάμενη. Μία εξ αυτών είναι η κυβέρνηση, η οποία με τα έργα της έχει κερδίσει το δικαίωμα να είναι εκτός σχολιασμού, και μπορεί να λέει ό,τι θέλει δωρεάν, γιατί κανείς δεν επιτρέπεται να την πάρει στα σοβαρά. Αίφνης, όμως, και κάποιοι κατά δήλωσίν τους φιλελεύθεροι που προσποιούνται ότι κάνουν εισοδισμό στον υπαρκτό καραμανλισμό ισχυρίζονται κάτι ανάλογο: ότι μπορούν να επιτύχουν μέσους ρυθμούς ετήσιας μεγέθυνσης της οικονομίας 4%, με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από αυτά που ζητούν οι «δανειστές« (2% αντί για 3,5%), ενώ παράλληλα θα δανείζονται από τις αγορές και θα εξυπηρετούν το χρέος κανονικά, και όσον αφορά τους τόκους και όσον αφορά την ανακύκλωσή του. (Πράγμα που σημαίνει ότι το χρέος θα αυξάνεται σε χρηματικούς όρους αλλά θα μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ). Οι δανειστές, βεβαίως, δυσπιστούν πλήρως απέναντι σε κάτι τέτοιο αλλά και σε κάθε παρομοίου είδους διευθέτηση, όχι μόνο διότι γνωρίζουν με ποιούς έχουν να κάνουν αλλά και διότι αντιλαμβάνονται ότι σε λίγο καιρό 4% ανάπτυξη δεν θα έχει ούτε καν η Κίνα. Η Ελλάδα, ούτως ή άλλως, δομικά, δεν διαθέτει τέτοιο αναπτυξιακό δυναμικό και για να το αποκτήσει θα απαιτούνταν δραματικές μεταρρυθμίσεις που κανείς δεν έχει την διάθεση να προτείνει, να υλοποιήσει ή να αποδεχθεί. Το να στηρίζεις, λοιπόν, ολόκληρη την πολιτική σου σε μία υπεραισιόδοξη εκτίμηση για την μελλοντική σου ανάπτυξη είναι σαν να παραιτείσαι από την δουλειά σου για να διασκεδάσεις και να χαρείς την ζωή σου ξοδεύοντας όλα όσα έχεις και δεν έχεις, διότι είσαι βέβαιος ότι από δω και μπρος θα κερδίζεις τον πρώτο λαχνό του λαχείου κάθε εβδομάδα.
ΙΙ
Τα παραπάνω, βεβαίως, είναι απολύτως άγνωστα, και αδιάφορα για το πλατύ κοινό. Αυτό, πληροφορημένο «κατάλληλα» από τους σχολιαστές (που συνήθως δεν καταλαβαίνουν αυτό που σχολιάζουν και θεωρούν ότι το αν θα «μείνει» ή θα «φύγει» το ΔΝΤ είναι κάτι παρεμφερές με το διαζύγιο της Αντζελίνας Τζολί), αλλά και από την κομματική προπαγάνδα, θεωρεί ότι πάλι οι επίβουλοι κάτι θέλουν να μας αρπάξουν κι εμείς αντιστεκόμαστε. Πώς, λοιπόν, να εξηγήσει κανείς σε αυτήν την κοινωνία, σε αυτά τα κόμματα και σε αυτούς τους σχολιαστές, που περί άλλα τυρβάζουν, ότι εκείνο που ζητούν οι «δανειστές» είναι ακριβώς εκείνο που θα έπρεπε να επιδιώκει και η Ελλάδα από μόνη της και με δική της πρωτοβουλία, διότι αποτελεί την μόνη ατραπό που υπάρχει για να αποφύγει την χρεοκοπία, το Grexit και την καταστροφή; Πως να εξηγήσει ότι μόνο αν η Ελλάδα δεσμευθεί να πληρώνει τους τόκους της εξ ιδίων, και να πάψει να δανείζεται γι’ αυτόν τον σκοπό, είναι δυνατόν να δημιουργήσει αίσθηση σταθερότητας και εμπιστοσύνης, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό, ώστε η οικονομία της, αφού βεβαίως υλοποιηθούν και οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, να αρχίσει σιγά-σιγά να λειτουργεί ως μία κανονική οικονομία; Πώς να εξηγήσει ότι θέτοντας –ή έστω αποδεχόμενη συνειδητά– έναν τέτοιο εθνικό στόχο, δηλαδή κάνοντας το σχετικό πρόγραμμα «ιδιοκτησία» τους (ή για να το πούμε ελληνικά: ενστερνιζόμενες το σχετικό πρόγραμμα), η ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική κοινωνία είναι δυνατόν να επιτύχουν την αυτοπειθαρχία που απαιτείται για να βγει η χώρα όχι μόνο από την οικονομική αλλά και από την κοινωνική κρίση; Πώς να εξηγήσει ότι με τους «δανειστές» μας συνδέει ένας κοινός σκοπός που είναι ότι όπως και εμείς έτσι και αυτοί δεν θέλουν την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας, γιατί θα χάσουν (μέρος από) τα χρήματά τους και όχι μόνο; Πώς να εξηγήσει ότι ο μόνος τρόπος για να αποφύγει η χώρα την διηνεκή εξάρτηση από τους ξένους, είναι να ενεργεί αποφασιστικά για την λύση των προβλημάτων της, να παίρνει πρωτοβουλίες και να μην στρουθοκαμηλίζει περιμένοντας τις λύσεις να πέσουν από τον ουρανό; Και πώς να εξηγήσει, τέλος, ότι στη χώρα εξαιτίας της κρίσης, υπάρχει μεγάλη αδικία και κοινωνική ανισότητα, που δεν μπορούν να απαλειφθούν με νέα δανεικά αλλά απαιτείται προσπάθεια και επιμονή από τους ίδιους τους Έλληνες, οι οποίοι πρέπει να αναδιανείμουν πιο δίκαια τα όσα (όχι και πολύ λίγα πάντως) τους έχουν απομείνει;
Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να τα εξηγήσει κάποιος όλα αυτά. Είναι πολύ δύσκολο διότι η ελληνική κοινωνία, όπως έκανε έως σήμερα, έτσι και τώρα, πιστεύοντας ότι ανθίσταται στις έξωθεν πιέσεις, συνεχίζει να αναζητά άλλους δρόμους, πιο εύκολους και ευχάριστους, αποστρέφοντας το βλέμμα από το δύσκολο μονοπάτι της προσπάθειας για οικονομική εξυγίανση το οποίο περνά (κατά κύριο λόγο και πρωτευόντως), μέσα από τα πεζά πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% που ζητούν οι «δανειστές». Και το κακό είναι ότι, επειδή είμαστε οι αριστείς του ανταρτοπολέμου απέναντι στους ισχυρούς, το πιο πιθανό είναι πως ακόμη και αν η κυβέρνηση αποδεχθεί τον στόχο αυτό, στα χαρτιά, προκειμένου να «κλείσει η αξιολόγηση», είτε αυτή είτε όποιοι άλλοι την διαδεχθούν, θα αρχίσουν στο άμεσο μέλλον το αντάρτικο κάνοντας ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μην υλοποιήσουμε ως χώρα τις δεσμεύσεις μας. Πριονίζοντας έτσι ακόμη περισσότερο το κλαδί επάνω στο οποίο καθόμαστε και αυξάνοντας ακόμη περισσότερο την πραγματική μας εξάρτηση από τους ξένους, προς τους οποίους μετά από μερικά χρόνια κινδυνεύουμε να απευθυνόμαστε πλέον όχι για δανεικά αλλά για ανθρωπιστική βοήθεια.