12 Μαρτίου 2016 Προέχει η σταθεροποίηση με επενδύσεις και εξαγωγές
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 12/3/2016
Η δημοσίευση της 1ης εκτίμησης της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ του 2015 το εμφανίζει να έχει μειωθεί 0,9% σε ονομαστικούς όρους και 0,2% σε πραγματικούς όρους. Όμως οι επιμέρους μεταβολές που εκτιμήθηκαν ανά συνιστώσα του ΑΕΠ είναι κρίσιμες για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και την περιδίνηση στην οποία έχει περιέλθει.
Η μικρή μείωση του ΑΕΠ συνδέεται κυρίως με την διατήρηση της κατανάλωσης, ενώ πίσω από αυτήν την μικρή μείωση εκτιμάται αφενός μεγάλη μείωση στον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου κατά 20,3% σε ονομαστικούς όρους και 8,7% σε πραγματικούς, αφετέρου σημαντική μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 8,7% σε ονομαστικούς όρους και 3,8% σε πραγματικούς.
Αυτές οι συνιστώσες της μεταβολής του ΑΕΠ, παρά την ρηχή και επιφανειακή ανάγνωση της συνολικής μεταβολής, υποδηλώνουν συνεχιζόμενη αποεπένδυση και μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας αφενός, και συνεχιζόμενη απώλεια θέσεων στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Και υπό αυτές τις τάσεις και προϋποθέσεις η διατήρηση της κατανάλωσης σχεδόν σταθερής και στα υψηλότατα επίπεδα του 70% του ΑΕΠ για την κατανάλωση των νοικοκυριών και του 90% του ΑΕΠ για την συνολική κατανάλωση (νοικοκυριών και γενικής κυβέρνησης) δεν είναι βιώσιμη.
Το υψηλό μερίδιο της κατανάλωσης στο ΑΕΠ δεν υποδηλώνει σταθερότητα αλλά μία θεμελιώδη ανισορροπία η οποία προετοιμάζει το επόμενο στάδιο κατάρρευσης. Που σημαίνει ότι με αυτήν την δομή του ΑΕΠ και τις τάσεις που χαρακτηρίζουν τις συνιστώσες του το ονομαστικό ΑΕΠ του επιπέδου των 176 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν είναι εύκολα διατηρήσιμο τα επόμενα χρόνια. Είναι οι επενδύσεις, η παραγωγή και οι εξαγωγές που μπορούν «να το σώσουν» και όχι η κατανάλωση.
Η διατήρηση της κατανάλωσης στα επίπεδα του 70% του ΑΕΠ για τα νοικοκυριά και στα επίπεδα του 90% για τα νοικοκυριά και την γενική κυβέρνηση μπορεί να αποδοθεί σε δομικούς και συγκυριακούς παράγοντες. Οι συγκυριακοί παράγοντες συνδέονται με την τραπεζική αργία του καλοκαιριού του 2015 και τους ελέγχους κεφαλαίων που συνεχίζονται οι οποίοι τροφοδότησαν την ανασφάλεια ως προς τις καταθέσεις και την διακράτησή τους, ανατροφοδοτώντας την κατανάλωση.
Οι δομικοί παράγοντες συνδέονται με το μοντέλο «ανάπτυξης» της δεκαετίας που προηγήθηκε της κατάρρευσης, το οποίο βασίσθηκε στην (δάνεια) κατανάλωση, θεωρητικοποιήθηκε και απέκτησε ισχυρά κοινωνικά (και πολιτικά) ερείσματα. Ενώ η εγχώρια παραγωγή, οι παραγωγικές επενδύσεις και οι εξαγωγές έχουν θέση, εάν έχουν, μόνον στα όρια της εγχώριας κοινωνικής και της πολιτικής ορθότητας.
Η επιβεβαίωση της 2ης εκτίμησης του ΑΕΠ και των συνιστωσών του για το 2015 θα έρθει τον επόμενο Οκτώβριο. Εάν μέχρι τότε παραμείνουμε στην επιφανειακή ανάγνωση της «επιτυχίας» περί μικρής μείωσης του ΑΕΠ, τότε και το 2016 θα έχει καταστεί μία χαμένη χρονιά, στην συνεχιζόμενη περιδίνηση και κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, προσθέτοντας άλλη μια ψηφίδα προς μία χαμένη δεκαετία. Κι αυτό πρέπει να εξετάζεται ως σοβαρό ενδεχόμενο, παρά τα, πριν από δέκα εβδομάδες, πρωτοχρονιάτικα ευχολόγια περί της «ανάπτυξης» που «έρχεται» το 2016.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 12/3/2016
Η δημοσίευση της 1ης εκτίμησης της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ του 2015 το εμφανίζει να έχει μειωθεί 0,9% σε ονομαστικούς όρους και 0,2% σε πραγματικούς όρους. Όμως οι επιμέρους μεταβολές που εκτιμήθηκαν ανά συνιστώσα του ΑΕΠ είναι κρίσιμες για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και την περιδίνηση στην οποία έχει περιέλθει.
Η μικρή μείωση του ΑΕΠ συνδέεται κυρίως με την διατήρηση της κατανάλωσης, ενώ πίσω από αυτήν την μικρή μείωση εκτιμάται αφενός μεγάλη μείωση στον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου κατά 20,3% σε ονομαστικούς όρους και 8,7% σε πραγματικούς, αφετέρου σημαντική μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 8,7% σε ονομαστικούς όρους και 3,8% σε πραγματικούς.
Αυτές οι συνιστώσες της μεταβολής του ΑΕΠ, παρά την ρηχή και επιφανειακή ανάγνωση της συνολικής μεταβολής, υποδηλώνουν συνεχιζόμενη αποεπένδυση και μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής οικονομίας αφενός, και συνεχιζόμενη απώλεια θέσεων στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Και υπό αυτές τις τάσεις και προϋποθέσεις η διατήρηση της κατανάλωσης σχεδόν σταθερής και στα υψηλότατα επίπεδα του 70% του ΑΕΠ για την κατανάλωση των νοικοκυριών και του 90% του ΑΕΠ για την συνολική κατανάλωση (νοικοκυριών και γενικής κυβέρνησης) δεν είναι βιώσιμη.
Το υψηλό μερίδιο της κατανάλωσης στο ΑΕΠ δεν υποδηλώνει σταθερότητα αλλά μία θεμελιώδη ανισορροπία η οποία προετοιμάζει το επόμενο στάδιο κατάρρευσης. Που σημαίνει ότι με αυτήν την δομή του ΑΕΠ και τις τάσεις που χαρακτηρίζουν τις συνιστώσες του το ονομαστικό ΑΕΠ του επιπέδου των 176 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν είναι εύκολα διατηρήσιμο τα επόμενα χρόνια. Είναι οι επενδύσεις, η παραγωγή και οι εξαγωγές που μπορούν «να το σώσουν» και όχι η κατανάλωση.
Η διατήρηση της κατανάλωσης στα επίπεδα του 70% του ΑΕΠ για τα νοικοκυριά και στα επίπεδα του 90% για τα νοικοκυριά και την γενική κυβέρνηση μπορεί να αποδοθεί σε δομικούς και συγκυριακούς παράγοντες. Οι συγκυριακοί παράγοντες συνδέονται με την τραπεζική αργία του καλοκαιριού του 2015 και τους ελέγχους κεφαλαίων που συνεχίζονται οι οποίοι τροφοδότησαν την ανασφάλεια ως προς τις καταθέσεις και την διακράτησή τους, ανατροφοδοτώντας την κατανάλωση.
Οι δομικοί παράγοντες συνδέονται με το μοντέλο «ανάπτυξης» της δεκαετίας που προηγήθηκε της κατάρρευσης, το οποίο βασίσθηκε στην (δάνεια) κατανάλωση, θεωρητικοποιήθηκε και απέκτησε ισχυρά κοινωνικά (και πολιτικά) ερείσματα. Ενώ η εγχώρια παραγωγή, οι παραγωγικές επενδύσεις και οι εξαγωγές έχουν θέση, εάν έχουν, μόνον στα όρια της εγχώριας κοινωνικής και της πολιτικής ορθότητας.
Η επιβεβαίωση της 2ης εκτίμησης του ΑΕΠ και των συνιστωσών του για το 2015 θα έρθει τον επόμενο Οκτώβριο. Εάν μέχρι τότε παραμείνουμε στην επιφανειακή ανάγνωση της «επιτυχίας» περί μικρής μείωσης του ΑΕΠ, τότε και το 2016 θα έχει καταστεί μία χαμένη χρονιά, στην συνεχιζόμενη περιδίνηση και κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, προσθέτοντας άλλη μια ψηφίδα προς μία χαμένη δεκαετία. Κι αυτό πρέπει να εξετάζεται ως σοβαρό ενδεχόμενο, παρά τα, πριν από δέκα εβδομάδες, πρωτοχρονιάτικα ευχολόγια περί της «ανάπτυξης» που «έρχεται» το 2016.