Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Φιλοξενούμενα: Όταν έκλαψε ο Κέυνς

9 Μαρτίου 2016  Όταν έκλαψε ο Κέυνς

Δημήτρης Α. Ιωάννου Capital.gr   Άρθρα


Προ ημερών, σε μία ραδιοφωνική συζήτηση, ένας πολύ καλός δημοσιογράφος, υποστήριζε, με επιμονή, μία άποψη που είναι πολύ γνωστή και διαδεδομένη, όσον αφορά την οικονομική κρίση και τις επιβαλλόμενες πολιτικές για την αντιμετώπισή της. Έλεγε ότι εκείνο που μπορεί να δώσει τη λύση στο πρόβλημα θα ήταν η τόνωση της "ενεργού ζητήσεως", (δηλαδή, με τη γνωστή λαϊκή έκφραση το "να πέσουν λεφτά στην αγορά"), ώστε να αυξηθεί ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων και να μειωθεί η ανεργία. Αυτή είναι βέβαια μία άποψη που ακούγεται πολύ συχνά και αποτελεί σταθερή επωδό δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών οικονομολόγων, αφού, υποτίθεται, πως είναι εμπνευσμένη από την θεωρία του Κέυνς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, και στην θέρμη του λόγου του, ο καλός δημοσιογράφος, έφθασε να υποστηρίξει την πιο ριζοσπαστική μορφή της συγκεκριμένης πολιτικής, εκεί που ο Κέυνς συναντάται με τον θεωρητικό του αντίπαλο, τον Φρήντμαν: την ενίσχυση των εισοδημάτων του πληθυσμού με τη διασπορά στην οικονομία χρημάτων τα οποία πέφτουν (μεταφορικά βεβαίως) από τον ουρανό. (Το περίφημο helicopter money). 


Είναι όμως αυτή η πρόταση για την ελληνική οικονομία σωστή; Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είναι. Και αυτό όχι μόνο γιατί στην πιο απλοϊκή της μορφή συγγενεύει στενά με τη δημώδη άποψη ότι η Γερμανία, φερ’ ειπείν, έχει υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από την Ελλάδα γιατί εκεί υπάρχει πολύ χρήμα σε αντίθεση με εδώ που είμαστε φτωχοί, και μας τα παίρνουν κιόλας οι τροϊκανοί! Αλλά και διότι, ακόμη και στη λόγια εκδοχή της, που εκτός από τον καλό δημοσιογράφο την υποστηρίζουν και την υπερασπίζονται ακόμη και ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι, είναι λάθος για δύο πολύ σοβαρούς λόγους. Πρώτον διότι παρερμηνεύει τον ίδιο τον Κέυνς. Δεύτερον διότι εκτιμά λανθασμένα την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις αιτίες της ελληνικής κρίσης. 
 
Ποιά είναι η βασική ιδέα της θεωρίας του Κέυνς; Η ιστορία ξεκινάει από λίγο πιο μακριά. Το 1803 ένας Γάλλος οικονομολόγος, ο Ζαν Μπατιστ Σαί  διατύπωσε μία θεωρία που έμεινε γνωστή με το όνομά του  ("ο νόμος του Σαι" αλλά και "ο νόμος των διεξόδων"). Σύμφωνα με αυτήν η αγορά κάθε προϊόντος δεν μπορεί να γίνει παρά μέσω της αξίας ενός άλλου προϊόντος και το χρήμα δεν είναι παρά το "όχημα" μέσω του οποίου λαμβάνει χώρα η ανταλλαγή αυτή. Από τη στιγμή, δηλαδή, που κάποιος ξεκινά να δημιουργήσει κάτι (ή πουλάει την εργατική του δύναμη για να δημιουργηθεί), σκοπός του δεν μπορεί  να είναι παρά  να το ανταλλάξει, χρησιμοποιώντας το ενδιάμεσο του χρήματος, με κάτι άλλο που το έχει ανάγκη και θα του είναι χρήσιμο και ωφέλιμο. Συνεπώς, σύμφωνα με τον "νόμο του Σαί", δεν μπορεί να υπάρχει κρίση η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι προϊόντα που παρήχθησαν μένουν απούλητα, σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Αυτή η άποψη, την οποία κάποιοι οικονομολόγοι του 19ου αιώνα την απέρριψαν αλλά οι περισσότεροι την αποδέχθηκαν, ουσιαστικά κατέστη η κεντρική ιδέα της ορθόδοξης οικονομικής σκέψης, την οποία ο Κέυνς ονόμασε "κλασική" και ήρθε να ανατρέψει με την ριζοσπαστική θεωρία του την δεκαετία του 1930. 
 
Ο Κέυνς συνόψισε την θεωρία του Σαί με μία πρόταση, την οποία ο ίδιος ο Σαί μάλλον δεν είχε εκφωνήσει και, με βεβαιότητα, δεν είχε γράψει ποτέ: "η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση". Οι αντίπαλοι του Κέυνς συχνά τον κατηγορούν γι’ αυτό λέγοντας ότι διαστρέβλωσε πρώτα την άποψη που ήθελε στη συνέχεια να απορρίψει για να γίνει, έτσι, το έργο του πιο εύκολο. Πλην όμως, η κατηγορία αυτή κατά του Κέυνς, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Η αναδιατύπωσή του στον "νόμο του Σαί" μάλλον είναι εύστοχη και δίκαιη και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία κατά πόσο αποδίδει με ακρίβεια τη σκέψη του Γάλλου θεωρητικού, διότι το σημαντικό ήταν ο ίδιος ο κεϋνσιανός αντίλογος και οι συνεπαγωγές του. Αντίλογος ο οποίος στηρίχθηκε και αυτός σε μία εξ ίσου απλή ιδέα: ότι η παραγωγή δεν δημιουργεί πάντοτε, και αναγκαστικά, την αντίστοιχη ζήτηση, και αυτό συμβαίνει γιατί το χρήμα δεν είναι ένα απλό "όχημα" που μεταφέρει την αξία από το ένα προϊόν στο άλλο. Είναι και ένα αποθεματικό αξίας, και όταν κάποιος αισθανθεί ανασφάλεια για το μέλλον, αντί να ανταλλάξει με ένα άλλο προϊόν τα χρήματα που προσπορίσθηκε από την πώληση του δικού του προϊόντος, μπορεί να τα αποταμιεύσει ώστε να αισθανθεί πιο ασφαλής για τις δύσκολες μέρες που φοβάται πως βρίσκονται μπροστά του. Αυτήν την ανασφάλεια μπορεί να την αισθανθεί τόσο ο επιχειρηματίας, ο οποίος, έτσι, αντί να επενδύσει τα κέρδη του για να διατηρήσει ή να επεκτείνει τον κύκλο των εργασιών της επιχείρησής του τα αποταμιεύει, όσο και ο μισθωτός, ο οποίος προτιμά, έστω και μέσα στην ένδειά του, να μειώσει την κατανάλωσή του στο ελάχιστο προκειμένου να αποταμιεύσει ένα μέρος του μισθού του σαν ασφάλεια για το μέλλον. Ακόμη, όμως, και αν λίγοι αρχίσουν  να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο, αποτέλεσμα είναι πως η αποταμίευση του ενός ενισχύει την τάση προς αποταμίευση και του άλλου, με την έννοια ότι όταν ο καταναλωτής μειώνει την κατανάλωσή του, ο επιχειρηματίας βλέποντας τον κύκλο των εργασιών του να μειώνεται μειώνει με την σειρά του τις επενδύσεις ή το εργατικό του δυναμικό κάνοντας απολύσεις, και οι νέοι άνεργοι μειώνοντας περισσότερο το γενικό επίπεδο κατανάλωσης προκαλούν και άλλες απολύσεις και ούτω καθ’ εξής. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, η οποία δεν μοιάζει σε τίποτα με το "νόμο του Σαι", είναι ένα χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος για την οικονομία και  μεγαλύτερη ανεργία. 
 
Τέτοια ήταν η πραγματικότητα που αντιμετώπιζε ο Κέυνς στη δεκαετία του ‘30 και προσπάθησε να θεραπεύσει με την θεωρία του και τις προτάσεις οικονομικής πολιτικής που απορρέουν από αυτήν. Όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς, ο κεντρικός μηχανισμός ο οποίος, στη σκέψη του Κέυνς, ορίζει την κίνηση της οικονομίας είτε προς την ύφεση και την ανεργία είτε προς την αύξηση του εισοδήματος και την πλήρη απασχόληση, είναι η ζήτηση για τα προϊόντα της οικονομίας. Αυτή δηλαδή που κατά τον Σαι, ως απλό παρακολούθημα της παραγωγής, ήταν δεδομένη και σταθερή, για τον Κέυνς ήταν πλήρως επισφαλής και απολύτως ευμετάβλητη. Μάλιστα, την πραγματική ζήτηση, που κατευθύνεται προς τα υπάρχοντα προϊόντα και αγαθά της οικονομίας, στις τρέχουσες τιμές τους, ο Κέυνς την όρισε ως "ενεργό" για να την διαφοροποιήσει από την αφηρημένη, υποθετική  ζήτηση της θεωρίας που αναπαρίσταται με πίνακες και καμπύλες στις σελίδες των βιβλίων. Τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που προτείνει, λοιπόν, για την αντιμετώπιση της ύφεσης και της ανεργίας είναι ακριβώς μέτρα που μπορούν να επαναφέρουν την "ενεργό ζήτηση" στο απαραίτητο επίπεδο ώστε το εισόδημα και η απασχόληση με την σειρά τους να λάβουν τις επιθυμητές τιμές. Τα μέτρα αυτά είναι η μείωση των επιτοκίων (νομισματική πολιτική) και, κυρίως, η αύξηση της δημόσιας δαπάνης, δηλαδή η δημιουργία ζήτησης από το κράτος (δημοσιονομική πολιτική). 
 
Η κεϋνσιανή θεωρία ήταν πραγματικά επαναστατική διότι ανέτρεψε τον τρόπο με τον οποίον γινόταν αντιληπτή έως τότε η άσκηση οικονομικής πολιτικής. Ξεκινώντας δηλαδή από την απλή ιδέα πως η διαταραχή της ζήτησης διαταράσσει όλο το οικονομικό κύκλωμα, ανέτρεψε  σχεδόν κάθε θεωρία που μέχρι τότε εξηγούσε τα οικονομικά φαινόμενα, όπως, για παράδειγμα, το επιτόκιο.  Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι, μεταξύ άλλων, ενίσχυσε και επέβαλε την δημιουργία στατιστικών μετρήσεων, οι οποίες προηγουμένως σχεδόν δεν υπήρχαν (ο Ρούσβελτ αγωνιζόταν εναντίον της Μεγάλης Ύφεσης τελείως στα τυφλά-δεν υπήρχαν τα στατιστικά στοιχεία που έχουμε σήμερα για το ΑΕΠ, την ανεργία κλπ). Και βέβαια, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η κεϋνσιανή θεωρία είναι λειτουργική: ερμηνεύει και εξηγεί την οικονομική πραγματικότητα πιο αποτελεσματικά από ότι οι θεωρίες τις οποίες ήρθε να αντικαταστήσει (αν και αυτές παραμένουν και σήμερα στο προσκήνιο, μεταλλαγμένες ως προς την εξωτερική μορφή τους). 
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σημερινή συγκυρία της οικονομίας των ΗΠΑ. Έχοντας βγει από την κάμψη που προξένησε η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, αντιμετωπίζει, παρ’ όλ’ αυτά, διάφορα προβλήματα. Η ανάκαμψη δεν είναι εξ ίσου ισχυρή όσο άλλες ανακάμψεις στο παρελθόν, η παραγωγικότητα έχει χάσει την δυναμική της αύξησής της σε σχέση με το παρελθόν και υπάρχει πολλή κρυφή ανεργία, δηλαδή μεγάλο μέρος των εργαζομένων που θα επιθυμούσαν να έχουν εργασίες πλήρους απασχόλησης δεν έχουν, ενώ παράλληλα  φαίνεται να έχει αποχωρήσει από την αγορά εργασίας ένας αριθμός "αποθαρρυμένων" πολιτών μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά. Είναι, δε, αποδεδειγμένο και μετρημένο ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται στο ότι οι επιχειρήσεις είναι πολύ διστακτικές ως προς το να προχωρήσουν σε επενδύσεις, και ο λόγος είναι πολύ απλός: δεν έχουν εμπιστοσύνη στο ότι οι επενδύσεις τους θα είναι κερδοφόρες. Φοβούνται, δηλαδή, ότι δεν θα υπάρχει επαρκής "ενεργός ζήτηση" για τα προϊόντα τους. Όμως, η συγκεκριμένη συμπεριφορά από την πλευρά της κλασικής θεωρίας μοιάζει τελείως παράδοξη διότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια έχουν την υψηλότερη κερδοφορία μίας περιόδου πολλών δεκαετιών, και σύμφωνα με τους κλασικούς θεωρητικούς, αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο κίνητρο για να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις. Αντί όμως για κάτι τέτοιο, οι εταιρείες προτιμούν να μοιράζουν πολύ ψηλά μερίσματα στους μετόχους τους, να επαναγοράζουν τις μετοχές τους ή να κρατούν τα διαθέσιμά τους σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Αντί δηλαδή να συμπεριφέρονται όπως προβλέπει ο "νόμος του Σαι", και να χρησιμοποιούν τα χρήματα (κέρδη) που αποκόμισαν από την πώληση των προϊόντων τους ως όχημα για να αγοράσουν νέα προϊόντα (επενδύσεις), αυτές, αντιθέτως, συμπεριφέρονται ακριβώς όπως προβλέπει η κεϋνσιανή θεωρία δηλαδή αποταμιεύοντας και αποθησαυρίζοντας, λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον! Και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι παρόμοιο! Στις πλείστες των περιπτώσεων ισχύει το ίδιο: η κεϋνσιανή ανάλυση μίας οικονομικής συγκυρίας είναι η πιο αποτελεσματική!
 
Γιατί, λοιπόν -θα ρωτούσε κάποιος- να αρνηθούμε ότι το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα, σήμερα; Μία τόσο εκτεταμένη ανεργία, και η διαρκής μείωση του ΑΕΠ επί 6 χρόνια, μπορεί να οφείλεται σε κάτι άλλο εκτός από την μείωση της "ενεργού ζητήσεως"; Ποιός είναι ο λόγος να μην εφαρμόσουμε και εδώ τις κεϋνσιανής έμπνευσης οικονομικές πολιτικές και να μην προσπαθήσουμε να τονώσουμε την "ενεργό ζήτηση" για να βγούμε από την κρίση; Δυστυχώς υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική: ο πρώτος είναι πως δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο και ο δεύτερος πως δεν χρειάζεται να το κάνουμε. Και, όσον αφορά τον πρώτο: είναι σαφές πως είμαστε μία χρεωκοπημένη χώρα που πρέπει να αγωνίζεται για να ικανοποιεί τους πιστωτές της και παράλληλα να βρίσκει τα απαραίτητα για να επιζήσει. Κανένας δεν δανείζει μία τέτοια χώρα για να τονώσει την "ενεργό ζήτηση" με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, διότι στην προηγούμενη πρόσφατη ζωή της φρόντισε να περάσει κάθε όριο δανεισμού. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος και θα αρκούσε από μόνος του για να ολοκληρωθεί εδώ η συζήτηση. Πλην όμως, επειδή είμαστε λαός περήφανος αλλά και παραπονιάρης, πιστεύουμε ότι δικαιούμεθα ακόμη και να μας χαρίσουν οι ξένοι τα χρήματα που χρειαζόμαστε και, στην ανάγκη, να έρθουν να μας τα μοιράσουν πετώντας τα από ελικόπτερα! Γι’ αυτό πρέπει να δούμε και τον δεύτερο λόγο για τον οποίο μία κεϋνσιανή πολιτική δεν θα μπορούσε να δώσει την λύση που χρειάζεται σήμερα η ελληνική οικονομία. 
 
Όσο κι αν δυσκολεύεται κανείς να το πιστέψει, η αλήθεια είναι πως η ελληνική οικονομία διαθέτει σήμερα εξαιρετικά πολλή, υπερβάλλουσα σχεδόν, "ενεργό ζήτηση" την οποία, όμως, δεν μπορεί να αξιοποιήσει. Βεβαίως και το ¼ του εργατικού της δυναμικού είναι άνεργο. Μόνο που από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2015, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας ήταν ελλειμματικό κατά 18 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα πέραν της "ενεργού ζητήσεως" που χρησιμοποιήθηκε για να κινητοποιήσει όλους τους δικούς της παραγωγικούς συντελεστές που απασχόλησε κατά την διάρκεια του έτους, είχε επιπλέον "ενεργό ζήτηση" 18 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ της, την οποία δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει με δική της προσφορά, ενεργοποιώντας δικούς της παραγωγικούς συντελεστές (και μειώνοντας την ανεργία αναλόγως), αλλά αναγκάστηκε να πληρώσει ξένους παραγωγούς, στο εξωτερικό, για να της προσφέρουν τα αγαθά που επιθυμούσε. Θα πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί εδώ ότι η υπερβάλλουσα αυτή "ενεργός ζήτηση" είναι πραγματικά τεράστια σε μέγεθος, πολύ μεγαλύτερη από ό,τι θα μπορούσε να είναι κάθε προσπάθεια τόνωσης της οικονομίας με δημοσιονομικά ή νομισματικά μέσα: συνήθως οι σχετικές πολιτικές δεν αυξάνουν την ζήτηση παρά μόνο κατά 2 με 3%, και δεν έχει ποτέ σε καιρό ειρήνης υπάρξει ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της οικονομίας που να φθάνει σε ύψος 10% του ΑΕΠ.
 
Γιατί, όμως, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αξιοποιήσει την "ενεργό" αυτή ζήτηση ώστε, λειτουργώντας όπως προβλέπει η κεϋνσιανή θεωρία, να αυξήσει το επίπεδο της απασχόλησης και του εισοδήματός της; Για έναν πολύ απλό λόγο, τον οποίο δεν μελέτησε και δεν ξεκαθάρισε καλά ο Κέυνς με την εργασία του: διότι δεν υπάρχει η ανάλογη προς την "ενεργό ζήτηση", "ενεργός προσφορά", δηλαδή δυνατότητα να προσφερθούν τα ζητούμενα προϊόντα στην κατάλληλη τιμή και ποιότητα! Η ελληνική παραγωγή αδυνατεί να παραγάγει τα ζητούμενα προϊόντα με ανταγωνιστικό τρόπο και αυτό γιατί, όσον αφορά τα αντικείμενα του διεθνούς εμπορίου, (που σε μεγάλο βαθμό όταν παράγονται είναι εκείνα που φέρνουν ή κρατάνε στην χώρα και τα ευρώ που χρειάζεσαι για να πληρώσεις γιατρούς, νοσοκόμους και δασκάλους), για να είσαι σε θέση να τα πουλήσεις ακόμη και στην ίδια σου την χώρα θα πρέπει να τα προσφέρεις ανταγωνιζόμενος στην σχέση "αξία προς τιμή", κάθε άλλον παραγωγό, είτε αυτός βρίσκεται στην Κίνα, είτε στην Αμερική, είτε στην Γερμανία. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, λοιπόν, είναι πως δεν μπορεί να παραγάγει ανταγωνιστικά και υστερεί στην "ενεργό προσφορά", και σε αυτό η "ενεργός ζήτηση" ουδόλως μπορεί να βοηθήσει. Η "ενεργός προσφορά" πάσχει διότι οι ελληνικές επιχειρήσεις υποφέρουν και αντικειμενικά και υποκειμενικά. Αντικειμενικά διότι υφίστανται πιστωτικό στραγγαλισμό σε μία χώρα στην οποία δεν υπάρχει πλέον τραπεζικό σύστημα, υπερφορολογούνται σε σχέση με την φορολόγηση που έχουν οι ανταγωνιστές τους στις δικές τους χώρες, κινούνται μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που τους δένει τα χέρια λόγω της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας και βυθίζονται κάτω από το βάρος χρεών που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν. Υποκειμενικά διότι, στις καλές μέρες, οι περισσότεροι επιχειρηματίες (όχι, βεβαίως, όλοι), δεν φρόντισαν να φτιάξουν μία οργάνωση της προκοπής στην επιχείρησή τους, προς όφελος των εργαζομένων τους, της πατρίδας τους και του μακροχρόνιου δικού τους συμφέροντος, αλλά προτίμησαν τις αρπαχτές και τα κέρδη στο φτερό, με επιδοτήσεις, κρατικές παραγγελίες, θαλασσοδάνεια και κάθε είδους πιθανή λαθροχειρία. Και οι δύο αυτές όψεις, όμως, της ενεργού προσφοράς δεν είναι δυνατόν να θεραπευθούν με άλλο τρόπο παρά μόνο με ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Και αυτό σε βάθος χρόνου.  
 
Βέβαια, κάποιος μπορεί να αντιτείνει, εδώ ότι η Ελλάδα χρειάζεται και αεροπλάνα, και αυτοκίνητα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές και, εφ’ όσον δεν έχει την δυνατότητα να τα παραγάγει η ίδια δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο να τα εισαγάγει από το εξωτερικό. Η απάντηση είναι ότι, εκ πρώτης, αυτό είναι και μία απόδειξη πως η ζήτηση δεν δημιουργεί πάντοτε την προσφορά, όπως πιστεύει ο αγοραίος κεϋνσιανισμός: παρά το ότι υφίσταται ισχυρή "ενεργός ζήτηση" για αυτοκίνητα στην ελληνική οικονομία, (η οποία μάλιστα μέχρι το 2010 είχε περισσότερα αυτοκίνητα ανά 1000 κατοίκους από όσα οι ΗΠΑ), αυτό δεν στάθηκε αφορμή για να δημιουργηθεί επιτοπίως η αντίστοιχη προσφορά, δηλαδή μία ελληνική αυτοκινητοβιομηχανία. (Ή, επειδή είμαστε μικρή χώρα και καμμία μικρή χώρα εκτός από την Σουηδία δεν έχει σοβαρή αυτοκινητοβιομηχανία, να δημιουργηθεί, τουλάχιστον, μία σοβαρή βιομηχανία υπεργολαβιών που να παράγει εξαρτήματα και να συμμετέχει στην "παγκόσμια παραγωγική αλυσίδα" της διεθνούς αυτοκινητοβιομηχανίας). Επιπλέον, όμως, το πιο σημαντικό είναι το εξής: καμμία οικονομία στον κόσμο δεν είναι αυτάρκης, δηλαδή δεν παράγει η ίδια όλα όσα καταναλώνει. Ούτε η Γερμανία, ούτε η Κίνα, ούτε η Ιαπωνία, οι οποίες είναι υπερπλεονασματικές. Όλες ένα μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσής τους το εισάγουν από το εξωτερικό. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να έχουν αναγκαστικά έλλειμμα στο εμπορευματικό τους ισοζύγιο. Αντιθέτως, εάν θέλουν να έχουν πλεονασματικό ή ισοσκελισμένο ισοζύγιο, και συνεπώς να μην έχουν μεγάλη ανεργία, δημιουργούν περισσότερα προϊόντα από όσα χρειάζονται να καταναλώσουν οι ίδιες, πωλούν το περίσσευμα στο εξωτερικό και με αυτό χρηματοδοτούν τις αγορές όσων προϊόντων δεν παράγουν μόνες τους. Είναι προφανές ότι αυτό θα έπρεπε να κάνει και η Ελλάδα. Δηλαδή να παράγει  στους τομείς που -τέλος πάντων-  υποτίθεται ότι είναι ανταγωνιστική, περισσότερα προϊόντα, αξίας τουλάχιστον 18 δισεκατομμυρίων ευρώ, να τα πουλάει στο εξωτερικό, και με τις απολαβές της από αυτά να χρηματοδοτεί τις αγορές αεροπλάνων, αυτοκινήτων και ηλεκτρονικών υπολογιστών που δεν μπορεί να παραγάγει η ίδια. Κάνοντας κάτι τέτοιο δεν θα πετύχαινε μόνο ένα ισοσκελισμένο εμπορικό ισοζύγιο με το εξωτερικό. Το σημαντικότερο είναι πως θα είχε υψηλότερη απασχόληση, λιγότερη ανεργία (κατά 5 με 10% περίπου-ανάλογα με την τιμή που θα είχε ο λεγόμενος συντελεστής του Okun) και υψηλότερο εισόδημα. Εάν δε, πέραν τούτου, ήθελε να κάνει τα πράγματα ακόμη καλύτερα, θα αποφάσιζε ίσως, εκμεταλλευόμενη και το γεγονός ότι για μία μικρή χώρα σαν την Ελλάδα "ενεργός ζήτηση" υπάρχει και στο εξωτερικό, να παραγάγει ακόμη περισσότερα και να έχει πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο. Τότε το εισόδημά της θα ήταν ακόμη υψηλότερο και η ανεργία ανύπαρκτη. Ο λόγος, λοιπόν που δεν κάνει όλα αυτά τα ωραία πράγματα δεν είναι η έλλειψη "ενεργού ζητήσεως", μιας και αυτή υπάρχει άφθονη. Είναι η αδυναμία της "ενεργού προσφοράς", δηλαδή η παραγωγική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, την οποία η  ισχυρή ζήτηση, από μόνη της , δεν μπορεί να θεραπεύσει.
 
(Κάποιος θα αντιτείνει, εδώ, ότι μπορεί, μεν, η Ελλάδα να μην εξάγει όσα αγαθά θα έπρεπε για να έχει ισοσκελισμένο εμπορικό ισοζύγιο, όμως εξάγει υπηρεσίες –ταξιδιωτικές και ναυτιλιακές- και εξ αιτίας αυτού, από φέτος τουλάχιστον, έχει ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μόνο που αυτή η ένσταση δεν ευσταθεί την στιγμή που η Ελλάδα υποφέρει με ανεργία 25% του εργατικού της δυναμικού. Θα ευσταθούσε, -δηλαδή δεν θα ήταν πρόβλημα το εμπορευματικό έλλειμμα-, μόνο εάν η ανεργία βρισκόταν στα επίπεδα της "ανεργίας τριβής", δηλαδή στο 4-5% του εργατικού δυναμικού. Αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, δεν θα χρειαζόταν να συζητάμε και για τον Κέυνς). 
 
Τι θα γινόταν, όμως, αν πράγματι, κατά την επιθυμία του φίλου δημοσιογράφου, ελικόπτερα πετώντας στον ελληνικό ουρανό ψέκαζαν με χρήματα την ελληνική γη, ώστε να τονώσουν την "ενεργό ζήτηση"; Αυτό που θα γινόταν είναι πως θα αυξανόταν η παραγωγή μόνο όσων προϊόντων ήδη και σήμερα παράγονται και καταναλώνονται κατά 100% στο εσωτερικό. Όσον αφορά τα προϊόντα που εισάγονται από το εξωτερικό, χωρίς να είναι δυνατόν να παραχθούν εγχωρίως, το πιο πιθανό είναι ότι η ζήτησή τους θα αυξανόταν, επίσης, και γι’ αυτό και το εμπορικό έλλειμμα θα διευρυνόταν. Κάποιο ποσοστό των ουρανόπεφτων χρημάτων θα πήγαινε, αναγκαστικά, και σε αυτούς που θα διέθεταν τα εισαγόμενα προϊόντα στους καταναλωτές, δηλαδή στο χοντρικό και στο εισαγωγικό εμπόριο. (Κάποια από τα καταστήματα του έβαλαν λουκέτο θα ξανανοίγανε!). Κάποια χρήματα, ακόμη, θα πήγαιναν στον τομέα της οικοδομής (να τελειώσει η βίλλα που έμεινε λόγω κρίσης στα μπετά-για όσους φυσικά δεν έχουν τον φόβο του ΕΝΦΙΑ). Πολλών ειδών υπηρεσίες θα αύξαναν τον κύκλο των εργασιών τους, και κάποιες "μεγάλες πίστες" που έκλεισαν λόγω της κρίσης θα ξανάνοιγαν. Κάποια άλλα χρήματα θα πήγαιναν, ίσως, για αποπληρωμή χρεών στις τράπεζες ή στο δημόσιο. Όμως, το κυριότερο είναι πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, ίσως το μεγαλύτερο, θα πήγαινε στα στρώματα και στις γλάστρες, για προφανείς λόγους πρόνοιας για το μέλλον. Δηλαδή, πιθανώς και να γινόταν ακριβώς εκείνο που ο Κέυνς και η θεωρία του υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να γίνεται διότι βλάπτει την οικονομία: ξαφνική αύξηση της αποταμίευσης ως ποσοστού του ΑΕΠ. Το βέβαιο είναι ότι ελάχιστα έως καθόλου θα πήγαιναν για να καλύψουν την ζήτηση εκείνη που καλύπτουν οι εισαγωγές. Αυτό είναι αυτονόητο διότι η αδυναμία της ελληνικής παραγωγής και προσφοράς να ανταποκριθεί είχε ήδη αποδειχθεί όταν η υπερβάλλουσα "ενεργός ζήτηση" εκεί ήταν ήδη, ίση με το 10% του ΑΕΠ. Τίποτε δεν θα άλλαζε εάν γινόταν 15 ή 20%. 
 
Τι θα προέκυπτε από όλα αυτά; Αύξηση του εισοδήματος και μείωση της ανεργίας; Ναι. Αλλά ασήμαντου μεγέθους και ελάχιστης χρονικής διάρκειας, αφού δεν θα υπήρχε καμμία πραγματική βελτίωση στην παραγωγική δυνατότητα της χώρας. Σε λίγο καιρό η οικονομία θα είχε επιστρέψει και πάλι εκεί που βρισκόταν προηγουμένως, οι "μεγάλες πίστες" θα ξανάκλειναν, και θα χρειαζόταν επειγόντως να καλέσουμε ξανά τα ελικόπτερα για μία νέα ρίψη χρημάτων από τον ουρανό. 
 
(Πάντως, για να τα λέμε όλα, η "ρίψη χρημάτων από τον ουρανό", δηλαδή η αγορά κρατικών ομολόγων κατ’ ευθείαν από την ΕΚΤ και η χρησιμοποίηση των χρημάτων αποκλειστικά για την δημιουργία έργων υποδομής ίσως να είναι σήμερα η μόνη λύση για την έξοδο της ευρωπαϊκής οικονομίας από την στασιμότητα. Αλλά αυτό αφορά το σύνολο της ευρωζώνης, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της δεν πάσχει από έλλειψη "ενεργού προσφοράς", και όχι ειδικά την Ελλάδα. Και σε κάθε περίπτωση είναι κάτι που προσκρούει τόσο στην πνευματική αρτηριοσκλήρωση της Γερμανίας όσο και στις Συνθήκες της ΕΕ. Το ίδιο, επίσης, ισχύει, για την εξόφληση των ελληνικών ομολόγων που διακρατεί η ΕΚΤ. Στην λήξη τους, αντί να τα πληρώνουν με αίμα οι Έλληνες πολίτες, θα μπορούσε η ΕΚΤ να τα ξεχρεώνει στον εαυτό της και να τα διαγράφει. Και αυτό, όμως, προσκρούει στα δύο παραπάνω όσο και στο ότι δεν μας έχει κανείς εμπιστοσύνη για το ότι μετά από αυτό θα συνεχίσουμε την -υποτιθέμενη- προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις). 
 
Βέβαια, σε έναν πραγματικό κόσμο όπου τα λεφτά για την τόνωση της "ενεργού ζητήσεως" δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά πρέπει να βρεθούν με πολύ πιο σύνθετους τρόπους, τα πράγματα θα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Στην πραγματική ζωή, λοιπόν, τα χρήματα για την δημοσιονομική τόνωση της "ενεργού ζητήσεως" θα πρέπει να τα δανεισθείς. Πριν από αυτό θα πρέπει να έχεις υπολογίσει εάν τα χρήματα που θα δανεισθείς θα σου στοιχίσουν λιγότερο απ’ όσα τελικά θα σου αποφέρουν, όταν τα εισάγεις μέσα στην οικονομία. Ο υπολογισμός, μάλιστα, είναι διπλός διότι πρέπει να υπολογισθεί και το συνολικό επιπλέον εισόδημα που θα δημιουργηθεί, (αυτό το μετράει ο περίφημος "πολλαπλασιαστής"), αλλά και, ειδικότερα, τα φορολογικά έσοδα που θα αποφέρει αυτό το επιπλέον εισόδημα και θα επιτρέψουν να εξυπηρετείται κανονικά το δάνειο σε όλη την διάρκειά του και να αποπληρωθεί στην λήξη του. Όλα αυτά είναι ένα θέμα εξαιρετικά σύνθετου συγκερασμού και αποτελεί ιδιαίτερα σύνθετη και περίπλοκη άσκηση το να συμπεράνεις με βεβαιότητα πως τα βάρη που θα αναλάβεις θα αποδειχθούν λιγότερα από τα οφέλη που θα αποκομίσεις. Αυτό δεν είναι πάντοτε εξασφαλισμένο διότι η "ενεργός ζήτηση" δεν αρκεί εάν η "ενεργός προσφορά" υστερεί, και την συγκεκριμένη αλήθεια κανείς δεν μπορεί να την γνωρίζει καλύτερα  από εμάς τους Έλληνες. Διότι ο λόγος για τον οποίο βρεθήκαμε στην σημερινή μας κατάσταση είναι ακριβώς αυτός: όχι γιατί μας έλλειψε η "ενεργός ζήτηση" αλλά, όλως αντιθέτως, γιατί στην πορεία προς την κρίση είχαμε πάρα πολύ από αυτήν, μέσω πάρα πολλών δανεικών, η οποία όμως όχι μόνο δεν αύξησε την "ενεργό προσφορά" αλλά μάλλον την καταρράκωσε, με αποτέλεσμα να φθάσουμε στην χρεοκοπία. Για τον ίδιο λόγο, λοιπόν, είναι σαφές πως σήμερα δεν μας λείπει η τόνωση της "ενεργού ζητήσεως". Μας λείπει μία δυναμική "ενεργός προσφορά". Και αυτή δεν την αποκτάς με άλλον τρόπο παρά μόνο κάνοντας μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τον παραγωγικό τομέα της οικονομίας να λειτουργήσει καλύτερα, πιο δυναμικά και πιο αποδοτικά. 
 
Εάν, μετά από όλα αυτά ο Κέυνς γύριζε  σήμερα στην ζωή, και η  μαύρη τύχη του τον έφερνε στην μαρτυρική χώρα μας, είναι βέβαιο πως μόλις αντιλαμβανόταν τι συμβαίνει εδώ θα έβαζε τα κλάματα. Θα έκλαιγε γοερά και σπαρακτικά, αντιλαμβανόμενος πως σε αυτή την χώρα διάφοροι και διάφορα θα είχαν κάνει την υστεροφημία του κουρέλι. 
 
Θα έκλαιγε γοερά, πρώτα-πρώτα γιατί θα αντιλαμβανόταν ότι το μεγαλύτερο του έργο είχε λάθος τίτλο. Όπως στην ζωή πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τις "γενικές αλήθειες", το ίδιο συμβαίνει και στην οικονομική θεωρία. Τώρα η Ελλάδα θα του είχε αποδείξει ότι το έργο που δημοσίευσε το 1936 δεν θα έπρεπε να λεγότανε "Γενική θεωρία…" αλλά, αντίθετα, "Ειδική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος". 
 
Θα έκλαιγε γοερά γιατί θα αντιλαμβανόταν ότι με την θεωρία του δεν μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα, και ότι μάλλον έσφαλλε ρίχνοντας όλο το βάρος του στην ερμηνεία των οικονομικών λειτουργιών με βάση την υπόθεση ότι η διάρθρωση της οικονομίας, δηλαδή η δομή του επενδυμένου κεφαλαίου, παραμένει σταθερή και δεδομένη. Θα έπρεπε να είχε εξετάσει και την περίπτωση όπου μία οικονομία υφίσταται "διαρθρωτική κατάρρευση", όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, περίπτωση για την οποία η θεωρία του δεν έχει τίποτα να πει. 
 
Θα έκλαιγε γοερά διότι θα διαπίστωνε ότι απορρίπτοντας τον "νόμο του Σαι", ίσως πήγε πάρα πολύ μακριά προς την άλλη πλευρά, και έκανε τους αφελείς και τους φανατικούς να πιστεύουν ότι η ζήτηση είναι κάτι σαν ένα μαγικό ραβδί, κάτι σαν το φλάουτο του φακίρη που σηκώνει την κόμπρα-προσφορά από το καλάθι της για να χορέψει, μόνο με το κελάιδισμά της. Θα καταλάβαινε, τώρα, ότι όπως σε όλα τα πράγματα στην ζωή ή αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση, και η ζήτηση δεν μπορεί πάντοτε να ελκύει την προσφορά. Μεσο-μακροπρόθεσμα, που λένε οι οικονομολόγοι, δεν έχει καμμία σημασία ποιός θα είναι νεκρός και ποιός ζωντανός. Σημασία έχει ότι για να κινείται η οικονομία με αναπτυξιακή ισορροπία η ζήτηση πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με τις δυνατότητες της προσφοράς. Οι φωνές του αγωγιάτη (ζήτηση) όσο δυνατές και αν είναι δεν μπορούν να ανεβάσουν τον αραμπά στην ανηφόρα εάν το άλογο (προσφορά) είναι γέρικο και κουρασμένο.
 
Θα έκλαιγε γοερά και με λυγμούς, τέλος, γιατί θα αισθανόταν βαριές ενοχές για το γεγονός ότι η θεωρία του χρησιμοποιήθηκε, και χρησιμοποιείται ακόμη, από αδίστακτους δημαγωγούς τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, για να παραπλανάται ο ελληνικός λαός, τον οποίον αποτελούν, από την μία μεριά, οι καλόπιστοι πολίτες όπως ο φίλος δημοσιογράφος  και, από την άλλη, διάφοροι κουτοπόνηροι ψυλλιαδόροι που ψάχνουν συνεχώς ποιόν δημαγωγό και τυχοδιώκτη θα ακολουθήσουν για να βρουν δωρεάν την Γη της Επαγγελίας. Θα αισθανόταν ενοχές που η θεωρία του χρησιμοποιείται για να γίνουν πιστευτά από τον ελληνικό λαό δύο πράγματα τα οποία δεν μπορούν να συμβούν, αλλά που ακόμη και αν συνέβαιναν δεν θα έφερναν στην πραγματικότητα κανένα αποτέλεσμα. Διότι ούτε πρόκειται να πέσουν χρήματα από τον ουρανό, αλλά και ούτε, ακόμη και αν έπεφταν, θα επρόκειτο να σωθεί η χώρα εξ αιτίας τους, εάν οι ίδιοι οι πολίτες της δεν κατέβαλαν αιματηρές προσπάθειες να την μεταρρυθμίσουν και να την ανατάξουν, με τα χέρια τους και με τον ιδρώτα τους. 
 
Κι όσο θα τα έβλεπε αυτά ο μεγάλος οικονομολόγος, τόσο περισσότεροι λυγμοί θα ανέβαιναν στον λαιμό του και τόσο περισσότερα καυτά δάκρυα θα έτρεχαν στα μάγουλά του. 
 
* Ο κ.  Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου "Ανατέμνοντας την κρίση" (εκδόσεις Παπαζήση).