4 Μαρτίου 2016 Όχι άλλη «ανάπτυξη»!
Δημήτρης Ιωάννου - Athens Voice - Απόψεις
H Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη της κρίσης, πρωτίστως και κατά κύριο λόγο, διότι, για μακρύ χρονικό διάστημα, υιοθετούσε και επεδίωκε στόχους οικονομικής πολιτικής οι οποίοι υπονόμευαν, αντί να προάγουν, την μακροοικονομική σταθερότητα και την αναπτυξιακή ισορροπία. Δυστυχώς, κάτι αντίστοιχο κινδυνεύει να γίνει και σήμερα με τη συστηματική επίκληση γενικών και αφηρημένων εννοιών όπως αυτές της «ανάπτυξης» και των «ξένων επενδύσεων», κάθε φορά που πρέπει να δοθούν λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα δυσλειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Όμως, η πικρή αλήθεια είναι πως όχι μόνο η προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην τρέχουσα φάση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι εφικτή (με εξαίρεση τους τομείς του τουρισμού και των μεταφορικών και ενεργειακών υποδομών), αλλά επίσης και ότι, ακόμη και αν απαλλαγεί από το άχθος του δημοσίου χρέους, η ελληνική οικονομία, στην παρούσα της μορφή και κατάσταση, ουδεμία αναπτυξιακή δυναμική διαθέτει.
Ποιες είναι, πραγματικά, οι δυνατότητες προσέλκυσης ξένων επενδύσεων; Σύμφωνα με ένα εντελώς πρόσφατο κείμενο ερευνητών του ΟΟΣΑ (Benefiting from the next production revolution-A. Nolan, D. Pilat), το οποίο προσπαθεί να εντοπίσει τους βασικούς μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στην παγκόσμια οικονομία, τέσσερις είναι οι βασικές διαδικασίες οι οποίες επαναστατικοποιούν σήμερα τις μεθόδους παραγωγής και δημιουργίας πλούτου διεθνώς:
• Όσον αφορά τη συμμετοχή στις «παγκόσμιες παραγωγικές αλυσίδες» είναι προφανές πως αυτή είναι μηδαμινή. Η ελληνική είναι μία μικρή και –θεωρητικά– «ανοιxτή» οικονομία και γι’ αυτό θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από υψηλή εξωστρέφεια, πράγμα που συμβαίνει με άλλες μικρές ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως το Βέλγιο, η Ιρλανδία ή η Αυστρία. Αντιθέτως, όμως, με πραγματικό ποσοστό εξαγωγών προϊόντων (δηλαδή αφαιρουμένων των πετρελαιοειδών), ως προς το ΑΕΠ, κοντά στο 10%, είναι η λιγότερο εξωστρεφής οικονομία της ευρωζώνης (με εξαίρεση την Κύπρο). Ταυτοχρόνως, τα μόνα «ενδιάμεσα αγαθά» που ενδεχομένως παράγει και εξάγει σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή τα πετρελαιοειδή και τα προϊόντα αλουμινίου, βρίσκονται πολύ χαμηλά στην κλίμακα με κριτήριο την προστιθέμενη αξία. Τελείως φυσιολογικά, λοιπόν, από την εμπλοκή της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο απουσιάζουν παντελώς όλοι εκείνοι οι κλάδοι και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να έχουν «θετικές επενέργειες» (positive spillovers) στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
• Ούτε η «οικονομία της γνώσης» έχει καμία παρουσία στην Ελλάδα, όχι μόνο γιατί η χώρα έχει το χαμηλότερο ποσοστό δαπανών ως προς το ΑΕΠ στην Έρευνα και Ανάπτυξη –λιγότερο από 1% όταν στην ευρωζώνη είναι 2%– αλλά και διότι, όσον αφορά την παραγωγική και οικονομική δραστηριότητα, έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής την εισαγωγή έτοιμων, και ενίοτε ακατάλληλων για τις εδώ συνθήκες, ιδεών και τρόπων σκέψης από το εξωτερικό. (Για παράδειγμα, η σχέση Ελλάδας-Γερμανίας όσον αφορά τις κατοχυρωμένες διεθνείς ευρεσιτεχνίες ανά κάτοικο είναι 1 προς 10, τη στιγμή που η σχέση του κατά κεφαλήν εισοδήματος είναι περίπου 1 προς 2). Ενδεικτικό είναι πως ο έγκυρος ερευνητής του θέματος Ricardo Hausman διαπίστωσε ότι μεταξύ 128 χωρών η Ελλάδα είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ του εισοδήματος που απολαμβάνει και της «φαιάς ουσίας» που χρησιμοποιεί στην οικονομική της δραστηριότητα και ενσωματώνει στα προϊόντα της.
• Η «ψηφιοποίηση της οικονομίας» δεν έχει ουσιαστικά αρχίσει στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η χώρα είναι ουραγός όσον αφορά την εισαγωγή της πληροφορικής τόσο στην οικονομική ζωή όσο και στην καθημερινότητα.
• Οι δραστηριότητες της «τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης», και στην οικονομία και στην έρευνα, είναι παντελώς άγνωστες στη χώρα. Εάν θεωρήσουμε ότι η «συνθετότητα» (complexity) των προϊόντων της κάθε εθνικής οικονομίας αποτελεί μία ικανοποιητική προσέγγιση και της δυνατότητάς της να συμμετάσχει στην «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», είναι χαρακτηριστικό ότι σε σχετική μελέτη ερευνητών του Levy Institute, η Ελλάδα όχι μόνο βρίσκεται στην τελευταία ευρωπαϊκή θέση (με εξαίρεση την Πορτογαλία), αλλά υπολείπεται και από χώρες όπως το Μεξικό, η Λευκορωσία, το Καζακστάν, η Αρμενία, η Νότιος Αφρική και πολλές άλλες.
Από την όλη εικόνα προκύπτει ότι η ελληνική οικονομία δεν παρουσιάζει ενεργητικότητα σε καμία από τις δραστηριότητες εκείνες που συνθέτουν και τροφοδοτούν τις νέες αναπτυξιακές τάσεις της οικονομίας διεθνώς. Η έρευνα, όμως, έχει δείξει ότι οι «ξένες άμεσες επενδύσεις» (foreign direct investments-FDI) δεν κατανέμονται τυχαία ανά την υφήλιο, αλλά κατευθύνονται εκεί που τις «περιμένει» ένα πρόσφορο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό «οικοσύστημα», δηλαδή εκεί όπου:
Η χώρα, άλλωστε, ποτέ δεν τα κατάφερε καλά στο συγκεκριμένο τομέα. Ούτε καν στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, όταν υπήρχε και ο περίφημος νόμος 2687/1953, με τον οποίον εισήλθαν στην Ελλάδα ως «ξένα» ελληνικά, κυρίως, κεφάλαια που βρίσκονταν στο εξωτερικό. Κεφάλαια τα οποία πράγματι επενδύθηκαν στη βιομηχανία αλλά χωρίς να εμφυσήσουν μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική στην ελληνική οικονομία, αφού, σε μεγάλο βαθμό, δεν εισήγαγαν τεχνολογίες και τεχνογνωσία αιχμής της εποχής εκείνης αλλά, επιτρέπουσας και της τότε «κλειστής οικονομίας», σε μεγάλο βαθμό κινήθηκαν στο πλαίσιο της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης», η οποία είχε λάβει χώρα στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικά κοινωνίες περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Η ίδια, βέβαια, ένδεια FDI παρατηρείται και στην πολύ πρόσφατη περίοδο. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις δεν πλησίασαν στην χώρα ούτε στην δεκαετία του ’90, ούτε και στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, που όλα έδειχναν να εξελίσσονται θαυμάσια και οι συνθήκες φαίνονταν ιδανικές, με την Ελλάδα μέλος της ευρωζώνης. Γι’ αυτό, σήμερα η παρουσία τους στην ελληνική οικονομία είναι στο ελάχιστο που συναντάται σε ανεπτυγμένη χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNCTAD, οι «άμεσες ξένες επενδύσεις» στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόνο στο 8,5% της συνολικής εγκατεστημένης δυναμικότητας, ενώ στη γειτονική Τουρκία είναι το 21% και ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 50%. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ απέχει η ελληνική πραγματικότητα από τον παγκόσμιο μέσο όρο που είναι 33,5%.
Και όσον αφορά γενικότερα την ανάπτυξη, όμως, δεν φαίνεται πως η Ελλάδα διαθέτει μία ενδιάθετη αναπτυξιακή δυναμική. Στο πρόσφατο σημείωμά του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (IMF Country report No. 15/165), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναπτύσσει τον προβληματισμό του (και τις αμφιβολίες του), για την από τούδε και στο εξής εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, ξεκινώντας από το, πραγματικά συγκλονιστικό, γεγονός ότι η αύξηση της «καθαρής» παραγωγικότητάς της κατά την τελευταία τριακονταετία ήταν σχεδόν μηδενική. Η μεταβλητή που είναι γνωστή ως total factor productivity και μετρά την αύξηση της παραγωγικότητας, αφού πρώτα έχουν υπολογισθεί οι επιπτώσεις στην οικονομική μεγέθυνση από την αύξηση της ποσότητας του κεφαλαίου και της εργασίας, θεωρείται ως η πιο αντιπροσωπευτική μεταβλητή όταν θέλει κανείς να εκτιμήσει πόσο και σε ποιο βαθμό μία οικονομία πετυχαίνει σε αυτό που μπορεί την κάνει πιο πλούσια: στο να χρησιμοποιεί, δηλαδή, τους πόρους που διαθέτει με όλο και περισσότερο αποδοτικό τρόπο. (Αυτή, άλλωστε, είναι και η οδός από την οποία οι κοινωνίες προχωρούν προς την ανάπτυξη και την ευημερία). Το συγκεκριμένο μέγεθος αυξήθηκε, λοιπόν, στην τελευταία τριακονταετία με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,1% (δηλαδή 1 τοις χιλίοις!). Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η total factor productivity συνήθως θεωρείται ότι καλύπτει ποσοστό μεταξύ 40-60% της συνολικής ανάπτυξης μίας οικονομίας και συνεπώς, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 2-3%, η μέση ετήσια αύξησή της κυμαίνεται ανάμεσα στο 1 με 1,5%. Από την άποψη αυτή η ουσιαστική στασιμότητά της στην Ελλάδα, σε μία περίοδο μάλιστα που η χώρα υποτίθεται ότι υπερδιπλασίασε το κατά κεφαλήν εισόδημά της, είναι μία συγκλονιστική διαπίστωση, η οποία, εντούτοις, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το γιατί η «ανάπτυξη» και η «ευημερία» που προηγήθηκαν της κρίσης και της χρεοκοπίας ήταν ψευδεπίγραφες και πλαστές. Και αυτό είναι ένα συμπέρασμα το οποίο θα πρέπει να μας προβληματίσει βαθιά, διότι η υποψία που υποβάλλει είναι πως, παρά την επικρατούσα ρητορική, η ελληνική οικονομία στην παρούσα σύνθεση και λειτουργική διάρθρωσή της δεν διαθέτει την παραμικρή «ενδογενή» αναπτυξιακή δυναμική και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να εξέλθει από την στασιμότητα ακόμη και αν επιλύονταν σημαντικά προβλήματα που την βαρύνουν, ή υποτίθεται πως την βαρύνουν, όπως είναι το δημόσιο εξωτερικό χρέος ή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Συνεπώς, το λιγότερο που θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς από μία αντικειμενική θεώρηση των πραγματικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας είναι πως, στην παρούσα στιγμή, δεν αποτελεί μία αξιόπιστη πρόταση για την έξοδο από την κρίση η αφηρημένη επίκληση των εννοιών της «ανάπτυξης» και των «ξένων επενδύσεων» και η αναγόρευσή τους σε άμεσους στόχους της οικονομικής πολιτικής. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο και το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «λύσεις» προβάλλονται, με καθαρά δικανικό και γενικόλογο τρόπο, κάθε φορά που τίθενται ενώπιον κυβερνώντων, αντιπολιτευομένων, αρμοδίων, αναρμοδίων, πολιτευτών και σχολιαστών, ερωτήματα τα οποία αφορούν άμεσες και αδήριτες αναγκαιότητες, σχεδόν λογιστικού χαρακτήρα, στις οποίες, όμως, η προφανής απάντηση δεν είναι ούτε «πολιτικά ορθή» ούτε αποδεκτή από τις, ευρέως ανορθόλογες, κρατούσες σήμερα απόψεις. Με αυτή την έννοια οι ιδέες της προσέλκυσης «ξένων επενδύσεων» και της εκκίνησης της «ανάπτυξης» δεν αποτελούν ορθολογικούς και εφικτούς στόχους οικονομικής πολιτικής, αλλά υπεκφυγές και προσχήματα προς χρήσιν όσων εξακολουθούν να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται με τον πολιτευτικό, δημαγωγικό τρόπο ο οποίος μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, δηλαδή σε ένα πλήρες οικονομικό αδιέξοδο και σε μία πορεία κοινωνικής αποσύνθεσης.
Τις αιτίες για αυτή τη στασιμότητα της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας, παρά τη φαινομενική αύξηση του εισοδήματός της για μία μακρά περίοδο, τις έχουμε εντοπίσει στη συνεχή και συστηματική εφαρμογή μίας δημοσιονομικής πολιτικής εκτεταμένων ελλειμμάτων (και του ανάλογου υπερμεγέθους δανεισμού), που στρεβλώνοντας επί σταθεράς βάσεως τις σχετικές τιμές στην ελληνική οικονομία, μετατόπιζε την επένδυση και την οικονομική δραστηριότητα όλο και περισσότερο στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή στον τομέα εκείνον ο οποίος δεν τείνει προς την υιοθέτηση μεθόδων παραγωγής που υποστηρίζουν την δυναμική της ανάπτυξης και της όλο και πιο αποδοτικής χρήσης των υπαρχόντων παραγωγικών συντελεστών (όπως, αντιθέτως, συμβαίνει με τον παραπληρωματικό τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών). Από την άποψη αυτή η τρέχουσα μακροοικονομική κρίση, και η λειτουργική διαρθρωτική ανεπάρκεια της ελληνικής οικονομίας συνδέονται στενά και συνεχίζουν να αλληλοτροφοδοτούνται.
Η μόνη λογική και πραγματιστική πρόταση αντιμετώπισης της κρίσης είναι, συνεπώς, εκείνη η οποία εκκινεί από τη διαπίστωση ότι, για όσο διάστημα τόσο οι μακροοικονομικές συνθήκες όσο και οι διαρθρωτικές της σχέσεις παραμένουν στην παρούσα κατάσταση, η ελληνική οικονομία δεν είναι δυνατόν να προσελκύσει ξένες επενδύσεις (ή ακόμη και ελληνικές) μεγάλου βεληνεκούς, καθώς επίσης και ότι δεν διαθέτει τις δυνατότητες για να εισέλθει σε μία ατραπό υψηλής αναπτυξιακής δυναμικής. Σε «λογιστικό» επίπεδο αυτό μεταφράζεται στην αποδοχή του γεγονότος ότι δεν είναι δυνατόν ταχέως και σε βραχεία χρονική διάρκεια να αυξηθεί το ΑΕΠ σε τέτοιο βαθμό ώστε η αύξηση να επιτρέψει, αφ’ ενός μεν, τη σταδιακή αλλά γρήγορη μείωση της ανεργίας σε «φυσιολογικά» ποσοστά (5-6%), αφ’ ετέρου δε, τον περιορισμό του φαινομένου της εκτεταμένης και επεκτεινόμενης ένδειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης καθώς και των δυσμενών επιπτώσεών τους στην πνευματική, ψυχική και βιολογική υγεία του πληθυσμού. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι στην παρούσα ιστορική φάση, και στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, κεντρική προσπάθεια της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες και άμεσες αλλαγές στη μακροοικονομική κατάσταση αλλά και στη λειτουργική διάρθρωση της οικονομίας ώστε οι υπάρχοντες διαθέσιμοι πόροι να κατευθυνθούν σε πιο αποδοτικές χρήσεις, που θα επιτρέψουν την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και την απομείωση της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας η οποία όχι μόνο είναι ενδημική στην παρούσα κρίση, αλλά, εν πολλοίς, αποτελεί και την αιτία της εκδήλωσής της.
Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι, εφ’ όσον η χώρα στην παρούσα φάση δεν μπορεί να προσελκύσει τα μυθικά «100 δισεκατομμύρια» επενδύσεων που θα την έβγαζαν από την κρίση σε πέντε χρόνια, και ούτε διαθέτει την αυτόνομη δυναμική για να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης «ασιατικής τίγρης», είναι υποχρεωμένη να διέλθει το απαραίτητο ενδιάμεσο στάδιο, που σημαίνει να προσπαθήσει να ζήσει με αυτά που έχει, δηλαδή με ένα ΑΕΠ 175 δισεκατομμυρίων ευρώ (εξαιρετικά επισφαλές και αυτό, βεβαίως). Το οποίο ΑΕΠ, όμως, θα πρέπει να το ανακατανείμει κατά τέτοιο τρόπο ώστε αντί να διοχετεύεται, ματαίως άλλωστε, στην προσπάθεια να διατηρηθεί εν ζωή το «πελατειακό κράτος» και τα προνόμιά του, να χρησιμοποιείται, αντιθέτως, με όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης στην προσπάθεια της συνολικής ανάταξης της χώρας. Αυτό, φυσικά, συνεπάγεται μία σειρά από κεφαλαιώδεις μεταρρυθμίσεις που είναι πιο εύκολο να περιγράφονται παρά να υλοποιούνται. Πρόκειται για την πραγματική απελευθέρωση των αγορών εργασίας και προϊόντων, την πλήρη, και εκ θεμελίων αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού συστήματος, την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα προκειμένου να δημιουργεί ασφάλεια και ευημερία για τους πολίτες αντί να τις καταστρέφει (όπως σήμερα), την εισαγωγή αυστηρών (συνταγματικών ίσως) κανόνων δημοσιονομικής ευστάθειας, καθώς και πολλά άλλα, κάποια εκ των οποίων θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και θα αποβλέπουν στην ανάσχεση των πλέον οξυμένων όψεων της κρίσεως (εκτεταμένα προγράμματα για την καταπολέμηση της ανεργίας με το κράτος ως εργοδότη «ύστατης προσφυγής», για παράδειγμα), και κάποια άλλα μόνιμο (όπως ο αλγοριθμικός προσδιορισμός του κονδυλίου αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων, για παράδειγμα).
Η υιοθέτηση μίας παρόμοιας συνολικής μεταρρυθμιστικής πρότασης από την ελληνική κοινωνία, στις σήμερα επικρατούσες συνθήκες απόλυτης ιδεολογικής σύγχυσης, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως ως κάτι εξαιρετικά απίθανο. Το ότι είναι απίθανο, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι το «πελατειακό κράτος», και τα υπαρκτά, ή εν πολλοίς φαντασιώδη, πλέον, προνόμια που σήμερα προσφέρει, αφορούν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Κατά ένα μεγάλο μέρος, επίσης, η σύγχυση οφείλεται και στο γεγονός ότι στη συλλογική συνείδηση εξακολουθεί να πλανάται η, έστω και νεφελώδης, πεποίθηση, τεχνηέντως καλλιεργούμενη από όλους τους κατά καιρούς αντιπολιτευόμενους πολιτικούς φορείς, ότι η διέξοδος από την κρίση είναι εφικτή ακόπως, και χωρίς μεγάλες και δραστικές αλλαγές στην καθημερινότητα όλων μας, μέσω κάποιων «ευφυών» πολιτικών επιλογών οι οποίες θα επιφέρουν την «ανάπτυξη», ιδίως δε μέσω της προσελκύσεως και πακτωλού ξένων, ή και ελληνικών, «επενδύσεων». Για το συγκεκριμένο αυτό λόγο, λοιπόν, ίσως το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την, πραγματική και όχι φαντασιακή, υπέρβαση της κρίσης να συνίσταται στην κατάρριψη του μύθου της «ανάπτυξης» (και δη δια των «ξένων επενδύσεων») και στην αντικατάστασή του, στη συλλογική συνείδηση, με την αποδοχή της πλήρους αναγκαιότητας ριζοσπαστικών, και σκληρών εν πολλοίς, μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα έχουν έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο, διπλής όψεως: από την μία, την αποκατάσταση, και σταδιακά την εμπέδωση της μακροοικονομικής ισορροπίας και ευστάθειας, και από την άλλη, τη διαρθρωτική εξυγίανση της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας.
Βεβαίως, το γεγονός ότι η προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στις μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι επενδύσεις θα πρέπει να πάψουν να αποτελούν στόχο της οικονομικής πολιτικής. Αντιθέτως μάλιστα: ειδικά στις παρούσες συνθήκες, που ο ουσιαστικός μηδενισμός της επενδυτικής ροπής στην τελευταία εξαετία οδηγεί στη σταδιακή απογύμνωση της οικονομίας από παραγωγικό κεφάλαιο λόγω της παλαίωσης και της απαξίωσης του εγκατεστημένου δυναμικού, ακόμη και η πιο μικρή επένδυση μπορεί να εμφυσήσει πνοή σωτηρίας στην ελληνική οικονομία. Κάθε επένδυση στον τουριστικό τομέα αλλά και στις μεταφορικές (και άλλες) υποδομές θα έχει τεράστια σημασία για την ελληνική οικονομία (επενδύσεις που είναι δυνατόν να προέλθουν και από την εφαρμογή του περίφημου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο στην πραγματικότητα δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, έξι χρόνια μετά την ανακοίνωσή του). Επενδύσεις, επίσης, και μάλιστα από το εξωτερικό, θα μπορούσαν τω όντι να επιτευχθούν εάν υπήρχε ένα έλλογο σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα της ενέργειας, με συνέργεια κράτους-ιδιωτών, όπου ο κρατικός τομέας θα διατηρούσε την κυριότητα των δικτύων, ενώ οι ιδιώτες θα αναλάμβαναν την παραγωγή και την διανομή του προϊόντος στον τελικό καταναλωτή μέσω της μίσθωσης των δικτύων. (Σχέδιο, όμως, που, δυστυχώς, δεν υπάρχει, ούτε και σαν ιδέα – η διαμάχη βρίσκεται ανάμεσα στη διατήρηση της πελατειακής-κρατικής ΔΕΗ και στη δημιουργία ενός συζυγούς μονοπωλίου, ιδιωτικού πλέον, με τη μορφή της «μικρής ΔΕΗ»).
Επενδύσεις, επιπλέον, θα μπορούσαν να προέλθουν και από την επίλυση του Γόρδιου Δεσμού των «μη εξυπηρετούμενων δανείων», με τη μεταφορά χρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων σε νέους ιδιοκτήτες ή διαχειριστές οι οποίοι θα τις εξυγίαιναν και θα τις έθεταν εκ νέου σε τροχιά ανάπτυξης. Ακόμη, όμως, επενδύσεις θα μπορούσαν να προέλθουν και από «εκκαθαρίσεις» μη βιώσιμων επιχειρήσεων εφ’ όσον τα χρήσιμα περιουσιακά τους αγαθά θα καθίσταντο στοιχεία του ενεργητικού άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες θα τα αξιοποιούσαν με καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο, προς όφελος και της ελληνικής οικονομίας. (Και όμως, το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων δεν επιλύεται, παρά την κρισιμότητά του, για έναν απλό λόγο: διότι πρωτοκαπετάνισσα των μπαταξήδων και κορυφαίο αντεπιστέλλον μέλος του «πελατειακού κράτους» είναι πάντα μία σημαντική μερίδα της επιχειρηματικής τάξης της χώρας). Επενδύσεις, τέλος, με χαμηλή δαπάνη και υψηλή, ενδεχόμενη, κερδοφορία, θα μπορούσαν να προκύψουν, και προκύπτουν, από νεοφυείς επιχειρήσεις, στο χώρο της «οικονομίας της γνώσης», επιχειρήσεις οι οποίες είναι, ίσως, η μόνη δραστηριότητα μέσω της οποίας η ελληνική οικονομία εφάπτεται, έστω και κατ’ ελάχιστον, με τα τεκταινόμενα του σύγχρονου παγκόσμιου οικονομικού γίγνεσθαι. Όλες, όμως, οι ανωτέρω, απαραίτητες, επιθυμητές και ευκταίες μορφές επενδύσεων πρέπει να είναι σαφές ότι θα έχουν δύο χαρακτηριστικά:
Προηγείται όμως η διάσωσή της από την επαπειλούμενη καταστροφή. Και για να επιτευχθεί η διάσωση, όσοι μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη θα πρέπει να πούνε την αλήθεια για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, έστω και την ύστατη στιγμή. Ακόμη περισσότερο, δε, θα πρέπει και να επιδιώξουν την υλοποίησή τους παραβλέποντας το στενό πολιτευτικό και κομματικό τους συμφέρον και τις όποιες επιπτώσεις στην πολιτική σταδιοδρομία τους. Πολλώ μάλλον διότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές, πέραν του γεγονότος ότι θα έρθουν να συγκρουστούν με παγιωμένες πεποιθήσεις δεκαετιών και συγκεκριμένα συμφέροντα, θα χαρακτηρίζονται επίσης από το ότι, σε πρώτη φάση και βραχυχρονίως, πριν αρχίσουν να αποδίδουν, είναι πιθανόν να έχουν συσταλτικές και όχι αυξητικές επιπτώσεις επί του εισοδήματος. Είναι, όμως, ο μόνος δρόμος σωτηρίας. Όπως δείχνουν τα πράγματα, μας απομένουν 2 ή 3 χρόνια πριν η κοινωνία αρχίσει να καταρρέει συνολικά και η χώρα να διαλύεται. Δεν υπάρχει χρόνος λοιπόν, ούτε να προσελκύσουμε «ξένες επενδύσεις», ούτε και να περιμένουμε κάποια μυθική «ανάπτυξη» – η οποία, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να έρθει με τις παρούσες συνθήκες. Αυτό που μπορούμε, και πρέπει, να κάνουμε σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να μεταρρυθμίσουμε τη χώρα δραστικά, ώστε να ανακοπεί η πορεία αποσύνθεσης και καταστροφής. Η ανάπτυξη είναι μία υπόθεση της μεθεπόμενης ιστορικής φάσεως. Αρκεί να καταφέρουμε να φτάσουμε ως εκεί.
Δημήτρης Ιωάννου - Athens Voice - Απόψεις
H Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη της κρίσης, πρωτίστως και κατά κύριο λόγο, διότι, για μακρύ χρονικό διάστημα, υιοθετούσε και επεδίωκε στόχους οικονομικής πολιτικής οι οποίοι υπονόμευαν, αντί να προάγουν, την μακροοικονομική σταθερότητα και την αναπτυξιακή ισορροπία. Δυστυχώς, κάτι αντίστοιχο κινδυνεύει να γίνει και σήμερα με τη συστηματική επίκληση γενικών και αφηρημένων εννοιών όπως αυτές της «ανάπτυξης» και των «ξένων επενδύσεων», κάθε φορά που πρέπει να δοθούν λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα δυσλειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Όμως, η πικρή αλήθεια είναι πως όχι μόνο η προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην τρέχουσα φάση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι εφικτή (με εξαίρεση τους τομείς του τουρισμού και των μεταφορικών και ενεργειακών υποδομών), αλλά επίσης και ότι, ακόμη και αν απαλλαγεί από το άχθος του δημοσίου χρέους, η ελληνική οικονομία, στην παρούσα της μορφή και κατάσταση, ουδεμία αναπτυξιακή δυναμική διαθέτει.
Ποιες είναι, πραγματικά, οι δυνατότητες προσέλκυσης ξένων επενδύσεων; Σύμφωνα με ένα εντελώς πρόσφατο κείμενο ερευνητών του ΟΟΣΑ (Benefiting from the next production revolution-A. Nolan, D. Pilat), το οποίο προσπαθεί να εντοπίσει τους βασικούς μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στην παγκόσμια οικονομία, τέσσερις είναι οι βασικές διαδικασίες οι οποίες επαναστατικοποιούν σήμερα τις μεθόδους παραγωγής και δημιουργίας πλούτου διεθνώς:
- Η σταθερά αυξανόμενη σημασία των «παγκόσμιων παραγωγικών αλυσίδων» (global value chains), δηλαδή η παραγωγή των μερών που συνθέτουν ένα προϊόν σε διαφορετικές χώρες, ανάλογα με την ειδίκευση και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε μίας χώρας ειδικά. (Γεγονός που αυξάνει το ειδικό βάρος των «ενδιάμεσων αγαθών» στο διεθνές εμπόριο).
- Η αυξανόμενη σημασία του «κεφαλαίου που στηρίζεται στην γνώση» (knowledged based capital), δηλαδή του γεγονότος ότι αυτό που δημιουργεί πλέον τον πλούτο είναι, κυρίως, οι ιδέες και η γνώση, όπου οι αναπτυγμένες χώρες «συλλαμβάνουν» την ιδέα και σχεδιάζουν τα προϊόντα της καινοτομίας ενώ οι αναπτυσσόμενες, με το χαμηλότερο κόστος παραγωγής, τα κατασκευάζουν.
- Η συνεχής «ψηφιοποίηση» της οικονομίας και της κοινωνίας, δηλαδή η εισαγωγή της πληροφορικής σε όλες τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας διοίκησης, της υγείας και της εκπαίδευσης, και η δημιουργία βάσεων «μεγα-δεδομένων» καθώς και του λεγόμενου «διαδικτύου των πραγμάτων» ή και του «βιομηχανικού διαδικτύου».
- Η επόμενη («τέταρτη», ίσως) βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή η ανάπτυξη κλάδων όπως η συνθετική βιολογία, η ρομποτική ή η νανοτεχνολογία.
• Όσον αφορά τη συμμετοχή στις «παγκόσμιες παραγωγικές αλυσίδες» είναι προφανές πως αυτή είναι μηδαμινή. Η ελληνική είναι μία μικρή και –θεωρητικά– «ανοιxτή» οικονομία και γι’ αυτό θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από υψηλή εξωστρέφεια, πράγμα που συμβαίνει με άλλες μικρές ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως το Βέλγιο, η Ιρλανδία ή η Αυστρία. Αντιθέτως, όμως, με πραγματικό ποσοστό εξαγωγών προϊόντων (δηλαδή αφαιρουμένων των πετρελαιοειδών), ως προς το ΑΕΠ, κοντά στο 10%, είναι η λιγότερο εξωστρεφής οικονομία της ευρωζώνης (με εξαίρεση την Κύπρο). Ταυτοχρόνως, τα μόνα «ενδιάμεσα αγαθά» που ενδεχομένως παράγει και εξάγει σε μεγάλη κλίμακα, δηλαδή τα πετρελαιοειδή και τα προϊόντα αλουμινίου, βρίσκονται πολύ χαμηλά στην κλίμακα με κριτήριο την προστιθέμενη αξία. Τελείως φυσιολογικά, λοιπόν, από την εμπλοκή της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο απουσιάζουν παντελώς όλοι εκείνοι οι κλάδοι και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να έχουν «θετικές επενέργειες» (positive spillovers) στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
• Ούτε η «οικονομία της γνώσης» έχει καμία παρουσία στην Ελλάδα, όχι μόνο γιατί η χώρα έχει το χαμηλότερο ποσοστό δαπανών ως προς το ΑΕΠ στην Έρευνα και Ανάπτυξη –λιγότερο από 1% όταν στην ευρωζώνη είναι 2%– αλλά και διότι, όσον αφορά την παραγωγική και οικονομική δραστηριότητα, έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής την εισαγωγή έτοιμων, και ενίοτε ακατάλληλων για τις εδώ συνθήκες, ιδεών και τρόπων σκέψης από το εξωτερικό. (Για παράδειγμα, η σχέση Ελλάδας-Γερμανίας όσον αφορά τις κατοχυρωμένες διεθνείς ευρεσιτεχνίες ανά κάτοικο είναι 1 προς 10, τη στιγμή που η σχέση του κατά κεφαλήν εισοδήματος είναι περίπου 1 προς 2). Ενδεικτικό είναι πως ο έγκυρος ερευνητής του θέματος Ricardo Hausman διαπίστωσε ότι μεταξύ 128 χωρών η Ελλάδα είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ του εισοδήματος που απολαμβάνει και της «φαιάς ουσίας» που χρησιμοποιεί στην οικονομική της δραστηριότητα και ενσωματώνει στα προϊόντα της.
• Η «ψηφιοποίηση της οικονομίας» δεν έχει ουσιαστικά αρχίσει στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η χώρα είναι ουραγός όσον αφορά την εισαγωγή της πληροφορικής τόσο στην οικονομική ζωή όσο και στην καθημερινότητα.
• Οι δραστηριότητες της «τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης», και στην οικονομία και στην έρευνα, είναι παντελώς άγνωστες στη χώρα. Εάν θεωρήσουμε ότι η «συνθετότητα» (complexity) των προϊόντων της κάθε εθνικής οικονομίας αποτελεί μία ικανοποιητική προσέγγιση και της δυνατότητάς της να συμμετάσχει στην «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», είναι χαρακτηριστικό ότι σε σχετική μελέτη ερευνητών του Levy Institute, η Ελλάδα όχι μόνο βρίσκεται στην τελευταία ευρωπαϊκή θέση (με εξαίρεση την Πορτογαλία), αλλά υπολείπεται και από χώρες όπως το Μεξικό, η Λευκορωσία, το Καζακστάν, η Αρμενία, η Νότιος Αφρική και πολλές άλλες.
Από την όλη εικόνα προκύπτει ότι η ελληνική οικονομία δεν παρουσιάζει ενεργητικότητα σε καμία από τις δραστηριότητες εκείνες που συνθέτουν και τροφοδοτούν τις νέες αναπτυξιακές τάσεις της οικονομίας διεθνώς. Η έρευνα, όμως, έχει δείξει ότι οι «ξένες άμεσες επενδύσεις» (foreign direct investments-FDI) δεν κατανέμονται τυχαία ανά την υφήλιο, αλλά κατευθύνονται εκεί που τις «περιμένει» ένα πρόσφορο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό «οικοσύστημα», δηλαδή εκεί όπου:
- υπάρχουν ήδη οι κατάλληλοι παραγωγικοί συντελεστές για κάθε επένδυση, κυριότερος των οποίων, εάν πρόκειται για επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, είναι το «ανθρώπινο κεφάλαιο»
- υπάρχει κατάλληλο (δηλαδή ευνοϊκό) θεσμικό πλαίσιο
- δεν υφίσταται μακροοικονομική, ή πολιτική, ανασφάλεια.
Η χώρα, άλλωστε, ποτέ δεν τα κατάφερε καλά στο συγκεκριμένο τομέα. Ούτε καν στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, όταν υπήρχε και ο περίφημος νόμος 2687/1953, με τον οποίον εισήλθαν στην Ελλάδα ως «ξένα» ελληνικά, κυρίως, κεφάλαια που βρίσκονταν στο εξωτερικό. Κεφάλαια τα οποία πράγματι επενδύθηκαν στη βιομηχανία αλλά χωρίς να εμφυσήσουν μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική στην ελληνική οικονομία, αφού, σε μεγάλο βαθμό, δεν εισήγαγαν τεχνολογίες και τεχνογνωσία αιχμής της εποχής εκείνης αλλά, επιτρέπουσας και της τότε «κλειστής οικονομίας», σε μεγάλο βαθμό κινήθηκαν στο πλαίσιο της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης», η οποία είχε λάβει χώρα στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικά κοινωνίες περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Η ίδια, βέβαια, ένδεια FDI παρατηρείται και στην πολύ πρόσφατη περίοδο. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις δεν πλησίασαν στην χώρα ούτε στην δεκαετία του ’90, ούτε και στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, που όλα έδειχναν να εξελίσσονται θαυμάσια και οι συνθήκες φαίνονταν ιδανικές, με την Ελλάδα μέλος της ευρωζώνης. Γι’ αυτό, σήμερα η παρουσία τους στην ελληνική οικονομία είναι στο ελάχιστο που συναντάται σε ανεπτυγμένη χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNCTAD, οι «άμεσες ξένες επενδύσεις» στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόνο στο 8,5% της συνολικής εγκατεστημένης δυναμικότητας, ενώ στη γειτονική Τουρκία είναι το 21% και ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 50%. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ απέχει η ελληνική πραγματικότητα από τον παγκόσμιο μέσο όρο που είναι 33,5%.
Και όσον αφορά γενικότερα την ανάπτυξη, όμως, δεν φαίνεται πως η Ελλάδα διαθέτει μία ενδιάθετη αναπτυξιακή δυναμική. Στο πρόσφατο σημείωμά του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (IMF Country report No. 15/165), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναπτύσσει τον προβληματισμό του (και τις αμφιβολίες του), για την από τούδε και στο εξής εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, ξεκινώντας από το, πραγματικά συγκλονιστικό, γεγονός ότι η αύξηση της «καθαρής» παραγωγικότητάς της κατά την τελευταία τριακονταετία ήταν σχεδόν μηδενική. Η μεταβλητή που είναι γνωστή ως total factor productivity και μετρά την αύξηση της παραγωγικότητας, αφού πρώτα έχουν υπολογισθεί οι επιπτώσεις στην οικονομική μεγέθυνση από την αύξηση της ποσότητας του κεφαλαίου και της εργασίας, θεωρείται ως η πιο αντιπροσωπευτική μεταβλητή όταν θέλει κανείς να εκτιμήσει πόσο και σε ποιο βαθμό μία οικονομία πετυχαίνει σε αυτό που μπορεί την κάνει πιο πλούσια: στο να χρησιμοποιεί, δηλαδή, τους πόρους που διαθέτει με όλο και περισσότερο αποδοτικό τρόπο. (Αυτή, άλλωστε, είναι και η οδός από την οποία οι κοινωνίες προχωρούν προς την ανάπτυξη και την ευημερία). Το συγκεκριμένο μέγεθος αυξήθηκε, λοιπόν, στην τελευταία τριακονταετία με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,1% (δηλαδή 1 τοις χιλίοις!). Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η total factor productivity συνήθως θεωρείται ότι καλύπτει ποσοστό μεταξύ 40-60% της συνολικής ανάπτυξης μίας οικονομίας και συνεπώς, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 2-3%, η μέση ετήσια αύξησή της κυμαίνεται ανάμεσα στο 1 με 1,5%. Από την άποψη αυτή η ουσιαστική στασιμότητά της στην Ελλάδα, σε μία περίοδο μάλιστα που η χώρα υποτίθεται ότι υπερδιπλασίασε το κατά κεφαλήν εισόδημά της, είναι μία συγκλονιστική διαπίστωση, η οποία, εντούτοις, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το γιατί η «ανάπτυξη» και η «ευημερία» που προηγήθηκαν της κρίσης και της χρεοκοπίας ήταν ψευδεπίγραφες και πλαστές. Και αυτό είναι ένα συμπέρασμα το οποίο θα πρέπει να μας προβληματίσει βαθιά, διότι η υποψία που υποβάλλει είναι πως, παρά την επικρατούσα ρητορική, η ελληνική οικονομία στην παρούσα σύνθεση και λειτουργική διάρθρωσή της δεν διαθέτει την παραμικρή «ενδογενή» αναπτυξιακή δυναμική και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να εξέλθει από την στασιμότητα ακόμη και αν επιλύονταν σημαντικά προβλήματα που την βαρύνουν, ή υποτίθεται πως την βαρύνουν, όπως είναι το δημόσιο εξωτερικό χρέος ή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Συνεπώς, το λιγότερο που θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς από μία αντικειμενική θεώρηση των πραγματικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας είναι πως, στην παρούσα στιγμή, δεν αποτελεί μία αξιόπιστη πρόταση για την έξοδο από την κρίση η αφηρημένη επίκληση των εννοιών της «ανάπτυξης» και των «ξένων επενδύσεων» και η αναγόρευσή τους σε άμεσους στόχους της οικονομικής πολιτικής. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο και το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες «λύσεις» προβάλλονται, με καθαρά δικανικό και γενικόλογο τρόπο, κάθε φορά που τίθενται ενώπιον κυβερνώντων, αντιπολιτευομένων, αρμοδίων, αναρμοδίων, πολιτευτών και σχολιαστών, ερωτήματα τα οποία αφορούν άμεσες και αδήριτες αναγκαιότητες, σχεδόν λογιστικού χαρακτήρα, στις οποίες, όμως, η προφανής απάντηση δεν είναι ούτε «πολιτικά ορθή» ούτε αποδεκτή από τις, ευρέως ανορθόλογες, κρατούσες σήμερα απόψεις. Με αυτή την έννοια οι ιδέες της προσέλκυσης «ξένων επενδύσεων» και της εκκίνησης της «ανάπτυξης» δεν αποτελούν ορθολογικούς και εφικτούς στόχους οικονομικής πολιτικής, αλλά υπεκφυγές και προσχήματα προς χρήσιν όσων εξακολουθούν να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται με τον πολιτευτικό, δημαγωγικό τρόπο ο οποίος μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, δηλαδή σε ένα πλήρες οικονομικό αδιέξοδο και σε μία πορεία κοινωνικής αποσύνθεσης.
Τις αιτίες για αυτή τη στασιμότητα της παραγωγικής δυνατότητας της χώρας, παρά τη φαινομενική αύξηση του εισοδήματός της για μία μακρά περίοδο, τις έχουμε εντοπίσει στη συνεχή και συστηματική εφαρμογή μίας δημοσιονομικής πολιτικής εκτεταμένων ελλειμμάτων (και του ανάλογου υπερμεγέθους δανεισμού), που στρεβλώνοντας επί σταθεράς βάσεως τις σχετικές τιμές στην ελληνική οικονομία, μετατόπιζε την επένδυση και την οικονομική δραστηριότητα όλο και περισσότερο στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή στον τομέα εκείνον ο οποίος δεν τείνει προς την υιοθέτηση μεθόδων παραγωγής που υποστηρίζουν την δυναμική της ανάπτυξης και της όλο και πιο αποδοτικής χρήσης των υπαρχόντων παραγωγικών συντελεστών (όπως, αντιθέτως, συμβαίνει με τον παραπληρωματικό τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών). Από την άποψη αυτή η τρέχουσα μακροοικονομική κρίση, και η λειτουργική διαρθρωτική ανεπάρκεια της ελληνικής οικονομίας συνδέονται στενά και συνεχίζουν να αλληλοτροφοδοτούνται.
Η μόνη λογική και πραγματιστική πρόταση αντιμετώπισης της κρίσης είναι, συνεπώς, εκείνη η οποία εκκινεί από τη διαπίστωση ότι, για όσο διάστημα τόσο οι μακροοικονομικές συνθήκες όσο και οι διαρθρωτικές της σχέσεις παραμένουν στην παρούσα κατάσταση, η ελληνική οικονομία δεν είναι δυνατόν να προσελκύσει ξένες επενδύσεις (ή ακόμη και ελληνικές) μεγάλου βεληνεκούς, καθώς επίσης και ότι δεν διαθέτει τις δυνατότητες για να εισέλθει σε μία ατραπό υψηλής αναπτυξιακής δυναμικής. Σε «λογιστικό» επίπεδο αυτό μεταφράζεται στην αποδοχή του γεγονότος ότι δεν είναι δυνατόν ταχέως και σε βραχεία χρονική διάρκεια να αυξηθεί το ΑΕΠ σε τέτοιο βαθμό ώστε η αύξηση να επιτρέψει, αφ’ ενός μεν, τη σταδιακή αλλά γρήγορη μείωση της ανεργίας σε «φυσιολογικά» ποσοστά (5-6%), αφ’ ετέρου δε, τον περιορισμό του φαινομένου της εκτεταμένης και επεκτεινόμενης ένδειας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης καθώς και των δυσμενών επιπτώσεών τους στην πνευματική, ψυχική και βιολογική υγεία του πληθυσμού. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι στην παρούσα ιστορική φάση, και στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, κεντρική προσπάθεια της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες και άμεσες αλλαγές στη μακροοικονομική κατάσταση αλλά και στη λειτουργική διάρθρωση της οικονομίας ώστε οι υπάρχοντες διαθέσιμοι πόροι να κατευθυνθούν σε πιο αποδοτικές χρήσεις, που θα επιτρέψουν την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και την απομείωση της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας η οποία όχι μόνο είναι ενδημική στην παρούσα κρίση, αλλά, εν πολλοίς, αποτελεί και την αιτία της εκδήλωσής της.
Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι, εφ’ όσον η χώρα στην παρούσα φάση δεν μπορεί να προσελκύσει τα μυθικά «100 δισεκατομμύρια» επενδύσεων που θα την έβγαζαν από την κρίση σε πέντε χρόνια, και ούτε διαθέτει την αυτόνομη δυναμική για να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης «ασιατικής τίγρης», είναι υποχρεωμένη να διέλθει το απαραίτητο ενδιάμεσο στάδιο, που σημαίνει να προσπαθήσει να ζήσει με αυτά που έχει, δηλαδή με ένα ΑΕΠ 175 δισεκατομμυρίων ευρώ (εξαιρετικά επισφαλές και αυτό, βεβαίως). Το οποίο ΑΕΠ, όμως, θα πρέπει να το ανακατανείμει κατά τέτοιο τρόπο ώστε αντί να διοχετεύεται, ματαίως άλλωστε, στην προσπάθεια να διατηρηθεί εν ζωή το «πελατειακό κράτος» και τα προνόμιά του, να χρησιμοποιείται, αντιθέτως, με όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης στην προσπάθεια της συνολικής ανάταξης της χώρας. Αυτό, φυσικά, συνεπάγεται μία σειρά από κεφαλαιώδεις μεταρρυθμίσεις που είναι πιο εύκολο να περιγράφονται παρά να υλοποιούνται. Πρόκειται για την πραγματική απελευθέρωση των αγορών εργασίας και προϊόντων, την πλήρη, και εκ θεμελίων αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού συστήματος, την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα προκειμένου να δημιουργεί ασφάλεια και ευημερία για τους πολίτες αντί να τις καταστρέφει (όπως σήμερα), την εισαγωγή αυστηρών (συνταγματικών ίσως) κανόνων δημοσιονομικής ευστάθειας, καθώς και πολλά άλλα, κάποια εκ των οποίων θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και θα αποβλέπουν στην ανάσχεση των πλέον οξυμένων όψεων της κρίσεως (εκτεταμένα προγράμματα για την καταπολέμηση της ανεργίας με το κράτος ως εργοδότη «ύστατης προσφυγής», για παράδειγμα), και κάποια άλλα μόνιμο (όπως ο αλγοριθμικός προσδιορισμός του κονδυλίου αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων, για παράδειγμα).
Η υιοθέτηση μίας παρόμοιας συνολικής μεταρρυθμιστικής πρότασης από την ελληνική κοινωνία, στις σήμερα επικρατούσες συνθήκες απόλυτης ιδεολογικής σύγχυσης, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως ως κάτι εξαιρετικά απίθανο. Το ότι είναι απίθανο, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι το «πελατειακό κράτος», και τα υπαρκτά, ή εν πολλοίς φαντασιώδη, πλέον, προνόμια που σήμερα προσφέρει, αφορούν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Κατά ένα μεγάλο μέρος, επίσης, η σύγχυση οφείλεται και στο γεγονός ότι στη συλλογική συνείδηση εξακολουθεί να πλανάται η, έστω και νεφελώδης, πεποίθηση, τεχνηέντως καλλιεργούμενη από όλους τους κατά καιρούς αντιπολιτευόμενους πολιτικούς φορείς, ότι η διέξοδος από την κρίση είναι εφικτή ακόπως, και χωρίς μεγάλες και δραστικές αλλαγές στην καθημερινότητα όλων μας, μέσω κάποιων «ευφυών» πολιτικών επιλογών οι οποίες θα επιφέρουν την «ανάπτυξη», ιδίως δε μέσω της προσελκύσεως και πακτωλού ξένων, ή και ελληνικών, «επενδύσεων». Για το συγκεκριμένο αυτό λόγο, λοιπόν, ίσως το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την, πραγματική και όχι φαντασιακή, υπέρβαση της κρίσης να συνίσταται στην κατάρριψη του μύθου της «ανάπτυξης» (και δη δια των «ξένων επενδύσεων») και στην αντικατάστασή του, στη συλλογική συνείδηση, με την αποδοχή της πλήρους αναγκαιότητας ριζοσπαστικών, και σκληρών εν πολλοίς, μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα έχουν έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο, διπλής όψεως: από την μία, την αποκατάσταση, και σταδιακά την εμπέδωση της μακροοικονομικής ισορροπίας και ευστάθειας, και από την άλλη, τη διαρθρωτική εξυγίανση της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας.
Βεβαίως, το γεγονός ότι η προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στις μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι επενδύσεις θα πρέπει να πάψουν να αποτελούν στόχο της οικονομικής πολιτικής. Αντιθέτως μάλιστα: ειδικά στις παρούσες συνθήκες, που ο ουσιαστικός μηδενισμός της επενδυτικής ροπής στην τελευταία εξαετία οδηγεί στη σταδιακή απογύμνωση της οικονομίας από παραγωγικό κεφάλαιο λόγω της παλαίωσης και της απαξίωσης του εγκατεστημένου δυναμικού, ακόμη και η πιο μικρή επένδυση μπορεί να εμφυσήσει πνοή σωτηρίας στην ελληνική οικονομία. Κάθε επένδυση στον τουριστικό τομέα αλλά και στις μεταφορικές (και άλλες) υποδομές θα έχει τεράστια σημασία για την ελληνική οικονομία (επενδύσεις που είναι δυνατόν να προέλθουν και από την εφαρμογή του περίφημου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο στην πραγματικότητα δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, έξι χρόνια μετά την ανακοίνωσή του). Επενδύσεις, επίσης, και μάλιστα από το εξωτερικό, θα μπορούσαν τω όντι να επιτευχθούν εάν υπήρχε ένα έλλογο σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα της ενέργειας, με συνέργεια κράτους-ιδιωτών, όπου ο κρατικός τομέας θα διατηρούσε την κυριότητα των δικτύων, ενώ οι ιδιώτες θα αναλάμβαναν την παραγωγή και την διανομή του προϊόντος στον τελικό καταναλωτή μέσω της μίσθωσης των δικτύων. (Σχέδιο, όμως, που, δυστυχώς, δεν υπάρχει, ούτε και σαν ιδέα – η διαμάχη βρίσκεται ανάμεσα στη διατήρηση της πελατειακής-κρατικής ΔΕΗ και στη δημιουργία ενός συζυγούς μονοπωλίου, ιδιωτικού πλέον, με τη μορφή της «μικρής ΔΕΗ»).
Επενδύσεις, επιπλέον, θα μπορούσαν να προέλθουν και από την επίλυση του Γόρδιου Δεσμού των «μη εξυπηρετούμενων δανείων», με τη μεταφορά χρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων σε νέους ιδιοκτήτες ή διαχειριστές οι οποίοι θα τις εξυγίαιναν και θα τις έθεταν εκ νέου σε τροχιά ανάπτυξης. Ακόμη, όμως, επενδύσεις θα μπορούσαν να προέλθουν και από «εκκαθαρίσεις» μη βιώσιμων επιχειρήσεων εφ’ όσον τα χρήσιμα περιουσιακά τους αγαθά θα καθίσταντο στοιχεία του ενεργητικού άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες θα τα αξιοποιούσαν με καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο, προς όφελος και της ελληνικής οικονομίας. (Και όμως, το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων δεν επιλύεται, παρά την κρισιμότητά του, για έναν απλό λόγο: διότι πρωτοκαπετάνισσα των μπαταξήδων και κορυφαίο αντεπιστέλλον μέλος του «πελατειακού κράτους» είναι πάντα μία σημαντική μερίδα της επιχειρηματικής τάξης της χώρας). Επενδύσεις, τέλος, με χαμηλή δαπάνη και υψηλή, ενδεχόμενη, κερδοφορία, θα μπορούσαν να προκύψουν, και προκύπτουν, από νεοφυείς επιχειρήσεις, στο χώρο της «οικονομίας της γνώσης», επιχειρήσεις οι οποίες είναι, ίσως, η μόνη δραστηριότητα μέσω της οποίας η ελληνική οικονομία εφάπτεται, έστω και κατ’ ελάχιστον, με τα τεκταινόμενα του σύγχρονου παγκόσμιου οικονομικού γίγνεσθαι. Όλες, όμως, οι ανωτέρω, απαραίτητες, επιθυμητές και ευκταίες μορφές επενδύσεων πρέπει να είναι σαφές ότι θα έχουν δύο χαρακτηριστικά:
- πρώτον ότι δεν μπορούν να «απογειώσουν» την ελληνική οικονομία. Απλά μπορούν να συμβάλουν στο να αποκολληθεί από το βάλτο στον οποίο έχει καθηλωθεί και βυθίζεται
- δεύτερον, ότι δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν υπό τις παρούσες συνθήκες. Αναγκαίο προαπαιτούμενό τους είναι η ενεργοποίηση μίας –σε σχέση με τη σήμερα επικρατούσα πλήρη ακινησία– σαρωτικής διαδικασίας μεταρρυθμίσεων, η οποία θα μεταβάλει συνολικά τον τρόπο με τον οποίο υφίστανται και λειτουργούν οι δομές και οι μηχανισμοί της ελληνικής οικονομίας. Κάτι που μεταφράζεται, δηλαδή, στην υλοποίηση του διπλού στόχου της μακροοικονομικής εξισορρόπησης και της λειτουργικής αναδιάρθρωσης.
Προηγείται όμως η διάσωσή της από την επαπειλούμενη καταστροφή. Και για να επιτευχθεί η διάσωση, όσοι μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη θα πρέπει να πούνε την αλήθεια για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, έστω και την ύστατη στιγμή. Ακόμη περισσότερο, δε, θα πρέπει και να επιδιώξουν την υλοποίησή τους παραβλέποντας το στενό πολιτευτικό και κομματικό τους συμφέρον και τις όποιες επιπτώσεις στην πολιτική σταδιοδρομία τους. Πολλώ μάλλον διότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές, πέραν του γεγονότος ότι θα έρθουν να συγκρουστούν με παγιωμένες πεποιθήσεις δεκαετιών και συγκεκριμένα συμφέροντα, θα χαρακτηρίζονται επίσης από το ότι, σε πρώτη φάση και βραχυχρονίως, πριν αρχίσουν να αποδίδουν, είναι πιθανόν να έχουν συσταλτικές και όχι αυξητικές επιπτώσεις επί του εισοδήματος. Είναι, όμως, ο μόνος δρόμος σωτηρίας. Όπως δείχνουν τα πράγματα, μας απομένουν 2 ή 3 χρόνια πριν η κοινωνία αρχίσει να καταρρέει συνολικά και η χώρα να διαλύεται. Δεν υπάρχει χρόνος λοιπόν, ούτε να προσελκύσουμε «ξένες επενδύσεις», ούτε και να περιμένουμε κάποια μυθική «ανάπτυξη» – η οποία, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να έρθει με τις παρούσες συνθήκες. Αυτό που μπορούμε, και πρέπει, να κάνουμε σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να μεταρρυθμίσουμε τη χώρα δραστικά, ώστε να ανακοπεί η πορεία αποσύνθεσης και καταστροφής. Η ανάπτυξη είναι μία υπόθεση της μεθεπόμενης ιστορικής φάσεως. Αρκεί να καταφέρουμε να φτάσουμε ως εκεί.