27 Σεπτεμβρίου 2014, Δουλεύουμε και «δουλευόμαστε» περισσότερο
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 27/9/2014
Όταν ο ΟΟΣΑ δημοσιεύει νέα ετήσια στοιχεία του μέσου ετήσιου χρόνου εργασίας ανά εργαζόμενο στα 34 κράτη-μέλη του, εγχωρίως παρατηρείται η ίδια επιφανειακή και μονότονη παρουσίαση των στοιχείων, περί του «πόσες περισσότερες ώρες δουλεύουν οι Έλληνες». Φέτος η προ ημερών δημοσίευση των στοιχείων ήταν έναυσμα για πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, με την ευκαιρία συναντήσεώς του με πρώην Έλληνα πρωθυπουργό, να δηλώσει, προφανώς με φιλελληνική διάθεση, «θα αναφέρω μια αλήθεια: οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από άλλους λαούς - για παράδειγμα, δουλεύουν 25% περισσότερο από τους Γερμανούς ...».
Πράγματι τα δημοσιευθέντα στοιχεία δείχνουν ότι το 2013 ο μέσος όρος ετησίων ωρών εργασίας του εργαζομένου στην Ελλάδα είναι 2.037 ώρες, ενώ στη Γερμανία είναι 1.388 ώρες. Ο μέσος όρος της Ελλάδας απέχει μακράν του μέσου όρου των 34 κρατών-μελών του ΟΟΣΑ (1.770 ώρες), είναι χαμηλότερος μόνον του Μεξικού (2.237 ώρες) και της Ν. Κορέας (2.163 ώρες) και συγκρίσιμος της Χιλής (2.015). Να συμφωνήσουμε λοιπόν με τη διαπίστωση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, ότι οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από άλλους λαούς, ακόμη και από τους Αμερικανούς (ΗΠΑ 1.788 ώρες). Και λοιπόν;
Η ίδια εικόνα ισχύει χρόνια τώρα στα στοιχεία του ΟΟΣΑ, μικρές μεταβολές με αυξομειώσεις υπάρχουν, αλλά οι ιεραρχήσεις και οι τάξεις μεγέθους είναι σχεδόν οι ίδιες. Δυστυχώς, τα στοιχεία δείχνουν ότι ναι μεν οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερες ώρες ετησίως, αλλά η ανάγνωση, η μη-κατανόηση, και η ιδεοληπτική αξιοποίηση των στοιχείων, δείχνουν ότι χρόνια τώρα και δουλεύουμε και «δουλευόμαστε» περισσότερο.
Αν κοιτάς απλά τον μέσο όρο των ωρών εργασίας ετησίως, και παραβλέπεις πρώτον, το πόσοι από τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας της κάθε χώρας δουλεύουν, δεύτερον, σε τι κλάδους και επιχειρήσεις δουλεύουν, και, τρίτον, τι τάξης προστιθέμενης αξίας εργασίες κάνουν, δηλαδή τι παράγουν, αποκομίζεις παραμορφωτική εικόνα για τα δικαιώματα κάθε λαού στο εισόδημα, τον πλούτο και την ευημερία.
Ας μείνουμε στη σύγκριση της Ελλάδας με τη Γερμανία που επεχείρησε, προφανώς με καλή πρόθεση, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ: παρά το ότι οι Γερμανοί εργάζονται πολύ λιγότερες ώρες ετησίως, το κατά κεφαλήν εισόδημά τους μπορεί να είναι μεγαλύτερο για δύο λόγους. Πρώτον, εργάζεται μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας: 10% περισσότερο στη Γερμανία έναντι της Ελλάδας το 2009, 21% περισσότερο έναντι της Ελλάδας το 2012. Δεύτερον, μεγαλύτερο μέρος του ευρύτερου εργαζόμενου πληθυσμού απασχολείται σε υψηλότερο ποσοστό σε κλάδους, επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και εμπορευσίμων διεθνώς. Η Ελλάδα, πριν και μετά τη χρεοκοπία, βρίσκεται στους αντίποδες - άλλωστε εκεί βρίσκονται και οι ρίζες της τρέχουσας ελληνικής χρεοκοπίας.
Αρκούμενη η Ελλάδα στο «οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο», και αγνοώντας τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις και όψεις της ανάπτυξης και της ευημερίας, μετατρέποντάς τες σε «ψιλά γράμματα», όπως εν τέλει ήταν για τις αξίες της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε (όλο και λιγότεροι), και να «δουλευόμαστε», περισσότερο...
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 27/9/2014
Όταν ο ΟΟΣΑ δημοσιεύει νέα ετήσια στοιχεία του μέσου ετήσιου χρόνου εργασίας ανά εργαζόμενο στα 34 κράτη-μέλη του, εγχωρίως παρατηρείται η ίδια επιφανειακή και μονότονη παρουσίαση των στοιχείων, περί του «πόσες περισσότερες ώρες δουλεύουν οι Έλληνες». Φέτος η προ ημερών δημοσίευση των στοιχείων ήταν έναυσμα για πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, με την ευκαιρία συναντήσεώς του με πρώην Έλληνα πρωθυπουργό, να δηλώσει, προφανώς με φιλελληνική διάθεση, «θα αναφέρω μια αλήθεια: οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από άλλους λαούς - για παράδειγμα, δουλεύουν 25% περισσότερο από τους Γερμανούς ...».
Πράγματι τα δημοσιευθέντα στοιχεία δείχνουν ότι το 2013 ο μέσος όρος ετησίων ωρών εργασίας του εργαζομένου στην Ελλάδα είναι 2.037 ώρες, ενώ στη Γερμανία είναι 1.388 ώρες. Ο μέσος όρος της Ελλάδας απέχει μακράν του μέσου όρου των 34 κρατών-μελών του ΟΟΣΑ (1.770 ώρες), είναι χαμηλότερος μόνον του Μεξικού (2.237 ώρες) και της Ν. Κορέας (2.163 ώρες) και συγκρίσιμος της Χιλής (2.015). Να συμφωνήσουμε λοιπόν με τη διαπίστωση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, ότι οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από άλλους λαούς, ακόμη και από τους Αμερικανούς (ΗΠΑ 1.788 ώρες). Και λοιπόν;
Η ίδια εικόνα ισχύει χρόνια τώρα στα στοιχεία του ΟΟΣΑ, μικρές μεταβολές με αυξομειώσεις υπάρχουν, αλλά οι ιεραρχήσεις και οι τάξεις μεγέθους είναι σχεδόν οι ίδιες. Δυστυχώς, τα στοιχεία δείχνουν ότι ναι μεν οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερες ώρες ετησίως, αλλά η ανάγνωση, η μη-κατανόηση, και η ιδεοληπτική αξιοποίηση των στοιχείων, δείχνουν ότι χρόνια τώρα και δουλεύουμε και «δουλευόμαστε» περισσότερο.
Αν κοιτάς απλά τον μέσο όρο των ωρών εργασίας ετησίως, και παραβλέπεις πρώτον, το πόσοι από τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας της κάθε χώρας δουλεύουν, δεύτερον, σε τι κλάδους και επιχειρήσεις δουλεύουν, και, τρίτον, τι τάξης προστιθέμενης αξίας εργασίες κάνουν, δηλαδή τι παράγουν, αποκομίζεις παραμορφωτική εικόνα για τα δικαιώματα κάθε λαού στο εισόδημα, τον πλούτο και την ευημερία.
Ας μείνουμε στη σύγκριση της Ελλάδας με τη Γερμανία που επεχείρησε, προφανώς με καλή πρόθεση, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ: παρά το ότι οι Γερμανοί εργάζονται πολύ λιγότερες ώρες ετησίως, το κατά κεφαλήν εισόδημά τους μπορεί να είναι μεγαλύτερο για δύο λόγους. Πρώτον, εργάζεται μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας: 10% περισσότερο στη Γερμανία έναντι της Ελλάδας το 2009, 21% περισσότερο έναντι της Ελλάδας το 2012. Δεύτερον, μεγαλύτερο μέρος του ευρύτερου εργαζόμενου πληθυσμού απασχολείται σε υψηλότερο ποσοστό σε κλάδους, επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και εμπορευσίμων διεθνώς. Η Ελλάδα, πριν και μετά τη χρεοκοπία, βρίσκεται στους αντίποδες - άλλωστε εκεί βρίσκονται και οι ρίζες της τρέχουσας ελληνικής χρεοκοπίας.
Αρκούμενη η Ελλάδα στο «οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο», και αγνοώντας τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις και όψεις της ανάπτυξης και της ευημερίας, μετατρέποντάς τες σε «ψιλά γράμματα», όπως εν τέλει ήταν για τις αξίες της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε (όλο και λιγότεροι), και να «δουλευόμαστε», περισσότερο...