13 Σεπτεμβρίου 2014 Η Ευρωζώνη και η απασχόληση
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 13/9/2014
Η Ευρωζώνη τον Ιούλιο 2014 είχε ανεργία 11,5%, όμως στα κράτη-μέλη της διαμορφώνεται μεταξύ του χαμηλότατου 4,9% στη Γερμανία και την Αυστρία και των υψηλότατων 27% στην Ελλάδα (τον Ιούνιο 2014, στοιχεία Ιουλίου δεν είναι ακόμη διαθέσιμα) και 24,5% στην Ισπανία. Από τα 18 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, 8 βρίσκονται άνω του μέσου όρου 11,5% και 10 κάτω του μέσου όρου. Κι αυτές οι αποκλίσεις δεν είναι συγκυριακές.
Αποκλίσεις του ποσοστού ανεργίας εντός της Ευρωζώνης παρατηρούνται επί σειρά ετών, έχουν όμως ενταθεί μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση (2008) και την κρίση εμπιστοσύνης στο ευρώ (2011). Ενώ μεταξύ 2007 και 2013 στη Γερμανία μειώθηκε από 8,7% σε 5,3%, την ίδια περίοδο τριπλασιάστηκε στην Ελλάδα (από 8,5% σε 27,3%), στην Ισπανία (από 8,2% σε 26,1%) και στην Ιρλανδία (από 4,7% σε 13,1%), ενώ διπλασιάστηκε στην Πορτογαλία (από 8,9% σε 16,4%).
Πόσο συμβατές είναι αυτές οι μεγάλες αποκλίσεις με μία ζώνη κοινού νομίσματος, για την οποία, εάν θυμηθούμε την προ δεκαπενταετίας εγχώρια μυθοπλασία, και την τότε επικρατούσα ονείρωξη, τότε «συγκλίναμε ονομαστικά» για να μπορέσουμε εν συνεχεία να «συγκλίνουμε πραγματικά»;
Σε μία «άριστη νομισματική περιοχή», σύμφωνα με τη θεωρία, θα πρέπει, για να είναι το κοινό νόμισμα βιώσιμο και η οικονομία της λειτουργική, να υφίσταται πλήρης κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών, μεταξύ των οποίων και της εργασίας. Ως γνωστόν η Ευρωζώνη στο ξεκίνημά της δεν ήταν «άριστη νομισματική περιοχή», υπήρχε όμως η υπόθεση ότι η δομική σύγκλιση των οικονομιών δεν χρειάζεται να προηγείται της εισόδου τους στη νομισματική ένωση, και ο ευγενής στόχος ότι μπορούσε αυτό να γίνει «ενδογενώς» μέσα σε αυτήν, ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων συναλλαγών.
Μεταξύ αυτών θα έπρεπε, θεωρητικά, να ήταν και οι συναλλαγές της αγοράς εργασίας, μέσω αυξημένης κινητικότητας της εργασίας μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε οι αναζητούντες εργασία να μετακινούνται όπου υπάρχουν η αυξημένη ζήτηση εργασίας και κενές θέσεις εργασίας. Ακόμη λοιπόν και αν η Ευρωζώνη δεν ήταν μία «άριστη νομισματική περιοχή» θα μπορούσε και με τις κατάλληλες ευρωπαϊκές πολιτικές (ενίσχυσης της κινητικότητας της εργασίας, της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, της συνεργασίας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, κ.λπ.) να αρχίσει να παρουσιάζει συμπτώματα ενιαίας αγοράς εργασίας.
Όμως στην πρώτη δεκαπενταετία του ευρώ η κινητικότητα της εργασίας εντός της Ευρωζώνης ήταν ελάχιστη, υποδεκαπλάσια εκείνης π.χ. που παρατηρείται στις ΗΠΑ, και μετά την κρίση μειώθηκε περισσότερο. Εμπόδια στην κινητικότητα ήταν η γλώσσα, η μη αναγνώριση-αντιστοιχία επαγγελματικών τίτλων και εμπειρίας, τα ασύμβατα ασφαλιστικά, η αγορά κατοικίας, και με την κρίση προστέθηκαν η υπερχρέωση, η κατάρρευση των αξιών κατοικίας, κ.λπ. Όμως σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο για τα 18,5 εκατομμύρια ανέργων της Ευρωζώνης δεν είναι η έλλειψη κινητικότητας. Ακόμη κι εάν ήταν πλήρως κινητικοί δεν υπάρχει αντίστοιχη ζήτηση εργασίας για τις χαμηλές ειδικότητες/δεξιότητες που είχαν πριν βρεθούν στην ανεργία. Υπάρχει μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα/αναντιστοιχία, με πλέον ακραία εκδοχή του την ελληνική ανεργία.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 13/9/2014
Η Ευρωζώνη τον Ιούλιο 2014 είχε ανεργία 11,5%, όμως στα κράτη-μέλη της διαμορφώνεται μεταξύ του χαμηλότατου 4,9% στη Γερμανία και την Αυστρία και των υψηλότατων 27% στην Ελλάδα (τον Ιούνιο 2014, στοιχεία Ιουλίου δεν είναι ακόμη διαθέσιμα) και 24,5% στην Ισπανία. Από τα 18 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, 8 βρίσκονται άνω του μέσου όρου 11,5% και 10 κάτω του μέσου όρου. Κι αυτές οι αποκλίσεις δεν είναι συγκυριακές.
Αποκλίσεις του ποσοστού ανεργίας εντός της Ευρωζώνης παρατηρούνται επί σειρά ετών, έχουν όμως ενταθεί μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση (2008) και την κρίση εμπιστοσύνης στο ευρώ (2011). Ενώ μεταξύ 2007 και 2013 στη Γερμανία μειώθηκε από 8,7% σε 5,3%, την ίδια περίοδο τριπλασιάστηκε στην Ελλάδα (από 8,5% σε 27,3%), στην Ισπανία (από 8,2% σε 26,1%) και στην Ιρλανδία (από 4,7% σε 13,1%), ενώ διπλασιάστηκε στην Πορτογαλία (από 8,9% σε 16,4%).
Πόσο συμβατές είναι αυτές οι μεγάλες αποκλίσεις με μία ζώνη κοινού νομίσματος, για την οποία, εάν θυμηθούμε την προ δεκαπενταετίας εγχώρια μυθοπλασία, και την τότε επικρατούσα ονείρωξη, τότε «συγκλίναμε ονομαστικά» για να μπορέσουμε εν συνεχεία να «συγκλίνουμε πραγματικά»;
Σε μία «άριστη νομισματική περιοχή», σύμφωνα με τη θεωρία, θα πρέπει, για να είναι το κοινό νόμισμα βιώσιμο και η οικονομία της λειτουργική, να υφίσταται πλήρης κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών, μεταξύ των οποίων και της εργασίας. Ως γνωστόν η Ευρωζώνη στο ξεκίνημά της δεν ήταν «άριστη νομισματική περιοχή», υπήρχε όμως η υπόθεση ότι η δομική σύγκλιση των οικονομιών δεν χρειάζεται να προηγείται της εισόδου τους στη νομισματική ένωση, και ο ευγενής στόχος ότι μπορούσε αυτό να γίνει «ενδογενώς» μέσα σε αυτήν, ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων συναλλαγών.
Μεταξύ αυτών θα έπρεπε, θεωρητικά, να ήταν και οι συναλλαγές της αγοράς εργασίας, μέσω αυξημένης κινητικότητας της εργασίας μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε οι αναζητούντες εργασία να μετακινούνται όπου υπάρχουν η αυξημένη ζήτηση εργασίας και κενές θέσεις εργασίας. Ακόμη λοιπόν και αν η Ευρωζώνη δεν ήταν μία «άριστη νομισματική περιοχή» θα μπορούσε και με τις κατάλληλες ευρωπαϊκές πολιτικές (ενίσχυσης της κινητικότητας της εργασίας, της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, της συνεργασίας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, κ.λπ.) να αρχίσει να παρουσιάζει συμπτώματα ενιαίας αγοράς εργασίας.
Όμως στην πρώτη δεκαπενταετία του ευρώ η κινητικότητα της εργασίας εντός της Ευρωζώνης ήταν ελάχιστη, υποδεκαπλάσια εκείνης π.χ. που παρατηρείται στις ΗΠΑ, και μετά την κρίση μειώθηκε περισσότερο. Εμπόδια στην κινητικότητα ήταν η γλώσσα, η μη αναγνώριση-αντιστοιχία επαγγελματικών τίτλων και εμπειρίας, τα ασύμβατα ασφαλιστικά, η αγορά κατοικίας, και με την κρίση προστέθηκαν η υπερχρέωση, η κατάρρευση των αξιών κατοικίας, κ.λπ. Όμως σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο για τα 18,5 εκατομμύρια ανέργων της Ευρωζώνης δεν είναι η έλλειψη κινητικότητας. Ακόμη κι εάν ήταν πλήρως κινητικοί δεν υπάρχει αντίστοιχη ζήτηση εργασίας για τις χαμηλές ειδικότητες/δεξιότητες που είχαν πριν βρεθούν στην ανεργία. Υπάρχει μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα/αναντιστοιχία, με πλέον ακραία εκδοχή του την ελληνική ανεργία.