20 Σεπτ. 2014 Τι «αγνοούν» οι υπεύθυνοι της χρεοκοπίας;
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 20/9/2014
Η ελληνική χρεοκοπία δεν είναι προϊόν εξωτερικής συνωμοσίας και εσωτερικής προδοσίας. Τέτοιες απλοϊκές «ερμηνείες» είναι άλλοθι προς αποφυγή της κατανόησης εγχώριων επιλογών και ευθυνών οι οποίες οδήγησαν την Ελλάδα σε βαθύτερη, ευρύτερη και διαρκέστερη χρεοκοπία (έστω κι αν παρέμεινε «ελεγχόμενη») από κάθε άλλη χώρα της σε κρίση Ευρωζώνης. Άλλοθι είναι και η «ερμηνεία» ότι η Ελλάδα πριν από την κρίση έκανε ορθές επιλογές αλλά όχι όλες και όχι πλήρως, και «ξαφνικά», υπό το βάρος της διεθνούς κρίσης, χρεοκόπησε.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα του 2000-2009 παρουσιάστηκε το μοναδικό, ίσως, παγκοσμίως, φαινόμενο να εξειδικευτεί μία εθνική οικονομία στην κατανάλωση εισαγομένων με χρηματοδότηση από δανεικά! Και με βάση αυτό να θεωρεί ότι «αναπτύσσεται» και ότι «συγκλίνει» με τα επίπεδα εισοδήματος της Ευρωζώνης!
Πρόκειται για πεποίθηση που δεν έχει ακόμη διαγραφεί από την σκέψη της πλειονότητας των κάθε είδους περί τα οικονομικά πολιτικολογούντων, δεδομένου πως είτε θεωρούν ότι η «ύφεση» που έφερε το Μνημόνιο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με μία πιο «ήπια πολιτική», είτε πως η περίοδος της πενίας τελειώνει πλέον και η χώρα θα γυρίσει σύντομα στο επίπεδο ΑΕΠ των 230 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχε «πετύχει» το 2008.
Μόνο που δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ΑΕΠ αυτό δεν αντιστοιχούσε στην παραγωγική της δυνατότητα, δηλαδή στο δυναμικό του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», αλλά στην τότε δανειοληπτική ικανότητά της, μέσα στον παραισθητικό παροξυσμό της εποχής, που απλά διόγκωνε προσωρινά τα εισοδήματα και τις λογιστικές τιμές των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Αυτή όμως η κατηγορία εμπορευμάτων, στην πραγματικότητα, δεν αντλεί την πραγματική της αξία από τίποτε άλλο παρά μόνο από την παραγωγική ικανότητα της χώρας, στην οποία παραγωγική ικανότητα πολύ λίγο, και μόνο εμμέσως συμμετέχει. Το πραγματικό δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται πολύ πιο κοντά στα σημερινά 180 δισεκατομμύρια, παρά στα 230 του 2009.
Η «ανάπτυξη» που παρατηρήθηκε στην περίοδο 2000-2009 στην Ελλάδα στηριγμένη στην «επεκτατική δημοσιονομική πολιτική» ήταν απλώς μία οφθαλμαπάτη, μία ψευδαίσθηση στην οποία όμως πολλοί συνεχίζουν να ζουν ακόμη και σήμερα. Στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν υπήρξε ανάπτυξη, αλλά εκείνο που υπήρξε ήταν καταστροφή κοινωνικού πλούτου και παραγωγικού δυναμικού. Δημιουργήθηκε μία ανισόρροπη οικονομία όπου η παραγωγική βάση ήταν ισχνότατη και η καταναλωτική υπερδομή υπερμεγέθης και υπέρβαρη.
Τελείως φυσιολογικά, μόλις ήρθε η αναπόφευκτη διακοπή της εισροής των πόρων και τα δανεικά αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, η παράταιρη αυτή οικονομία κατέρρευσε - όπως και ήταν φυσικό. Κυρίως δε κατέρρευσε η κακοήθης υπερπλασία των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» που δεν αντιστοιχούσε ουδόλως στην παραγωγική βάση της οικονομίας, και έτσι εξηγείται το παράδοξο του ενός εκατομμυρίου επιπλέον ανέργων μεταξύ 2001 και 2013, ενώ το πραγματικό ΑΕΠ είναι ουσιαστικά το ίδιο. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού είχε μεταφερθεί στον («εντάσεως εργασίας») τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» και ειδικά στο μέρος του εκείνο που δημιουργήθηκε και επιβίωνε μέσω της «μόχλευσης» των δανεικών.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 20/9/2014
Η ελληνική χρεοκοπία δεν είναι προϊόν εξωτερικής συνωμοσίας και εσωτερικής προδοσίας. Τέτοιες απλοϊκές «ερμηνείες» είναι άλλοθι προς αποφυγή της κατανόησης εγχώριων επιλογών και ευθυνών οι οποίες οδήγησαν την Ελλάδα σε βαθύτερη, ευρύτερη και διαρκέστερη χρεοκοπία (έστω κι αν παρέμεινε «ελεγχόμενη») από κάθε άλλη χώρα της σε κρίση Ευρωζώνης. Άλλοθι είναι και η «ερμηνεία» ότι η Ελλάδα πριν από την κρίση έκανε ορθές επιλογές αλλά όχι όλες και όχι πλήρως, και «ξαφνικά», υπό το βάρος της διεθνούς κρίσης, χρεοκόπησε.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα του 2000-2009 παρουσιάστηκε το μοναδικό, ίσως, παγκοσμίως, φαινόμενο να εξειδικευτεί μία εθνική οικονομία στην κατανάλωση εισαγομένων με χρηματοδότηση από δανεικά! Και με βάση αυτό να θεωρεί ότι «αναπτύσσεται» και ότι «συγκλίνει» με τα επίπεδα εισοδήματος της Ευρωζώνης!
Πρόκειται για πεποίθηση που δεν έχει ακόμη διαγραφεί από την σκέψη της πλειονότητας των κάθε είδους περί τα οικονομικά πολιτικολογούντων, δεδομένου πως είτε θεωρούν ότι η «ύφεση» που έφερε το Μνημόνιο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με μία πιο «ήπια πολιτική», είτε πως η περίοδος της πενίας τελειώνει πλέον και η χώρα θα γυρίσει σύντομα στο επίπεδο ΑΕΠ των 230 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχε «πετύχει» το 2008.
Μόνο που δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ΑΕΠ αυτό δεν αντιστοιχούσε στην παραγωγική της δυνατότητα, δηλαδή στο δυναμικό του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», αλλά στην τότε δανειοληπτική ικανότητά της, μέσα στον παραισθητικό παροξυσμό της εποχής, που απλά διόγκωνε προσωρινά τα εισοδήματα και τις λογιστικές τιμές των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Αυτή όμως η κατηγορία εμπορευμάτων, στην πραγματικότητα, δεν αντλεί την πραγματική της αξία από τίποτε άλλο παρά μόνο από την παραγωγική ικανότητα της χώρας, στην οποία παραγωγική ικανότητα πολύ λίγο, και μόνο εμμέσως συμμετέχει. Το πραγματικό δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται πολύ πιο κοντά στα σημερινά 180 δισεκατομμύρια, παρά στα 230 του 2009.
Η «ανάπτυξη» που παρατηρήθηκε στην περίοδο 2000-2009 στην Ελλάδα στηριγμένη στην «επεκτατική δημοσιονομική πολιτική» ήταν απλώς μία οφθαλμαπάτη, μία ψευδαίσθηση στην οποία όμως πολλοί συνεχίζουν να ζουν ακόμη και σήμερα. Στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν υπήρξε ανάπτυξη, αλλά εκείνο που υπήρξε ήταν καταστροφή κοινωνικού πλούτου και παραγωγικού δυναμικού. Δημιουργήθηκε μία ανισόρροπη οικονομία όπου η παραγωγική βάση ήταν ισχνότατη και η καταναλωτική υπερδομή υπερμεγέθης και υπέρβαρη.
Τελείως φυσιολογικά, μόλις ήρθε η αναπόφευκτη διακοπή της εισροής των πόρων και τα δανεικά αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, η παράταιρη αυτή οικονομία κατέρρευσε - όπως και ήταν φυσικό. Κυρίως δε κατέρρευσε η κακοήθης υπερπλασία των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» που δεν αντιστοιχούσε ουδόλως στην παραγωγική βάση της οικονομίας, και έτσι εξηγείται το παράδοξο του ενός εκατομμυρίου επιπλέον ανέργων μεταξύ 2001 και 2013, ενώ το πραγματικό ΑΕΠ είναι ουσιαστικά το ίδιο. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού είχε μεταφερθεί στον («εντάσεως εργασίας») τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» και ειδικά στο μέρος του εκείνο που δημιουργήθηκε και επιβίωνε μέσω της «μόχλευσης» των δανεικών.