Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Αναλύσεις: Η ανυπαρξία κοινωνικής πολιτικής

6 Σεπτεμβρίου 2014  Η ανυπαρξία κοινωνικής πολιτικής

Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 6/9/2014

Στην Ελλάδα του 2014 δεν λείπει μόνον η κατανόηση του γιατί η Ελλάδα χρεοκόπησε, και το σχέδιο νέας και παραγωγικής συγκρότησης, αλλά και οι επιλογές και το σύστημα αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής και προστασίας. Έως το 2009 οι ελληνικές δημόσιες δαπάνες κοινωνικής προστασίας (που μέρος τους καλύπτονταν από δανεικά του επαχθούς/απεχθούς δημόσιου χρέους) έφθασαν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να είναι υψηλότερες του μέσου όρου της Ε.Ε. Είχαν όμως τη χαμηλότερη αποτελεσματικότητα στον περιορισμό του κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.


Μετά τη χρεοκοπία και κατάρρευση του 2009-2010 οι δημόσιες δαπάνες, μεταξύ των οποίων και οι δαπάνες της κοινωνικής προστασίας, άρχιζαν να μειώνονται, ακριβώς λόγω της χρεοκοπίας, ενώ κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. των 27 την περίοδο 2010-2012 οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας αυξήθηκαν κατά 9%, ακριβώς για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης. Όχι μόνον σε δημοσιονομικά ισορροπημένες χώρες, όπως η Γερμανία, αλλά στην πλειονότητα της Ε.Ε. των 27. Εκτός από την Ελλάδα, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας μειώθηκαν μόνον στην Ιρλανδία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία και την Ουγγαρία.

Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν ήταν και δεν είναι η έλλειψη δαπανών, αλλά η έλλειψη συστηματικής πολιτικής και συστήματος, προτεραιοτήτων, που να ανταποκρίνονται σε παλιά και νέα προβλήματα. Τρία παραδείγματα:

Πρώτον, η μακροχρόνια ανεργία. Υπήρχε και πριν από την κατάρρευση, αλλά μετά έφτασε, από μόνη της, στο 20% του εργατικού δυναμικού, σχεδόν στο 1 εκατομμύριο πολίτες. Η Ελλάδα δεν είχε καμιά πολιτική καταπολέμησης της μακροχρόνιας ανεργίας. Δεν είχε καν αξιόπιστες στατιστικές παρακολούθησης του φαινομένου. Είχε κάτι ψήγματα μέτρων διευκόλυνσης της συνταξιοδότησης των μακροχρονίως ανέργων, που είχαν εισαχθεί το 2000, για γυναίκες άνω των 55 ετών και άνδρες άνω των 60 ετών. Και αρκετά αναποτελεσματικά «προγράμματα» απορρόφησης κοινοτικών πόρων.

Δεύτερον, η ανυπαρξία αποτελεσματικής προστασίας για τους οικονομικά ενεργούς που αντιμετώπιζαν ανεργία και κινδύνους φτώχειας. Λόγω της έλλειψης αυτής, και πριν την κατάρρευση και μετά, το εργατικό δυναμικό εργάσιμης ηλικίας παρωθούνταν με κάθε τρόπο στην συνταξιοδότηση. Η «κοινωνική προστασία» στην Ελλάδα λειτουργούσε, και λειτουργεί ακόμη, μέσω της, με κάθε τρόπο -πλασματικό και πραγματικό- επιδίωξης της συνταξιοδότησης. Πράγματι οι άνεργοι και αυτοί που καθίστανται οικονομικά μη ενεργοί αντιμετωπίζουν, αντιστοίχως, συγκριτικά τριπλάσιο και διπλάσιο κίνδυνο φτώχειας από ό,τι οι συνταξιούχοι. Όμως οι μαζικές και πρόωρες συνταξιοδοτήσεις δεν δυναμιτίζουν μόνον τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού και τα δημόσια οικονομικά, αλλά επικυρώνουν και επιταχύνουν μια καθοδική οικονομική δυναμική.

Τρίτον, το περιώνυμο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Οι προτάσεις του 2000, για να μην πάμε πιο πίσω, για εισαγωγή του θεσμού του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ελλάδα πήγαν «άκλαυτες» και το 2014 έμειναν στην πιλοτική εφαρμογή των 8-13 δήμων καθώς επί 14 χρόνια, και περισσότερα, η πολιτική προτεραιότητα όλου του πολιτ(ευτ)ικού συστήματος δεν ήταν η εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τους αδύναμους πολίτες, αλλά η δια βίου εγγυημένη απασχόληση στο Δημόσιο με τα ελάχιστα προσόντα και τις ελάχιστες προϋποθέσεις.