30 Αυγούστου 2014 Ο εγχώριος μύθος της «ενεργού ζητήσεως»
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 30/8/2014
Το 2001, σε σταθερές τιμές του 2005, η «ενεργός ζήτηση» της ελληνικής οικονομίας ισοδυναμούσε με 165 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2013, πάλι υπολογισμένη σε σταθερές τιμές του 2005 ώστε να είναι απολύτως συγκρίσιμη, η ενεργός ζήτηση ήταν 160 δισεκατομμύρια. Παράλληλα, το 2001 η ανεργία αντιστοιχούσε στο 10,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ το 2013 στο 27,5%. Δηλαδή, το 2013, με ενεργό ζήτηση μόλις κατά 3% μικρότερη έναντι του 2001, η ελληνική οικονομία παρουσίαζε ποσοστό ανεργίας υψηλότερο δυόμισι φορές.
Αυτό αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη ότι η λύση του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να προέλθει από την «τόνωση» της ενεργού ζήτησης όπως επιμένει μία ομάδα σχολιαστών. Εάν ίσχυαν τα πορίσματα της απλοϊκής -υποτίθεται κεϋνσιανής- ανάλυσής τους, και με βάση τον νόμο του Okun, η ανεργία σήμερα δεν θα έπρεπε να ήταν υψηλότερη από 12-13%. Όπως δείξαμε (με τον Δ. Ιωάννου, στο «Λιτότητα, λαϊκισμός και ανάπτυξη», στο τρέχον τεύχος του ελληνικού Foreign Affairs), είναι 27% διότι, στην έως το 2010 περίοδο, βάση της οικονομικής πολιτικής αποτέλεσε η καταστροφική πεποίθηση πως η συνεχώς αυξανόμενη ενεργός ζήτηση είναι δυνατόν να «ελκύει» σε διαρκώς ανώτερα επίπεδα το εθνικό εισόδημα, κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες και με οποιουσδήποτε όρους.
Αντί τούτου, βεβαίως, ισχύει ότι όταν η ενεργός ζήτηση αυξάνεται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την πραγματική παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας, (δηλαδή τη δυνατότητά της κυρίως να δημιουργεί και να διαθέτει «διεθνώς εμπορεύσιμα» προϊόντα και υπηρεσίες), αποτέλεσμα είναι να διαμορφώνονται θνησιγενείς υπερπλασίες, («φούσκες»), στους κλάδους των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Αναπόφευκτη κατάληξη η κατάρρευση αυτών των κλάδων σε μεταγενέστερο στάδιο, μόλις εξαντληθεί η δυνατότητα να «τονώνεται» η ζήτηση με δανεικά.
Η εθνικολογιστική μορφή της κατάρρευσης προκύπτει από δύο παράλληλες κρίσεις: χρέους και ανταγωνιστικότητας. Τότε η άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής με σκοπό την τόνωση της ενεργού ζητήσεως είναι, από την μια, αδύνατη και, από την άλλη, ανωφελής. Αδύνατη διότι κανείς δεν δανείζει, πλέον, το χρεοκοπημένο κράτος για να ξοδέψει τα δανεικά με τον ίδιο αποτυχημένο τρόπο όπως και πριν. Σε αυτές τις συνθήκες η δημοσιονομική πολιτική, αλλά και η ενεργός ζήτηση, δεν είναι, πλέον, «εξωγενείς» μεταβλητές του οικονομικού συστήματος αλλά «ενδογενείς» (δηλαδή οι τιμές τους δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν από την «πολιτική βούληση»). Πρόκειται για μία «μη-κεϋνσιανή κατάσταση», στην οποία ακριβώς βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα.
Επίσης, όμως, η «δημοσιονομική επέκταση» θα ήταν και ανωφελής: πέραν του ότι οι καταρρέοντες κλάδοι δεν είναι δυνατόν να διασωθούν, όση τεχνητή βοήθεια και αν ελάμβαναν από την «τονωμένη» ενεργό ζήτηση, η πιθανή μετατόπιση της κατάρρευσής τους σε μεταγενέστερο χρόνο, με άφθονα δανεικά χρήματα, θα έθετε απλά τις βάσεις μίας νέας, ακόμη μεγαλύτερης, χρεοκοπίας.
Το πρόβλημα της Ελλάδας, σήμερα, δεν προκύπτει από την ύπαρξη «παραγωγικού κενού» που θεραπεύεται με «τόνωση» της ενεργού ζητήσεως. Είναι δομικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και απαιτεί δραστικές μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν ριζικές παραγωγικές-κλαδικές αναδιαρθρώσεις.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 30/8/2014
Το 2001, σε σταθερές τιμές του 2005, η «ενεργός ζήτηση» της ελληνικής οικονομίας ισοδυναμούσε με 165 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2013, πάλι υπολογισμένη σε σταθερές τιμές του 2005 ώστε να είναι απολύτως συγκρίσιμη, η ενεργός ζήτηση ήταν 160 δισεκατομμύρια. Παράλληλα, το 2001 η ανεργία αντιστοιχούσε στο 10,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ το 2013 στο 27,5%. Δηλαδή, το 2013, με ενεργό ζήτηση μόλις κατά 3% μικρότερη έναντι του 2001, η ελληνική οικονομία παρουσίαζε ποσοστό ανεργίας υψηλότερο δυόμισι φορές.
Αυτό αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη ότι η λύση του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να προέλθει από την «τόνωση» της ενεργού ζήτησης όπως επιμένει μία ομάδα σχολιαστών. Εάν ίσχυαν τα πορίσματα της απλοϊκής -υποτίθεται κεϋνσιανής- ανάλυσής τους, και με βάση τον νόμο του Okun, η ανεργία σήμερα δεν θα έπρεπε να ήταν υψηλότερη από 12-13%. Όπως δείξαμε (με τον Δ. Ιωάννου, στο «Λιτότητα, λαϊκισμός και ανάπτυξη», στο τρέχον τεύχος του ελληνικού Foreign Affairs), είναι 27% διότι, στην έως το 2010 περίοδο, βάση της οικονομικής πολιτικής αποτέλεσε η καταστροφική πεποίθηση πως η συνεχώς αυξανόμενη ενεργός ζήτηση είναι δυνατόν να «ελκύει» σε διαρκώς ανώτερα επίπεδα το εθνικό εισόδημα, κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες και με οποιουσδήποτε όρους.
Αντί τούτου, βεβαίως, ισχύει ότι όταν η ενεργός ζήτηση αυξάνεται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την πραγματική παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας, (δηλαδή τη δυνατότητά της κυρίως να δημιουργεί και να διαθέτει «διεθνώς εμπορεύσιμα» προϊόντα και υπηρεσίες), αποτέλεσμα είναι να διαμορφώνονται θνησιγενείς υπερπλασίες, («φούσκες»), στους κλάδους των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Αναπόφευκτη κατάληξη η κατάρρευση αυτών των κλάδων σε μεταγενέστερο στάδιο, μόλις εξαντληθεί η δυνατότητα να «τονώνεται» η ζήτηση με δανεικά.
Η εθνικολογιστική μορφή της κατάρρευσης προκύπτει από δύο παράλληλες κρίσεις: χρέους και ανταγωνιστικότητας. Τότε η άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής με σκοπό την τόνωση της ενεργού ζητήσεως είναι, από την μια, αδύνατη και, από την άλλη, ανωφελής. Αδύνατη διότι κανείς δεν δανείζει, πλέον, το χρεοκοπημένο κράτος για να ξοδέψει τα δανεικά με τον ίδιο αποτυχημένο τρόπο όπως και πριν. Σε αυτές τις συνθήκες η δημοσιονομική πολιτική, αλλά και η ενεργός ζήτηση, δεν είναι, πλέον, «εξωγενείς» μεταβλητές του οικονομικού συστήματος αλλά «ενδογενείς» (δηλαδή οι τιμές τους δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν από την «πολιτική βούληση»). Πρόκειται για μία «μη-κεϋνσιανή κατάσταση», στην οποία ακριβώς βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα.
Επίσης, όμως, η «δημοσιονομική επέκταση» θα ήταν και ανωφελής: πέραν του ότι οι καταρρέοντες κλάδοι δεν είναι δυνατόν να διασωθούν, όση τεχνητή βοήθεια και αν ελάμβαναν από την «τονωμένη» ενεργό ζήτηση, η πιθανή μετατόπιση της κατάρρευσής τους σε μεταγενέστερο χρόνο, με άφθονα δανεικά χρήματα, θα έθετε απλά τις βάσεις μίας νέας, ακόμη μεγαλύτερης, χρεοκοπίας.
Το πρόβλημα της Ελλάδας, σήμερα, δεν προκύπτει από την ύπαρξη «παραγωγικού κενού» που θεραπεύεται με «τόνωση» της ενεργού ζητήσεως. Είναι δομικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και απαιτεί δραστικές μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν ριζικές παραγωγικές-κλαδικές αναδιαρθρώσεις.