2 Αυγ. 2014 Δείγμα κρατισμού και λαϊκισμού
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 2/8/2014
Η ελληνική δημοσιονομική χρεοκοπία και η οικονομική κατάρρευση του 2009-2014 έχουν βαθιές ρίζες. Έχουμε αναφερθεί στο εάν η Ελλάδα γνώρισε Μεταπολίτευση στην οικονομία, στην περσινή «επέτειο» (βλ. «ΗτΣ», 20/7/2013) και στο ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε «Παραγωγική Μεταπολίτευση». Πλείστα τα τεκμήρια, που βρίσκονται ένα - ένα καθ' οδόν στην πολυετή και επίπονη διαδικασία προσαρμογής. Μικρό χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξίσωση των ωρών εργασίας των εργαζόμενων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
Η εν λόγω εξίσωση σε 40 ώρες εβδομαδιαίως έλαβε χώρα βάσει του άρθρου 41 του νόμου 3979 που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2011. Μέχρι τότε, και για τρεις δεκαετίες, οι ώρες εργασίας των εργαζομένων στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και στα λοιπά ΝΠΔΔ (με τις εξαιρέσεις -και πριν και μετά την εξομοίωση- ιατρών, εκπαιδευτικών, κ.λπ.) ανέρχονταν σε 37,5 ώρες εβδομαδιαίως. Ποιος, πότε και γιατί, με ποια λογική, είχε αποφασίσει την χρονική διαφοροποίηση των όρων εργασίας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, αρχίζοντας από το Δημόσιο;
Η χρονική διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας των 37,5 ωρών εισήχθη πριν από τριάντα τρία χρόνια, το «ιστορικό», «σωτήριο», ή «μοιραίο» (διαλέγετε και παίρνετε, ανάλογα με τα μεταπολιτευτικά κόμματα και χρώματα, τα μίση και πάθη) 1981, επί τη ευκαιρία της εισαγωγής της πενθημέρου εβδομάδας εργασίας των δημοσίων εν γένει υπηρεσιών. Η αναγκαία εισαγωγή του πενθημέρου δεν σήμαινε και ανάγκη εισαγωγής του μειωμένου χρόνου εργασίας των 37,5 ωρών αντί των 40 ωρών εβδομαδιαίως.
Η επιλογή μειωμένου (έναντι του ιδιωτικού τομέα) ωραρίου των 37,5 ωρών για τον δημόσιο τομέα νομοθετήθηκε με την, τώρα πια γνώριμη, μέθοδο της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Άρχισε να εφαρμόζεται από 1 Ιανουαρίου 1981, ως χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο δώρο της κυβέρνησης του 1980, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας που εκδόθηκε την 29η Δεκεμβρίου 1980 και δημοσιεύθηκε την επομένη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δεν γνώριζε η κυβέρνηση του 1980 ότι επρόκειτο να εισαγάγει την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας των δημοσίων εν γένει υπηρεσιών, και το ανακάλυψε ως υποχρέωση, ως επιλογή ή ως παροχή, μεταξύ Χριστουγέννων του 1980 και Πρωτοχρονιάς του 1981; Στα «έχοντες υπ' όψιν» της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας αναφέρεται «στην ανακύψασαν έκτακτον, εξαιρετικώς επείγουσαν και απρόβλεπτον ανάγκην καθιερώσεως πενθημέρου εργασίας των δημοσίων εν γένει υπηρεσιών, κατόπιν και της σχετικής εξαγγελίας της Κυβερνήσεως διά την εφαρμογήν του μέτρου τούτου από 1ης Ιανουαρίου 1981».
Σε αυτήν την «ανακύψασαν έκτακτον, εξαιρετικώς επείγουσαν και απρόβλεπτον ανάγκην» για εισαγωγήν του πενθημέρου για τους δημοσίους υπαλλήλους δεν καθιερώθηκε η του ιδιωτικού τομέα 40ωρος εβδομαδιαία εργασία, αλλά οι μειωμένες 37,5 ώρες, εμφανέστατα ως πολιτ(ευτ)ικό προϊόν του τότε εκλογικού κύκλου, που οδηγούσε στην επόμενη φάση της μεταπολίτευσης. Και αυτή η «ιστορική» επιλογή (και παροχή προς συγκεκριμένη «πελατεία»), η οποία φέρει τις υπογραφές βαρέων ονομάτων της Μεταπολίτευσης (άλλοι απέκτησαν το όνομα, και άλλοι είχαν τη χάρη), ξηλώθηκε τριάντα χρόνια μετά, εν μέσω της ελληνικής χρεοκοπίας.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 2/8/2014
Η ελληνική δημοσιονομική χρεοκοπία και η οικονομική κατάρρευση του 2009-2014 έχουν βαθιές ρίζες. Έχουμε αναφερθεί στο εάν η Ελλάδα γνώρισε Μεταπολίτευση στην οικονομία, στην περσινή «επέτειο» (βλ. «ΗτΣ», 20/7/2013) και στο ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε «Παραγωγική Μεταπολίτευση». Πλείστα τα τεκμήρια, που βρίσκονται ένα - ένα καθ' οδόν στην πολυετή και επίπονη διαδικασία προσαρμογής. Μικρό χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξίσωση των ωρών εργασίας των εργαζόμενων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
Η εν λόγω εξίσωση σε 40 ώρες εβδομαδιαίως έλαβε χώρα βάσει του άρθρου 41 του νόμου 3979 που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2011. Μέχρι τότε, και για τρεις δεκαετίες, οι ώρες εργασίας των εργαζομένων στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ και στα λοιπά ΝΠΔΔ (με τις εξαιρέσεις -και πριν και μετά την εξομοίωση- ιατρών, εκπαιδευτικών, κ.λπ.) ανέρχονταν σε 37,5 ώρες εβδομαδιαίως. Ποιος, πότε και γιατί, με ποια λογική, είχε αποφασίσει την χρονική διαφοροποίηση των όρων εργασίας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, αρχίζοντας από το Δημόσιο;
Η χρονική διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας των 37,5 ωρών εισήχθη πριν από τριάντα τρία χρόνια, το «ιστορικό», «σωτήριο», ή «μοιραίο» (διαλέγετε και παίρνετε, ανάλογα με τα μεταπολιτευτικά κόμματα και χρώματα, τα μίση και πάθη) 1981, επί τη ευκαιρία της εισαγωγής της πενθημέρου εβδομάδας εργασίας των δημοσίων εν γένει υπηρεσιών. Η αναγκαία εισαγωγή του πενθημέρου δεν σήμαινε και ανάγκη εισαγωγής του μειωμένου χρόνου εργασίας των 37,5 ωρών αντί των 40 ωρών εβδομαδιαίως.
Η επιλογή μειωμένου (έναντι του ιδιωτικού τομέα) ωραρίου των 37,5 ωρών για τον δημόσιο τομέα νομοθετήθηκε με την, τώρα πια γνώριμη, μέθοδο της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Άρχισε να εφαρμόζεται από 1 Ιανουαρίου 1981, ως χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο δώρο της κυβέρνησης του 1980, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας που εκδόθηκε την 29η Δεκεμβρίου 1980 και δημοσιεύθηκε την επομένη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δεν γνώριζε η κυβέρνηση του 1980 ότι επρόκειτο να εισαγάγει την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας των δημοσίων εν γένει υπηρεσιών, και το ανακάλυψε ως υποχρέωση, ως επιλογή ή ως παροχή, μεταξύ Χριστουγέννων του 1980 και Πρωτοχρονιάς του 1981; Στα «έχοντες υπ' όψιν» της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας αναφέρεται «στην ανακύψασαν έκτακτον, εξαιρετικώς επείγουσαν και απρόβλεπτον ανάγκην καθιερώσεως πενθημέρου εργασίας των δημοσίων εν γένει υπηρεσιών, κατόπιν και της σχετικής εξαγγελίας της Κυβερνήσεως διά την εφαρμογήν του μέτρου τούτου από 1ης Ιανουαρίου 1981».
Σε αυτήν την «ανακύψασαν έκτακτον, εξαιρετικώς επείγουσαν και απρόβλεπτον ανάγκην» για εισαγωγήν του πενθημέρου για τους δημοσίους υπαλλήλους δεν καθιερώθηκε η του ιδιωτικού τομέα 40ωρος εβδομαδιαία εργασία, αλλά οι μειωμένες 37,5 ώρες, εμφανέστατα ως πολιτ(ευτ)ικό προϊόν του τότε εκλογικού κύκλου, που οδηγούσε στην επόμενη φάση της μεταπολίτευσης. Και αυτή η «ιστορική» επιλογή (και παροχή προς συγκεκριμένη «πελατεία»), η οποία φέρει τις υπογραφές βαρέων ονομάτων της Μεταπολίτευσης (άλλοι απέκτησαν το όνομα, και άλλοι είχαν τη χάρη), ξηλώθηκε τριάντα χρόνια μετά, εν μέσω της ελληνικής χρεοκοπίας.