6 Οκτ. 2012 Η Ελλάδα μπορεί ή αδυνατεί;
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 6/10/2012
Το ερώτημα υφέρπει διεθνώς, και πιθανότατα θα αναδυθεί εκ νέου στην ευρωπαϊκή σκηνή τις επόμενες εβδομάδες. Δεν συναρτάται μόνον με το περιεχόμενο της επόμενης έκθεσης της τριμερούς Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ, στην οποία ήδη από το Καλοκαίρι παρέπεμπαν οι πολιτικοί ηγέτες των Ευρωπαίων εταίρων. Άλλωστε και το «πότε» και το «τι» της έκθεσης θα επηρεασθούν και από τους υφιστάμενους -ενίοτε αποκλίνοντες- προσανατολισμούς στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή σκηνή.
Ο κίνδυνος το ερώτημα να απαντηθεί «κατά τρόπο κυνικό και πρόχειρο» μόνον αμελητέος δεν είναι. Χρησιμοποιούμε εδώ αυτήν την ιστορική έκφραση του Τσόρτσιλ σχετικά με διεθνείς αποφάσεις του 1944 που σημάδεψαν έκτοτε την ιστορία της, και υπερκαθόρισαν την μεταπολεμική Ελλάδα, γιατί και σήμερα τα πράγματα είναι εξίσου σοβαρά. Εάν οι χειρισμοί στο «ελληνικό ζήτημα» γίνουν «κατά τρόπο κυνικό και πρόχειρο» εξαρτάται από εξωγενείς αλλά, κυρίως, από ενδογενείς παράγοντες.
Στους εξωγενείς παράγοντες ανήκει ο «υπαρκτός ευρωπαϊσμός», δηλαδή τα όρια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από το 2008 η Ε.Ε. έχει κάνει «άλματα» σε σχέση με τα ισχύοντα πριν από την εκδήλωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης δημόσιου χρέους. Αλλά δεν πρόκειται να οδηγηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, όπου δεν θα τίθεται θέμα εξόδου μιας πολιτείας από το κοινό νόμισμα και από την ομοσπονδιακή δομή. Η Ε.Ε. περιλαμβάνει ιστορικά έθνη-κράτη και γι' αυτό δεν είναι συγκρίσιμη με το ομοσπονδιακό κράτος-έθνος των ΗΠΑ.
Η άποψη ότι η έξοδος-αποβολή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (λόγω «μη τήρησης» του προγράμματος, «αποτυχίας» κ.λπ.) θα ενδυναμώσει το κοινό νόμισμα και θα ωθήσει την Ευρωζώνη προς την «άριστη νομισματική περιοχή» έχει πλήθος υποστηρικτών στην Ε.Ε. και στα έθνη-κράτη της. Θεωρείται ότι οι δραματικές επιπτώσεις για την Ελλάδα θα ωθήσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις στις λοιπές χώρες με «επίσημα» ή «οικειοθελή» προγράμματα, και την περαιτέρω τραπεζική και δημοσιονομική ενοποίηση, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της ελληνικής εξόδου.
Στους ενδογενείς παράγοντες που ορίζουν την πιθανότητα ο χειρισμός στο «ελληνικό ζήτημα» να γίνει «κατά τρόπο κυνικό και πρόχειρο» είναι η εγχώρια ιδεοληπτική αμεριμνησία και εμμονή ότι η Ελλάδα δύναται να ανήκει στην Ευρωζώνη ανεξαρτήτως επιδόσεων στα οικονομικά θεμελιώδη (δημοσιονομικό έλλειμμα, ισοζύγιο συναλλαγών, βιωσιμότητα χρέους). Ότι οι συνιστώσες της εγχώριας κλεπτοκρατικής και πελατειακής παράδοσης και οι εκπρόσωποί τους μπορούν να επιβιώνουν ελέω κάποιου ευρωπαϊκού φιλελληνισμού και ανοχής στην ελληνική ιδιαιτερότητα.
Με αυτά τα μυαλά, και με αυτά τα πρόσωπα, η χώρα μπορεί απλά να θέλει να είναι στο ευρώ, αλλά το ευρώ της να μην είναι στην ίδια. Να θέλει να είναι στο ευρώ αλλά να μην έχει ούτε καν τα «προνόμια» των Μονακό, Βατικανού και Αγίου Μαρίνου που αν και εκτός Ευρωζώνης έχουν το ευρώ ως νόμισμά τους και συμφωνηθέν εκδοτικό προνόμιο. Ίσως μοιάζει με Μαυροβούνιο και Κόσοβο, όπου το ευρώ υιοθετήθηκε μονομερώς ως εθνικό νόμισμα.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 6/10/2012
Το ερώτημα υφέρπει διεθνώς, και πιθανότατα θα αναδυθεί εκ νέου στην ευρωπαϊκή σκηνή τις επόμενες εβδομάδες. Δεν συναρτάται μόνον με το περιεχόμενο της επόμενης έκθεσης της τριμερούς Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ, στην οποία ήδη από το Καλοκαίρι παρέπεμπαν οι πολιτικοί ηγέτες των Ευρωπαίων εταίρων. Άλλωστε και το «πότε» και το «τι» της έκθεσης θα επηρεασθούν και από τους υφιστάμενους -ενίοτε αποκλίνοντες- προσανατολισμούς στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή σκηνή.
Ο κίνδυνος το ερώτημα να απαντηθεί «κατά τρόπο κυνικό και πρόχειρο» μόνον αμελητέος δεν είναι. Χρησιμοποιούμε εδώ αυτήν την ιστορική έκφραση του Τσόρτσιλ σχετικά με διεθνείς αποφάσεις του 1944 που σημάδεψαν έκτοτε την ιστορία της, και υπερκαθόρισαν την μεταπολεμική Ελλάδα, γιατί και σήμερα τα πράγματα είναι εξίσου σοβαρά. Εάν οι χειρισμοί στο «ελληνικό ζήτημα» γίνουν «κατά τρόπο κυνικό και πρόχειρο» εξαρτάται από εξωγενείς αλλά, κυρίως, από ενδογενείς παράγοντες.
Στους εξωγενείς παράγοντες ανήκει ο «υπαρκτός ευρωπαϊσμός», δηλαδή τα όρια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από το 2008 η Ε.Ε. έχει κάνει «άλματα» σε σχέση με τα ισχύοντα πριν από την εκδήλωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης δημόσιου χρέους. Αλλά δεν πρόκειται να οδηγηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, όπου δεν θα τίθεται θέμα εξόδου μιας πολιτείας από το κοινό νόμισμα και από την ομοσπονδιακή δομή. Η Ε.Ε. περιλαμβάνει ιστορικά έθνη-κράτη και γι' αυτό δεν είναι συγκρίσιμη με το ομοσπονδιακό κράτος-έθνος των ΗΠΑ.
Η άποψη ότι η έξοδος-αποβολή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (λόγω «μη τήρησης» του προγράμματος, «αποτυχίας» κ.λπ.) θα ενδυναμώσει το κοινό νόμισμα και θα ωθήσει την Ευρωζώνη προς την «άριστη νομισματική περιοχή» έχει πλήθος υποστηρικτών στην Ε.Ε. και στα έθνη-κράτη της. Θεωρείται ότι οι δραματικές επιπτώσεις για την Ελλάδα θα ωθήσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις στις λοιπές χώρες με «επίσημα» ή «οικειοθελή» προγράμματα, και την περαιτέρω τραπεζική και δημοσιονομική ενοποίηση, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της ελληνικής εξόδου.
Στους ενδογενείς παράγοντες που ορίζουν την πιθανότητα ο χειρισμός στο «ελληνικό ζήτημα» να γίνει «κατά τρόπο κυνικό και πρόχειρο» είναι η εγχώρια ιδεοληπτική αμεριμνησία και εμμονή ότι η Ελλάδα δύναται να ανήκει στην Ευρωζώνη ανεξαρτήτως επιδόσεων στα οικονομικά θεμελιώδη (δημοσιονομικό έλλειμμα, ισοζύγιο συναλλαγών, βιωσιμότητα χρέους). Ότι οι συνιστώσες της εγχώριας κλεπτοκρατικής και πελατειακής παράδοσης και οι εκπρόσωποί τους μπορούν να επιβιώνουν ελέω κάποιου ευρωπαϊκού φιλελληνισμού και ανοχής στην ελληνική ιδιαιτερότητα.
Με αυτά τα μυαλά, και με αυτά τα πρόσωπα, η χώρα μπορεί απλά να θέλει να είναι στο ευρώ, αλλά το ευρώ της να μην είναι στην ίδια. Να θέλει να είναι στο ευρώ αλλά να μην έχει ούτε καν τα «προνόμια» των Μονακό, Βατικανού και Αγίου Μαρίνου που αν και εκτός Ευρωζώνης έχουν το ευρώ ως νόμισμά τους και συμφωνηθέν εκδοτικό προνόμιο. Ίσως μοιάζει με Μαυροβούνιο και Κόσοβο, όπου το ευρώ υιοθετήθηκε μονομερώς ως εθνικό νόμισμα.