Χρήστος Ιωάννου: Το Δημόσιο αντί να παρέχει λειτουργεί ως εισπράκτορας
Συνέντευξη
Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ Δευτέρα, 31 Οκτωβρίου 2016 Σελ. 22
Την εκτίμηση ότι η θεαματική δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών δεν είναι βιώσιμη, καθώς προήλθε από την πλευρά των φορολογικών εσόδων αντί των δαπανών, εκφράζει ο οικονομολόγος Χρήστος Ιωάννου, υπογραμμίζοντας ότι το ελληνικό κράτος θα γίνει λειτουργικό και αποτελεσματικό μόνο όταν πάψει να λειτουργεί ως παραγωγός χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, για τις επόμενες γενιές.
Παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα μελέτης του για την ελληνική δημόσια διοίκηση, ο κ. Ιωάννου τονίζει ότι την περίοδο 1974-2009 η αναλογία δημοσίων υπαλλήλων και πληθυσμού υπερπενταπλασιάστηκε και υπογραμμίζει ότι οι πολίτες πληρώνουν «δύο φορές» για τα δημόσια αγαθά, τα οποία χαρακτηρίζει «ιδιωτικοδημόσια». Επικαλούμενος στοιχεία του ΟΟΣΑ, κάνει λόγο για υπερτροφικό Δημόσιο και υπερφορολόγηση, η οποία επιδεινώνει την ανεργία στον ιδιωτικό τομέα και τελικά το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. «Στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις δύσκολα ψηφίζονται και δυσκολότερα εφαρμόζονται» αναφέρει χαρακτηριστικά μιλώντας στη «Ν» και εκφράζει την άποψη ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση λειτουργεί ως εισπράκτορας αντί ως πάροχος αγαθών και υπηρεσιών.
Ποια ήταν η συμμετοχή του δημόσιου τομέα στην κρίση η οποία εκδηλώθηκε το 2009;
«Με το δημόσιο χρέος στο 126,7% του ΑΕΠ και το ύψος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων εκτός ελέγχου ήδη από το 2004, η δημοσιονομική τρωσιμότητα της Ελλάδας το 2009 ήταν η υψηλότατη στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη και από τις υψηλότερες παγκοσμίως. Το ελληνικό Δημόσιο δανειζόταν όχι μόνο λόγω διευρυνόμενων πρωτογενών ελλειμμάτων, αλλά και για να χρηματοδοτεί την πληρωμή των τόκων του αυξανόμενου δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα το ελληνικό Δημόσιο είχε τη χαμηλότατη στην Ε.Ε., και από τις χαμηλότερες παγκοσμίως, κοινωνική χρησιμότητα σε σχέση με τους πόρους που απορροφούσε. Η υψηλότατη δημοσιονομική τρωσιμότητα και η χαμηλότατη κοινωνική χρησιμότητα του ελληνικού Δημοσίου ήταν μέρος ευρύτερης στρέβλωσης μεταξύ του παραγωγικού - ανταγωνιστικού τομέα της ελληνικής οικονομίας (και κοινωνίας) και του προστατευμένου χαμηλότερης παραγωγικότητας ή και του αντιπαραγωγικού-παρασιτικού τομέα της. Ο πρώτος κατέρρεε -οι κλάδοι παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών συρρικνώθηκαν από το 25% του ΑΕΠ το 2000 στο 20,5% το 2009- και ο δεύτερος ευημερούσε δανειζόμενος, βαδίζοντας προς τη χρεοκοπία».
Έπειτα από 7 χρόνια προσαρμογής, πόση διαδρομή καλύψαμε ώστε να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος;
«Η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί, καταγράφεται στις ευρύτερες παγκοσμίως. Όμως παραμένει ασταθής και συζητήσιμης βιωσιμότητας, γιατί δρομολογήθηκε σε διαφορετική οδό από εκείνη της προέλευσης του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Στην πορεία προς το 2009 προήλθε κυρίως -κατά τα 3/4- από την πλευρά των δαπανών και εν μέρει, κατά 1/4, από την αναποτελεσματική λειτουργία της είσπραξης των δημόσιων εσόδων. Η δημοσιονομική προσαρμογή επιχειρήθηκε, και επιχειρείται, δυσανάλογα αντιστρόφως, κυρίως με αύξηση της φορολογίας (όχι αποτελεσματικότερη είσπραξη των υφιστάμενων φόρων), πολύ λιγότερο με μείωση των δαπανών. Η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης δεν έχει βελτιωθεί, αντιθέτως. Στρέφεται μονομερώς να βελτιώσει την εισπρακτική της λειτουργία. Όχι αυτήν της παροχής δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών στον πολίτη. Το χάσμα μεταξύ διοίκησης και διοικούμενων, πολιτών, διευρύνεται. Το ελληνικό κράτος θα γίνει λειτουργικό και αποτελεσματικό όταν, εκτός των αναγκαίων σαρωτικών μεταρρυθμίσεων, διά θεσμών και προσώπων, πάψει να λειτουργεί ως παραγωγός χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) για τις επόμενες γενιές, και όταν συλλάβει τη σοβαρότητα προκλήσεων όπως η δημογραφική γήρανση, οι μεταναστευτικές ροές και η περιβαλλοντική υποβάθμιση, για την ύπαρξή του».
Η αδυναμία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης θεωρείται και ως ένα από τα βασικά αίτια των χαμηλών επιδόσεων στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Πώς λειτουργεί αυτό στην πράξη;
«Οι μεταρρυθμίσεις δύσκολα ψηφίζονται, ως προαπαιτούμενα δόσεων των δανείων, και ακόμη δυσκολότερα εφαρμόζονται - όταν εφαρμόζονται. Δεκάδες νομοθετήματα-μεταρρυθμίσεις κείνται επί χάρτου, ατάκτως ερριμμένα. Στην πράξη δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στις λειτουργίες της διοίκησης και της κοινωνίας. Η ελληνική δημόσια διοίκηση και αυτοδιοίκηση αρνούνται να ανακαλύψουν τα εργαλεία της διοικητικής επιστήμης και της τεχνολογίας. Ιδιαίτερα τα πλέον καθυστερημένα τμήματά τους, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία και η αυτοδιοίκηση».
Οι πιστωτές έχουν δώσει τη δέουσα σημασία στην παράμετρο της δημόσιας διοίκησης ή εξυπηρετούνται με τους φόρους ως κεντρικό στοιχείο της προσαρμογής;
«Για λόγους εθνικού και δημόσιου συμφέροντος η δημόσια διοίκηση θα όφειλε να είναι υποκείμενο των μεταρρυθμίσεων και της ανασυγκρότησης. Όμως οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση μεταφέρονται από μνημόνιο σε μνημόνιο και εξειδικεύονται όλο και περισσότερο, καταλήγοντας και στη μικροδιαχείριση μέσω των μνημονίων. Από τον Οκτώβριο 2015 υπάρχει και τεχνικό μνημόνιο για στήριξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με σχεδόν 50 έργα. Η εξωγενής μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης δεν είναι εφικτή. Όταν δε υπάρχει “τεχνική βοήθεια”, ακόμη και επιβεβλημένη, κάποιος ενδογενώς πρέπει να την προσανατολίζει και να την αξιοποιεί».
Ο ικανός και εργατικός δημόσιος υπάλληλος στην Ελλάδα αμείβεται το ίδιο με τον λιγότερο ικανό και εργατικό δημόσιο υπάλληλο. Έχει μεριμνήσει το πρόγραμμα ευρύτερα για την καθιέρωση αξιολόγησης στο ελληνικό δημόσιο;
«Στην ουσία ο ικανός και εργατικός δημόσιος υπάλληλος στην Ελλάδα αμείβεται λιγότερο. Το μεν πρόγραμμα μερίμνησε για την καθιέρωση ουσιαστικής αξιολόγησης, οι δε αρμόδιοι να την εφαρμόσουν και να την υποστούν μερίμνησαν να μην εφαρμοσθεί. Δόθηκαν σκληρές μάχες γι’ αυτό. Ωστόσο, το συμφωνημένο Action Plan του 2014 υιοθετήθηκε ξανά, προ έτους».
Υπάρχει η άποψη σύμφωνα με την οποία το κράτος αποτελεί τον βασικό εργοδότη στην Ελλάδα και πως είναι ευρύτερα «υπερτροφικό». Μήπως πρόκειται για ένα από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τη δημόσια συζήτηση στη χώρα;
«Είναι πράγματι “υπερτροφικό” στην απορρόφηση πόρων και “ατροφικό” στην παραγωγή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών για τους πολίτες. Οι αριθμοί, τους οποίους υποχρεωθήκαμε να “ανακαλύψουμε” λόγω μνημονίου, λένε ότι το 2009 η απασχόληση στον ελληνικό δημόσιο τομέα ήταν 942.625 άτομα και ως ποσοστό της απασχόλησης ήταν στο 24,9%, έναντι μέσου όρου 21,1% στις λοιπές χώρες του ΟΟΣΑ, και παρέμεινε ανώτερο το 2013, 23,5% έναντι 21,3% στις λοιπές χώρες του ΟΟΣΑ, παρά το ότι μειώθηκε σε 675.530 άτομα. Στερεότυπο είναι να παραμένει κανείς σε παραπλανητικά ή ακόμη και στα αληθή ποσοστά της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Εκτός από το “απόθεμα”, έχουν μεγαλύτερη σημασία και οι “ροές”. Η ταχύτερη έξοδος από το Δημόσιο στην πρόωρη, και περισσότερο γενναιόδωρη έναντι του ιδιωτικού τομέα, συνταξιοδότηση δεν περιγράφεται στις στατιστικές του “αποθέματος” της απασχόλησης του δημόσιου τομέα».
Οι απολύσεις στο Δημόσιο αποτελούν «κόκκινη γραμμή» για σχεδόν όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Το κύριο επιχείρημα είναι πως ακόμη και αν θα ήταν χρήσιμες, δεν θα πρέπει να γίνουν μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλής ανεργίας. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Η “κόκκινη γραμμή” που διαπερνά το πολιτικό σύστημα σε όλη τη μεταπολίτευση είναι οι προσλήψεις στο Δημόσιο ως μέσο δημιουργίας και αναπαραγωγής του μέσω πελατειακών δικτύων. Η αναλογία μόνιμων δημόσιων υπαλλήλων σε σχέση με τον πληθυσμό υπερπενταπλασιάσθηκε μεταξύ 1974 και 2009. Ήταν 113 χιλιάδες το 1974, 122 χιλιάδες το 1981, 197 χιλιάδες το 1987, 259 χιλιάδες το 1991, 450 χιλιάδες το 2001 και έφθασαν 693 χιλιάδες το 2009. Κι αυτό έγινε κυρίως μέσω του πελατειακού μηχανισμού. Αν η υπερφορολόγηση γίνεται για να αμείβονται καλύτερα από ό,τι ο εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα, όχι αυτοί που δουλεύουν για το ελληνικό δημόσιο συμφέρον, αλλά αυτοί που “μας δουλεύουν”, τότε η διατήρησή τους στη δημόσια απασχόληση επιβαρύνει περαιτέρω και την ανεργία του ιδιωτικού τομέα και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Η δημόσια αμειβόμενη αεργία ή παρεργία των πελατών είναι προτιμότερη από την ανεργία;».
Πόσο δημόσια είναι τα δημόσια αγαθά στην Ελλάδα;
«Για βασικά δημόσια αγαθά οι πολίτες πληρώνουν δύο φορές. Για παράδειγμα, για την παιδεία και την υγεία. Μία στο Δημόσιο, μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, και μία στο “ιδιωτικοδημόσιο”, μέσω φροντιστηρίων και ιδιαιτέρων μαθημάτων, ή μέσω εδραιωμένων παράλληλων ιδιωτικών πληρωμών για υπηρεσίες δημόσιας υγείας. Συνεπώς, τα δημόσια αγαθά στην Ελλάδα είναι ιδιωτικοδημόσια. Κι αυτό παρά το ότι για τους μισθωτούς η “φορολογική σφήνα”, η διαφορά, μεταξύ συνολικού κόστους της ονομαστικής αμοιβής τους και της καθαρής αμοιβής τους είναι από τις υψηλότερες, αν όχι η υψηλότατη, στην Ευρώπη».
Συνέντευξη στον ΒΑΣΙΛΗ ΚΩΣΤΟΥΛΑ- vkost@naftemporiki.gr
* Ο Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος και συγγραφέας του Public sector employment relations in Greece: Adjustment and Reforms, στο Public Service Management and Employment Relations in Europe; Emerging from the Crisis? Bach Stephen and Bordogna Lorenzo (editors), Routledge, London, 2016, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα μελέτης του για την ελληνική δημόσια διοίκηση, ο κ. Ιωάννου τονίζει ότι την περίοδο 1974-2009 η αναλογία δημοσίων υπαλλήλων και πληθυσμού υπερπενταπλασιάστηκε και υπογραμμίζει ότι οι πολίτες πληρώνουν «δύο φορές» για τα δημόσια αγαθά, τα οποία χαρακτηρίζει «ιδιωτικοδημόσια». Επικαλούμενος στοιχεία του ΟΟΣΑ, κάνει λόγο για υπερτροφικό Δημόσιο και υπερφορολόγηση, η οποία επιδεινώνει την ανεργία στον ιδιωτικό τομέα και τελικά το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. «Στην Ελλάδα οι μεταρρυθμίσεις δύσκολα ψηφίζονται και δυσκολότερα εφαρμόζονται» αναφέρει χαρακτηριστικά μιλώντας στη «Ν» και εκφράζει την άποψη ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση λειτουργεί ως εισπράκτορας αντί ως πάροχος αγαθών και υπηρεσιών.
Ποια ήταν η συμμετοχή του δημόσιου τομέα στην κρίση η οποία εκδηλώθηκε το 2009;
«Με το δημόσιο χρέος στο 126,7% του ΑΕΠ και το ύψος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων εκτός ελέγχου ήδη από το 2004, η δημοσιονομική τρωσιμότητα της Ελλάδας το 2009 ήταν η υψηλότατη στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη και από τις υψηλότερες παγκοσμίως. Το ελληνικό Δημόσιο δανειζόταν όχι μόνο λόγω διευρυνόμενων πρωτογενών ελλειμμάτων, αλλά και για να χρηματοδοτεί την πληρωμή των τόκων του αυξανόμενου δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα το ελληνικό Δημόσιο είχε τη χαμηλότατη στην Ε.Ε., και από τις χαμηλότερες παγκοσμίως, κοινωνική χρησιμότητα σε σχέση με τους πόρους που απορροφούσε. Η υψηλότατη δημοσιονομική τρωσιμότητα και η χαμηλότατη κοινωνική χρησιμότητα του ελληνικού Δημοσίου ήταν μέρος ευρύτερης στρέβλωσης μεταξύ του παραγωγικού - ανταγωνιστικού τομέα της ελληνικής οικονομίας (και κοινωνίας) και του προστατευμένου χαμηλότερης παραγωγικότητας ή και του αντιπαραγωγικού-παρασιτικού τομέα της. Ο πρώτος κατέρρεε -οι κλάδοι παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών συρρικνώθηκαν από το 25% του ΑΕΠ το 2000 στο 20,5% το 2009- και ο δεύτερος ευημερούσε δανειζόμενος, βαδίζοντας προς τη χρεοκοπία».
Έπειτα από 7 χρόνια προσαρμογής, πόση διαδρομή καλύψαμε ώστε να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος;
«Η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί, καταγράφεται στις ευρύτερες παγκοσμίως. Όμως παραμένει ασταθής και συζητήσιμης βιωσιμότητας, γιατί δρομολογήθηκε σε διαφορετική οδό από εκείνη της προέλευσης του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Στην πορεία προς το 2009 προήλθε κυρίως -κατά τα 3/4- από την πλευρά των δαπανών και εν μέρει, κατά 1/4, από την αναποτελεσματική λειτουργία της είσπραξης των δημόσιων εσόδων. Η δημοσιονομική προσαρμογή επιχειρήθηκε, και επιχειρείται, δυσανάλογα αντιστρόφως, κυρίως με αύξηση της φορολογίας (όχι αποτελεσματικότερη είσπραξη των υφιστάμενων φόρων), πολύ λιγότερο με μείωση των δαπανών. Η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης δεν έχει βελτιωθεί, αντιθέτως. Στρέφεται μονομερώς να βελτιώσει την εισπρακτική της λειτουργία. Όχι αυτήν της παροχής δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών στον πολίτη. Το χάσμα μεταξύ διοίκησης και διοικούμενων, πολιτών, διευρύνεται. Το ελληνικό κράτος θα γίνει λειτουργικό και αποτελεσματικό όταν, εκτός των αναγκαίων σαρωτικών μεταρρυθμίσεων, διά θεσμών και προσώπων, πάψει να λειτουργεί ως παραγωγός χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) για τις επόμενες γενιές, και όταν συλλάβει τη σοβαρότητα προκλήσεων όπως η δημογραφική γήρανση, οι μεταναστευτικές ροές και η περιβαλλοντική υποβάθμιση, για την ύπαρξή του».
Η αδυναμία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης θεωρείται και ως ένα από τα βασικά αίτια των χαμηλών επιδόσεων στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Πώς λειτουργεί αυτό στην πράξη;
«Οι μεταρρυθμίσεις δύσκολα ψηφίζονται, ως προαπαιτούμενα δόσεων των δανείων, και ακόμη δυσκολότερα εφαρμόζονται - όταν εφαρμόζονται. Δεκάδες νομοθετήματα-μεταρρυθμίσεις κείνται επί χάρτου, ατάκτως ερριμμένα. Στην πράξη δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στις λειτουργίες της διοίκησης και της κοινωνίας. Η ελληνική δημόσια διοίκηση και αυτοδιοίκηση αρνούνται να ανακαλύψουν τα εργαλεία της διοικητικής επιστήμης και της τεχνολογίας. Ιδιαίτερα τα πλέον καθυστερημένα τμήματά τους, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία και η αυτοδιοίκηση».
Οι πιστωτές έχουν δώσει τη δέουσα σημασία στην παράμετρο της δημόσιας διοίκησης ή εξυπηρετούνται με τους φόρους ως κεντρικό στοιχείο της προσαρμογής;
«Για λόγους εθνικού και δημόσιου συμφέροντος η δημόσια διοίκηση θα όφειλε να είναι υποκείμενο των μεταρρυθμίσεων και της ανασυγκρότησης. Όμως οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση μεταφέρονται από μνημόνιο σε μνημόνιο και εξειδικεύονται όλο και περισσότερο, καταλήγοντας και στη μικροδιαχείριση μέσω των μνημονίων. Από τον Οκτώβριο 2015 υπάρχει και τεχνικό μνημόνιο για στήριξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με σχεδόν 50 έργα. Η εξωγενής μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης δεν είναι εφικτή. Όταν δε υπάρχει “τεχνική βοήθεια”, ακόμη και επιβεβλημένη, κάποιος ενδογενώς πρέπει να την προσανατολίζει και να την αξιοποιεί».
Ο ικανός και εργατικός δημόσιος υπάλληλος στην Ελλάδα αμείβεται το ίδιο με τον λιγότερο ικανό και εργατικό δημόσιο υπάλληλο. Έχει μεριμνήσει το πρόγραμμα ευρύτερα για την καθιέρωση αξιολόγησης στο ελληνικό δημόσιο;
«Στην ουσία ο ικανός και εργατικός δημόσιος υπάλληλος στην Ελλάδα αμείβεται λιγότερο. Το μεν πρόγραμμα μερίμνησε για την καθιέρωση ουσιαστικής αξιολόγησης, οι δε αρμόδιοι να την εφαρμόσουν και να την υποστούν μερίμνησαν να μην εφαρμοσθεί. Δόθηκαν σκληρές μάχες γι’ αυτό. Ωστόσο, το συμφωνημένο Action Plan του 2014 υιοθετήθηκε ξανά, προ έτους».
Υπάρχει η άποψη σύμφωνα με την οποία το κράτος αποτελεί τον βασικό εργοδότη στην Ελλάδα και πως είναι ευρύτερα «υπερτροφικό». Μήπως πρόκειται για ένα από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τη δημόσια συζήτηση στη χώρα;
«Είναι πράγματι “υπερτροφικό” στην απορρόφηση πόρων και “ατροφικό” στην παραγωγή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών για τους πολίτες. Οι αριθμοί, τους οποίους υποχρεωθήκαμε να “ανακαλύψουμε” λόγω μνημονίου, λένε ότι το 2009 η απασχόληση στον ελληνικό δημόσιο τομέα ήταν 942.625 άτομα και ως ποσοστό της απασχόλησης ήταν στο 24,9%, έναντι μέσου όρου 21,1% στις λοιπές χώρες του ΟΟΣΑ, και παρέμεινε ανώτερο το 2013, 23,5% έναντι 21,3% στις λοιπές χώρες του ΟΟΣΑ, παρά το ότι μειώθηκε σε 675.530 άτομα. Στερεότυπο είναι να παραμένει κανείς σε παραπλανητικά ή ακόμη και στα αληθή ποσοστά της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Εκτός από το “απόθεμα”, έχουν μεγαλύτερη σημασία και οι “ροές”. Η ταχύτερη έξοδος από το Δημόσιο στην πρόωρη, και περισσότερο γενναιόδωρη έναντι του ιδιωτικού τομέα, συνταξιοδότηση δεν περιγράφεται στις στατιστικές του “αποθέματος” της απασχόλησης του δημόσιου τομέα».
Οι απολύσεις στο Δημόσιο αποτελούν «κόκκινη γραμμή» για σχεδόν όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Το κύριο επιχείρημα είναι πως ακόμη και αν θα ήταν χρήσιμες, δεν θα πρέπει να γίνουν μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλής ανεργίας. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Η “κόκκινη γραμμή” που διαπερνά το πολιτικό σύστημα σε όλη τη μεταπολίτευση είναι οι προσλήψεις στο Δημόσιο ως μέσο δημιουργίας και αναπαραγωγής του μέσω πελατειακών δικτύων. Η αναλογία μόνιμων δημόσιων υπαλλήλων σε σχέση με τον πληθυσμό υπερπενταπλασιάσθηκε μεταξύ 1974 και 2009. Ήταν 113 χιλιάδες το 1974, 122 χιλιάδες το 1981, 197 χιλιάδες το 1987, 259 χιλιάδες το 1991, 450 χιλιάδες το 2001 και έφθασαν 693 χιλιάδες το 2009. Κι αυτό έγινε κυρίως μέσω του πελατειακού μηχανισμού. Αν η υπερφορολόγηση γίνεται για να αμείβονται καλύτερα από ό,τι ο εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα, όχι αυτοί που δουλεύουν για το ελληνικό δημόσιο συμφέρον, αλλά αυτοί που “μας δουλεύουν”, τότε η διατήρησή τους στη δημόσια απασχόληση επιβαρύνει περαιτέρω και την ανεργία του ιδιωτικού τομέα και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Η δημόσια αμειβόμενη αεργία ή παρεργία των πελατών είναι προτιμότερη από την ανεργία;».
Πόσο δημόσια είναι τα δημόσια αγαθά στην Ελλάδα;
«Για βασικά δημόσια αγαθά οι πολίτες πληρώνουν δύο φορές. Για παράδειγμα, για την παιδεία και την υγεία. Μία στο Δημόσιο, μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, και μία στο “ιδιωτικοδημόσιο”, μέσω φροντιστηρίων και ιδιαιτέρων μαθημάτων, ή μέσω εδραιωμένων παράλληλων ιδιωτικών πληρωμών για υπηρεσίες δημόσιας υγείας. Συνεπώς, τα δημόσια αγαθά στην Ελλάδα είναι ιδιωτικοδημόσια. Κι αυτό παρά το ότι για τους μισθωτούς η “φορολογική σφήνα”, η διαφορά, μεταξύ συνολικού κόστους της ονομαστικής αμοιβής τους και της καθαρής αμοιβής τους είναι από τις υψηλότερες, αν όχι η υψηλότατη, στην Ευρώπη».
Συνέντευξη στον ΒΑΣΙΛΗ ΚΩΣΤΟΥΛΑ- vkost@naftemporiki.gr
* Ο Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος και συγγραφέας του Public sector employment relations in Greece: Adjustment and Reforms, στο Public Service Management and Employment Relations in Europe; Emerging from the Crisis? Bach Stephen and Bordogna Lorenzo (editors), Routledge, London, 2016, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.