25 Απριλίου 2015 Η Γερμανική όψη της κρίσης
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 25/4/2015
Οι σύγχρονες εκδοχές του ελληνογερμανικού «πολέμου», που αναπαράγονται μέσω στερεοτύπων και απλοποιητικών σχημάτων με πρωτοσέλιδα ευρείας κυκλοφορίας και με «καραμπόλες» δηλώσεων ένθεν - κακείθεν, συγκαλύπτουν κρίσιμες παραμέτρους του ελληνικού και του ευρωπαϊκού ζητήματος. Οταν οι Έλληνες και άλλοι Ευρωπαίοι μέλη της Ευρωζώνης μιλούν για την κρίση, για την κρίση του ευρώ, της Ευρώπης κ.λπ. αυτό δεν είναι κάτι απτό για τον Γερμανό πολίτη.
Δεν είναι κρίση με το κόστος του χρήματος μηδενικό, με ιστορικά χαμηλό κόστος του πετρελαίου, με τις γερμανικές εξαγωγές στα ύψη και βελτιούμενες, και με την IGMetal να δίνει την κατεύθυνση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις για αυξήσεις μισθών περί το 3,5% με πληθωρισμό κάτω του 0,5%, με την ανεργία να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά περί το 5%, με την ανεργία των πτυχιούχων πανεπιστημίου στο 2,5% -σε μία τέτοια «σφικτή» αγορά εργασίας ακόμη και ένας πιθανόν ψυχικά ασθενής πιλότος, δύναται να απασχοληθεί, όντας σε αναρρωτική άδεια, ως πιλότος Airbus.
Οι Γερμανοί πέρασαν την κρίση σχεδόν ανώδυνα, μεταξύ 2008 και 2013 η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 15%, η ανεργία συγκρατήθηκε με την υιοθέτηση στις επιχειρήσεις, όπου χρειάσθηκε, της προσωρινά συντομότερης εβδομάδας εργασίας ώστε να μην χαθούν οι θέσεις εργασίας, και αυτά σε συνθήκες ευρώ και Νομισματικής Ενωσης, που επιτρέπει το κόστος του χρήματος (επιτόκιο) να βρίσκεται στο 0,25%, αντί του 3%-4% αν υπήρχε ακόμη το μάρκο, όπου το συγκριτικά ασθενέστερο ευρώ (έναντι ενός σκληρού και υπερτιμούμενου μάρκου) να βοηθά τις γερμανικές εξαγωγές.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα επιλογών προγενεστέρων αλλά και κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ, όταν, ενώ η Ελλάδα ακολούθησε την οδό προς οικονομική μεγέθυνση μέσω του δανεισμού, του χρέους και της κατανάλωσης, η Γερμανία ακολούθησε την οικονομική μεγέθυνση μέσω της αύξησης της παραγωγής και των εξαγωγών. Ωστόσο, το να αποδίδεται η παραγωγική καταστροφή που έλαβε χώρα στην Ελλάδα κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ, και η μετέπειτα χρεοκοπία, στην ατελή αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, είναι μια απλή και ένοχη υπεκφυγή.
Αλλωστε, τη δεκαετία του 1990, ενώ εξελισσόταν η πορεία προς τη Νομισματική Ενωση του ευρώ, στη Γερμανία δημιουργούνταν ήδη μία άλλη νομισματική ένωση. Αυτή της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας, με την ένταξη της δεύτερης στο μάρκο, με πλήρη δημοσιονομική ένωση και δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, με πραγματική αξιοποίηση των πόρων των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων. Στις περιφέρειες των ανατολικών lander από κάθε 100 κοινοτικά ευρώ που «απορροφούνταν» για επένδυση έμεναν εκεί τα 81,1, όταν στις ελληνικές περιφέρειες την ίδια εποχή από κάθε 100 κοινοτικά ευρώ έμεναν μόνον τα 57,4, τα δε υπόλοιπα, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, επέστρεφαν στην ανεπτυγμένες περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και οι δυτικογερμανικές.
Η γερμανική ηγεσία της εποχής διαχειρίσθηκε την κρίση της δεκαετίας του 1990, αλλά για την κρίση του ευρωπαϊκού νότου της ζώνης του ευρώ (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος κ.λπ.) επέλεξε να τη διαχειρισθεί στο πλαίσιο της Ε.Ε., προσκαλώντας ταυτόχρονα και το ΔΝΤ για χρηματοδότηση και εποπτεία.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 25/4/2015
Οι σύγχρονες εκδοχές του ελληνογερμανικού «πολέμου», που αναπαράγονται μέσω στερεοτύπων και απλοποιητικών σχημάτων με πρωτοσέλιδα ευρείας κυκλοφορίας και με «καραμπόλες» δηλώσεων ένθεν - κακείθεν, συγκαλύπτουν κρίσιμες παραμέτρους του ελληνικού και του ευρωπαϊκού ζητήματος. Οταν οι Έλληνες και άλλοι Ευρωπαίοι μέλη της Ευρωζώνης μιλούν για την κρίση, για την κρίση του ευρώ, της Ευρώπης κ.λπ. αυτό δεν είναι κάτι απτό για τον Γερμανό πολίτη.
Δεν είναι κρίση με το κόστος του χρήματος μηδενικό, με ιστορικά χαμηλό κόστος του πετρελαίου, με τις γερμανικές εξαγωγές στα ύψη και βελτιούμενες, και με την IGMetal να δίνει την κατεύθυνση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις για αυξήσεις μισθών περί το 3,5% με πληθωρισμό κάτω του 0,5%, με την ανεργία να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά περί το 5%, με την ανεργία των πτυχιούχων πανεπιστημίου στο 2,5% -σε μία τέτοια «σφικτή» αγορά εργασίας ακόμη και ένας πιθανόν ψυχικά ασθενής πιλότος, δύναται να απασχοληθεί, όντας σε αναρρωτική άδεια, ως πιλότος Airbus.
Οι Γερμανοί πέρασαν την κρίση σχεδόν ανώδυνα, μεταξύ 2008 και 2013 η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 15%, η ανεργία συγκρατήθηκε με την υιοθέτηση στις επιχειρήσεις, όπου χρειάσθηκε, της προσωρινά συντομότερης εβδομάδας εργασίας ώστε να μην χαθούν οι θέσεις εργασίας, και αυτά σε συνθήκες ευρώ και Νομισματικής Ενωσης, που επιτρέπει το κόστος του χρήματος (επιτόκιο) να βρίσκεται στο 0,25%, αντί του 3%-4% αν υπήρχε ακόμη το μάρκο, όπου το συγκριτικά ασθενέστερο ευρώ (έναντι ενός σκληρού και υπερτιμούμενου μάρκου) να βοηθά τις γερμανικές εξαγωγές.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα επιλογών προγενεστέρων αλλά και κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ, όταν, ενώ η Ελλάδα ακολούθησε την οδό προς οικονομική μεγέθυνση μέσω του δανεισμού, του χρέους και της κατανάλωσης, η Γερμανία ακολούθησε την οικονομική μεγέθυνση μέσω της αύξησης της παραγωγής και των εξαγωγών. Ωστόσο, το να αποδίδεται η παραγωγική καταστροφή που έλαβε χώρα στην Ελλάδα κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ, και η μετέπειτα χρεοκοπία, στην ατελή αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, είναι μια απλή και ένοχη υπεκφυγή.
Αλλωστε, τη δεκαετία του 1990, ενώ εξελισσόταν η πορεία προς τη Νομισματική Ενωση του ευρώ, στη Γερμανία δημιουργούνταν ήδη μία άλλη νομισματική ένωση. Αυτή της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας, με την ένταξη της δεύτερης στο μάρκο, με πλήρη δημοσιονομική ένωση και δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, με πραγματική αξιοποίηση των πόρων των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων. Στις περιφέρειες των ανατολικών lander από κάθε 100 κοινοτικά ευρώ που «απορροφούνταν» για επένδυση έμεναν εκεί τα 81,1, όταν στις ελληνικές περιφέρειες την ίδια εποχή από κάθε 100 κοινοτικά ευρώ έμεναν μόνον τα 57,4, τα δε υπόλοιπα, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, επέστρεφαν στην ανεπτυγμένες περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και οι δυτικογερμανικές.
Η γερμανική ηγεσία της εποχής διαχειρίσθηκε την κρίση της δεκαετίας του 1990, αλλά για την κρίση του ευρωπαϊκού νότου της ζώνης του ευρώ (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος κ.λπ.) επέλεξε να τη διαχειρισθεί στο πλαίσιο της Ε.Ε., προσκαλώντας ταυτόχρονα και το ΔΝΤ για χρηματοδότηση και εποπτεία.