9 Απριλίου 2015 Η καραμέλα αποφυγής «υφεσιακών μέτρων»
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 9-11/4/2015
Σχεδόν κάθε κυβερνητική δήλωση περί «διαπραγμάτευσης» με τους Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ και περί οικονομικής πολιτικής αρχίζει, συνοδεύεται ή καταλήγει με την επισήμανση, κοινό τόπο ή κοινό παρονομαστή, περί άρνησης και αποφυγής λήψης «υφεσιακών μέτρων». Ουδέποτε όμως μπαίνει κανείς στον κόπο να αναλύσει ποια είναι (και γιατί) «υφεσιακά» και ποια δεν είναι. Είναι αξιωματικός χαρακτηρισμός, εφάμιλλος ή ισοδύναμος του «μνημονιακού» μέτρου.
Αυτός ο αξιωματικός χαρακτηρισμός στηρίζεται σε μία ορισμένη «ερμηνεία» για τη βασική αιτία της δυσπραγίας της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, τα τελευταία χρόνια και κυρίως μετά το πρώτο Μνημόνιο. Αν και νεφελώδης ως προς τις τεχνικές λεπτομέρειες, είναι διάχυτη και στην κυβερνητική ηγεσία, όπως και στην κοινή γνώμη, η πεποίθηση πως το πρόβλημα ξεκίνησε από τους σκληρούς περιορισμούς που επέβαλε τόσο στις δημόσιες δαπάνες όσο και στις αμοιβές, με την εδώ έλευσή της, η τότε τρόικα, και οι νυν θεσμοί.
Αυτή η «ερμηνεία» της κοινωνικής και οικονομικής δυσπραγίας και κατάρρευσης δεν ακούγεται για πρώτη φορά. Αυτή ήταν η ανάλυση των οικονομικών «εγκεφάλων» της κυβερνήσεως του 2009-2011 στα πρώτα βήματά της, αυτή η ίδια ήταν στην περίοδο μέχρι τις εκλογές του 2012 της τότε αντιπολιτεύσεως -και μετέπειτα κυβερνήσεως- αυτή είναι και σήμερα η ανάλυση των ομολόγων τους της τρέχουσας κυβερνήσεως που είχαν αναλάβει τον ρόλο της αντιπολιτεύσεως μετά τις εκλογές του 2012.
Η πεποίθηση αυτή καλλιεργήθηκε από τις κατά καιρούς διακηρύξεις κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως ότι θα εξοστρακίσουν την τρόικα και ότι θα επαναφέρουν τις δημόσιες δαπάνες, τις αμοιβές, τις συντάξεις, κ.ο.κ στην προ τρόικας εποχή, ομονοώντας, αν μη τι άλλο, σχετικά με την πηγή και τη βαθύτερη φύση του προβλήματος της χώρας (να φύγει το ΔΝΤ κ.λπ.).
Έτσι σήμερα συνεχίζονται οι καταγγελίες της «υφεσιακής» λιτότητας συνδυασμένες με αφηρημένες αναφορές στην κεϋνσιανή θεωρία. Για την οποία, από τα μέχρι τώρα στοιχεία, οι αναφερόμενοι σε αυτήν δεν καθιστούν σαφές πώς ακριβώς την αντιλαμβάνονται. Πράγμα που δεν είναι και πολύ παράδοξο, λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος ότι ένας ιδεολογικός χώρος ο οποίος, μέχρι προ μίας δεκαετίας ακόμη, και με τους πλέον «φωτισμένους» εκπροσώπους του, περιφρονούσε τον Κέινς ως τον κορυφαίο «απολογητή» του συστήματος, σήμερα, σε μία οβιδιακή μεταστροφή, δείχνει να τον θεωρεί ως τον κατ’ εξοχήν θεωρητικό εκφραστή των πρώτων σταδίων της σοσιαλιστικής μετάβασης!
Όμως οι καταγγελίες των «υφεσιακών μέτρων» ήταν απλά πρόσχημα προκειμένου οι «ευγενείς» κλάδοι του παρασιτισμού να διατηρήσουν τα, πέραν των πραγματικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, εισοδήματά τους. Προκρίνοντας να σφαγιασθεί φορολογικά η υπόλοιπη κοινωνία, να κατακρεουργηθούν οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις αλλά και για ενίσχυση των πραγματικά ευπαθών ομάδων. Συμβάλλοντας στο πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας των παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, εκτός βεβαίως των χρόνιων παθογενειών που τους χαρακτηρίζουν, με την υπερφορολόγηση αλλά και στην πιστωτική ασφυξία, η οποία είναι παρεπόμενο και του ότι το κράτος συρρικνώνει εξακολουθητικά τα διαθέσιμα εισοδήματα συμπιέζοντας συνεχώς και τις αποταμιεύσεις.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 9-11/4/2015
Σχεδόν κάθε κυβερνητική δήλωση περί «διαπραγμάτευσης» με τους Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ και περί οικονομικής πολιτικής αρχίζει, συνοδεύεται ή καταλήγει με την επισήμανση, κοινό τόπο ή κοινό παρονομαστή, περί άρνησης και αποφυγής λήψης «υφεσιακών μέτρων». Ουδέποτε όμως μπαίνει κανείς στον κόπο να αναλύσει ποια είναι (και γιατί) «υφεσιακά» και ποια δεν είναι. Είναι αξιωματικός χαρακτηρισμός, εφάμιλλος ή ισοδύναμος του «μνημονιακού» μέτρου.
Αυτός ο αξιωματικός χαρακτηρισμός στηρίζεται σε μία ορισμένη «ερμηνεία» για τη βασική αιτία της δυσπραγίας της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, τα τελευταία χρόνια και κυρίως μετά το πρώτο Μνημόνιο. Αν και νεφελώδης ως προς τις τεχνικές λεπτομέρειες, είναι διάχυτη και στην κυβερνητική ηγεσία, όπως και στην κοινή γνώμη, η πεποίθηση πως το πρόβλημα ξεκίνησε από τους σκληρούς περιορισμούς που επέβαλε τόσο στις δημόσιες δαπάνες όσο και στις αμοιβές, με την εδώ έλευσή της, η τότε τρόικα, και οι νυν θεσμοί.
Αυτή η «ερμηνεία» της κοινωνικής και οικονομικής δυσπραγίας και κατάρρευσης δεν ακούγεται για πρώτη φορά. Αυτή ήταν η ανάλυση των οικονομικών «εγκεφάλων» της κυβερνήσεως του 2009-2011 στα πρώτα βήματά της, αυτή η ίδια ήταν στην περίοδο μέχρι τις εκλογές του 2012 της τότε αντιπολιτεύσεως -και μετέπειτα κυβερνήσεως- αυτή είναι και σήμερα η ανάλυση των ομολόγων τους της τρέχουσας κυβερνήσεως που είχαν αναλάβει τον ρόλο της αντιπολιτεύσεως μετά τις εκλογές του 2012.
Η πεποίθηση αυτή καλλιεργήθηκε από τις κατά καιρούς διακηρύξεις κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως ότι θα εξοστρακίσουν την τρόικα και ότι θα επαναφέρουν τις δημόσιες δαπάνες, τις αμοιβές, τις συντάξεις, κ.ο.κ στην προ τρόικας εποχή, ομονοώντας, αν μη τι άλλο, σχετικά με την πηγή και τη βαθύτερη φύση του προβλήματος της χώρας (να φύγει το ΔΝΤ κ.λπ.).
Έτσι σήμερα συνεχίζονται οι καταγγελίες της «υφεσιακής» λιτότητας συνδυασμένες με αφηρημένες αναφορές στην κεϋνσιανή θεωρία. Για την οποία, από τα μέχρι τώρα στοιχεία, οι αναφερόμενοι σε αυτήν δεν καθιστούν σαφές πώς ακριβώς την αντιλαμβάνονται. Πράγμα που δεν είναι και πολύ παράδοξο, λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος ότι ένας ιδεολογικός χώρος ο οποίος, μέχρι προ μίας δεκαετίας ακόμη, και με τους πλέον «φωτισμένους» εκπροσώπους του, περιφρονούσε τον Κέινς ως τον κορυφαίο «απολογητή» του συστήματος, σήμερα, σε μία οβιδιακή μεταστροφή, δείχνει να τον θεωρεί ως τον κατ’ εξοχήν θεωρητικό εκφραστή των πρώτων σταδίων της σοσιαλιστικής μετάβασης!
Όμως οι καταγγελίες των «υφεσιακών μέτρων» ήταν απλά πρόσχημα προκειμένου οι «ευγενείς» κλάδοι του παρασιτισμού να διατηρήσουν τα, πέραν των πραγματικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, εισοδήματά τους. Προκρίνοντας να σφαγιασθεί φορολογικά η υπόλοιπη κοινωνία, να κατακρεουργηθούν οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις αλλά και για ενίσχυση των πραγματικά ευπαθών ομάδων. Συμβάλλοντας στο πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας των παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, εκτός βεβαίως των χρόνιων παθογενειών που τους χαρακτηρίζουν, με την υπερφορολόγηση αλλά και στην πιστωτική ασφυξία, η οποία είναι παρεπόμενο και του ότι το κράτος συρρικνώνει εξακολουθητικά τα διαθέσιμα εισοδήματα συμπιέζοντας συνεχώς και τις αποταμιεύσεις.