28 Φεβρουαρίου 2015 Οι μισθοί, η απασχόληση και η ανεργία
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 28/2/2015
Υπάρχει μία μεγάλη παρεξήγηση ή ίσως πλάνη και διαστρέβλωση, η οποία διακινείται στους μονολόγους του υποτιθέμενου δημοσίου διαλόγου σχετικά με το ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ της μεταβολής των μισθών, της απασχόλησης και της ανεργίας. Σύμφωνα με ένα απλοϊκό σχήμα αυξάνοντας τους μισθούς τονώνεται η ζήτηση στην οικονομία και έτσι μειώνεται η ανεργία. Όμως αυτό δοκιμάσθηκε στην πράξη σε επίπεδο κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Οι επιτυχείς μεταρρυθμίσεις που έσωσαν τη Γερμανία μεταμορφώνοντάς την από τον «μεγάλο ασθενή» της δεκαετίας του 1990 στον ισχυρό ηγεμόνα της Ευρώπης έκαναν κάτι σημαντικό αλλά πολύ «πεζό» για τα δεδομένα των -υποτίθεται- προοδευτικών κοινωνιών του Νότου: προσάρμοσαν τις αμοιβές στην πραγματική παραγωγικότητα της οικονομίας, και όχι στην «προσδοκώμενη». Επίσης προσάρμοσαν την αγορά εργασίας στην πραγματική λειτουργία της οικονομίας και όχι στην ιδεατή.
Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από ό,τι έκαναν οι χώρες του Νότου, επικαλούμενες μεταξύ άλλων και την κεϋνσιανή θεωρία, και οδηγήθηκαν τελικά στην κρίση-και ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα στη χρεοκοπία και στην κατάρρευση. Σε αυτές τις αποτυχημένες, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, οικονομίες η επικρατούσα αντίληψη τόσο στην πορεία προς την κρίση, αλλά και σήμερα στην αναζήτηση διεξόδου από αυτήν, ήταν η ακριβώς αντίθετη από τη γερμανική: πρώτα δίνονταν οι αυξήσεις, και τα προνόμια, και στη συνέχεια αναμενόταν ότι η «ανάπτυξη» που θα δημιουργηθεί εξ αιτίας της «αύξησης της ενεργού ζήτησης» και της συνεπαγόμενης ανόδου της παραγωγικότητας, θα καθιστούσε τις αυξήσεις βιώσιμες, καθώς η λειτουργία της οικονομίας θα είχε ανέλθει σε ένα υψηλότερο επίπεδο εισοδήματος. Ακόμη και σήμερα, στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό αποτελεί ένα προτεινόμενο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση!
Δυστυχώς όμως, μέχρι τώρα, η εμπειρία έχει δικαιώσει τη γερμανική πραγματιστική άποψη και όχι τους οραματισμούς όσων ισχυρίζονται ότι πάντοτε και ανεξαρτήτως συνθηκών η ζήτηση δημιουργεί και την κατάλληλη προσφορά, δηλαδή τις ελπιζόμενες θέσεις εργασίας. Τις περισσότερες φορές η «τονωμένη ζήτηση» ή απλά δημιουργεί πληθωρισμό και ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή προσωρινές θέσεις εργασίας σε κλάδους-«φούσκες», που εξαφανίζονται μόλις επέλθει η κατάρρευση.
Η Γερμανία, από την εμπειρία της, γνώρισε πολύ καλά ότι η πολιτική του να διανέμεις εισοδήματα που η οικονομία δεν έχει δημιουργήσει, με την ελπίδα ότι θα τα δημιουργήσει σε μία μεταγενέστερη φάση είναι μία οικονομική φιλοσοφία αδιέξοδη, η οποία στην δεκαετία του 1990 κόντεψε να την οδηγήσει στην καταστροφή και την ίδια, με την εν μέρει αναγκαστική, αφειδή χρηματοδότηση της «επανένωσης».
Σημαίνει αυτό ότι στην Ελλάδα πρέπει να συνεχίσουμε τις μειώσεις ή ότι πρέπει να ξεχάσουμε τις μισθολογικές αυξήσεις; Κάθε άλλο. Σημαίνει ότι πρέπει να συνδέσουμε, και να συνδέουμε, σε επίπεδο κλάδων και σε επίπεδο επιχειρήσεων τη μισθολογική πολιτική με την παραγωγή και την παραγωγικότητα επιχειρήσεων και εργαζομένων. Και με οδηγό αυτές, να ανασχεδιάσουμε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις και για μισθούς και για απασχόληση.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 28/2/2015
Υπάρχει μία μεγάλη παρεξήγηση ή ίσως πλάνη και διαστρέβλωση, η οποία διακινείται στους μονολόγους του υποτιθέμενου δημοσίου διαλόγου σχετικά με το ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ της μεταβολής των μισθών, της απασχόλησης και της ανεργίας. Σύμφωνα με ένα απλοϊκό σχήμα αυξάνοντας τους μισθούς τονώνεται η ζήτηση στην οικονομία και έτσι μειώνεται η ανεργία. Όμως αυτό δοκιμάσθηκε στην πράξη σε επίπεδο κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Οι επιτυχείς μεταρρυθμίσεις που έσωσαν τη Γερμανία μεταμορφώνοντάς την από τον «μεγάλο ασθενή» της δεκαετίας του 1990 στον ισχυρό ηγεμόνα της Ευρώπης έκαναν κάτι σημαντικό αλλά πολύ «πεζό» για τα δεδομένα των -υποτίθεται- προοδευτικών κοινωνιών του Νότου: προσάρμοσαν τις αμοιβές στην πραγματική παραγωγικότητα της οικονομίας, και όχι στην «προσδοκώμενη». Επίσης προσάρμοσαν την αγορά εργασίας στην πραγματική λειτουργία της οικονομίας και όχι στην ιδεατή.
Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από ό,τι έκαναν οι χώρες του Νότου, επικαλούμενες μεταξύ άλλων και την κεϋνσιανή θεωρία, και οδηγήθηκαν τελικά στην κρίση-και ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα στη χρεοκοπία και στην κατάρρευση. Σε αυτές τις αποτυχημένες, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, οικονομίες η επικρατούσα αντίληψη τόσο στην πορεία προς την κρίση, αλλά και σήμερα στην αναζήτηση διεξόδου από αυτήν, ήταν η ακριβώς αντίθετη από τη γερμανική: πρώτα δίνονταν οι αυξήσεις, και τα προνόμια, και στη συνέχεια αναμενόταν ότι η «ανάπτυξη» που θα δημιουργηθεί εξ αιτίας της «αύξησης της ενεργού ζήτησης» και της συνεπαγόμενης ανόδου της παραγωγικότητας, θα καθιστούσε τις αυξήσεις βιώσιμες, καθώς η λειτουργία της οικονομίας θα είχε ανέλθει σε ένα υψηλότερο επίπεδο εισοδήματος. Ακόμη και σήμερα, στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό αποτελεί ένα προτεινόμενο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση!
Δυστυχώς όμως, μέχρι τώρα, η εμπειρία έχει δικαιώσει τη γερμανική πραγματιστική άποψη και όχι τους οραματισμούς όσων ισχυρίζονται ότι πάντοτε και ανεξαρτήτως συνθηκών η ζήτηση δημιουργεί και την κατάλληλη προσφορά, δηλαδή τις ελπιζόμενες θέσεις εργασίας. Τις περισσότερες φορές η «τονωμένη ζήτηση» ή απλά δημιουργεί πληθωρισμό και ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή προσωρινές θέσεις εργασίας σε κλάδους-«φούσκες», που εξαφανίζονται μόλις επέλθει η κατάρρευση.
Η Γερμανία, από την εμπειρία της, γνώρισε πολύ καλά ότι η πολιτική του να διανέμεις εισοδήματα που η οικονομία δεν έχει δημιουργήσει, με την ελπίδα ότι θα τα δημιουργήσει σε μία μεταγενέστερη φάση είναι μία οικονομική φιλοσοφία αδιέξοδη, η οποία στην δεκαετία του 1990 κόντεψε να την οδηγήσει στην καταστροφή και την ίδια, με την εν μέρει αναγκαστική, αφειδή χρηματοδότηση της «επανένωσης».
Σημαίνει αυτό ότι στην Ελλάδα πρέπει να συνεχίσουμε τις μειώσεις ή ότι πρέπει να ξεχάσουμε τις μισθολογικές αυξήσεις; Κάθε άλλο. Σημαίνει ότι πρέπει να συνδέσουμε, και να συνδέουμε, σε επίπεδο κλάδων και σε επίπεδο επιχειρήσεων τη μισθολογική πολιτική με την παραγωγή και την παραγωγικότητα επιχειρήσεων και εργαζομένων. Και με οδηγό αυτές, να ανασχεδιάσουμε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις και για μισθούς και για απασχόληση.