22 Φεβρουαρίου 2015 «Δημοσιονομική υποτίμηση» αντί για αύξηση του κατώτατου μισθού, (συντομευμένη έκδοση)
Το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ - Ανάπτυξη, 22/2/2015 (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου)
Επίσης, δεν αντιστοιχεί - όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε μια νομισματική ένωση - στις ανάγκες παρακολούθησης του μέσου πληθωρισμού της ευρωζώνης από το 2002 ως το 2011, γιατί αν αντιστοιχούσε θα έπρεπε να ήταν 577 ευρώ και όχι 751. Τέλος, δεν αντιστοιχεί καν στη λανθασμένη πολιτική της παρακολούθησης για την ίδια περίοδο του υψηλότερου - από τον μέσο ευρωζωνικό - ελληνικού πληθωρισμού, γιατί ακόμη και σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να είναι 659 ευρώ.
Αντιστοιχεί, αντιθέτως, σε μια παράλογη και καταστροφική συνολική οικονομική πολιτική, μέρος της οποίας κατέστησαν και οι «κοινωνικοί εταίροι» της περιόδου, η οποία στο εισοδηματικό της σκέλος επέλεγε να παρακολουθεί τον υπερβάλλοντα ελληνικό πληθωρισμό, καθιστώντας σταθερά την ελληνική παραγωγή μη ανταγωνιστική. Επρόκειτο για μια ακατανόητα παράλογη πολιτική η οποία, χωρίς αμφιβολία, συνέβαλε τα μέγιστα στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση και στη μετέπειτα έκρηξη της ανεργίας. Είναι, συνεπώς, παράλογο να θεωρείται ο κατώτατος μισθός των 751 ευρώ ως ένας στόχος της εισοδηματικής πολιτικής στην τρέχουσα περίοδο. Η επιβολή του το πιθανότερο είναι να έχει νέες αυξητικές πιέσεις στην ανεργία ή/και παρώθηση για ακόμη μεγαλύτερη προσφυγή στη «μαύρη» και αδήλωτη εργασία. Αποτελέσματα με βάση τα οποία δεν θα ήταν δυνατόν να το χαρακτηρίσει κανείς φιλεργατικό μέτρο.
Βεβαίως η, ελέω Μνημονίου, βιαίως επιβληθείσα μείωση του κατώτατου μισθού από τα 751 στα 586 ευρώ έχει απαξιωθεί ευρέως στην κοινή γνώμη, από την κατά κόρον επαναλαμβανόμενη άποψη ότι δεν είχε θετικό αποτέλεσμα ούτε όσον αφορά τις εξαγωγές ούτε όσον αφορά την ανεργία. Πλην όμως αυτό το επιχείρημα παραμένει αληθοφανές μόνο όσο δεν θέτει κανείς το εναλλακτικό ερώτημα σε τι επίπεδο θα βρισκόταν σήμερα η εγχώρια παραγωγή, οι εξαγωγές και η ανεργία αν οι αμοιβές της εργασίας και ο κατώτατος μισθός είχαν παραμείνει στα δεδομένα του 2010. Είναι προφανές ότι τα μεγέθη τους θα είχαν επιδεινωθεί καταστροφικά.
Αντί της αύξησης του κατώτατου μισθού, λοιπόν, οι οικονομικές αρχές και οι «κοινωνικοί εταίροι» θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την παρούσα αντιπληθωριστική οικονομική συγκυρία για να εισαγάγουν το μέτρο της «δημοσιονομικής υποτίμησης» προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και να υποστηρίξουν τη σταθερότητα των τιμών.
Η «δημοσιονομική υποτίμηση» συνίσταται στη συνδυασμένη μείωση των μη μισθολογικών επιβαρύνσεων επί του κόστους εργασίας και των κρατήσεων επί της αμοιβής της εργασίας, γνωστών και ως «φορολογικής σφήνας», με την παράλληλη αύξηση του αφορολογήτου της μισθωτής εργασίας αλλά και του ΦΠΑ, ώστε να μη μειωθούν τα κρατικά έσοδα. Πρόκειται για ρύθμιση η οποία αυξάνοντας και το περιθώριο κέρδους, καθιστά την εγχώρια παραγωγή πιο ανταγωνιστική, με αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης εργατικών χεριών και τη μείωση της ανεργίας, επιτρέποντας ταυτόχρονα και την αύξηση στο συνολικό εισόδημα των εργαζομένων. Το συγκεκριμένο μέτρο πολιτικής, ενδεικνυόμενο για οικονομίες που δεν διαθέτουν το «εργαλείο» της υποτίμησης, έχει επροταθεί, πλην όμως δεν υιοθετήθηκε διότι έχει συνήθως δύο αρνητικές παρενέργειες: πρώτον, ενισχύει τον πληθωρισμό και, δεύτερον, μειώνει σε πρώτη φάση το πραγματικό εισόδημα.
Στην παρούσα συγκυρία όμως, όχι μόνο οι δύο αυτές παρενέργειες δεν είναι δυνατόν να εκδηλωθούν αλλά, αντιθέτως, η «δημοσιονομική υποτίμηση» μπορεί να λειτουργήσει και ως εργαλείο για την αντιρρόπηση του σοβαρού ελλοχεύοντος κινδύνου, που είναι ο αρνητικός πληθωρισμός (αντιπληθωρισμός) ο οποίος αν παραμείνει και ενισχυθεί, απειλεί να οδηγήσει σε μια αντιπληθωριστική καθοδική σπείρα το σύνολο της οικονομίας.
Το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ - Ανάπτυξη, 22/2/2015 (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου)
Τα 751 ευρώ ως κατώτατος μισθός είναι ένα καθαρά τυχαίο μέγεθος. Δεν αντιστοιχούσε στο σημείο ισορροπίας της αγοράς εργασίας για το 2011 και δεν αντιστοιχεί στο αντίστοιχο σημερινό, και τούτο διότι ο κατώτατος μισθός ούτε τότε διαμορφωνόταν ούτε τώρα διαμορφώνεται ελεύθερα, λαμβάνοντας υπόψη τη βιώσιμη παραγωγή και την αλληλεπίδραση της προσφοράς με τη ζήτηση.
Επίσης, δεν αντιστοιχεί - όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε μια νομισματική ένωση - στις ανάγκες παρακολούθησης του μέσου πληθωρισμού της ευρωζώνης από το 2002 ως το 2011, γιατί αν αντιστοιχούσε θα έπρεπε να ήταν 577 ευρώ και όχι 751. Τέλος, δεν αντιστοιχεί καν στη λανθασμένη πολιτική της παρακολούθησης για την ίδια περίοδο του υψηλότερου - από τον μέσο ευρωζωνικό - ελληνικού πληθωρισμού, γιατί ακόμη και σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να είναι 659 ευρώ.
Αντιστοιχεί, αντιθέτως, σε μια παράλογη και καταστροφική συνολική οικονομική πολιτική, μέρος της οποίας κατέστησαν και οι «κοινωνικοί εταίροι» της περιόδου, η οποία στο εισοδηματικό της σκέλος επέλεγε να παρακολουθεί τον υπερβάλλοντα ελληνικό πληθωρισμό, καθιστώντας σταθερά την ελληνική παραγωγή μη ανταγωνιστική. Επρόκειτο για μια ακατανόητα παράλογη πολιτική η οποία, χωρίς αμφιβολία, συνέβαλε τα μέγιστα στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση και στη μετέπειτα έκρηξη της ανεργίας. Είναι, συνεπώς, παράλογο να θεωρείται ο κατώτατος μισθός των 751 ευρώ ως ένας στόχος της εισοδηματικής πολιτικής στην τρέχουσα περίοδο. Η επιβολή του το πιθανότερο είναι να έχει νέες αυξητικές πιέσεις στην ανεργία ή/και παρώθηση για ακόμη μεγαλύτερη προσφυγή στη «μαύρη» και αδήλωτη εργασία. Αποτελέσματα με βάση τα οποία δεν θα ήταν δυνατόν να το χαρακτηρίσει κανείς φιλεργατικό μέτρο.
Βεβαίως η, ελέω Μνημονίου, βιαίως επιβληθείσα μείωση του κατώτατου μισθού από τα 751 στα 586 ευρώ έχει απαξιωθεί ευρέως στην κοινή γνώμη, από την κατά κόρον επαναλαμβανόμενη άποψη ότι δεν είχε θετικό αποτέλεσμα ούτε όσον αφορά τις εξαγωγές ούτε όσον αφορά την ανεργία. Πλην όμως αυτό το επιχείρημα παραμένει αληθοφανές μόνο όσο δεν θέτει κανείς το εναλλακτικό ερώτημα σε τι επίπεδο θα βρισκόταν σήμερα η εγχώρια παραγωγή, οι εξαγωγές και η ανεργία αν οι αμοιβές της εργασίας και ο κατώτατος μισθός είχαν παραμείνει στα δεδομένα του 2010. Είναι προφανές ότι τα μεγέθη τους θα είχαν επιδεινωθεί καταστροφικά.
Αντί της αύξησης του κατώτατου μισθού, λοιπόν, οι οικονομικές αρχές και οι «κοινωνικοί εταίροι» θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την παρούσα αντιπληθωριστική οικονομική συγκυρία για να εισαγάγουν το μέτρο της «δημοσιονομικής υποτίμησης» προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και να υποστηρίξουν τη σταθερότητα των τιμών.
Η «δημοσιονομική υποτίμηση» συνίσταται στη συνδυασμένη μείωση των μη μισθολογικών επιβαρύνσεων επί του κόστους εργασίας και των κρατήσεων επί της αμοιβής της εργασίας, γνωστών και ως «φορολογικής σφήνας», με την παράλληλη αύξηση του αφορολογήτου της μισθωτής εργασίας αλλά και του ΦΠΑ, ώστε να μη μειωθούν τα κρατικά έσοδα. Πρόκειται για ρύθμιση η οποία αυξάνοντας και το περιθώριο κέρδους, καθιστά την εγχώρια παραγωγή πιο ανταγωνιστική, με αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης εργατικών χεριών και τη μείωση της ανεργίας, επιτρέποντας ταυτόχρονα και την αύξηση στο συνολικό εισόδημα των εργαζομένων. Το συγκεκριμένο μέτρο πολιτικής, ενδεικνυόμενο για οικονομίες που δεν διαθέτουν το «εργαλείο» της υποτίμησης, έχει επροταθεί, πλην όμως δεν υιοθετήθηκε διότι έχει συνήθως δύο αρνητικές παρενέργειες: πρώτον, ενισχύει τον πληθωρισμό και, δεύτερον, μειώνει σε πρώτη φάση το πραγματικό εισόδημα.
Στην παρούσα συγκυρία όμως, όχι μόνο οι δύο αυτές παρενέργειες δεν είναι δυνατόν να εκδηλωθούν αλλά, αντιθέτως, η «δημοσιονομική υποτίμηση» μπορεί να λειτουργήσει και ως εργαλείο για την αντιρρόπηση του σοβαρού ελλοχεύοντος κινδύνου, που είναι ο αρνητικός πληθωρισμός (αντιπληθωρισμός) ο οποίος αν παραμείνει και ενισχυθεί, απειλεί να οδηγήσει σε μια αντιπληθωριστική καθοδική σπείρα το σύνολο της οικονομίας.