21 Φεβρουαρίου 2015 Επιστροφή των εργασιακών στο 2009;
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 21/2/2015
Aπό ετών και δεκαετιών η χώρα στερούνταν ενός σχεδίου για την οικονομική και την κοινωνική πορεία της, εναποθέτοντάς τες στην υποτιθέμενη «ευρωπαϊκή προοπτική» της, και μόνον αποσπασματικά και «πυροσβεστικά» προχωρούσε σε επιλογές υπό το βάρος εξωγενών υποχρεώσεων ή της ανάγκης βραχυπρόθεσμων προσαρμογών. Αυτό ισχύει σε πλείστους τομείς της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, και ένας εξ αυτών, ιδιαίτερα χαρακτηριστικός, είναι αυτός των εργασιακών σχέσεων.
Έτσι όταν το 2008-2009 η ελληνική οικονομία ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα ρήγματα της διαρθρωτικής κατάρρευσης και όταν το 2010-2012 βρέθηκε ενώπιον της χρεοκοπίας, σε πλείστους τομείς -και στα εργασιακά- στερούνταν δυνατότητας κατανόησης και επιλογών ώστε να μετριάσει/εξομαλύνει κατά το δυνατόν, αυτοδυνάμως και ενδογενώς, το τεράστιο κοινωνικό κόστος που η διαρθρωτική κατάρρευση και η χρεοκοπία προκαλούσαν. Οι εγχώριοι θεσμοί των εργασιακών σχέσεων καθηλώθηκαν σε ρόλους παρατηρητών και σχολιαστών σε επιλογές που ορίζονταν εξωγενώς.
Πέντε και πλέον έτη μετά τη διαρθρωτική κατάρρευση και τη χρεοκοπία που ακολούθησε, θα ανέμενε κανείς αφενός πρόοδο όσον αφορά την κατανόηση του τι και γιατί συνέβη στην οικονομία, και συνεπώς, του τι και γιατί συνέβη και συμβαίνει στις εργασιακές σχέσεις αυτής της οικονομίας, ώστε να προκύπτουν ψήγματα σχεδιασμού για το τι πρέπει να γίνει στις εργασιακές σχέσεις στο πλαίσιο π.χ. της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Ωστόσο παρά την πολυετή μνημόνιο-αντιμνημονιακή φιλολογία, τη μακρά προεκλογική περίοδο, και τον μετεκλογικό μήνα, τα πολλά που λέγονται και τα λιγότερα που γράφονται δεν υποδηλώνουν κανένα «σχέδιο». Το μόνο που προκύπτει είναι υπόσχεση επιστροφής των εργασιακών σε ό,τι ίσχυε το 2009. Είναι αυτό επαρκές για τις σημερινές ανάγκες, και, ακόμη περισσότερο, είναι εφικτό; Ακόμη κι αν λάβει νομική μορφή και ισχύ, κινδυνεύει, όπως συνέβη στο παρελθόν -υπό απείρως ευνοϊκότερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες- με τόσες νομοθετικές ρυθμίσεις: να μείνει «επί χάρτου» και οριακής αποτελεσματικότητας.
Με δύο λόγια, όπως σε πλείστους άλλους τομείς πολιτικής, ακόμη περισσότερο στα εργασιακά, οι εγχώριοι θεσμοί «έχουν χάσει την μπάλα». Κι ένας τρόπος για να την ξαναβρούν ώστε, μέσω της κατανόησης και της συνεννόησης, να γίνουν δημιουργοί λύσεων είναι, κυριολεκτικά, να αρχίσουμε την ανάλυση και τη συζήτηση μέσω της μπάλας: συγκεκριμένα… από τον τελικό Γερμανία-Αργεντινή στο τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου.
Ο ακρογωνιαίος λίθος λόγω του οποίου διαλύθηκαν οι εργασιακές σχέσεις που επιβίωναν στην Ελλάδα του 2009 βρίσκεται εκεί. Αφενός στην εμπειρία της Αργεντινής του 2001, όταν σε συνθήκες νομίσματος συνδεδεμένου με το δολάριο υποχρεώθηκε, για να επιτύχει την «εσωτερική υποτίμηση», να καταργήσει τις συλλογικές συμβάσεις μέσω περιορισμού και άρσης της μετενέργειάς τους - όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2012. Βρίσκεται αφετέρου στη Γερμανία της ενοποίησης όπου τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά (χαμηλή ανταγωνιστικότητα) των επιχειρήσεων και των εργαζομένων των ανατολικών Länder επέβαλαν την πολυετή εξαίρεση των ανατολικών από τους όρους αμοιβής και εργασίας (και των συλλογικών συμβάσεων) των δυτικών συμπολιτών τους, όπως de facto συμβαίνει στην Ελλάδα του 2012-2015.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 21/2/2015
Aπό ετών και δεκαετιών η χώρα στερούνταν ενός σχεδίου για την οικονομική και την κοινωνική πορεία της, εναποθέτοντάς τες στην υποτιθέμενη «ευρωπαϊκή προοπτική» της, και μόνον αποσπασματικά και «πυροσβεστικά» προχωρούσε σε επιλογές υπό το βάρος εξωγενών υποχρεώσεων ή της ανάγκης βραχυπρόθεσμων προσαρμογών. Αυτό ισχύει σε πλείστους τομείς της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, και ένας εξ αυτών, ιδιαίτερα χαρακτηριστικός, είναι αυτός των εργασιακών σχέσεων.
Έτσι όταν το 2008-2009 η ελληνική οικονομία ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα ρήγματα της διαρθρωτικής κατάρρευσης και όταν το 2010-2012 βρέθηκε ενώπιον της χρεοκοπίας, σε πλείστους τομείς -και στα εργασιακά- στερούνταν δυνατότητας κατανόησης και επιλογών ώστε να μετριάσει/εξομαλύνει κατά το δυνατόν, αυτοδυνάμως και ενδογενώς, το τεράστιο κοινωνικό κόστος που η διαρθρωτική κατάρρευση και η χρεοκοπία προκαλούσαν. Οι εγχώριοι θεσμοί των εργασιακών σχέσεων καθηλώθηκαν σε ρόλους παρατηρητών και σχολιαστών σε επιλογές που ορίζονταν εξωγενώς.
Πέντε και πλέον έτη μετά τη διαρθρωτική κατάρρευση και τη χρεοκοπία που ακολούθησε, θα ανέμενε κανείς αφενός πρόοδο όσον αφορά την κατανόηση του τι και γιατί συνέβη στην οικονομία, και συνεπώς, του τι και γιατί συνέβη και συμβαίνει στις εργασιακές σχέσεις αυτής της οικονομίας, ώστε να προκύπτουν ψήγματα σχεδιασμού για το τι πρέπει να γίνει στις εργασιακές σχέσεις στο πλαίσιο π.χ. της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Ωστόσο παρά την πολυετή μνημόνιο-αντιμνημονιακή φιλολογία, τη μακρά προεκλογική περίοδο, και τον μετεκλογικό μήνα, τα πολλά που λέγονται και τα λιγότερα που γράφονται δεν υποδηλώνουν κανένα «σχέδιο». Το μόνο που προκύπτει είναι υπόσχεση επιστροφής των εργασιακών σε ό,τι ίσχυε το 2009. Είναι αυτό επαρκές για τις σημερινές ανάγκες, και, ακόμη περισσότερο, είναι εφικτό; Ακόμη κι αν λάβει νομική μορφή και ισχύ, κινδυνεύει, όπως συνέβη στο παρελθόν -υπό απείρως ευνοϊκότερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες- με τόσες νομοθετικές ρυθμίσεις: να μείνει «επί χάρτου» και οριακής αποτελεσματικότητας.
Με δύο λόγια, όπως σε πλείστους άλλους τομείς πολιτικής, ακόμη περισσότερο στα εργασιακά, οι εγχώριοι θεσμοί «έχουν χάσει την μπάλα». Κι ένας τρόπος για να την ξαναβρούν ώστε, μέσω της κατανόησης και της συνεννόησης, να γίνουν δημιουργοί λύσεων είναι, κυριολεκτικά, να αρχίσουμε την ανάλυση και τη συζήτηση μέσω της μπάλας: συγκεκριμένα… από τον τελικό Γερμανία-Αργεντινή στο τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου.
Ο ακρογωνιαίος λίθος λόγω του οποίου διαλύθηκαν οι εργασιακές σχέσεις που επιβίωναν στην Ελλάδα του 2009 βρίσκεται εκεί. Αφενός στην εμπειρία της Αργεντινής του 2001, όταν σε συνθήκες νομίσματος συνδεδεμένου με το δολάριο υποχρεώθηκε, για να επιτύχει την «εσωτερική υποτίμηση», να καταργήσει τις συλλογικές συμβάσεις μέσω περιορισμού και άρσης της μετενέργειάς τους - όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2012. Βρίσκεται αφετέρου στη Γερμανία της ενοποίησης όπου τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά (χαμηλή ανταγωνιστικότητα) των επιχειρήσεων και των εργαζομένων των ανατολικών Länder επέβαλαν την πολυετή εξαίρεση των ανατολικών από τους όρους αμοιβής και εργασίας (και των συλλογικών συμβάσεων) των δυτικών συμπολιτών τους, όπως de facto συμβαίνει στην Ελλάδα του 2012-2015.