14 Φεβρουαρίου 2015 Η «κρίση ισολογισμού» της ελληνικής οικονομίας
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 14/2/2015
Το 2008 η ελληνική οικονομία άρχισε να καταρρέει και οδηγήθηκε στην (ελεγχόμενη) χρεοκοπία, γιατί επί σειρά πολλών ετών δανειζόταν και «επένδυε» τα δανεικά στην κατανάλωση (μέσω των κλάδων των «διεθνώς μη εμπορευσίμων»), δηλαδή έστελνε ξανά στο εξωτερικό για εισαγωγές κυρίως μη-κεφαλαιουχικών αγαθών, αντί να συσσωρεύει τα απαραίτητα «αποθέματα» με παραγωγικές επενδύσεις. Έτσι δεν ήταν δυνατόν να δημιουργεί νέο εισόδημα για να εξυπηρετεί τα δάνεια. Όταν αυτό κατέστη εμφανές ο δανεισμός έφτασε στα όριά του και αντεστράφη, με αποτέλεσμα την δημιουργία σειράς δυσμενών φαινομένων.
Το πιο σημαντικό ήταν η σταδιακή συρρίκνωση της χρηματικής «ρευστότητας» στην οικονομία, που προήλθε από την αντιστροφή της διαδικασίας που ελάμβανε χώρα στην προηγούμενη φάση, στο χρηματο-πιστωτικό επίπεδο. Κατά την προηγούμενη φάση της υποτιθέμενης «ανάπτυξης», η συνεχής αύξηση των αγοραίων τιμών των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», (κυρίως των ακινήτων, αλλά όχι μόνο), συνέβαλε στο να δημιουργούνται αντίστοιχες εμπράγματες εγγυήσεις, η λογιστική καταγραφή των οποίων στους τραπεζικούς ισολογισμούς κατέληγε στη συνεχή αύξηση της διοχετευόμενης στην οικονομία «ρευστότητας».
Όμως η μεγέθυνση αυτή του ΑΕΠ, και των αξιών των «αποθεμάτων» της οικονομίας, ήταν μόνο λογιστική και όχι πραγματική. Ήταν προϊόν της ανατίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του (ελληνικού) ευρώ, και όχι της διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης, όπως πρέπει να συμβαίνει κανονικά. Η λογιστική αυτή διόγκωση του ενεργητικού της ελληνικής οικονομίας, μαζί με τη διαστροφή των σχετικών τιμών της, δημιουργούσε μία κατάσταση που δεν ήταν βιώσιμη μεσοπρόθεσμα.
Η συνακόλουθη πενταετής κατάρρευση που άρχισε το 2008 μπορεί να μην ήταν επιθυμητή και ευχάριστη, ήταν όμως αναπόφευκτη και, δυστυχώς, αναγκαία προκειμένου να επανισορροπήσει, προοπτικά, η ελληνική οικονομία. Οι πανταχόθεν εκφερόμενες αιτιάσεις προς την υποτιθέμενη «υφεσιακή λιτότητα» ως αιτία της κάμψεως του ΑΕΠ κατά 25% είναι δυστυχώς μία φαιδρότητα, ενδεικτική της αντίστοιχης με την οικονομική, ιδεολογικής και πολιτισμικής μας κρίσεως. Το σημερινό επίπεδο εισοδήματος είναι πολύ πιο κοντά στις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας απ' ό,τι ήταν το εισόδημα του 2008.
Όταν η διαπίστωση ότι η οικονομία κινείται στο κενό κατέστη κοινός τόπος, (Minsky moment), και οι τιμές άρχισαν να καταρρέουν, εμφανίσθηκε μία νέα σημαντική ασυμμετρία. Οι λογιστικές αξίες με τις οποίες αντικρίζονταν στο ενεργητικό των τραπεζών τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν αποκτηθεί από τα δάνεια που είχαν παρασχεθεί προς τον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», δεν είχαν πλέον καμία σχέση με τις νέες αγοραίες αξίες τους και με το τεκμαρτό ή πραγματικό εισόδημα που αντιστοιχούσε σε αυτές.
Γι' αυτό η οικονομία υποφέρει κυρίως από μία «κρίση ισολογισμού» (balance sheet recession) εξ ου και τα δάνεια ή δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν ή εξυπηρετούνται οριακά, συνθλίβοντας κάθε αναπτυξιακή δυνατότητα των οικονομικών μονάδων. Η κατάρρευση της «ρευστότητας» είναι προϊόν αυτής ακριβώς της ασυνέχειας στη χρηματο-πιστωτική λειτουργία (στην οποία μάλιστα το PSI δεν ήταν παρά μία πρόσθετη πτυχή), και της συνεπαγόμενης πλήρους ασυμμετρίας ανάμεσα στην πραγματική και στη χρηματική οικονομία της Ελλάδας.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 14/2/2015
Το 2008 η ελληνική οικονομία άρχισε να καταρρέει και οδηγήθηκε στην (ελεγχόμενη) χρεοκοπία, γιατί επί σειρά πολλών ετών δανειζόταν και «επένδυε» τα δανεικά στην κατανάλωση (μέσω των κλάδων των «διεθνώς μη εμπορευσίμων»), δηλαδή έστελνε ξανά στο εξωτερικό για εισαγωγές κυρίως μη-κεφαλαιουχικών αγαθών, αντί να συσσωρεύει τα απαραίτητα «αποθέματα» με παραγωγικές επενδύσεις. Έτσι δεν ήταν δυνατόν να δημιουργεί νέο εισόδημα για να εξυπηρετεί τα δάνεια. Όταν αυτό κατέστη εμφανές ο δανεισμός έφτασε στα όριά του και αντεστράφη, με αποτέλεσμα την δημιουργία σειράς δυσμενών φαινομένων.
Το πιο σημαντικό ήταν η σταδιακή συρρίκνωση της χρηματικής «ρευστότητας» στην οικονομία, που προήλθε από την αντιστροφή της διαδικασίας που ελάμβανε χώρα στην προηγούμενη φάση, στο χρηματο-πιστωτικό επίπεδο. Κατά την προηγούμενη φάση της υποτιθέμενης «ανάπτυξης», η συνεχής αύξηση των αγοραίων τιμών των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», (κυρίως των ακινήτων, αλλά όχι μόνο), συνέβαλε στο να δημιουργούνται αντίστοιχες εμπράγματες εγγυήσεις, η λογιστική καταγραφή των οποίων στους τραπεζικούς ισολογισμούς κατέληγε στη συνεχή αύξηση της διοχετευόμενης στην οικονομία «ρευστότητας».
Όμως η μεγέθυνση αυτή του ΑΕΠ, και των αξιών των «αποθεμάτων» της οικονομίας, ήταν μόνο λογιστική και όχι πραγματική. Ήταν προϊόν της ανατίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του (ελληνικού) ευρώ, και όχι της διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης, όπως πρέπει να συμβαίνει κανονικά. Η λογιστική αυτή διόγκωση του ενεργητικού της ελληνικής οικονομίας, μαζί με τη διαστροφή των σχετικών τιμών της, δημιουργούσε μία κατάσταση που δεν ήταν βιώσιμη μεσοπρόθεσμα.
Η συνακόλουθη πενταετής κατάρρευση που άρχισε το 2008 μπορεί να μην ήταν επιθυμητή και ευχάριστη, ήταν όμως αναπόφευκτη και, δυστυχώς, αναγκαία προκειμένου να επανισορροπήσει, προοπτικά, η ελληνική οικονομία. Οι πανταχόθεν εκφερόμενες αιτιάσεις προς την υποτιθέμενη «υφεσιακή λιτότητα» ως αιτία της κάμψεως του ΑΕΠ κατά 25% είναι δυστυχώς μία φαιδρότητα, ενδεικτική της αντίστοιχης με την οικονομική, ιδεολογικής και πολιτισμικής μας κρίσεως. Το σημερινό επίπεδο εισοδήματος είναι πολύ πιο κοντά στις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας απ' ό,τι ήταν το εισόδημα του 2008.
Όταν η διαπίστωση ότι η οικονομία κινείται στο κενό κατέστη κοινός τόπος, (Minsky moment), και οι τιμές άρχισαν να καταρρέουν, εμφανίσθηκε μία νέα σημαντική ασυμμετρία. Οι λογιστικές αξίες με τις οποίες αντικρίζονταν στο ενεργητικό των τραπεζών τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν αποκτηθεί από τα δάνεια που είχαν παρασχεθεί προς τον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», δεν είχαν πλέον καμία σχέση με τις νέες αγοραίες αξίες τους και με το τεκμαρτό ή πραγματικό εισόδημα που αντιστοιχούσε σε αυτές.
Γι' αυτό η οικονομία υποφέρει κυρίως από μία «κρίση ισολογισμού» (balance sheet recession) εξ ου και τα δάνεια ή δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν ή εξυπηρετούνται οριακά, συνθλίβοντας κάθε αναπτυξιακή δυνατότητα των οικονομικών μονάδων. Η κατάρρευση της «ρευστότητας» είναι προϊόν αυτής ακριβώς της ασυνέχειας στη χρηματο-πιστωτική λειτουργία (στην οποία μάλιστα το PSI δεν ήταν παρά μία πρόσθετη πτυχή), και της συνεπαγόμενης πλήρους ασυμμετρίας ανάμεσα στην πραγματική και στη χρηματική οικονομία της Ελλάδας.