10 Μαΐου 2014, Τι δεν συζητείται στον δημόσιο διάλογο;
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 10/5/2014
Λόγω προεκλογικής περιόδου, εξελισσόμενης με πολυεπιπέδη θεματολογία, για την Ευρώπη, για τις περιφέρειες, για τους δήμους, και μέσω αυτών εντέλει για το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, θα έπρεπε να είναι διακριτές και ταξινομήσιμες οι θέσεις, οι προτάσεις και οι εναλλακτικές λύσεις για τα μείζονα θέματα. Ομως, είναι (ένα ακόμη) σύμπτωμα της κρίσης ότι αυτό δεν είναι εφικτό. Κατ΄ ουσίαν η ρητορική του δημοσίου διαλόγου βασίζεται στα προ χρεοκοπίας αρχέτυπα του πρόσφατου ένδοξου παρελθόντος που έφερε την χρεοκοπία. Δύο παραδείγματα:
Πρώτον, το «πρωτογενές πλεόνασμα», στην επίτευξη του οποίου βασίσθηκε ιδιαιτέρως ο σχεδιασμός για την πορεία προς τις εκλογές. Μετά την ανακοίνωση της Eurostat για τα δημοσιονομικά της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης και μετά τη δημοσιοποίηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της τέταρτης αξιολόγησης του προγράμματος Ε.Ε. - ΕΚΤ - ΔΝΤ, κατέστη σαφές το τι υπάρχει «με όρους προγράμματος» και το τι δεν υπάρχει «με όρους Eurostat», από το πρωτογενές πλεόνασμα του ελληνικού κρατικού τομέα.
Η αντιπαράθεση ήταν/είναι για το αν πράγματι υπάρχει, όμως η συζήτηση δεν οδηγείται στην ουσία: Είτε «με όρους προγράμματος» είτε «με όρους Eurostat», ποιες είναι οι θέσεις για το αν πρέπει να υπάρχει, και πώς αυτό θα επιτευχθεί και αναπαραχθεί διευρυμένο τα επόμενα χρόνια; Με άλλα λόγια, θα (να) συνεχίσουμε να παράγουμε (νέο) δημόσιο χρέος; Εάν όχι, από ποια οδό θα επιτυγχάνονται τα πρωτογενή πλεονάσματα -αυτήν της μείωσης των κρατικών δαπανών, αυτήν της αύξησης των φορολογικών εσόδων, από ποιους και από πού;
Το πρόβλημα δεν είναι ότι απουσιάζουν πλήρως οι αριθμοί και οι αναφορές επί του συγκεκριμένου. Κατά κανόνα απουσιάζει και η συνεκτικότητα των αλλεπάλληλων αντι-θέσεων. Εάν το «πρωτογενές πλεόνασμα» όντως δεν υπάρχει, τότε για να υπάρξει πραγματικό είτε θα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες είτε να αυξηθούν οι φόροι, άλλος τρόπος δεν υπάρχει -εκτός εάν δεν επιλέγεται πλεόνασμα, αλλά έλλειμμα, ήτοι νέο χρέος. Κι αυτό γιατί δεν είναι επαχθές και απεχθές όπως το προηγούμενο;
Δεύτερον, η ανεργία που είναι το βαρόμετρο της κοινωνικής κρίσης, και ο (ξεχασμένος) δείκτης της μακροχρόνιας ανεργίας. Παρά τη σταθεροποίησή της και την πιθανότατη αλλαγή τάσης, που μένει να επιβεβαιωθούν τους επόμενους μήνες με τα στοιχεία του β' τριμήνου 2014, παρατηρείται στασιμότητα και μείωση της απασχόλησης, αύξηση των οικονομικά μη ενεργών λόγω και του υψηλού ποσοστού της μακροχρόνιας ανεργίας (άνω των δώδεκα μηνών).
Οι ελληνικές περιφέρειες προεξάρχουν στη δεκάδα εκ των 272 περιφερειών της Ε.Ε. με τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρονίως ανέργων (πέντε περιφέρειες) και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων (τέσσερις περιφέρειες). Οι διαθέσιμοι αριθμοί και δείκτες της Eurostat αγνοούνται: Πέντε μείζονες ελληνικές περιφέρειες (Αττική, Κεντρική Μακεδονία, Στερεά, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος) έχουν μακροχρόνια ανεργία άνω του 69% και «συναγωνίζονται» είτε τρεις γαλλικές υπερπόντιες κτήσεις, είτε δύο ιστορικά υστερούσες περιφέρειες της Σλοβακίας.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 10/5/2014
Λόγω προεκλογικής περιόδου, εξελισσόμενης με πολυεπιπέδη θεματολογία, για την Ευρώπη, για τις περιφέρειες, για τους δήμους, και μέσω αυτών εντέλει για το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, θα έπρεπε να είναι διακριτές και ταξινομήσιμες οι θέσεις, οι προτάσεις και οι εναλλακτικές λύσεις για τα μείζονα θέματα. Ομως, είναι (ένα ακόμη) σύμπτωμα της κρίσης ότι αυτό δεν είναι εφικτό. Κατ΄ ουσίαν η ρητορική του δημοσίου διαλόγου βασίζεται στα προ χρεοκοπίας αρχέτυπα του πρόσφατου ένδοξου παρελθόντος που έφερε την χρεοκοπία. Δύο παραδείγματα:
Πρώτον, το «πρωτογενές πλεόνασμα», στην επίτευξη του οποίου βασίσθηκε ιδιαιτέρως ο σχεδιασμός για την πορεία προς τις εκλογές. Μετά την ανακοίνωση της Eurostat για τα δημοσιονομικά της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης και μετά τη δημοσιοποίηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της τέταρτης αξιολόγησης του προγράμματος Ε.Ε. - ΕΚΤ - ΔΝΤ, κατέστη σαφές το τι υπάρχει «με όρους προγράμματος» και το τι δεν υπάρχει «με όρους Eurostat», από το πρωτογενές πλεόνασμα του ελληνικού κρατικού τομέα.
Η αντιπαράθεση ήταν/είναι για το αν πράγματι υπάρχει, όμως η συζήτηση δεν οδηγείται στην ουσία: Είτε «με όρους προγράμματος» είτε «με όρους Eurostat», ποιες είναι οι θέσεις για το αν πρέπει να υπάρχει, και πώς αυτό θα επιτευχθεί και αναπαραχθεί διευρυμένο τα επόμενα χρόνια; Με άλλα λόγια, θα (να) συνεχίσουμε να παράγουμε (νέο) δημόσιο χρέος; Εάν όχι, από ποια οδό θα επιτυγχάνονται τα πρωτογενή πλεονάσματα -αυτήν της μείωσης των κρατικών δαπανών, αυτήν της αύξησης των φορολογικών εσόδων, από ποιους και από πού;
Το πρόβλημα δεν είναι ότι απουσιάζουν πλήρως οι αριθμοί και οι αναφορές επί του συγκεκριμένου. Κατά κανόνα απουσιάζει και η συνεκτικότητα των αλλεπάλληλων αντι-θέσεων. Εάν το «πρωτογενές πλεόνασμα» όντως δεν υπάρχει, τότε για να υπάρξει πραγματικό είτε θα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες είτε να αυξηθούν οι φόροι, άλλος τρόπος δεν υπάρχει -εκτός εάν δεν επιλέγεται πλεόνασμα, αλλά έλλειμμα, ήτοι νέο χρέος. Κι αυτό γιατί δεν είναι επαχθές και απεχθές όπως το προηγούμενο;
Δεύτερον, η ανεργία που είναι το βαρόμετρο της κοινωνικής κρίσης, και ο (ξεχασμένος) δείκτης της μακροχρόνιας ανεργίας. Παρά τη σταθεροποίησή της και την πιθανότατη αλλαγή τάσης, που μένει να επιβεβαιωθούν τους επόμενους μήνες με τα στοιχεία του β' τριμήνου 2014, παρατηρείται στασιμότητα και μείωση της απασχόλησης, αύξηση των οικονομικά μη ενεργών λόγω και του υψηλού ποσοστού της μακροχρόνιας ανεργίας (άνω των δώδεκα μηνών).
Οι ελληνικές περιφέρειες προεξάρχουν στη δεκάδα εκ των 272 περιφερειών της Ε.Ε. με τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρονίως ανέργων (πέντε περιφέρειες) και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων (τέσσερις περιφέρειες). Οι διαθέσιμοι αριθμοί και δείκτες της Eurostat αγνοούνται: Πέντε μείζονες ελληνικές περιφέρειες (Αττική, Κεντρική Μακεδονία, Στερεά, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος) έχουν μακροχρόνια ανεργία άνω του 69% και «συναγωνίζονται» είτε τρεις γαλλικές υπερπόντιες κτήσεις, είτε δύο ιστορικά υστερούσες περιφέρειες της Σλοβακίας.