7 Μαίου 2013, Ο "σιδηρούς νόμος" της οικονομίας
Των Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστου Α. Ιωάννου, Capital.gr, 7/5/2013
Όταν το 2000 η Ελλάδα συνδεόταν με το ευρώ, ο τομέας των “διεθνώς εμπορευσίμων” προϊόντων (ΤΔΕ) κάλυπτε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, το 25% του ΑΕΠ. Λαμβανομένου υπ’ όψιν του επιπέδου παραγωγικότητας της οικονομίας της, το ποσοστό αυτό, διεθνώς συγκρινόμενο, ήταν εξαιρετικά χαμηλό, στα όρια σχεδόν της διαρθρωτικής κατάρρευσης. Ο ΤΔΕ (πρωτογενής και δευτερογενής κλάδος πλην κατασκευών, συν εξαγώγιμες και υπηρεσίες «τεχνολογικής αιχμής») είναι εξαιρετικά σημαντικός διότι αποτελεί την ατμομηχανή της ανάπτυξης.
Σε αντίθεση με τον τομέα των “διεθνώς μη-εμπορευσίμων” προϊόντων, (ΤΔΜΕ), είναι στον ΤΔΕ που ουσιαστικά παρατηρείται βελτίωση της παραγωγικότητας. Από τον ΤΔΕ προέρχεται η αύξηση του κατα κεφαλήν εισοδήματος μίας χώρας και οι διευρυμένοι επενδύσιμοι πόροι οι οποίοι καθιστούν εφικτή την ανάπτυξη. Και τούτο διότι, όντας υποχρεωμένος να είναι ανταγωνιστικός σε διεθνές επίπεδο, αφού η τιμή των προϊόντων του καθορίζεται από την διεθνή αγορά, πρέπει να εκμεταλλεύεται άριστα τα “συγκριτικά πλεονεκτήματα” της εθνικής οικονομίας λειτουργώντας ταυτοχρόνως στο λεγόμενο “τεχνολογικό σύνορο”, παράγοντας με τις πιο προηγμένες μεθόδους, ώστε να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά κάθε ομοειδή παραγωγό ανά την υφήλιο.
Αντιθέτως, ο ΤΔΜΕ, είναι “παθητικός”, με την έννοια ότι απλά “συλλαμβάνει” μέρος της προόδου που συντελείται στον ΤΔΕ. Ένας κουρέας στο Κάιρο μπορεί και να κουρεύει καλύτερα από έναν συνάδελφό του στην Νέα Υόρκη. Η αμοιβή του όμως είναι είκοσι φορές μικρότερη, έστω και αν η παραγωγικότητά του είναι ή ίδια και αυτό διότι το κούρεμα είναι μία υπηρεσία “διεθνώς μη εμπορεύσιμη”. Κανείς δεν φεύγει από την Νέα Υόρκη για να πάει να κουρευθεί στο Κάιρο επειδή εκεί το κούρεμα είναι φθηνότερο. Η αμοιβή του κάθε ενός από τους δύο κουρείς δεν καθορίζεται από την παραγωγικότητά του αλλά από την παραγωγικότητα του ΤΔΕ στην χώρα του που, με τον νόμο της “εξίσωσης των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής”, διαχέει τις προσόδους του σε όλους τους εργαζόμενους της εθνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία όσο υψηλότερη είναι η παραγωγικότητα σε μία οικονομία τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του ΤΔΕ στο σύνολο του ΑΕΠ. Με τους υπολογισμούς μας, σήμερα, το ποσοστό του ΤΔΕ ως προς το ΑΕΠ στην οικονομία των ΗΠΑ είναι 23% και της Γερμανίας 29%. Η Ελλάδα, με πολύ χαμηλότερη παραγωγικότητα, θα έπρεπε να είχε ποσοστό αισθητά μεγαλύτερο από αυτές τις δύο χώρες. Αυτή ήταν άλλωστε και η ελπίδα της “σύγκλισης” της ελληνικής οικονομίας μέσω της εισόδου της στην ΟΝΕ: το ποσοστό των ΤΔΕ να ανέλθει από το 25% στο 35-40% του ΑΕΠ ώστε η οικονομία να αποκτήσει την παραγωγική βάση που της έλειπε.
Τι συνέβη όμως; Για λόγους που έχουμε εξηγήσει αλλού, η πορεία ήταν ακριβώς αντίθετη. Ξεκινώντας από 25% το έτος 2000, ο ΤΔΕ το 2009 συρρικνώθηκε στο 19% του ΑΕΠ , που όχι μόνο είναι εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό σε σχέση με το επίπεδο παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά ίσως να είναι και το χαμηλότερο ποσοστό παγκοσμίως. Μόλις, όμως, εκλείψουν κάποιοι προσωρινοί παράγοντες ανισορροπίας, (δηλαδή, στην ελληνική περίπτωση, ο άκρατος δανεισμός της περιόδου), μία οικονομία δεν μπορεί να στηριχθεί από έναν ΤΔΕ που είναι μόνο 19%. Θα αρχίσει να συρρικνώνεται έως ότου ο τομέας αυτός ξαναγίνει τουλάχιστον 25 έως 30% του ΑΕΠ.
Το 19% σημαίνει μία σχέση ένα προς τέσσερα: ένας “διεθνώς παραγωγικός” εργαζόμενος πρέπει να συντηρήσει, στο ίδιο επίπεδο εισοδήματος με αυτόν, τέσσερις “μη διεθνώς παραγωγικούς” εργαζόμενους, πράγμα που είναι αδύνατον με τα σημερινά επίπεδα παραγωγικότητας. Δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Ακόμη και ένας προς τρεις, όπως ήταν στην Ελλάδα το 2000, είναι μία οριακή, ακραία, αναλογία. Όσο ο ΤΔΕ παραμένει στάσιμος ως προς το μέγεθός του η μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας (την οποία μέχρι το 2009 συντηρούσε τεχνητά ο δανεισμός) δεν μπορεί να υπάρχει. Εκεί οφείλεται και το, από το 2009, άλμα της ανεργίας κατά ένα εκατομμύριο άτομα.
Μία άλλη οπτική γωνία για να δει κανείς την λειτουργία αυτού του “σιδηρού νόμου” της οικονομίας, που οδηγεί αναπότρεπτα τον ΤΔΕ με τον ΤΔΜΕ σε αντιστοιχία 1 προς 3 (δηλαδή 25/75 του ΑΕΠ), ή και μεγαλύτερη, είναι η εξής: σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, το 2009 ο ΤΔΕ ανερχόταν σε 45 δισεκατομμύρια ευρώ. Για να γίνει το ποσό αυτό (το οποίο μάλιστα έχει μειωθεί έκτοτε) τουλάχιστον 25%, άν όχι 30% της οικονομίας, το ΑΕΠ θα πρέπει να συρρικνωθεί σε επίπεδο κάπου μεταξύ 180 και 160 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εκεί δυστυχώς είναι το σημείο “ισορροπίας” προς το οποίο κινείται η ελληνική οικονομία.
Για να διακοπεί και να αναστραφεί αυτή η πορεία υπάρχει μόνο ένας τρόπος: η αύξηση της δυναμικότητας και του μεγέθους του ΤΔΕ, διότι για κάθε μία μονάδα του ΑΕΠ που θα αυξάνεται ο ΤΔΕ, το ΑΕΠ θα αυξάνει άλλες δυόμισυ με τρεις, τουλάχιστον, μονάδες. Εάν δημιουργηθούν 375.000 νέες θέσεις εργασίας στον ΤΔΕ θα δημιουργήσουν, δευτερογενώς, άλλο ένα εκατομμύριο τουλάχιστον στον ΤΔΜΕ και θα ελαχιστοποιήσουν την στρατοσφαιρική σημερινή ανεργία. Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο χρειάζεται πολύ προσπάθεια και πολύς χρόνος.
Οι δεήσεις για περισσότερες “δημοσιονομικές μεταβιβάσεις” σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να είναι σε θέση και πάλι το ελληνικό κράτος να ξοδεύει τεράστια ποσά τα οποία μέσω τεράστιων, επίσης, “πολλαπλασιαστών” θα φέρουν ξανά την «ευημερία», είναι τραγικά φαντασιώδεις. Στην σκληρή πραγματικότητα ο “σιδηρούς νόμος” της οικονομίας οδηγεί την χώρα στην περιδίνηση, και οι μόνες οικονομικές πολιτικές που μπορούν να την ανακόψουν είναι όσες ενισχύουν την ανάπτυξη του τομέα των “διεθνώς εμπορευσίμων” προϊόντων.