1 Δεκ. 2012 Η πολιτική μισθών και η ανταγωνιστικότητα
Ημερησία του Σαββάτου-Οικονομία, 1/12/2012
Τρία χρόνια τώρα η διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της χρεοκοπίας δεν συνοδεύεται από ψύχραιμη κατανόηση των συνεπαγωγών που έχει η ορθή (κυρίως διαισθητική) επιλογή/προσπάθεια παραμονής της χώρας στο ευρώ. Επιδόσεις που συμπυκνώνονται στην επώδυνη εξέλιξη απασχόλησης και ανεργίας, εισοδήματος και μισθών, αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητες του πώς πορεύθηκε η χώρα την πρώτη δεκαετία στο ευρώ, και ως επεισόδια ασύνδετα με τις νέες δεσμεύσεις στην Ευρωζώνη.
Η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη ήδη από το 2010 αναγνωρίζουν συνεχώς ότι «η πείρα που αποκτήθηκε και τα λάθη που έγιναν στην πρώτη δεκαετία της ΟΝΕ καταδεικνύουν την ανάγκη να βελτιωθεί η οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση, που πρέπει να βασίζεται σε έναν αποφασιστικότερο εθνικό ενστερνισμό των κανόνων και πολιτικών που έχουν συμφωνηθεί από κοινού και σε ένα στιβαρότερο πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης για την εποπτεία των εθνικών οικονομικών πολιτικών». Στην Ελλάδα οι νέοι κανόνες, που συμφωνήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής της 24/25 Μαρτίου 2011, και υπερψηφίσθηκαν από ευρωβουλευτές και βουλευτές, εάν δεν αγνοούνται, θεωρούνται προσωρινό «αναγκαίο κακό».
Ένα σύνηθες επιχείρημα σε σχέση με τους μισθούς και τα εργασιακά έχει τη μορφή ερωτήματος: «Τι σχέση έχουν οι περικοπές των μισθών του ιδιωτικού τομέα με τη δημοσιονομική προσαρμογή;». Το ερώτημα παραγνωρίζει ότι, εκτός του δημοσιονομικού ελλείμματος, η ελληνική οικονομία έχει ένα σημαντικότερο έλλειμμα, της ανταγωνιστικότητας. Βέβαια η ανταγωνιστικότητα δεν αφορά μόνον την Ελλάδα, είναι ευρύτερο ευρωπαϊκό ζήτημα. Γι' αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε, με το «Σύμφωνο για το Ευρώ+», η νέα οικονομική διακυβέρνηση να αξιολογεί και να παρεμβαίνει συστηματικότερα για πρόληψη και διόρθωση μακροοικονομικών ανισορροπιών, στις δε επιδόσεις ανταγωνιστικότητας με κριτήριο την εξέλιξη μισθών και παραγωγικότητας.
Για την αξιολόγηση του κατά πόσον η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα, παρακολουθείται πλέον για κάθε χώρα το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, και συγκρίνεται με τις εξελίξεις στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και στους κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους. Η σχέση μισθών παραγωγικότητας αξιολογείται για την οικονομία συνολικά, αλλά και για μείζονες κλάδους (μεταποίηση, υπηρεσίες), διακριτά δε για τους τομείς των «διεθνώς εμπορεύσιμων» αγαθών και υπηρεσιών και των «μη εμπορευσίμων».
Μεγάλες και διαρκείς αυξήσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος οδηγούν στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και συρρίκνωση μεριδίων εξαγωγών στις αγορές, όπως στην Ελλάδα την πρώτη δεκαετία του ευρώ. Έτσι προκύπτουν οι πολιτικές μισθών ανά χώρα και οι παρεμβάσεις στον τρόπο καθορισμού μισθών και ημερομισθίων, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού συγκέντρωσης ή αποκέντρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και οι πολιτικές μισθών στο δημόσιο τομέα, οι οποίες, πέραν της ανάγκης για δημοσιονομική προσαρμογή, συνδέονται και με τις αλληλεπιδράσεις μισθών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Ημερησία του Σαββάτου-Οικονομία, 1/12/2012
Τρία χρόνια τώρα η διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της χρεοκοπίας δεν συνοδεύεται από ψύχραιμη κατανόηση των συνεπαγωγών που έχει η ορθή (κυρίως διαισθητική) επιλογή/προσπάθεια παραμονής της χώρας στο ευρώ. Επιδόσεις που συμπυκνώνονται στην επώδυνη εξέλιξη απασχόλησης και ανεργίας, εισοδήματος και μισθών, αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητες του πώς πορεύθηκε η χώρα την πρώτη δεκαετία στο ευρώ, και ως επεισόδια ασύνδετα με τις νέες δεσμεύσεις στην Ευρωζώνη.
Η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη ήδη από το 2010 αναγνωρίζουν συνεχώς ότι «η πείρα που αποκτήθηκε και τα λάθη που έγιναν στην πρώτη δεκαετία της ΟΝΕ καταδεικνύουν την ανάγκη να βελτιωθεί η οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση, που πρέπει να βασίζεται σε έναν αποφασιστικότερο εθνικό ενστερνισμό των κανόνων και πολιτικών που έχουν συμφωνηθεί από κοινού και σε ένα στιβαρότερο πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης για την εποπτεία των εθνικών οικονομικών πολιτικών». Στην Ελλάδα οι νέοι κανόνες, που συμφωνήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής της 24/25 Μαρτίου 2011, και υπερψηφίσθηκαν από ευρωβουλευτές και βουλευτές, εάν δεν αγνοούνται, θεωρούνται προσωρινό «αναγκαίο κακό».
Ένα σύνηθες επιχείρημα σε σχέση με τους μισθούς και τα εργασιακά έχει τη μορφή ερωτήματος: «Τι σχέση έχουν οι περικοπές των μισθών του ιδιωτικού τομέα με τη δημοσιονομική προσαρμογή;». Το ερώτημα παραγνωρίζει ότι, εκτός του δημοσιονομικού ελλείμματος, η ελληνική οικονομία έχει ένα σημαντικότερο έλλειμμα, της ανταγωνιστικότητας. Βέβαια η ανταγωνιστικότητα δεν αφορά μόνον την Ελλάδα, είναι ευρύτερο ευρωπαϊκό ζήτημα. Γι' αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε, με το «Σύμφωνο για το Ευρώ+», η νέα οικονομική διακυβέρνηση να αξιολογεί και να παρεμβαίνει συστηματικότερα για πρόληψη και διόρθωση μακροοικονομικών ανισορροπιών, στις δε επιδόσεις ανταγωνιστικότητας με κριτήριο την εξέλιξη μισθών και παραγωγικότητας.
Για την αξιολόγηση του κατά πόσον η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα, παρακολουθείται πλέον για κάθε χώρα το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, και συγκρίνεται με τις εξελίξεις στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και στους κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους. Η σχέση μισθών παραγωγικότητας αξιολογείται για την οικονομία συνολικά, αλλά και για μείζονες κλάδους (μεταποίηση, υπηρεσίες), διακριτά δε για τους τομείς των «διεθνώς εμπορεύσιμων» αγαθών και υπηρεσιών και των «μη εμπορευσίμων».
Μεγάλες και διαρκείς αυξήσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος οδηγούν στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και συρρίκνωση μεριδίων εξαγωγών στις αγορές, όπως στην Ελλάδα την πρώτη δεκαετία του ευρώ. Έτσι προκύπτουν οι πολιτικές μισθών ανά χώρα και οι παρεμβάσεις στον τρόπο καθορισμού μισθών και ημερομισθίων, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού συγκέντρωσης ή αποκέντρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και οι πολιτικές μισθών στο δημόσιο τομέα, οι οποίες, πέραν της ανάγκης για δημοσιονομική προσαρμογή, συνδέονται και με τις αλληλεπιδράσεις μισθών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.