10 Αυγ. 2012 Ο Συνδικαλισμός στην Εποχή της Χρεοκοπίας: «Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή»;
Προσεγγίσεις - Onlynews.gr, 10/8/2012
Οι τεκτονικές αλλαγές στο σύστημα διαμόρφωσης των αμοιβών της εργασίας, οι συνθήκες διαρθρωτικής κατάρρευσης στις αγορές εργασίας και στην απασχόληση, οι αλλεπάλληλες (και συχνά αδιέξοδες και καταστροφικές για όλους) πολλαπλές κοινωνικές συγκρούσεις σε μίκρο κλίμακα (οι οποίες ωστόσο συνθέτουν εθνικές απεργιακές επιδόσεις που διεθνώς δεν περνούν απαρατήρητες, και θυμίζουν επιδόσεις ρεκόρ της δεκαετίας του 1970 – της μεταπολίτευσης), η δικαστικοποίησή τους, αλλά και οι ενδοσυνδικαλιστικές συγκρούσεις δημιουργούν ένα νέο περιβάλλον για τον συνδικαλισμό στην Ελλάδα.
Πριν 30 χρόνια ο νόμος 1264 της 30.6/1.7.1982 «για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» τακτοποιούσε
λογαριασμούς του παρελθόντος, χρόνιες παθογένειες και θεσμικά ελλείμματα πρώτον, της μεταπολεμικής και της μετεμφυλιακής Ελλάδας, δεύτερον, της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Έβαζε σε μια δημοκρατική σειρά την οργάνωση – διοίκηση - λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των εργαζομένων, το δικαίωμα της απεργίας.
Οι διευθετήσεις της μεταπολίτευσης μορφοποιήθηκαν την δεκαετία του 1980 σε ιστορική κορύφωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (περί το 43-44% το 1986). Έγιναν όμως σε πραγματικό έδαφος άνισης ανάπτυξης του συνδικαλισμού μεταξύ αφενός ιδιωτικού τομέα, αφετέρου ευρύτερου κρατικού τομέα, άνιση ανάπτυξη που είχε ήδη αρχίσει από το 1978-1981. Λόγω ευρύτερης υποχώρησης – υπανάπτυξης του ιδιωτικού και υποκατάστασής του από τον «ευρύτερο δημόσιο» και τον χρόνιο ελληνικό ιδιωτικοδημόσιο. Αυτό μορφοποιήθηκε και συνδικαλιστικά σε πυκνότητες στον δημόσιο τομέα που κορυφώθηκαν την δεκαετία του 1990 στο 50%.
Έκτοτε, πριν την κρίση-χρεοκοπία του 2009-2010, άλλαξαν πολλά. Η συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα είχε υποχωρήσει κάτω του 10%, η συνολική περί το 20%. Παρόλα αυτά αφενός μέσω του μηχανισμού της μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία όπου ρυθμιζόταν κατά μέσο όρο το 1992-2008 μία στις τέσσερεις κλαδικές ΣΣΕ και μία στις τέσσερεις επαγγελματικές ΣΣΕ, αφετέρου μέσω της κήρυξης των ΣΣΕ υποχρεωτικών, διατηρούταν ένα υψηλό ποσοστό κάλυψης της αγοράς εργασίας από συλλογικές συμβάσεις και συλλογικές ρυθμίσεις. Είχαμε συλλογικές ρυθμίσεις γενικής εφαρμογής χωρίς, κατ’ ουσίαν, συλλογικές διαπραγματεύσεις, και συλλογικά υποκείμενα που έφθιναν.
Μία επιλογή του 1264/82 ήταν να διατηρήσει (με εξορθολογισμό λειτουργίας) την ιεραρχική δομή του συνδικαλισμού όπως είχε διαμορφωθεί την προπολεμική και μεταπολεμική Ελλάδα (τρεις βαθμίδες οργάνωσης με ανάλογες βαθμίδες συλλογικής διαπραγμάτευσης). Κατ’ ουσίαν και ως δομή και ως λειτουργία είχε μία «τριτοδιεθνιστική» καταγωγή (από την Γ’ Κομμουνιστική Διεθνή του Μεσοπολέμου). Σε αυτή την κατακερματισμένη δομή άλλαζαν οι κάτοχοι των ιεραρχικών θέσεων, αυξομειωνόταν ο βαθμός κοινωνικής εκπροσώπησης. Συμπληρώθηκε δε μεταπολιτευτικά από την επίσης τριτοδιεθνιστικού τύπου σχέση κομμάτων - συνδικάτων που διοργανώθηκε με τις συνδικαλιστικές παρατάξεις- προμετωπίδες των πολιτικών κομμάτων.
Τριάντα χρόνια μετά αυτή η μεταπολιτευτική διευθέτηση κατέρρευσε. Το σκηνικό για την ρύθμιση της μισθωτής εργασίας, ιδιαίτερα στο τρίπτυχο «μισθός-διαπραγμάτευση-συνδικαλισμός», στην Ελλάδα αλλάζει άρδην. Οι αλλαγές, ταυτόχρονα με την εξελισσόμενη -και ελεγχόμενη- χρεοκοπία, είτε με νομικές είτε με αγοραίες παρεμβάσεις, είναι τεκτονικές. Η ερμηνεία ότι «τα αλλάζει η τρόικα» είναι μάλλον επιφανειακή. Πρόκειται για βαθύτερες-ευρύτερες οικονομικές- κοινωνικές διεργασίες στην χώρα, αλλά και ευρύτερα.
Οι ελληνικές μεταπολιτευτικές διευθετήσεις ήρθαν/είναι αντιμέτωπες με τον «Υπαρκτό Ευρωπαϊσμό». Η τρέχουσα κρίση, ευρωπαϊκή και εθνική, λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της ΕΕ του Μάαστριχτ – της Ενιαίας Αγοράς (των νυν 27 κρατών-μελών) και του Ενιαίου Νομίσματος (των νυν 17 κρατών-μελών). Την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) είχαν εξαιρεθεί από την κοινοτική αρμοδιότητα οι μισθοί, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένης της απεργίας). Αυτό αλλάζει.
Τώρα εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης και κρίσης χρέους η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί επανεκκίνηση – εμβάθυνση της Ενιαίας Αγοράς με βιώσιμη Ευρωζώνη, και γι αυτό οδηγείται να ρυθμίζει ευθέως (η Ελλάδα είναι η πρώτη αλλά όχι η μοναδική περίπτωση) μισθούς, σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων (βλ. Euro Plus Pact 2011) και δικαιώματα απεργίας (βλ. επικείμενη νομοθεσία / κανονισμό για σχέση οικονομικών ελευθεριών των επιχειρήσεων και εργατικών δικαιωμάτων για απεργίες και συλλογικές διαπραγματεύσεις).
Συνεπώς 30 χρόνια μετά τον ν. 1264/82, εάν κι όταν ανοίξει η συζήτηση και γι αυτόν, εκτός από το κεντρικό πρόβλημα της μετατροπής του ελληνικού χώρου σε κοινωνία κατανάλωσης, είμαστε ως οικονομία αντιμέτωποι και με την ανάγκη ύπαρξης γηγενών (και ευρωπαϊκών) κοινωνικών δομών συλλογικής έκφρασης. Κι, επιπλέον, με τρόπους ανάπτυξης, εκδήλωσης και επίλυσης των κοινωνικών αντιθέσεων, ώστε να διατηρηθεί, ανακτηθεί, επεκταθεί, η παραγωγική ικανότητα του ελληνικού χώρου και των πολιτών.
Προσεγγίσεις - Onlynews.gr, 10/8/2012
Οι τεκτονικές αλλαγές στο σύστημα διαμόρφωσης των αμοιβών της εργασίας, οι συνθήκες διαρθρωτικής κατάρρευσης στις αγορές εργασίας και στην απασχόληση, οι αλλεπάλληλες (και συχνά αδιέξοδες και καταστροφικές για όλους) πολλαπλές κοινωνικές συγκρούσεις σε μίκρο κλίμακα (οι οποίες ωστόσο συνθέτουν εθνικές απεργιακές επιδόσεις που διεθνώς δεν περνούν απαρατήρητες, και θυμίζουν επιδόσεις ρεκόρ της δεκαετίας του 1970 – της μεταπολίτευσης), η δικαστικοποίησή τους, αλλά και οι ενδοσυνδικαλιστικές συγκρούσεις δημιουργούν ένα νέο περιβάλλον για τον συνδικαλισμό στην Ελλάδα.
Πριν 30 χρόνια ο νόμος 1264 της 30.6/1.7.1982 «για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» τακτοποιούσε
λογαριασμούς του παρελθόντος, χρόνιες παθογένειες και θεσμικά ελλείμματα πρώτον, της μεταπολεμικής και της μετεμφυλιακής Ελλάδας, δεύτερον, της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Έβαζε σε μια δημοκρατική σειρά την οργάνωση – διοίκηση - λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των εργαζομένων, το δικαίωμα της απεργίας.
Οι διευθετήσεις της μεταπολίτευσης μορφοποιήθηκαν την δεκαετία του 1980 σε ιστορική κορύφωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (περί το 43-44% το 1986). Έγιναν όμως σε πραγματικό έδαφος άνισης ανάπτυξης του συνδικαλισμού μεταξύ αφενός ιδιωτικού τομέα, αφετέρου ευρύτερου κρατικού τομέα, άνιση ανάπτυξη που είχε ήδη αρχίσει από το 1978-1981. Λόγω ευρύτερης υποχώρησης – υπανάπτυξης του ιδιωτικού και υποκατάστασής του από τον «ευρύτερο δημόσιο» και τον χρόνιο ελληνικό ιδιωτικοδημόσιο. Αυτό μορφοποιήθηκε και συνδικαλιστικά σε πυκνότητες στον δημόσιο τομέα που κορυφώθηκαν την δεκαετία του 1990 στο 50%.
Έκτοτε, πριν την κρίση-χρεοκοπία του 2009-2010, άλλαξαν πολλά. Η συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα είχε υποχωρήσει κάτω του 10%, η συνολική περί το 20%. Παρόλα αυτά αφενός μέσω του μηχανισμού της μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία όπου ρυθμιζόταν κατά μέσο όρο το 1992-2008 μία στις τέσσερεις κλαδικές ΣΣΕ και μία στις τέσσερεις επαγγελματικές ΣΣΕ, αφετέρου μέσω της κήρυξης των ΣΣΕ υποχρεωτικών, διατηρούταν ένα υψηλό ποσοστό κάλυψης της αγοράς εργασίας από συλλογικές συμβάσεις και συλλογικές ρυθμίσεις. Είχαμε συλλογικές ρυθμίσεις γενικής εφαρμογής χωρίς, κατ’ ουσίαν, συλλογικές διαπραγματεύσεις, και συλλογικά υποκείμενα που έφθιναν.
Μία επιλογή του 1264/82 ήταν να διατηρήσει (με εξορθολογισμό λειτουργίας) την ιεραρχική δομή του συνδικαλισμού όπως είχε διαμορφωθεί την προπολεμική και μεταπολεμική Ελλάδα (τρεις βαθμίδες οργάνωσης με ανάλογες βαθμίδες συλλογικής διαπραγμάτευσης). Κατ’ ουσίαν και ως δομή και ως λειτουργία είχε μία «τριτοδιεθνιστική» καταγωγή (από την Γ’ Κομμουνιστική Διεθνή του Μεσοπολέμου). Σε αυτή την κατακερματισμένη δομή άλλαζαν οι κάτοχοι των ιεραρχικών θέσεων, αυξομειωνόταν ο βαθμός κοινωνικής εκπροσώπησης. Συμπληρώθηκε δε μεταπολιτευτικά από την επίσης τριτοδιεθνιστικού τύπου σχέση κομμάτων - συνδικάτων που διοργανώθηκε με τις συνδικαλιστικές παρατάξεις- προμετωπίδες των πολιτικών κομμάτων.
Τριάντα χρόνια μετά αυτή η μεταπολιτευτική διευθέτηση κατέρρευσε. Το σκηνικό για την ρύθμιση της μισθωτής εργασίας, ιδιαίτερα στο τρίπτυχο «μισθός-διαπραγμάτευση-συνδικαλισμός», στην Ελλάδα αλλάζει άρδην. Οι αλλαγές, ταυτόχρονα με την εξελισσόμενη -και ελεγχόμενη- χρεοκοπία, είτε με νομικές είτε με αγοραίες παρεμβάσεις, είναι τεκτονικές. Η ερμηνεία ότι «τα αλλάζει η τρόικα» είναι μάλλον επιφανειακή. Πρόκειται για βαθύτερες-ευρύτερες οικονομικές- κοινωνικές διεργασίες στην χώρα, αλλά και ευρύτερα.
Οι ελληνικές μεταπολιτευτικές διευθετήσεις ήρθαν/είναι αντιμέτωπες με τον «Υπαρκτό Ευρωπαϊσμό». Η τρέχουσα κρίση, ευρωπαϊκή και εθνική, λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της ΕΕ του Μάαστριχτ – της Ενιαίας Αγοράς (των νυν 27 κρατών-μελών) και του Ενιαίου Νομίσματος (των νυν 17 κρατών-μελών). Την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) είχαν εξαιρεθεί από την κοινοτική αρμοδιότητα οι μισθοί, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένης της απεργίας). Αυτό αλλάζει.
Τώρα εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης και κρίσης χρέους η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί επανεκκίνηση – εμβάθυνση της Ενιαίας Αγοράς με βιώσιμη Ευρωζώνη, και γι αυτό οδηγείται να ρυθμίζει ευθέως (η Ελλάδα είναι η πρώτη αλλά όχι η μοναδική περίπτωση) μισθούς, σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων (βλ. Euro Plus Pact 2011) και δικαιώματα απεργίας (βλ. επικείμενη νομοθεσία / κανονισμό για σχέση οικονομικών ελευθεριών των επιχειρήσεων και εργατικών δικαιωμάτων για απεργίες και συλλογικές διαπραγματεύσεις).
Συνεπώς 30 χρόνια μετά τον ν. 1264/82, εάν κι όταν ανοίξει η συζήτηση και γι αυτόν, εκτός από το κεντρικό πρόβλημα της μετατροπής του ελληνικού χώρου σε κοινωνία κατανάλωσης, είμαστε ως οικονομία αντιμέτωποι και με την ανάγκη ύπαρξης γηγενών (και ευρωπαϊκών) κοινωνικών δομών συλλογικής έκφρασης. Κι, επιπλέον, με τρόπους ανάπτυξης, εκδήλωσης και επίλυσης των κοινωνικών αντιθέσεων, ώστε να διατηρηθεί, ανακτηθεί, επεκταθεί, η παραγωγική ικανότητα του ελληνικού χώρου και των πολιτών.