Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 23/6/2012
Ακόμη κι αν ισχύει η υπεραισιόδοξη εκδοχή ότι ξεκινά «νέος κύκλος» στη
διαχείριση της ελληνικής χρεοκοπίας, το περιεχόμενο των λόγων στις ατέλειωτες
ώρες των υποψήφιων πρωταγωνιστών του «νέου κύκλου» στα «τηλεπαράθυρα» δημιουργεί
σοβαρές αμφιβολίες περί του «νέου». Μετά από μακρά, σχεδόν οκτάμηνη επίσημα και
ανεπίσημα, (προ)εκλογική περίοδο, η «επαναδιαπραγμάτευση» μοιάζει στερούμενη
διάγνωσης για κρίσιμα λάθη επιλογών στις προηγούμενες «επαναδιαπραγματεύσεις».
Ας σταθούμε, λόγω περιορισμένου χώρου, σε τρία.
Στην αφετηρία της πρώτης «επαναδιαπραγμάτευσης» της συνεχιζόμενης υπαγωγής της Ελλάδας στη
Διαδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος της Ε.Ε./Ευρωζώνης, το Φθινόπωρο του 2009, η Ελλάδα δεν γνώριζε «τι (της) γίνεται» στα δημοσιονομικά της. Και σχεδίαζε ερήμην αυτών. Θεωρούσε, μάλιστα, ότι το τότε αγνώστου μεγέθους δημοσιονομικό έλλειμμα είναι το μοναδικό πρόβλημά της. Παρέβλεπε το χρέος, αγνοούσε το, μείζον, κενό ανταγωνιστικότητας.
Στην αφετηρία της πρώτης «επαναδιαπραγμάτευσης» της συνεχιζόμενης υπαγωγής της Ελλάδας στη
Διαδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος της Ε.Ε./Ευρωζώνης, το Φθινόπωρο του 2009, η Ελλάδα δεν γνώριζε «τι (της) γίνεται» στα δημοσιονομικά της. Και σχεδίαζε ερήμην αυτών. Θεωρούσε, μάλιστα, ότι το τότε αγνώστου μεγέθους δημοσιονομικό έλλειμμα είναι το μοναδικό πρόβλημά της. Παρέβλεπε το χρέος, αγνοούσε το, μείζον, κενό ανταγωνιστικότητας.
Το ECOFIN της 10ης Νοεμβρίου 2009, διαισθανόμενο ότι η κατάσταση στην Ελλάδα
«έχει ξεφύγει», κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ξανακοιτάξει τα «ανανεούμενα
προβλήματα στα δημοσιονομικά στατιστικά της Ελλάδας» και εντέλει, συντομότατα, η
πρώτη ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή για το 2010 ήταν η «Έκθεση για τις
στατιστικές δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους της ελληνικής κυβέρνησης» [βλ.
COM(2010) 1 final) Brussels, 8.1.2010]. Έκθεση «κόλαφος», αλλά σχεδόν κανείς δεν
ασχολήθηκε ουσιαστικά με αυτήν.
Στις 3 και 4 Απριλίου 2009 η απόφαση του άτυπου ECOFIN σύστηνε στην Ελλάδα να προχωρήσει σε ενίσχυση της δημοσιονομικής προσαρμογής με τη λήψη μέτρων «διαρκούς απόδοσης» (όχι «μίας χρήσεως»), κυρίως στην πλευρά των δαπανών με περιορισμό τους [βλ. Council Recommendation to Greece with a view to bringing an end to the situation of an excessive government deficit, Political agreement 03/04.04.2009 (informal ECOFIN)]. Ομως, η Ελλάδα και πριν και μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 κινήθηκε κυρίως με μέτρα «μίας χρήσεως» («έκτακτες εισφορές» κ.λπ.) και όχι κυρίως στην πλευρά των δαπανών, με περιορισμό τους.
Η «μήτρα» των μέτρων καθ' οδόν προς το πρώτο Μνημόνιο (Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2010) και κυρίως η εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου βασίζεται στην αρχή της μη παραβίασης των οσίων της εγχώριας κρατι(κομματι)κής «φούσκας». «Εκτακτα μέτρα» αποφυγής της ριζικής μείωσης των δημοσίων δαπανών, συνεχείς αλλαγές των έκτακτων και τακτικών ονομαστικών φορολογικών συντελεστών, μέτρα που απομείωναν την πραγματική αποτελεσματικότητα της φορολογίας και την ισονομία έναντι αυτής. Ετσι πορεύθηκαν προσαρμογή και «επαναδιαπραγμάτευση» επί διετία, έως το δεύτερο Μνημόνιο (Φεβρουάριος 2012).
Στο δεύτερο (κι εν μέρει εκκρεμές) Μνημόνιο «ανακαλύφθηκε» η πρωτοκαθεδρία της «εσωτερικής υποτίμησης». Η οποία θεωρητικά, και κατά τας γραφάς Ε.Ε.-ΔΝΤ-ΕΚΤ, για να επιτύχει αφορά όλους τους συντελεστές κόστους/τιμών: εργατικό κόστος, λοιπούς συντελεστές κόστους παραγωγής, τιμές παραγωγού, τιμές καταναλωτή. Ωστόσο, η «εσωτερική υποτίμηση» παρέμεινε προκλητικά μονομερής: η αμοιβή της εργασίας υποτιμήθηκε και υποτιμάται, τα λοιπά όχι. Το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει στην υποτίμηση των τιμών (μέσω product market reforms), όλες και όλες, τριάντα δύο λέξεις - τρεις γραμμές.
Στις 3 και 4 Απριλίου 2009 η απόφαση του άτυπου ECOFIN σύστηνε στην Ελλάδα να προχωρήσει σε ενίσχυση της δημοσιονομικής προσαρμογής με τη λήψη μέτρων «διαρκούς απόδοσης» (όχι «μίας χρήσεως»), κυρίως στην πλευρά των δαπανών με περιορισμό τους [βλ. Council Recommendation to Greece with a view to bringing an end to the situation of an excessive government deficit, Political agreement 03/04.04.2009 (informal ECOFIN)]. Ομως, η Ελλάδα και πριν και μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 κινήθηκε κυρίως με μέτρα «μίας χρήσεως» («έκτακτες εισφορές» κ.λπ.) και όχι κυρίως στην πλευρά των δαπανών, με περιορισμό τους.
Η «μήτρα» των μέτρων καθ' οδόν προς το πρώτο Μνημόνιο (Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2010) και κυρίως η εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου βασίζεται στην αρχή της μη παραβίασης των οσίων της εγχώριας κρατι(κομματι)κής «φούσκας». «Εκτακτα μέτρα» αποφυγής της ριζικής μείωσης των δημοσίων δαπανών, συνεχείς αλλαγές των έκτακτων και τακτικών ονομαστικών φορολογικών συντελεστών, μέτρα που απομείωναν την πραγματική αποτελεσματικότητα της φορολογίας και την ισονομία έναντι αυτής. Ετσι πορεύθηκαν προσαρμογή και «επαναδιαπραγμάτευση» επί διετία, έως το δεύτερο Μνημόνιο (Φεβρουάριος 2012).
Στο δεύτερο (κι εν μέρει εκκρεμές) Μνημόνιο «ανακαλύφθηκε» η πρωτοκαθεδρία της «εσωτερικής υποτίμησης». Η οποία θεωρητικά, και κατά τας γραφάς Ε.Ε.-ΔΝΤ-ΕΚΤ, για να επιτύχει αφορά όλους τους συντελεστές κόστους/τιμών: εργατικό κόστος, λοιπούς συντελεστές κόστους παραγωγής, τιμές παραγωγού, τιμές καταναλωτή. Ωστόσο, η «εσωτερική υποτίμηση» παρέμεινε προκλητικά μονομερής: η αμοιβή της εργασίας υποτιμήθηκε και υποτιμάται, τα λοιπά όχι. Το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει στην υποτίμηση των τιμών (μέσω product market reforms), όλες και όλες, τριάντα δύο λέξεις - τρεις γραμμές.