26 Μαίου 2012 Ανάπτυξη είναι το «τι παράγεις»!
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 26/5/2012
Η σχεδόν πανταχόθεν εκπορευόμενη αερολογία περί ανάπτυξης συσκοτίζει το θεμελιώδες ελληνικό ζήτημα. Είναι μέρος του φαινομένου υπανάπτυξης που χαρακτηρίζει τη χώρα - χρόνια τώρα, ήδη από τις ένδοξες ημέρες της υποτιθέμενης ανάπτυξης. Η ραγδαία συρρίκνωση της παραγωγής διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών (υπέρ του προστατευμένου τομέα των μη εμπορευσίμων) η οποία έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως την περίοδο συμμετοχής στην ΟΝΕ ήταν υπανάπτυξη, όχι ανάπτυξη.
Οικονομική ανάπτυξη είναι η διαδικασία του να μαθαίνεις να παράγεις (και να εξάγεις) περισσότερο
σύνθετα, πλούσια σε αξία, προϊόντα. Ο δρόμος της ανάπτυξης περνά από τη δημιουργία και αξιοποίηση των ικανοτήτων (της γνώσης, του φυσικού και του ανθρώπινου κεφαλαίου, των θεσμών) παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που βελτιώνουν την κοινωνική ευημερία χωρίς να εξαντλούν το περιβάλλον. Κι όλα αυτά είναι μετρήσιμα.
Με κριτήριο ανάπτυξης το σύνθετο των 5.107 παραγόμενων-εξαγόμενων προϊόντων του διεθνούς εμπορίου, επί 125 χωρών την περίοδο 2001-2007, η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Σουηδία η Ελβετία και η Φινλανδία είναι οι πέντε περισσότερο αναπτυγμένες χώρες. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 52η θέση, ακολουθώντας τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ινδία και την Κίνα. Η ταξινόμηση των προϊόντων σε κατηγορίες δείχνει ότι η Ελλάδα, παράγοντας και εξάγοντας 1.060 προϊόντα, όχι μόνο δεν ανταγωνίζεται τις πλέον αναπτυγμένες παραγωγικά χώρες (Γερμανία, κ.λπ.), αλλά βρέθηκε να ανταγωνίζεται την Κίνα, την Ινδία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Πορτογαλία. Διαθέτοντας, έναντι αυτών, στο καλάθι των εξαγωγών της συγκριτικά τα λιγότερο σύνθετα χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας προϊόντα.
Οι ανωτέρω δυσμενείς διαπιστώσεις αφορούν την Ελλάδα στην περίοδο της υποτιθέμενης ανάπτυξης, το 2001-2007. Αν επιπλέον ληφθεί υπόψη ότι το ελληνικό μερίδιο στις διεθνείς εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών βρίσκεται το 2011 σε ποσοστό χαμηλότερο του 80% έναντι εκείνου του 2005, τότε γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της κενολογίας περί σύντομης εξόδου από την ελληνική κρίση, και επιστροφής στην οικονομική μεγέθυνση, μέσω των εξαγωγών.
Η Ελλάδα της υποτιθέμενης «ανάπτυξης» τα πήγε άσχημα όχι μόνο με τα περισσότερο σύνθετα προϊόντα (μηχανολογικό εξοπλισμό, χημικά, μέταλλα, κοκ) αλλά «πάσχει» και στα λιγότερο σύνθετα προϊόντα (ανεπεξέργαστες πρώτες ύλες, ξυλουργικά, κλωστοϋφαντουργικά, αγροτικά, κοκ). Με άλλα λόγια ο ραγδαία συρρικνωθείς τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων στερείται όχι μόνο του μεγέθους αλλά και της εσωτερικής σύνθεσης που θα μπορούσε να τον μετατρέψει σε οδηγό της στροφής στην ανάπτυξη.
Το ζήτημα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης για την Ελλάδα δεν είναι ότι απλά υστερεί έναντι π.χ. της Γερμανίας λόγω συγκριτικής ανατίμησης του μοναδιαίου μισθολογικού κόστους, ούτε λόγω ανεπαρκούς βελτίωσης της παραγωγικότητάς της. Η συρρίκνωση της παραγωγικής ικανότητας διεθνώς εμπορευσίμων και η καθήλωσή της σε τεχνολογίες και προϊόντα μεσαίας και χαμηλής ειδίκευσης καθορίζουν το τι θέσεις εργασίας δημιουργεί, τι μισθούς μπορεί να πληρώνει, το τι εισόδημα μπορεί να διανέμει και να αναδιανέμει.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 26/5/2012
Η σχεδόν πανταχόθεν εκπορευόμενη αερολογία περί ανάπτυξης συσκοτίζει το θεμελιώδες ελληνικό ζήτημα. Είναι μέρος του φαινομένου υπανάπτυξης που χαρακτηρίζει τη χώρα - χρόνια τώρα, ήδη από τις ένδοξες ημέρες της υποτιθέμενης ανάπτυξης. Η ραγδαία συρρίκνωση της παραγωγής διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών (υπέρ του προστατευμένου τομέα των μη εμπορευσίμων) η οποία έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως την περίοδο συμμετοχής στην ΟΝΕ ήταν υπανάπτυξη, όχι ανάπτυξη.
Οικονομική ανάπτυξη είναι η διαδικασία του να μαθαίνεις να παράγεις (και να εξάγεις) περισσότερο
σύνθετα, πλούσια σε αξία, προϊόντα. Ο δρόμος της ανάπτυξης περνά από τη δημιουργία και αξιοποίηση των ικανοτήτων (της γνώσης, του φυσικού και του ανθρώπινου κεφαλαίου, των θεσμών) παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που βελτιώνουν την κοινωνική ευημερία χωρίς να εξαντλούν το περιβάλλον. Κι όλα αυτά είναι μετρήσιμα.
Με κριτήριο ανάπτυξης το σύνθετο των 5.107 παραγόμενων-εξαγόμενων προϊόντων του διεθνούς εμπορίου, επί 125 χωρών την περίοδο 2001-2007, η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Σουηδία η Ελβετία και η Φινλανδία είναι οι πέντε περισσότερο αναπτυγμένες χώρες. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 52η θέση, ακολουθώντας τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ινδία και την Κίνα. Η ταξινόμηση των προϊόντων σε κατηγορίες δείχνει ότι η Ελλάδα, παράγοντας και εξάγοντας 1.060 προϊόντα, όχι μόνο δεν ανταγωνίζεται τις πλέον αναπτυγμένες παραγωγικά χώρες (Γερμανία, κ.λπ.), αλλά βρέθηκε να ανταγωνίζεται την Κίνα, την Ινδία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Πορτογαλία. Διαθέτοντας, έναντι αυτών, στο καλάθι των εξαγωγών της συγκριτικά τα λιγότερο σύνθετα χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας προϊόντα.
Οι ανωτέρω δυσμενείς διαπιστώσεις αφορούν την Ελλάδα στην περίοδο της υποτιθέμενης ανάπτυξης, το 2001-2007. Αν επιπλέον ληφθεί υπόψη ότι το ελληνικό μερίδιο στις διεθνείς εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών βρίσκεται το 2011 σε ποσοστό χαμηλότερο του 80% έναντι εκείνου του 2005, τότε γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της κενολογίας περί σύντομης εξόδου από την ελληνική κρίση, και επιστροφής στην οικονομική μεγέθυνση, μέσω των εξαγωγών.
Η Ελλάδα της υποτιθέμενης «ανάπτυξης» τα πήγε άσχημα όχι μόνο με τα περισσότερο σύνθετα προϊόντα (μηχανολογικό εξοπλισμό, χημικά, μέταλλα, κοκ) αλλά «πάσχει» και στα λιγότερο σύνθετα προϊόντα (ανεπεξέργαστες πρώτες ύλες, ξυλουργικά, κλωστοϋφαντουργικά, αγροτικά, κοκ). Με άλλα λόγια ο ραγδαία συρρικνωθείς τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων στερείται όχι μόνο του μεγέθους αλλά και της εσωτερικής σύνθεσης που θα μπορούσε να τον μετατρέψει σε οδηγό της στροφής στην ανάπτυξη.
Το ζήτημα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης για την Ελλάδα δεν είναι ότι απλά υστερεί έναντι π.χ. της Γερμανίας λόγω συγκριτικής ανατίμησης του μοναδιαίου μισθολογικού κόστους, ούτε λόγω ανεπαρκούς βελτίωσης της παραγωγικότητάς της. Η συρρίκνωση της παραγωγικής ικανότητας διεθνώς εμπορευσίμων και η καθήλωσή της σε τεχνολογίες και προϊόντα μεσαίας και χαμηλής ειδίκευσης καθορίζουν το τι θέσεις εργασίας δημιουργεί, τι μισθούς μπορεί να πληρώνει, το τι εισόδημα μπορεί να διανέμει και να αναδιανέμει.