23 Απριλίου 2017 Η παραμελημένη υπόθεση της ανταγωνιστικότητας
Ημερησία του Σαββάτου
- Οικονομία, 23/4/2017
Συζητήσεις, διαπραγματεύσεις, αντιπαραθέσεις, σχεδιασμοί, προβλέψεις κ.ο.κ. γίνονται για όλα τα άλλα, εκτός από το θεμελιώδες ζήτημα της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα «σέρνεται», αρνούμενη να αντιληφθεί γιατί χρεοκόπησε, και γιατί η χρεοκοπία της διαρκεί τόσα χρόνια. Ακόμη και μετά το ενδεχόμενο να συμφωνηθούν οι όροι και οι τρόποι της μεσοπρόθεσμης αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους (μετά από δύο αναδιαρθρώσεις, και την εισαγωγή στην τρίτη με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα) κινδυνεύει να παραμείνει ένα «επιπλέον ναυάγιο».
Για να βγει η χρεοκοπημένη Ελλάδα από το πολυετές αδιέξοδο, πρέπει να ασχοληθεί με τα θεμελιώδη που την έφεραν σε αυτό. Ναι μεν ο διαρκής, αυξανόμενος και μη βιώσιμος δημόσιος δανεισμός με τα δημοσιονομικά ελλείμματα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα και της πρώτης δεκαετίας της Ελλάδας στην Ευρωζώνη οδήγησαν στη δημοσιονομική χρεοκοπία του 2010, αλλά οι ρίζες της χρεοκοπίας βρίσκονται στην παραγωγική συρρίκνωση και ανταγωνιστική κατάρρευση που έλαβε χώρα για πάνω από μία και δύο δεκαετίες.
Είναι τα χρόνια και αυξανόμενα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που οδήγησαν στην πολυετή ελληνική χρεοκοπία και έκαναν την Ελλάδα μη αξιόχρεη χώρα και οικονομία. Τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσαν να ήταν προσωρινά αποδεκτά και βιώσιμα, εάν ο εξωτερικός δανεισμός χρησιμοποιούταν επενδυτικά, για να επεκταθεί η παραγωγή και για να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Όμως ο εξωτερικός δανεισμός δεν αξιοποιήθηκε επενδυτικά, αλλά καταναλωτικά. Άλλωστε και οι ευρωπαϊκοί επενδυτικοί πόροι πολλών δεκάδων δισ. ευρώ, και αυτοί καταναλωτικά «απορροφήθηκαν». Όπως έχουμε υπογραμμίσει κατ’ επανάληψιν, τα δάνεια και οι επενδυτικοί πόροι δεν κατευθύνθηκαν στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά στους προστατευμένους τομείς των διεθνώς μη εμπορευσίμων. Η Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας του ευρώ ευημερούσε δανειζόμενη, και ταυτόχρονα κατέστρεφε την παραγωγική ικανότητα που της είχε απομείνει, και περιόριζε ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα του συρρικνωμένου παραγωγικού τομέα της οικονομίας της.
Η Ελλάδα «κρίθηκε» μη αξιόχρεη από τις διεθνείς αγορές όχι επειδή είχε υψηλό ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ, αλλά επειδή η παραγωγική της βάση και το παραγωγικό της ισοζύγιο -εμπορικό και τρεχουσών συναλλαγών, δεν κρίθηκαν (και δεν ήταν) ικανά να εξυπηρετήσουν την αποπληρωμή αυτού του χρέους. Επίσης, ένα σημαντικό μερίδιο του ΑΕΠ της ήταν απλά προϊόν «φούσκας» που είχε δημιουργηθεί κυρίως μέσω του κατανάλωσης του δημόσιου δανεισμού και συμπληρωματικά της κατανάλωσης του ιδιωτικού δανεισμού, για αυτό και εξαφανίσθηκε τόσο γρήγορα.
Όσο λοιπόν κι αν έχει καταφέρει να κλείσει τα θηριώδη δημοσιονομικά ελλείμματα της προηγούμενης περιόδου, το αξιόχρεό της δεν θα αποκατασταθεί όσο δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει την παραγωγική στρέβλωση που την κάνει να αναπαράγει τα ελλείμματά της στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία ναι μεν συρρικνώθηκαν, αλλά είναι πάντα εκεί. Και θα είναι εκεί όσο η ανταγωνιστική παραγωγή, οι εξαγωγές, και η ανταγωνιστική υποκατάσταση των εισαγωγών δεν γίνονται η κορυφαία προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής και της δραστηριότητας σημαντικής μερίδας των πολιτών της.
Συζητήσεις, διαπραγματεύσεις, αντιπαραθέσεις, σχεδιασμοί, προβλέψεις κ.ο.κ. γίνονται για όλα τα άλλα, εκτός από το θεμελιώδες ζήτημα της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα «σέρνεται», αρνούμενη να αντιληφθεί γιατί χρεοκόπησε, και γιατί η χρεοκοπία της διαρκεί τόσα χρόνια. Ακόμη και μετά το ενδεχόμενο να συμφωνηθούν οι όροι και οι τρόποι της μεσοπρόθεσμης αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους (μετά από δύο αναδιαρθρώσεις, και την εισαγωγή στην τρίτη με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα) κινδυνεύει να παραμείνει ένα «επιπλέον ναυάγιο».
Για να βγει η χρεοκοπημένη Ελλάδα από το πολυετές αδιέξοδο, πρέπει να ασχοληθεί με τα θεμελιώδη που την έφεραν σε αυτό. Ναι μεν ο διαρκής, αυξανόμενος και μη βιώσιμος δημόσιος δανεισμός με τα δημοσιονομικά ελλείμματα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα και της πρώτης δεκαετίας της Ελλάδας στην Ευρωζώνη οδήγησαν στη δημοσιονομική χρεοκοπία του 2010, αλλά οι ρίζες της χρεοκοπίας βρίσκονται στην παραγωγική συρρίκνωση και ανταγωνιστική κατάρρευση που έλαβε χώρα για πάνω από μία και δύο δεκαετίες.
Είναι τα χρόνια και αυξανόμενα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που οδήγησαν στην πολυετή ελληνική χρεοκοπία και έκαναν την Ελλάδα μη αξιόχρεη χώρα και οικονομία. Τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσαν να ήταν προσωρινά αποδεκτά και βιώσιμα, εάν ο εξωτερικός δανεισμός χρησιμοποιούταν επενδυτικά, για να επεκταθεί η παραγωγή και για να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Όμως ο εξωτερικός δανεισμός δεν αξιοποιήθηκε επενδυτικά, αλλά καταναλωτικά. Άλλωστε και οι ευρωπαϊκοί επενδυτικοί πόροι πολλών δεκάδων δισ. ευρώ, και αυτοί καταναλωτικά «απορροφήθηκαν». Όπως έχουμε υπογραμμίσει κατ’ επανάληψιν, τα δάνεια και οι επενδυτικοί πόροι δεν κατευθύνθηκαν στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά στους προστατευμένους τομείς των διεθνώς μη εμπορευσίμων. Η Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας του ευρώ ευημερούσε δανειζόμενη, και ταυτόχρονα κατέστρεφε την παραγωγική ικανότητα που της είχε απομείνει, και περιόριζε ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα του συρρικνωμένου παραγωγικού τομέα της οικονομίας της.
Η Ελλάδα «κρίθηκε» μη αξιόχρεη από τις διεθνείς αγορές όχι επειδή είχε υψηλό ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ, αλλά επειδή η παραγωγική της βάση και το παραγωγικό της ισοζύγιο -εμπορικό και τρεχουσών συναλλαγών, δεν κρίθηκαν (και δεν ήταν) ικανά να εξυπηρετήσουν την αποπληρωμή αυτού του χρέους. Επίσης, ένα σημαντικό μερίδιο του ΑΕΠ της ήταν απλά προϊόν «φούσκας» που είχε δημιουργηθεί κυρίως μέσω του κατανάλωσης του δημόσιου δανεισμού και συμπληρωματικά της κατανάλωσης του ιδιωτικού δανεισμού, για αυτό και εξαφανίσθηκε τόσο γρήγορα.
Όσο λοιπόν κι αν έχει καταφέρει να κλείσει τα θηριώδη δημοσιονομικά ελλείμματα της προηγούμενης περιόδου, το αξιόχρεό της δεν θα αποκατασταθεί όσο δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει την παραγωγική στρέβλωση που την κάνει να αναπαράγει τα ελλείμματά της στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία ναι μεν συρρικνώθηκαν, αλλά είναι πάντα εκεί. Και θα είναι εκεί όσο η ανταγωνιστική παραγωγή, οι εξαγωγές, και η ανταγωνιστική υποκατάσταση των εισαγωγών δεν γίνονται η κορυφαία προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής και της δραστηριότητας σημαντικής μερίδας των πολιτών της.