22 Οκτωβρίου 2016 Ασυνάρτητη «συζήτηση» για την απασχόληση
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 22/10/2016
Μετά από 7-8 χρόνια οικονομικής κατάρρευσης και συνακόλουθης κρίσης απασχόλησης μια κοινωνία και ένα έθνος με στοιχειώδες αίσθημα αυτοσυντήρησης θα όριζε την ανεργία ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και θα συζητούσε, θα μελετούσε, θα σχεδίαζε το πώς θα υπαχθούν όλα τα άλλα θέματα ως εργαλεία οικονομικής πολιτικής στην προσπάθεια καταπολέμησής της. Αντί αυτού απλά «τσαλαβουτάει» επιλεκτικά στα στατιστικά της απασχόλησης, όταν αυτά δημοσιεύονται περιοδικά.
Τέτοιο παράδειγμα είναι η δημόσια συζήτηση (ο Θεός να την κάνει!) και η αντιπαράθεση για τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2016 για τις ροές της μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα απασχόλησης από το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Οι απόψεις και η αντιπαράθεση, ως συνήθως, έμειναν στα ρηχά και ανεπεξέργαστα.
Η άποψη Α διαπιστώνει ότι «το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης του πρώτου εννιαμήνου του έτους 2016 είναι θετικό και διαμορφώνεται στις 245.605 νέες θέσεις εργασίας, αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση πρώτου εννιαμήνου έτους από το 2001 μέχρι σήμερα. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης, για την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας συνεχίζονται και εντείνονται».
Η άποψη Β διαπιστώνει ότι «τα στοιχεία του μηνός Σεπτεμβρίου αποτυπώνουν το μέγεθος της μεγάλης ανατροπής. Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης τη διετία 2015-2016 έσπασαν το ιστορικό φράγμα του 50% και ξεπέρασαν την πλήρη απασχόληση, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το 2014 και όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τον Ιαν.-Σεπτ. 2016 τα ποσοστά των ευέλικτων μορφών απασχόλησης έφθασαν το 53,4%, έναντι της πλήρους απασχόλησης που υποχώρησαν στο 46,6%». Πρόκειται εδώ για τον αριθμό και το είδος των προσλήψεων.
Αν υπήρχε σοβαρή συζήτηση, όχι επιπέδου τηλεπαράθυρου, και πρόθεση κατανόησης του τι συμβαίνει και γιατί, η άποψη Α θα προσπαθούσε να κατανοήσει ότι «η υψηλότερη επίδοση πρώτου εννιαμήνου έτους από το 2001 μέχρι σήμερα» στην δημιουργία θέσεων εργασίας, σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας, οφείλεται στις (μνημονιακές) προσαρμογές που υλοποίησαν οι σημερινοί εκφραστές της άποψης Β, οι οποίες έκαναν την αγορά εργασίας πολύ ευέλικτη.
Όμως οι φορείς της άποψης Β «προσπερνούν» το γεγονός της αύξησης των θέσεων εργασίας σε δυσανάλογες συνθήκες μεταβολής του ΑΕΠ. Προτιμούν να εστιάσουν στην αυξανόμενη βαρύτητα των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Οι δε φορείς της άποψης Α, οι οποίοι έχουν υπάρξει οι συστηματικά καταγγέλλοντες την ευελιξία και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης επιλέγουν επίσης να «προσπεράσουν» αυτό το χαρακτηριστικό με το οποίο συνδέεται «η υψηλότερη επίδοση πρώτου εννιαμήνου έτους από το 2001 μέχρι σήμερα».
Αυτού του είδους η μη-συζήτηση δεν επιτρέπει να ειδωθεί η ουσία. Οι θέσεις εργασίας αυξάνονται, προσωρινά, κυρίως λόγω της ευελιξίας στην αγορά εργασίας. Όμως άλλο το ποσοστό των προσλήψεων-συμβάσεων σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης (που κινείται στο 50%+) και άλλο το μερίδιό τους στην αγορά εργασίας (που κινείται στο 30%-). Σε μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας οι «ευέλικτοι» ανακυκλώνονται ταχύτερα, και το μερίδιό τους σταδιακά επεκτείνεται όμως σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας. Οι λειψές «παραγωγικές δυνάμεις» οδηγούν σε κακές «παραγωγικές σχέσεις».
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 22/10/2016
Μετά από 7-8 χρόνια οικονομικής κατάρρευσης και συνακόλουθης κρίσης απασχόλησης μια κοινωνία και ένα έθνος με στοιχειώδες αίσθημα αυτοσυντήρησης θα όριζε την ανεργία ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και θα συζητούσε, θα μελετούσε, θα σχεδίαζε το πώς θα υπαχθούν όλα τα άλλα θέματα ως εργαλεία οικονομικής πολιτικής στην προσπάθεια καταπολέμησής της. Αντί αυτού απλά «τσαλαβουτάει» επιλεκτικά στα στατιστικά της απασχόλησης, όταν αυτά δημοσιεύονται περιοδικά.
Τέτοιο παράδειγμα είναι η δημόσια συζήτηση (ο Θεός να την κάνει!) και η αντιπαράθεση για τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2016 για τις ροές της μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα απασχόλησης από το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Οι απόψεις και η αντιπαράθεση, ως συνήθως, έμειναν στα ρηχά και ανεπεξέργαστα.
Η άποψη Α διαπιστώνει ότι «το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης του πρώτου εννιαμήνου του έτους 2016 είναι θετικό και διαμορφώνεται στις 245.605 νέες θέσεις εργασίας, αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση πρώτου εννιαμήνου έτους από το 2001 μέχρι σήμερα. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης, για την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας συνεχίζονται και εντείνονται».
Η άποψη Β διαπιστώνει ότι «τα στοιχεία του μηνός Σεπτεμβρίου αποτυπώνουν το μέγεθος της μεγάλης ανατροπής. Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης τη διετία 2015-2016 έσπασαν το ιστορικό φράγμα του 50% και ξεπέρασαν την πλήρη απασχόληση, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το 2014 και όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τον Ιαν.-Σεπτ. 2016 τα ποσοστά των ευέλικτων μορφών απασχόλησης έφθασαν το 53,4%, έναντι της πλήρους απασχόλησης που υποχώρησαν στο 46,6%». Πρόκειται εδώ για τον αριθμό και το είδος των προσλήψεων.
Αν υπήρχε σοβαρή συζήτηση, όχι επιπέδου τηλεπαράθυρου, και πρόθεση κατανόησης του τι συμβαίνει και γιατί, η άποψη Α θα προσπαθούσε να κατανοήσει ότι «η υψηλότερη επίδοση πρώτου εννιαμήνου έτους από το 2001 μέχρι σήμερα» στην δημιουργία θέσεων εργασίας, σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας, οφείλεται στις (μνημονιακές) προσαρμογές που υλοποίησαν οι σημερινοί εκφραστές της άποψης Β, οι οποίες έκαναν την αγορά εργασίας πολύ ευέλικτη.
Όμως οι φορείς της άποψης Β «προσπερνούν» το γεγονός της αύξησης των θέσεων εργασίας σε δυσανάλογες συνθήκες μεταβολής του ΑΕΠ. Προτιμούν να εστιάσουν στην αυξανόμενη βαρύτητα των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Οι δε φορείς της άποψης Α, οι οποίοι έχουν υπάρξει οι συστηματικά καταγγέλλοντες την ευελιξία και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης επιλέγουν επίσης να «προσπεράσουν» αυτό το χαρακτηριστικό με το οποίο συνδέεται «η υψηλότερη επίδοση πρώτου εννιαμήνου έτους από το 2001 μέχρι σήμερα».
Αυτού του είδους η μη-συζήτηση δεν επιτρέπει να ειδωθεί η ουσία. Οι θέσεις εργασίας αυξάνονται, προσωρινά, κυρίως λόγω της ευελιξίας στην αγορά εργασίας. Όμως άλλο το ποσοστό των προσλήψεων-συμβάσεων σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης (που κινείται στο 50%+) και άλλο το μερίδιό τους στην αγορά εργασίας (που κινείται στο 30%-). Σε μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας οι «ευέλικτοι» ανακυκλώνονται ταχύτερα, και το μερίδιό τους σταδιακά επεκτείνεται όμως σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας. Οι λειψές «παραγωγικές δυνάμεις» οδηγούν σε κακές «παραγωγικές σχέσεις».