5 Σεπτεμβρίου 2016 Περιπατώντας επί των υδάτων
Capital.gr, Άρθρα, 5/9/2016
Capital.gr, Άρθρα, 5/9/2016
Των Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστου Α. Ιωάννου
Ένας καλός τρόπος εάν θέλεις να μην κλάψεις είναι να προσπαθήσεις να δεις την κατάσταση, όσο τραγική και αν φαίνεται, είτε με κυνισμό είτε, ακόμη καλύτερα, με παιγνιώδη διάθεση. Διότι είναι πραγματικά τραγικό, επτά ολόκληρα χρόνια μετά την αναπόφευκτη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, να μην έχει ακόμη συνειδητοποιήσει η κοινή γνώμη της χώρας ποιοί ήταν οι λόγοι που συνέβη αυτό. Δυστυχώς, τόσο η τρέχουσα συζήτηση για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009, όσο και η λίγο παλαιότερη σχετικά με την έκθεση περί των "σφαλμάτων” του ΔΝΤ, αναδεικνύουν, αμφότερες, μία θλιβερή εικόνα παραλογισμού και ασυναρτησίας, η οποία φυσικά δεν δημιουργείται από τους λίγους εκείνους που μιλούν λογικά και προσπαθούν να ερμηνεύσουν, αλλά από τους πολλούς άλλους, διαπρύσιους δημοκόπους, που "καταγγέλλουν” και "αποκαλύπτουν” με ρυθμό πολυβόλου, διαμορφώνοντας και την ατμόσφαιρα υστερίας που κυριαρχεί σε κάθε σχετική συζήτηση.
Η εικόνα αυτή βεβαίως δεν είναι και τόσο παράδοξη αν σκεφθεί κανείς ότι ζούμε σε μία χώρα όπου γιγαντώθηκε και κατέστη πλειοψηφικό ένα φαινόμενο για το οποίο δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα άλλο εκτός από το όνομά του: πρόκειται για το λεγόμενο "αντιμνημονιακό” κίνημα. Οι οπαδοί του οποίου μπορεί, βεβαίως, να αισθάνονται ότι δικαιούνται να δέρνουν, να υβρίζουν και να απειλούν τους αντιπάλους τους, πλην όμως κανείς εξ αυτών δεν αισθάνθηκε ποτέ, ως εξ ίσου σημαντική, την υποχρέωση και την ανάγκη να εξηγήσει, έστω και αδρομερώς, έστω και υπαινικτικά, σε τι ακριβώς θα συνίστατο ή "αντιμνημονιακή” πολιτική που ευαγγελίζεται. Με μοναδική εξαίρεση, βεβαίως, τους οπαδούς της επιστροφής στην δραχμή, οι οποίοι, ακόμη και αν είπαν εξωφρενικά πράγματα, η αλήθεια είναι ότι είπαν, τουλάχιστον, κάτι, παρουσιάζοντας μία πλήρως φαντασιόπληκτη μεν, αποκλίνουσα των "Μνημονίων” δε, οικονομική και πολιτική πρόταση. Η μεγάλη μάζα των "αντιμνημονιακών”, όμως, η οποία μεταξύ όλων των άλλων που δεν θέλει να αποχωριστεί συμπεριλαμβάνει και τα αγαθά του ευρώ, ουδέποτε μας έκανε την τιμή να μας εξηγήσει την εναλλακτική της πρόταση, επί της εγκυρότητας της οποίας στηρίζει τόση αγανάκτηση, τόσο μίσος και τόσες πολλές ύβρεις και απειλές. Αυτό μάλιστα ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους "αντιμνημονιακούς”, αρχίζοντας από ακαδημαϊκούς, υπουργούς, πολιτικούς και δημοσιογράφους και φθάνοντας μέχρι τους ανώνυμους υβριστές και τραμπούκους του διαδικτύου. Ποτέ και κανείς από όλους αυτούς, παρά το ιερό τους μένος, δεν μας έκανε την χάρη να μας δώσει έστω και ένα σκιαγράφημα, να μας αναφέρει έστω και έναν αριθμό των όσων θα περιελάμβανε μία "αντιμνημονιακή” πολιτική και οικονομική επιλογή.
Απέναντι σε μία παρόμοια κατάσταση το βασικό πρόβλημα, ίσως, των λογικών και υπεύθυνων πολιτών, ιδιαίτερα δε εκείνων οι οποίοι ασχολούνται και με τα οικονομικά της χώρας, είναι ότι θεωρούν, πρώτον, πως τα αυτονόητα γι’ αυτούς είναι αυτονόητα για όλους, και, δεύτερον, πως η λογική είναι τόσο ισχυρή ώστε μπορεί από μόνη της να επικρατήσει έναντι των συκοφαντιών, του παραλογισμού, της κουτοπονηριάς και της κακοήθειας. Μόνο που και οι δύο πεποιθήσεις είναι πεπλανημένες. Δεν υπάρχει τίποτε αυτονόητο σε μία προνεωτερική κοινωνία σαν την δική μας που την εμβαπτίζουν στην ασυναρτησία και την παρασέρνουν στην καταστροφή ο καιροσκοπισμός και η δημαγωγία. Όσον αφορά δε την λογική, όχι για να κυριαρχήσει αλλά απλά για να μην περάσει τελείως απαρατήρητη, πρέπει οι πρόμαχοί της να την υποστηρίζουν με στεντόρεια φωνή, αδιάπτωτη επιμονή και με πλήρη ετοιμότητα για κάθε είδους μάχη.
Η άτρωτη "αντιμνημονιακή διήγηση”
Η εμμένουσα και κυριαρχούσα διήγηση των "αντιμνημονιακών”, εξ αιτίας της πλήρους απουσίας οικονομικής πρότασης, συνίσταται από σειρά διάσπαρτων ισχυρισμών (συνήθως αλληλοαναιρούμενων), οι οποίοι, παρά την ακραία μικρόνοια και τον εγγενή παραλογισμό τους, έχουν ουσιαστικά μείνει αναπάντητοι και διακινούνται στην κοινή γνώμη ως "παραδεδεγμένες αλήθειες”.
Ο πρώτος, φυσικά, εξωφρενικός ισχυρισμός είναι ο, συνεχώς επανερχόμενος, περί της "πλαστογραφήσεως” των στοιχείων του ελλείμματος του 2009, η οποία και "μας οδήγησε στα Μνημόνια”, τα οποία "έφεραν την ύφεση”! Τα περί "πλαστογραφίας” έχουν, βεβαίως, απαντηθεί λεπτομερέστατα, (και από τις στήλες αυτές), όσο βεβαίως μπορεί να απαντηθεί μία παρόμοιου μεγέθους κακόβουλη διαστροφή της αλήθειας. Πέραν, δε, των όσων τεχνικών πτυχών έχουν αναφερθεί, υπάρχουν και πολλά άλλα -πραγματολογικού χαρακτήρα- που θα μπορούσε να προσθέσει κανείς.
Είναι, εν τούτοις, εσφαλμένο το να διατηρεί ο έντιμος πολίτης την συζήτηση εντός αυτών των ορίων, (δηλαδή του "πόσο ήταν το έλλειμμα”), διότι έτσι διευκολύνει τους προπαγανδιστές, -οι οποίοι ουδέ κατ’ ελάχιστον ενδιαφέρονται για την λογική, τα γεγονότα και την αλήθεια-, να διασπείρουν μύθους και να δημιουργούν εντυπώσεις, πράγμα που είναι και ο πραγματικός σκοπός τους. Στην άκρη, άλλωστε, των φληναφημάτων τους περί "παραχαράξεως” του ελλείμματος βρίσκεται ένας ακόμη πιο εξωφρενικός ισχυρισμός, η διατύπωση του οποίου, και η λαθραία παρεισαγωγή του στην όλη συζήτηση αλλά και στο συλλογικό ασυνείδητο, είναι και ο τελικός σκοπός του όλου εγχειρήματός τους. (Είναι το γνωστό κόλπο του πορτοφολά που σου αποσπά την προσοχή αλλού για να σου αφαιρέσει το πορτοφόλι). Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι εάν δεν είχε λάβει χώρα η υποτιθέμενη παραχάραξη και εάν είχαμε, για παράδειγμα, παρουσιάσει στα ξένα κορόιδα, για το 2009, ένα δημοσιονομικό έλλειμμα 6,5% του ΑΕΠ, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε απρόσκοπτα, και η ελληνική οικονομία, με την σειρά της θα συνέχιζε κι αυτή κανονικά την πορεία της, χωρίς προβλήματα και χωρίς "ύφεση”! Αν λοιπόν περιορίζεται κανείς στο να αντιδικεί με τους δημοκόπους για το ποιά ακριβώς δαπάνη θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στο έλλειμμα και ποιά όχι, έχει ήδη πέσει στην παγίδα που έχουν στήσει. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνουν να περισπάσουν την προσοχή από το ουσιαστικό ζήτημα το οποίο δεν είναι η στατιστική καταγραφή του δημοσιονομικού ελλείμματος (το οποίο, κατά τεκμήριο, κατεγράφη ακριβέστερα απ’ ότι θα το κατέγραφαν οι ιεροφάντες της "αναθεώρησης του ΑΕΠ”), αλλά η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πραγματική οικονομία της χώρας το 2009, δηλαδή η αναπότρεπτη διαδικασία προϊούσας κατάρρευσης στην οποία την είχαν περιαγάγει οι ίδιοι με τα έργα τους και τις ημέρες τους.
Πρόκειται για μία κατάσταση η οποία είχε τα εξής χαρακτηριστικά: εξ αιτίας της σταθερής υπερ-μόχλευσης της τόσο από τον δημόσιο δανεισμό, όσο και από τον ιδιωτικό, η ελληνική ήταν μία οικονομία τελείως ανισόμετρη, ασταθής και παραμορφωμένη, η λειτουργική διάρθρωση της οποίας δεν είχε σχέση με την μορφή και την λειτουργία που είχαν οι άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, (ακόμη και εκείνες οι οποίες εισήλθαν επίσης σε κρίση την ίδια περίοδο), αλλά, (κυρίως), ούτε και την μορφή και τις διαρθρωτικές σχέσεις που πρέπει γενικά να έχει μία οικονομία για να διατηρεί την ισορροπία της και να αναπαράγεται σχετικά ομαλά. Και τούτο διότι εάν υπάρχουν τερατώδη δημοσιονομικά ελλείμματα, (αλλά και υπερβολική πιστωτική επέκταση), αυτά δεν εξελίσσονται αυτόνομα και στο κενό, όπως υπονοούν οι μνημονιοσχίστες, αλλά, αντιθέτως, διαμορφώνουν, κατ’ αναλογίαν, τα μεγέθη, τις σχέσεις και την κλαδική διάρθρωση της πραγματικής οικονομίας. Έτσι, για παράδειγμα, το 2008, ενώ στις χώρες της ευρωζώνης το λιανικό και το χονδρικό εμπόριο δημιουργούσαν μαζί το 11% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της οικονομίας, (και γενικά σε κάθε αναπτυγμένη χώρα ένα αντίστοιχο ποσοστό), στην Ελλάδα της "ευημερίας” δημιουργούσαν το 18%. Και αυτό, βεβαίως, αντιστοιχούσε, στο γεγονός ότι σε όλη την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας ο μέσος όρος του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν κοντά στο 10% του ΑΕΠ, έχοντας φθάσει, ειδικά την χρονιά εκείνη, το καταπληκτικό 14,6%. Και πως αλλιώς, άραγε, θα διατίθονταν στο κοινό όλα τα εκλεκτά αγαθά που εισάγονταν από το εξωτερικό και βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο του λαού, επί τη βάσει του ευεργετικού εξωτερικού δανεισμού, εάν οι κλάδοι του εμπορίου δεν ήταν στην Ελλάδα κατά 65% πιο ενισχυμένοι σε σχέση με την υπόλοιπη δύστηνο ευρωζώνη;
Περισσότερο, βεβαίως, η αναντιστοιχία αυτή εξέφραζε το γεγονός ότι η συνολική κατανάλωση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα μαζί, το 2009, κάλυπτε το 92% του ελληνικού ΑΕΠ την στιγμή που ο μέσος όρος της ευρωζώνης, για την ίδια μεταβλητή, ήταν λιγότερο από 78%. Δηλαδή, με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία το 2009 ήταν μία οικονομία που διέφερε σημαντικά από τις υπόλοιπες οικονομίες στην ομάδα των οποίων ανήκε θεσμικά, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι κατανάλωνε σχεδόν όλο το εισόδημα που δημιουργούσε.
Εάν πραγματικά υπάρχει ένας τρόπος μία τέτοια οικονομία να συνεχίσει να λειτουργεί ισόρροπα εις το διηνεκές, αυξάνοντας συνεχώς τον δανεισμό της και το χρέος της, χωρίς να περιπέσει ποτέ σε "ύφεση” ή άλλου τέτοιου είδους περιπέτειες, αυτό ομολογουμένως είναι κάτι εξαιρετικό και υπέροχο! Μόνο που δεν περιγράφεται σε κανένα οικονομικό εγχειρίδιο και δεν προβλέπεται από καμιά θεωρία, και, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί ένα αποκλειστικά ελληνικό θαύμα! Εφ΄ όσον, δε, οι μνημονιοσχίστες οπαδοί της θεωρίας της "αλλοίωσης” των στοιχείων γνωρίζουν τον τρόπο που επιτυγχάνεται το συγκεκριμένο θαύμα οφείλουν, άνευ ετέρου, δείχνοντας τον ανθρωπισμό που τους διακρίνει, να τον κάνουν ευρέως γνωστό, ώστε να τον εφαρμόσουν και όλα τα άλλα έθνη προκειμένου να επωφεληθούν και να ευτυχήσουν και αυτά.
Για να γίνει πιο κατανοητό με τι ακριβώς ισοδυναμεί ο εν λόγω ισχυρισμός, για το (παρά λίγο) αποκαλυφθέν θαύμα της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει ίσως να τον εικονοποιήσουμε. Ας φανταστούμε λοιπόν έναν υποστηριχτή της θεωρίας της "παραποίησης” των στοιχείων, ο οποίος να τυγχάνει, μάλιστα, και σωματικά υπέρβαρος, (δεδομένου ότι για κάποιο περίεργο λόγο οι πλείστοι όσων ανήκουν στην συγκεκριμένη κατηγορία είναι υπέρβαροι), να ισχυρίζεται ότι όχι μόνο μπορεί να περιπατήσει επί των κυμάτων αλλά μπορεί και να χορέψει χασαποσέρβικο επ’ αυτών. Το ερώτημα, κατά συνέπειαν, είναι το εξής: μπορεί να συμβεί τέτοιο θαύμα; Μπορούν οι μνημονιοσχίστες να περπατήσουν επί των κυμάτων; Μπορούσε η ελληνική οικονομία να συνέχιζε απτόητη την λαμπρή ανοδική πορεία της και μετά το 2009, απλά εάν παρουσίαζε άλλα στατιστικά στοιχεία για το δημοσιονομικό της έλλειμμα, και εάν φυσικά είχε στο πηδάλιό της κάποιους από τους σημερινούς επίδοξους χορευτές επί των υδάτων;
Επειδή, πάντως, στον πεζό μας κόσμο μάλλον δεν συμβαίνουν θαύματα, το πραγματικό γεγονός είναι ότι η ελληνική οικονομία, με την ανισόρροπη εξέλιξη και την στρεβλή πορεία που είχε λάβει ήδη από το 2000, και πιο αποφασιστικά ακόμη από το 2004, κατέληξε, το 2009, νομοτελειακά και αναπότρεπτα στην κατάρρευση. Όπως νομοτελειακά θα κατέληγε στην κατάρρευση και ένα κτίριο το οποίο όχι μόνο θα είχε αδύναμες βάσεις αλλά, επιπλέον, δεν θα είχε οικοδομηθεί προς τα πάνω αλλά προς το πλάι, με το κέντρο βάρους του να βρίσκεται όχι κατά μήκος του νοητού κατακόρυφου άξονά του αλλά έξω και μακριά από αυτόν. Κάτι αντίστοιχο, κατά πλήρη αναλογία, συνέβαινε και με την ελληνική οικονομία, όταν άρχισε να καταρρέει. Να καταρρέει, βεβαίως, όχι μετά την υποτιθέμενη "αλλοίωση” των δημοσιονομικών στοιχείων το 2010 ή το 2011 αλλά, ήδη, από τις αρχές του 2009, όταν ακόμη την ευθύνη της οικονομίας την είχαν οι διαφόρων ειδών σημερινοί τιμητές. Ακόμη τότε, δηλαδή, που την κακόηχη λέξη "τρόικα”, όσοι την γνωρίζαμε, την συνδέαμε με τον Ποτγκόρνυ και τον Κοσύγκιν, και που αν μας έλεγαν το όνομα "Γεωργίου” θα νομίζαμε ότι πρόκειται για τον γνωστό -σπήκινκ- τηλεσχολιαστή.
2009: η διαρθρωτική καμπή και η κατάρρευση
Τότε, λοιπόν, το 2009, το ΑΕΠ της χώρας αντί να αυξηθεί, όπως συνέβαινε μέχρι το 2007, ή έστω να παραμείνει στάσιμο όπως συνέβη το 2008, μειώθηκε κατά 4,3%, σε πραγματικές τιμές, σε σχέση με το "στάσιμο” 2008. Η μείωση αυτή, βεβαίως, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ήταν αναπόφευκτη κατάληξη της παρασάνδαλης δομής που είχε διαμορφώσει η εγκληματική οικονομική πολιτική της προηγούμενης περιόδου, πράγμα που αποδεικνύεται από τα "σύνδρομα στοιχεία” της μείωσης του εθνικού εισοδήματος τα οποία στοιχειοθετούν ότι αυτή δεν ήταν μία απλή, πρόσκαιρη και συγκυριακή υποχώρηση της δραστηριότητας αλλά ένα σημείο διαρθρωτικής καμπής στην πορεία της παρά φύσιν εξελισσόμενης έως τότε κλαδικής διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας.
Βεβαίως, και χωρίς να είναι κανείς οικονομολόγος, και χωρίς να γνωρίζει την θεωρία του Κέυνς, ή του Μίνσκυ, μπορεί πολύ εύκολα να αντιληφθεί ότι η κατάρρευση ήταν αναπόφευκτη σε μία οικονομία που όλο σχεδόν το εισόδημά της, το οποίο σε ένα ποσοστό από 15 έως 30% ήταν αμέσως ή εμμέσως προϊόν δανεισμού, κατευθυνόταν στην κατανάλωση, και όλοι μέσα σε αυτήν γίνονταν έμποροι για να πουλούν εισαγόμενα προϊόντα ο ένας στον άλλον, αν βεβαίως δεν άνοιγαν εταιρεία Δημοσίων Σχέσεων, η αν δεν κερδοσκοπούσαν με οικόπεδα στα Γλυκά Νερά-σε τιμές του Λόγκ Αϊλαντ. Διότι είναι σαφές ότι μία οικονομία για να διατηρεί την ισορροπία της και να αναπαράγεται ομαλά μεν, διευρυμένα δε, (δηλαδή να αναπτύσσεται), πρέπει να έχει μία ορισμένη ισορροπία αφ’ ενός μεταξύ των κλάδων της και αφ’ ετέρου μεταξύ των λειτουργιών της. Αυτή η ισορροπία, με τον ασταμάτητο δανεισμό και τα αυξανόμενα ελλείμματα, στην περίπτωση της Ελλάδας είχε πλήρως ανατραπεί. Πολύ περισσότερο, δε, αν συνεκτιμήσει κανείς και το γεγονός ότι όλα ελάμβαναν χώρα υπό την αιγίδα ενός δημόσιου τομέα ο οποίος, σύμφωνα με τη γνωστή μελέτη της McKinsey, εκτός του υπερδανεισμού του ήταν, εντός της ευρωζώνης, εκείνος ο οποίος απασχολούσε το μεγαλύτερο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού (22,3% έναντι 15,8% σε 15 χώρες της ευρωζώνης για τις οποίες υπάρχουν σχετικά στοιχεία), και εκείνος ο οποίος, παρά το ότι γνώρισε τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης των αποδοχών του σε όλη την Ευρώπη για την περίοδο 2000-2009, παρήγε με διαφορά το λιγότερο έργο, και το λιγότερο κοινωνικό προϊόν, σε σχέση με κάθε άλλη χώρα.
Εν τούτοις, το πλέον σημαντικό στοιχείο για το ότι η διαταραχή της πορείας της ελληνικής οικονομίας που σημειώθηκε το 2008-2009 δεν ήταν μία συγκυριακή ταλάντωση αλλά μία δομικού χαρακτήρα αλλαγή φάσης, βρίσκεται στην σχέση του επιπέδου του ΑΕΠ με την εθνική αποταμίευση. Γνωρίζουμε από την κεϋνσιανή ανάλυση πως, βραχυπρόθεσμα, η κίνηση του ΑΕΠ είναι συνάρτηση των μεταβολών στην συνολική αποταμίευση της οικονομίας. (Είναι πολύ διαφωτιστικές στο σημείο αυτό οι αναλύσεις του Martin Wolf στους Financial Times σε όλη την διάρκεια της κρίσης). Η αύξηση της αποταμίευσης ασκεί, (βραχυπρόθεσμα), συσταλτική επίδραση στο ΑΕΠ και, αντιθέτως, η μείωσή της, αυξητική. Η εν λόγω "κεϋνσιανή” σχέση έδειχνε να λειτουργεί και στην Ελλάδα από το 2004 έως το 2008 όταν η αποταμίευση μειωνόταν, (καταβιβαζόμενη βεβαίως σε τραγικά επίπεδα), αλλά το ΑΕΠ, έστω και στρεβλά, (και -κυρίως-λογιστικά), αντιδρούσε αυξητικά. Το 2008, όμως, αυτό δεν συνέχισε να συμβαίνει, και παρά την καταβύθιση της καθαρής εθνικής αποταμίευσης στο αβυσσαλέο -5,1% την χρονιά εκείνη, το ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο. Ενώ το επόμενο έτος, παρά και την νέα καταβύθιση της στο -8,1%, το ΑΕΠ πλέον όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά, σε πραγματικούς όρους, συρρικνώθηκε κατά 4,3%. (Τα δεδομένα για την καθαρή εθνική αποταμίευση είναι από την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το 2010 και όχι από κάποια "πλαστογραφημένα” στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Η ταυτόχρονη συσσώρευση, στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όλων των δυνητικών ανισορροπιών που μπορούν να λάβουν χώρα σε μία οικονομία, μέλος νομισματικής ένωσης, (υπερβολικός εξωτερικός δανεισμός του δημόσιου και υψηλός του ιδιωτικού τομέα, σημαντική επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, υψηλός διαφορικός πληθωρισμός σε σχέση με τα άλλα μέλη της νομισματικής ένωσης, δραματική επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου, ασύμμετρη μεταφορά μεγάλου μέρους των παραγωγικών συντελεστών της χώρας από παραγωγικούς σε μη παραγωγικούς τομείς), εντελώς φυσιολογικά είχε σαν αποτέλεσμα να καταρρεύσουν όλες οι θεμελιώδεις διαρθρωτικές σχέσεις, και τα πρόσημα μεταβολής της αποταμίευσης και του εισοδήματος να μετατραπούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καταστήσουν την κατεύθυνση τους ομόρροπη-πράγμα που είναι αμάχητη ένδειξη διαρθρωτικής κατάρρευσης της οικονομίας.
Δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε πάλι μία μεταφορική αναλογία, εδώ έχουμε την εικόνα της τελικής φάσης ενός τοξικά εξαρτημένου. Εκείνου δηλαδή του οποίου η εξαρτησιογόνα ουσία που του δίνεται είναι πλέον τόσο δυνατή και σε τόσο μεγάλη δόση ώστε, επειδή ανατρέπει και διακόπτει τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού, αντί να τον ανατάξει τον αποτελειώνει! Για να καταλάβει κανείς ότι συνέβαινε ακριβώς αυτό αρκεί να αναλογισθεί ότι σε μία οικονομία όπου η απόσβεση του κεφαλαίου, δηλαδή η ετήσια απαξίωσή του και η ανάγκη της αντικατάστασης του για να παραμείνει ο όγκος του σταθερός, υπολογιζόταν στο 12% του ΑΕΠ, τα 2/3 από αυτό το απαξιούμενο κεφάλαιο δεν ανανεώθηκαν αλλά καταστράφηκαν στην κυριολεξία για να γίνουν κατανάλωση! Αυτό δηλαδή ήταν κάτι περισσότερο από τους φοιτητές στις όπερες του Πουτσίνι που έκαιγαν τα βιβλία τους για να ζεσταθούν στις παρισινές σοφίτες. Ήταν σαν κάποιος να γκρέμιζε ένα μέρος του σπιτιού του και να χρησιμοποιούσε τα υλικά σαν προσάναμμα για να ζεσταθεί. (Δεν ήταν καν ο χαρτοπαίκτης που παίζει όλη την περιουσία του σε μία παρτίδα, σε μία ζαριά. Αυτός έχει και μία πιθανότητα να κερδίσει! Ενώ εδώ υπήρχε απλή και καθαρή καταστροφή παραγωγικού δυναμικού προς χάριν της άμεσης -ψευδοευφορικής- κατανάλωσης, χωρίς καμιά ελπίδα και προοπτική ανάπτυξης).
Την συγκεκριμένη, λοιπόν, κατάσταση μας λένε οι γενναίοι της λαοκρατικής δεξιάς, αλλά και της αριστοκρατικής αριστεράς, ότι θα μπορούσαν να την χειριστούν καταλλήλως και να δημιουργήσουν συνθήκες ανάπτυξης επί μακρόν, προσφέροντας αδιάπτωτη κατανάλωση, ευφορία και ευημερία στον ελληνικό λαό. Πως; Παρουσιάζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 με τέτοιο τρόπο ώστε να "καταμετρηθεί” ως 6,5% του ΑΕΠ, ή κάτι τέτοιο!
Δικαιολογίες και ελαφρυντικά
Βεβαίως οι, κατά την περίοδο 2004-2009, δήμιοι της ελληνικής οικονομίας όταν δεν απευθύνονται στις "ευρείες μάζες”, περιορίζουν τον "πολιτικό πραγματισμό” τους που τους αναγκάζει να δημαγωγούν ασύστολα και προσπαθούν να δείξουν ότι γίνονται πιο ειλικρινείς. Μετέρχονται τότε ένα off the record επιχείρημα-δικαιολογία, εντελώς διαφορετικό από τον εξωφρενικό ισχυρισμό της "συνομωσίας”. Το επιχείρημα αυτό λέει το εξής: "Είχαμε καταφέρει και ελέγχαμε την κατάσταση έως το 2007. Μετά όμως οι διεθνείς συνθήκες επιδεινώθηκαν και χάσαμε τον έλεγχο και εμείς”. Μόνο που και αυτό το επιχείρημα είναι πλήρως αβάσιμο και εντελώς παραπειστικό. Η κρίση που εκδηλώθηκε στην Ελλάδα δεν ήταν απότοκος της διεθνούς κρίσεως. Ήταν καθαρά ενδογενής και προκλήθηκε από την εγκληματική οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε έως το 2009. Το ότι άλλωστε δεν ήταν προϊόν των διεθνών εξελίξεων φαίνεται και από το γεγονός της διαφοράς φάσεως στην εκδήλωσή τους. Παρά το ότι είναι αποδεδειγμένο πλέον πως οι δημοκόποι που περιμένουν να μάθουν τα καθέκαστα για τα στατιστικά δεδομένα του 2009 από τον κύριο πρωτοδίκη δεν χαρακτηρίζονται για την ειλικρίνειά τους, γεγονός είναι, επίσης, ότι οι τότε ισχυρισμοί τους πως η διεθνής, εκ των ΗΠΑ προερχόμενη, κρίση δεν είχε πλήξει την Ελλάδα, ήταν σε μεγάλο βαθμό ακριβείς. (Οι ελληνικές τράπεζες, άλλωστε, δεν επλήγησαν από "τοξικά” χρηματοπιστωτικά προϊόντα των ΗΠΑ). Η κρίση όμως ήρθε σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή, καθαρά σαν φυσική συνέπεια της δικής τους πολιτικής, και γιγαντώθηκε νομοτελειακά μετά το 2008 διότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει τίποτε άλλο. Εάν έχεις κληρονομήσει -έστω- ένα πράγματι μεγάλο χρέος, και εσύ αντί να προσπαθήσεις να το περιορίσεις με δραστικά μέτρα, αυτό που κάνεις είναι, από την μία, να δανείζεσαι ένα ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του ΑΕΠ ετησίως, (δηλαδή μεγαλύτερο από την πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ ακόμη και την καλύτερη χρονιά), προκειμένου να πληρώνεις τους τόκους, και από την άλλη να δανείζεσαι επιπλέον, και ένα άλλο εξ ίσου σημαντικό ποσό για να το διοχετεύσεις όχι σε κάποια παραγωγική επένδυση αλλά στην κατανάλωση, ώστε να ευφρανθεί η καρδία της εκλογικής σου βάσης και των κομματικών σου μελών που "επωφελούνται καταλλήλως”, τότε δεν είναι δυνατόν να αποφύγεις το αριθμητικό φαινόμενο της γεωμετρικής προόδου ή το φυσικό φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Και η χιονοστιβάδα, βεβαίως, στην αρχή ξεκινάει μικρή και φαίνεται αντιμετωπίσιμη. Σύντομα, όμως, αλλάζει τάξη μεγέθους. Αυτό συνέβη και "μετά το 2007”. Δεν επρόκειτο περί ατυχίας, αλλά περί αναπότρεπτης και δρομολογημένης καταστροφής. Από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, για παράδειγμα, προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά το 2004 ήταν συνέπεια της σταθερής επιδείνωσης του ισοζυγίου εισοδημάτων και τρεχουσών μεταβιβάσεων, ακριβώς λόγω των αυξημένων πληρωμών τόκων προς το εξωτερικό, φαινόμενο που διογκώθηκε ιδιαίτερα μετά το 2006. Όταν ο πραγματικός δανεισμός της χώρας από το εξωτερικό (δημοσίου και ιδιωτικού τομέα μαζί) είναι σταθερά μεγαλύτερος από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, τότε η χρεοκοπία και η κατάρρευση, μέσω του "φαινομένου της χιονοστιβάδας” είναι αναπόφευκτες. (Ειδικά μάλιστα εάν και η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ είναι "φούσκα” που πρόκειται να εξαερωθεί σύντομα). Αυτό συνέβη μετά το 2004, και δεν επρόκειτο περί "ατυχίας”.
Και βέβαια είναι μεγάλο θράσος να έχεις καταφέρει στην πρώτη δεκαετία του ενιαίου νομίσματος να πετύχεις τον υψηλότερο πληθωρισμό σε όλη την νομισματική ένωση, την μεγαλύτερη επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας σου και την μεγαλύτερη εξωτερική δανειακή επιβάρυνση και, μετά από όλα αυτά να ισχυρίζεσαι ότι απλά στο τέλος στραβοπάτησες λίγο, αλλά δεν είσαι εσύ που φταις για την χρεοκοπία της χώρας σου! Ή, -πράγμα που είναι ακόμη χειρότερο-, να ισχυρίζεσαι ότι μετά από όλα αυτά τα εγκλήματα που διέπραξες η χώρα χρεοκόπησε όχι εξ αιτίας σου αλλά γιατί κάποιοι συνωμότησαν να "διογκώσουν” το έλλειμμα, και να εμποδίσουν την εθνική οικονομία να δανειστεί ακόμη περισσότερα (που προφανώς οι ξένοι της τα χρωστούσαν), ώστε να μπορέσει να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο υπερδανεισμού και κατανάλωσης!
Άλλωστε, εάν οι "δικαιολογίες” των καταστροφέων ίσχυαν, τότε η σημερινή κατάσταση θα ήταν διαφορετική. Εάν, δηλαδή, πράγματι το έλλειμμα διογκώθηκε τεχνηέντως αυτό θα σήμαινε πως στην συνέχεια θα ανακαλύπταμε κάποιες "λευκές τρύπες” στους ισολογισμούς μας με απρόσμενα πλεονάσματα που θα μπορούσαμε να τα μοιράσουμε για να απομειώσουμε την ένταση της κρίσης. Δεν τα βρήκαμε όμως πουθενά! Και αν πράγματι η κρίση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται απλά στο ότι οι ξένοι συνωμότες μαζί με τους ντόπιους συνεργούς τους μας στέρησαν δολίως πηγές χρηματοδότησης τις οποίες δικαιούμασταν για να συνεχίσουμε την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας μας, στο ίδιο δρόμο που βαδίσαμε στην περίοδο 2004-2009, τότε η κρίση που μαίνεται σήμερα θα έπρεπε να ήταν ομοιόμορφη και να είχε την ίδια ένταση και το ίδιο βάθος σε όλους τους κλάδους και τους τομείς της ελληνικής οικονομίας -μιας και οι "τοκογλύφοι” ξένοι δεν περιόρισαν, για παράδειγμα, ειδικά την χρηματοδότηση της οικοδομής ή του εμπορίου. Αντί τούτου, όμως, βλέπουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης είναι πως έχουν πληγεί αναλογικά πολύ περισσότερο οι κλάδοι εκείνοι που συνδέονταν, και "ευνοήθηκαν” από την "υπερβάλλουσα ζήτηση” στην προηγούμενη περίοδο, δηλαδή το εμπόριο, οι οικοδομές και η κερδοσκοπία γύρω από την γη, καθώς και οι υπηρεσίες "πολυτελείας” που αντιστοιχούσαν στον τρόπο ζωής που προσπαθούσαμε να υιοθετήσουμε λόγω της αυταπάτης ότι ήμασταν πλούσιοι, και είχαμε πια "συγκλίνει με την Ευρώπη”. Αυτό το στοιχείο από μόνο του, δηλαδή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κατάρρευσης, αποδεικνύει ότι η κρίση είναι συστημική, (καταρρέουν, κυρίως, τα τμήματα των κλάδων και των τομέων που διογκώθηκαν πέραν του "σημείου ισορροπίας” ή του ορίου αντοχής της οικονομίας), πράγμα που σημαίνει πως προέρχεται από τον παροξυσμό των ανισορροπιών και των ασυμμετριών του συστήματος, και δεν την προκάλεσε κάποιος ξένος ή ντόπιος ξενόδουλος συνωμότης αλλά η άφρων οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε στην αμέσως προηγούμενη περίοδο από την εκδήλωσή της.
Ο θρίαμβος της "αντιμνημονιακής διήγησης”
Οι δημοκόποι που ισχυρίζονται ότι με την πλαστογράφηση των στοιχείων θα κατοχύρωναν την οικονομική σταθερότητα της χώρας ψεύδονται, βεβαίως, διότι δεν μας εξηγούν ούτε πως θα το επετύγχαναν αυτό, ούτε πως θα εξαπατούσαν τους ξένους να συνεχίσουν να μας τροφοδοτούν με δανεικά, ούτε και πως θα επανισορροπούσαν την ανεπανόρθωτα πλέον, το 2009, διαταραγμένη κλαδική σύνθεση της ελληνικής οικονομίας. Δεν μας εξηγούν, επίσης, ούτε σε ποιές μεταρρυθμίσεις σκόπευαν να προχωρήσουν, παρά το ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές προφανώς θα ήταν ακόμη πιο χρήσιμες σήμερα, και θα έπρεπε η ελληνική κοινωνία να τις γνωρίζει μήπως και τις εφαρμόσει και σωθεί από την κρίση που συνεχίζεται-και έχει τα ίδια χαρακτηριστικά (υψηλή κατανάλωση, καταστροφή κεφαλαίου, -τώρα πια και "ανθρώπινου” που είναι και το πλέον σημαντικό- κλπ). Και ούτε, βεβαίως, μας εξηγούν με ποιόν τρόπο θα έπειθαν την ελληνική κοινωνία, -την στιγμή μάλιστα που θα την τροφοδοτούσαν με άφθονα νέα δανεικά και έτσι δεν θα είχε κανένα κίνητρο να αλλάξει την συμπεριφορά της-, να αποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις αυτές και να τις εφαρμόσει, ενώ δεν έχει ουσιαστικά αποδεχθεί την παραμικρή μεταρρύθμιση μετά από 6 χρόνια ένδειας και κακουχιών. (Ούτε είχαν, άλλωστε, επιχειρήσει, έστω και την παραμικρή μεταρρύθμιση στα χρόνια που κυβέρνησαν). Δεν μας τα εξηγούν γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν επί των συγκεκριμένων ερωτημάτων-όπως δυστυχώς δεν έχει κάτι να πει ούτε το υπόλοιπο πολιτικό δυναμικό της χώρας. Και γενικά, δεν έχει τίποτε να πει επ’ αυτών ο οιοσδήποτε δημαγωγεί για ζητήματα ουσίας και επιβίωσης.
Σήμερα η ελληνική οικονομία διέρχεται μία δεύτερη περίοδο κρίσης. Αφού προσγειώθηκε, έστω και ανωμάλως, σε ένα πολύ κατώτερο επίπεδο εισοδήματος από εκείνο του 2008, (το οποίο, όμως, μετά την κατάρρευση, ήταν πιο κοντά στις πραγματικές δυνατότητές της), έδειξε να εισέρχεται σε μία περίοδο σχετικής σταθεροποίησης το 2014. Αλλά αυτό ανετράπη και η οικονομία περιέπεσε εκ νέου σε περιδίνηση το 2015 (περιδίνηση η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "ύφεση μέσα στην κατάρρευση”). Το σημείο που πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό είναι ότι αιτία της δεύτερης αυτής φάσης καθοδικής πορείας του ΑΕΠ είναι η πανομοιότυπη αντίληψη των πραγμάτων που χαρακτηρίζει εκείνους που έκαναν την "αταλάντευτη διαπραγμάτευση” του 2015 με όσους ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα μπήκε σε κρίση το 2010 γιατί "διογκώθηκε” τεχνητά, και δολίως, το δημοσιονομικό έλλειμμα. Και οι μεν και οι δε, εμμέσως πλην όμως σαφώς, υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το πως ζουν, παράγουν και συμπεριφέρονται οι Έλληνες, αλλά το ότι οι ξένοι δεν μας δίνουν όσα έχουμε ανάγκη για να περάσουμε τόσο καλά όσο πιστεύουμε ότι μας αξίζει. Έτσι η πολιτική πρότασή τους διαμορφώνεται ως παραλλαγή στο ίδιο θέμα: οι πρώτοι θα ήθελαν να τους είχε επιτραπεί το 2009 να εξαπατήσουν τους ξένους, ενώ οι δεύτεροι θα ήθελαν να είχαν καταφέρει το 2015 να εμφανίσουν ως πειστική την απειλή τους ότι θα καταστρέψουν την ευρωζώνη μετατρέποντας την, (μέσω της συλλογικής μας εθνικής αυτοκτονίας), εν μία νυκτί σε ερείπια. Διότι, όπως ισχυρίζονται αμφότεροι, εάν είχαν καταφέρει να υλοποιήσουν επιτυχώς τις ιδέες τους τότε οι ξένοι θα παραπλανούνταν (στην πρώτη περίπτωση), ή θα κάμπτονταν (στην δεύτερη), και θα μας διέθεταν όσα μας λείπανε το 2009 ώστε να συνεχίζαμε να ευημερούμε, ή όσα μας λείπουνε σήμερα για να επιστρέψουμε στην τότε ευημερία. Ευημερία που, προφανέστατα, μεταφράζεται στο ότι θα ήμασταν ένα έθνος του χοντρικού και του λιανικού εμπορίου, που θα διέθετε στην κατανάλωση γύρω στο 95% του ΑΕΠ του, αλλά και θα επένδυε, παράλληλα και ένα άλλο 12% με 15% του ΑΕΠ ετησίως στην κατασκευή κατοικιών, (κι ας μην ανησυχεί κανείς για την διαφορά από το 100, αυτή θα προέκυπτε, άνετα, από τα δανεικά). Και, φυσικά, ένα έθνος που θα έβγαινε στην σύνταξη κατά μέσο όρο στα 40, αλλά και που ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός του θα ήταν το 40% του συνόλου. Και ούτω καθ’ εξής. Αυτή είναι η "αντιμνημονιακή” πρόταση, και της δεξιάς και της αριστεράς, που μας την κρατούν μυστική μέχρι σήμερα, για κάποιον πολύ συγκεκριμένο, βεβαίως, λόγο, ο οποίος είναι ο εξής: επειδή ζούμε σε μία προνεωτερική, στην πραγματικότητα, κοινωνία, στα μέλη της έχουν μεγάλη πέραση οι μετανεωτερικού τύπου "διηγήσεις”, εκείνες όπου τα σημαντικότερα μηνύματα που διαβιβάζονται δεν είναι όσα περιγράφονται και αναλύονται ρητά, αλλά όσα παρασιωπούνται εμφανώς και καταλλήλως, ώστε ο κάθε ακροατής της "διήγησης” πριν ήδη το λάβει να έχει δημιουργήσει το δικό του μήνυμα και την δική του υποκειμενική εικόνα της πραγματικότητας όπως ακριβώς επιθυμεί και όπως καλύτερα ευκολύνεται.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην μεμψιμοιρούμε θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η "αντιμνημονιακή πρόταση” αποτελεί μία περίτεχνη μορφή "διήγησης”, η οποία, ακριβώς διότι είναι άρρητη και νεφελώδης, έχει γίνει δεκτή από την ελληνική κοινωνία κατά πλειοψηφίαν. Και με βάση αυτήν η ελληνική κοινωνία πορεύεται-προς τον όλεθρο, βεβαίως. Στα πλαίσια, δε, της όλης "διήγησης” η συγκεκριμένη αρλούμπα της "παραχάραξης” του ελλείμματος δεν είναι παρά μία ψηφίδα-σημαντική και απαραίτητη φυσικά. Ως εκ τούτου οι υπέρβαροι υποστηρικτές της, και χορευτές επί των υδάτων, μπορεί να λένε ανοησίες, ψεύδη και κακοήθειες, αλλά, σε τελική ανάλυση, ορθώς πράττουν από πολιτικής απόψεως, διότι αυτό ζητάει η αγορά των ιδεών.
Οι κ.κ. Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι Οικονομολόγοι. Ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι συγγραφέας του "Ανατέμνοντας την κρίση", Εκδόσεις Παπαζήση, 2015. O κ. Χρήστος Α. Ιωάννου είναι συγγραφέας του "Public sector employment relations in Greece: Adjustment and Reforms", στο Bach St. and Bordogna L. (editors) "Public Service Management and Employment Relations in Europe; Emerging from the Crisis?" Routledge, London, 2016.
Ένας καλός τρόπος εάν θέλεις να μην κλάψεις είναι να προσπαθήσεις να δεις την κατάσταση, όσο τραγική και αν φαίνεται, είτε με κυνισμό είτε, ακόμη καλύτερα, με παιγνιώδη διάθεση. Διότι είναι πραγματικά τραγικό, επτά ολόκληρα χρόνια μετά την αναπόφευκτη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, να μην έχει ακόμη συνειδητοποιήσει η κοινή γνώμη της χώρας ποιοί ήταν οι λόγοι που συνέβη αυτό. Δυστυχώς, τόσο η τρέχουσα συζήτηση για το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009, όσο και η λίγο παλαιότερη σχετικά με την έκθεση περί των "σφαλμάτων” του ΔΝΤ, αναδεικνύουν, αμφότερες, μία θλιβερή εικόνα παραλογισμού και ασυναρτησίας, η οποία φυσικά δεν δημιουργείται από τους λίγους εκείνους που μιλούν λογικά και προσπαθούν να ερμηνεύσουν, αλλά από τους πολλούς άλλους, διαπρύσιους δημοκόπους, που "καταγγέλλουν” και "αποκαλύπτουν” με ρυθμό πολυβόλου, διαμορφώνοντας και την ατμόσφαιρα υστερίας που κυριαρχεί σε κάθε σχετική συζήτηση.
Η εικόνα αυτή βεβαίως δεν είναι και τόσο παράδοξη αν σκεφθεί κανείς ότι ζούμε σε μία χώρα όπου γιγαντώθηκε και κατέστη πλειοψηφικό ένα φαινόμενο για το οποίο δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα άλλο εκτός από το όνομά του: πρόκειται για το λεγόμενο "αντιμνημονιακό” κίνημα. Οι οπαδοί του οποίου μπορεί, βεβαίως, να αισθάνονται ότι δικαιούνται να δέρνουν, να υβρίζουν και να απειλούν τους αντιπάλους τους, πλην όμως κανείς εξ αυτών δεν αισθάνθηκε ποτέ, ως εξ ίσου σημαντική, την υποχρέωση και την ανάγκη να εξηγήσει, έστω και αδρομερώς, έστω και υπαινικτικά, σε τι ακριβώς θα συνίστατο ή "αντιμνημονιακή” πολιτική που ευαγγελίζεται. Με μοναδική εξαίρεση, βεβαίως, τους οπαδούς της επιστροφής στην δραχμή, οι οποίοι, ακόμη και αν είπαν εξωφρενικά πράγματα, η αλήθεια είναι ότι είπαν, τουλάχιστον, κάτι, παρουσιάζοντας μία πλήρως φαντασιόπληκτη μεν, αποκλίνουσα των "Μνημονίων” δε, οικονομική και πολιτική πρόταση. Η μεγάλη μάζα των "αντιμνημονιακών”, όμως, η οποία μεταξύ όλων των άλλων που δεν θέλει να αποχωριστεί συμπεριλαμβάνει και τα αγαθά του ευρώ, ουδέποτε μας έκανε την τιμή να μας εξηγήσει την εναλλακτική της πρόταση, επί της εγκυρότητας της οποίας στηρίζει τόση αγανάκτηση, τόσο μίσος και τόσες πολλές ύβρεις και απειλές. Αυτό μάλιστα ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους "αντιμνημονιακούς”, αρχίζοντας από ακαδημαϊκούς, υπουργούς, πολιτικούς και δημοσιογράφους και φθάνοντας μέχρι τους ανώνυμους υβριστές και τραμπούκους του διαδικτύου. Ποτέ και κανείς από όλους αυτούς, παρά το ιερό τους μένος, δεν μας έκανε την χάρη να μας δώσει έστω και ένα σκιαγράφημα, να μας αναφέρει έστω και έναν αριθμό των όσων θα περιελάμβανε μία "αντιμνημονιακή” πολιτική και οικονομική επιλογή.
Απέναντι σε μία παρόμοια κατάσταση το βασικό πρόβλημα, ίσως, των λογικών και υπεύθυνων πολιτών, ιδιαίτερα δε εκείνων οι οποίοι ασχολούνται και με τα οικονομικά της χώρας, είναι ότι θεωρούν, πρώτον, πως τα αυτονόητα γι’ αυτούς είναι αυτονόητα για όλους, και, δεύτερον, πως η λογική είναι τόσο ισχυρή ώστε μπορεί από μόνη της να επικρατήσει έναντι των συκοφαντιών, του παραλογισμού, της κουτοπονηριάς και της κακοήθειας. Μόνο που και οι δύο πεποιθήσεις είναι πεπλανημένες. Δεν υπάρχει τίποτε αυτονόητο σε μία προνεωτερική κοινωνία σαν την δική μας που την εμβαπτίζουν στην ασυναρτησία και την παρασέρνουν στην καταστροφή ο καιροσκοπισμός και η δημαγωγία. Όσον αφορά δε την λογική, όχι για να κυριαρχήσει αλλά απλά για να μην περάσει τελείως απαρατήρητη, πρέπει οι πρόμαχοί της να την υποστηρίζουν με στεντόρεια φωνή, αδιάπτωτη επιμονή και με πλήρη ετοιμότητα για κάθε είδους μάχη.
Η άτρωτη "αντιμνημονιακή διήγηση”
Η εμμένουσα και κυριαρχούσα διήγηση των "αντιμνημονιακών”, εξ αιτίας της πλήρους απουσίας οικονομικής πρότασης, συνίσταται από σειρά διάσπαρτων ισχυρισμών (συνήθως αλληλοαναιρούμενων), οι οποίοι, παρά την ακραία μικρόνοια και τον εγγενή παραλογισμό τους, έχουν ουσιαστικά μείνει αναπάντητοι και διακινούνται στην κοινή γνώμη ως "παραδεδεγμένες αλήθειες”.
Ο πρώτος, φυσικά, εξωφρενικός ισχυρισμός είναι ο, συνεχώς επανερχόμενος, περί της "πλαστογραφήσεως” των στοιχείων του ελλείμματος του 2009, η οποία και "μας οδήγησε στα Μνημόνια”, τα οποία "έφεραν την ύφεση”! Τα περί "πλαστογραφίας” έχουν, βεβαίως, απαντηθεί λεπτομερέστατα, (και από τις στήλες αυτές), όσο βεβαίως μπορεί να απαντηθεί μία παρόμοιου μεγέθους κακόβουλη διαστροφή της αλήθειας. Πέραν, δε, των όσων τεχνικών πτυχών έχουν αναφερθεί, υπάρχουν και πολλά άλλα -πραγματολογικού χαρακτήρα- που θα μπορούσε να προσθέσει κανείς.
Είναι, εν τούτοις, εσφαλμένο το να διατηρεί ο έντιμος πολίτης την συζήτηση εντός αυτών των ορίων, (δηλαδή του "πόσο ήταν το έλλειμμα”), διότι έτσι διευκολύνει τους προπαγανδιστές, -οι οποίοι ουδέ κατ’ ελάχιστον ενδιαφέρονται για την λογική, τα γεγονότα και την αλήθεια-, να διασπείρουν μύθους και να δημιουργούν εντυπώσεις, πράγμα που είναι και ο πραγματικός σκοπός τους. Στην άκρη, άλλωστε, των φληναφημάτων τους περί "παραχαράξεως” του ελλείμματος βρίσκεται ένας ακόμη πιο εξωφρενικός ισχυρισμός, η διατύπωση του οποίου, και η λαθραία παρεισαγωγή του στην όλη συζήτηση αλλά και στο συλλογικό ασυνείδητο, είναι και ο τελικός σκοπός του όλου εγχειρήματός τους. (Είναι το γνωστό κόλπο του πορτοφολά που σου αποσπά την προσοχή αλλού για να σου αφαιρέσει το πορτοφόλι). Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι εάν δεν είχε λάβει χώρα η υποτιθέμενη παραχάραξη και εάν είχαμε, για παράδειγμα, παρουσιάσει στα ξένα κορόιδα, για το 2009, ένα δημοσιονομικό έλλειμμα 6,5% του ΑΕΠ, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε απρόσκοπτα, και η ελληνική οικονομία, με την σειρά της θα συνέχιζε κι αυτή κανονικά την πορεία της, χωρίς προβλήματα και χωρίς "ύφεση”! Αν λοιπόν περιορίζεται κανείς στο να αντιδικεί με τους δημοκόπους για το ποιά ακριβώς δαπάνη θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στο έλλειμμα και ποιά όχι, έχει ήδη πέσει στην παγίδα που έχουν στήσει. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνουν να περισπάσουν την προσοχή από το ουσιαστικό ζήτημα το οποίο δεν είναι η στατιστική καταγραφή του δημοσιονομικού ελλείμματος (το οποίο, κατά τεκμήριο, κατεγράφη ακριβέστερα απ’ ότι θα το κατέγραφαν οι ιεροφάντες της "αναθεώρησης του ΑΕΠ”), αλλά η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πραγματική οικονομία της χώρας το 2009, δηλαδή η αναπότρεπτη διαδικασία προϊούσας κατάρρευσης στην οποία την είχαν περιαγάγει οι ίδιοι με τα έργα τους και τις ημέρες τους.
Πρόκειται για μία κατάσταση η οποία είχε τα εξής χαρακτηριστικά: εξ αιτίας της σταθερής υπερ-μόχλευσης της τόσο από τον δημόσιο δανεισμό, όσο και από τον ιδιωτικό, η ελληνική ήταν μία οικονομία τελείως ανισόμετρη, ασταθής και παραμορφωμένη, η λειτουργική διάρθρωση της οποίας δεν είχε σχέση με την μορφή και την λειτουργία που είχαν οι άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, (ακόμη και εκείνες οι οποίες εισήλθαν επίσης σε κρίση την ίδια περίοδο), αλλά, (κυρίως), ούτε και την μορφή και τις διαρθρωτικές σχέσεις που πρέπει γενικά να έχει μία οικονομία για να διατηρεί την ισορροπία της και να αναπαράγεται σχετικά ομαλά. Και τούτο διότι εάν υπάρχουν τερατώδη δημοσιονομικά ελλείμματα, (αλλά και υπερβολική πιστωτική επέκταση), αυτά δεν εξελίσσονται αυτόνομα και στο κενό, όπως υπονοούν οι μνημονιοσχίστες, αλλά, αντιθέτως, διαμορφώνουν, κατ’ αναλογίαν, τα μεγέθη, τις σχέσεις και την κλαδική διάρθρωση της πραγματικής οικονομίας. Έτσι, για παράδειγμα, το 2008, ενώ στις χώρες της ευρωζώνης το λιανικό και το χονδρικό εμπόριο δημιουργούσαν μαζί το 11% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της οικονομίας, (και γενικά σε κάθε αναπτυγμένη χώρα ένα αντίστοιχο ποσοστό), στην Ελλάδα της "ευημερίας” δημιουργούσαν το 18%. Και αυτό, βεβαίως, αντιστοιχούσε, στο γεγονός ότι σε όλη την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας ο μέσος όρος του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν κοντά στο 10% του ΑΕΠ, έχοντας φθάσει, ειδικά την χρονιά εκείνη, το καταπληκτικό 14,6%. Και πως αλλιώς, άραγε, θα διατίθονταν στο κοινό όλα τα εκλεκτά αγαθά που εισάγονταν από το εξωτερικό και βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο του λαού, επί τη βάσει του ευεργετικού εξωτερικού δανεισμού, εάν οι κλάδοι του εμπορίου δεν ήταν στην Ελλάδα κατά 65% πιο ενισχυμένοι σε σχέση με την υπόλοιπη δύστηνο ευρωζώνη;
Περισσότερο, βεβαίως, η αναντιστοιχία αυτή εξέφραζε το γεγονός ότι η συνολική κατανάλωση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα μαζί, το 2009, κάλυπτε το 92% του ελληνικού ΑΕΠ την στιγμή που ο μέσος όρος της ευρωζώνης, για την ίδια μεταβλητή, ήταν λιγότερο από 78%. Δηλαδή, με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία το 2009 ήταν μία οικονομία που διέφερε σημαντικά από τις υπόλοιπες οικονομίες στην ομάδα των οποίων ανήκε θεσμικά, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι κατανάλωνε σχεδόν όλο το εισόδημα που δημιουργούσε.
Εάν πραγματικά υπάρχει ένας τρόπος μία τέτοια οικονομία να συνεχίσει να λειτουργεί ισόρροπα εις το διηνεκές, αυξάνοντας συνεχώς τον δανεισμό της και το χρέος της, χωρίς να περιπέσει ποτέ σε "ύφεση” ή άλλου τέτοιου είδους περιπέτειες, αυτό ομολογουμένως είναι κάτι εξαιρετικό και υπέροχο! Μόνο που δεν περιγράφεται σε κανένα οικονομικό εγχειρίδιο και δεν προβλέπεται από καμιά θεωρία, και, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί ένα αποκλειστικά ελληνικό θαύμα! Εφ΄ όσον, δε, οι μνημονιοσχίστες οπαδοί της θεωρίας της "αλλοίωσης” των στοιχείων γνωρίζουν τον τρόπο που επιτυγχάνεται το συγκεκριμένο θαύμα οφείλουν, άνευ ετέρου, δείχνοντας τον ανθρωπισμό που τους διακρίνει, να τον κάνουν ευρέως γνωστό, ώστε να τον εφαρμόσουν και όλα τα άλλα έθνη προκειμένου να επωφεληθούν και να ευτυχήσουν και αυτά.
Για να γίνει πιο κατανοητό με τι ακριβώς ισοδυναμεί ο εν λόγω ισχυρισμός, για το (παρά λίγο) αποκαλυφθέν θαύμα της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει ίσως να τον εικονοποιήσουμε. Ας φανταστούμε λοιπόν έναν υποστηριχτή της θεωρίας της "παραποίησης” των στοιχείων, ο οποίος να τυγχάνει, μάλιστα, και σωματικά υπέρβαρος, (δεδομένου ότι για κάποιο περίεργο λόγο οι πλείστοι όσων ανήκουν στην συγκεκριμένη κατηγορία είναι υπέρβαροι), να ισχυρίζεται ότι όχι μόνο μπορεί να περιπατήσει επί των κυμάτων αλλά μπορεί και να χορέψει χασαποσέρβικο επ’ αυτών. Το ερώτημα, κατά συνέπειαν, είναι το εξής: μπορεί να συμβεί τέτοιο θαύμα; Μπορούν οι μνημονιοσχίστες να περπατήσουν επί των κυμάτων; Μπορούσε η ελληνική οικονομία να συνέχιζε απτόητη την λαμπρή ανοδική πορεία της και μετά το 2009, απλά εάν παρουσίαζε άλλα στατιστικά στοιχεία για το δημοσιονομικό της έλλειμμα, και εάν φυσικά είχε στο πηδάλιό της κάποιους από τους σημερινούς επίδοξους χορευτές επί των υδάτων;
Επειδή, πάντως, στον πεζό μας κόσμο μάλλον δεν συμβαίνουν θαύματα, το πραγματικό γεγονός είναι ότι η ελληνική οικονομία, με την ανισόρροπη εξέλιξη και την στρεβλή πορεία που είχε λάβει ήδη από το 2000, και πιο αποφασιστικά ακόμη από το 2004, κατέληξε, το 2009, νομοτελειακά και αναπότρεπτα στην κατάρρευση. Όπως νομοτελειακά θα κατέληγε στην κατάρρευση και ένα κτίριο το οποίο όχι μόνο θα είχε αδύναμες βάσεις αλλά, επιπλέον, δεν θα είχε οικοδομηθεί προς τα πάνω αλλά προς το πλάι, με το κέντρο βάρους του να βρίσκεται όχι κατά μήκος του νοητού κατακόρυφου άξονά του αλλά έξω και μακριά από αυτόν. Κάτι αντίστοιχο, κατά πλήρη αναλογία, συνέβαινε και με την ελληνική οικονομία, όταν άρχισε να καταρρέει. Να καταρρέει, βεβαίως, όχι μετά την υποτιθέμενη "αλλοίωση” των δημοσιονομικών στοιχείων το 2010 ή το 2011 αλλά, ήδη, από τις αρχές του 2009, όταν ακόμη την ευθύνη της οικονομίας την είχαν οι διαφόρων ειδών σημερινοί τιμητές. Ακόμη τότε, δηλαδή, που την κακόηχη λέξη "τρόικα”, όσοι την γνωρίζαμε, την συνδέαμε με τον Ποτγκόρνυ και τον Κοσύγκιν, και που αν μας έλεγαν το όνομα "Γεωργίου” θα νομίζαμε ότι πρόκειται για τον γνωστό -σπήκινκ- τηλεσχολιαστή.
2009: η διαρθρωτική καμπή και η κατάρρευση
Τότε, λοιπόν, το 2009, το ΑΕΠ της χώρας αντί να αυξηθεί, όπως συνέβαινε μέχρι το 2007, ή έστω να παραμείνει στάσιμο όπως συνέβη το 2008, μειώθηκε κατά 4,3%, σε πραγματικές τιμές, σε σχέση με το "στάσιμο” 2008. Η μείωση αυτή, βεβαίως, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ήταν αναπόφευκτη κατάληξη της παρασάνδαλης δομής που είχε διαμορφώσει η εγκληματική οικονομική πολιτική της προηγούμενης περιόδου, πράγμα που αποδεικνύεται από τα "σύνδρομα στοιχεία” της μείωσης του εθνικού εισοδήματος τα οποία στοιχειοθετούν ότι αυτή δεν ήταν μία απλή, πρόσκαιρη και συγκυριακή υποχώρηση της δραστηριότητας αλλά ένα σημείο διαρθρωτικής καμπής στην πορεία της παρά φύσιν εξελισσόμενης έως τότε κλαδικής διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας.
Βεβαίως, και χωρίς να είναι κανείς οικονομολόγος, και χωρίς να γνωρίζει την θεωρία του Κέυνς, ή του Μίνσκυ, μπορεί πολύ εύκολα να αντιληφθεί ότι η κατάρρευση ήταν αναπόφευκτη σε μία οικονομία που όλο σχεδόν το εισόδημά της, το οποίο σε ένα ποσοστό από 15 έως 30% ήταν αμέσως ή εμμέσως προϊόν δανεισμού, κατευθυνόταν στην κατανάλωση, και όλοι μέσα σε αυτήν γίνονταν έμποροι για να πουλούν εισαγόμενα προϊόντα ο ένας στον άλλον, αν βεβαίως δεν άνοιγαν εταιρεία Δημοσίων Σχέσεων, η αν δεν κερδοσκοπούσαν με οικόπεδα στα Γλυκά Νερά-σε τιμές του Λόγκ Αϊλαντ. Διότι είναι σαφές ότι μία οικονομία για να διατηρεί την ισορροπία της και να αναπαράγεται ομαλά μεν, διευρυμένα δε, (δηλαδή να αναπτύσσεται), πρέπει να έχει μία ορισμένη ισορροπία αφ’ ενός μεταξύ των κλάδων της και αφ’ ετέρου μεταξύ των λειτουργιών της. Αυτή η ισορροπία, με τον ασταμάτητο δανεισμό και τα αυξανόμενα ελλείμματα, στην περίπτωση της Ελλάδας είχε πλήρως ανατραπεί. Πολύ περισσότερο, δε, αν συνεκτιμήσει κανείς και το γεγονός ότι όλα ελάμβαναν χώρα υπό την αιγίδα ενός δημόσιου τομέα ο οποίος, σύμφωνα με τη γνωστή μελέτη της McKinsey, εκτός του υπερδανεισμού του ήταν, εντός της ευρωζώνης, εκείνος ο οποίος απασχολούσε το μεγαλύτερο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού (22,3% έναντι 15,8% σε 15 χώρες της ευρωζώνης για τις οποίες υπάρχουν σχετικά στοιχεία), και εκείνος ο οποίος, παρά το ότι γνώρισε τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης των αποδοχών του σε όλη την Ευρώπη για την περίοδο 2000-2009, παρήγε με διαφορά το λιγότερο έργο, και το λιγότερο κοινωνικό προϊόν, σε σχέση με κάθε άλλη χώρα.
Εν τούτοις, το πλέον σημαντικό στοιχείο για το ότι η διαταραχή της πορείας της ελληνικής οικονομίας που σημειώθηκε το 2008-2009 δεν ήταν μία συγκυριακή ταλάντωση αλλά μία δομικού χαρακτήρα αλλαγή φάσης, βρίσκεται στην σχέση του επιπέδου του ΑΕΠ με την εθνική αποταμίευση. Γνωρίζουμε από την κεϋνσιανή ανάλυση πως, βραχυπρόθεσμα, η κίνηση του ΑΕΠ είναι συνάρτηση των μεταβολών στην συνολική αποταμίευση της οικονομίας. (Είναι πολύ διαφωτιστικές στο σημείο αυτό οι αναλύσεις του Martin Wolf στους Financial Times σε όλη την διάρκεια της κρίσης). Η αύξηση της αποταμίευσης ασκεί, (βραχυπρόθεσμα), συσταλτική επίδραση στο ΑΕΠ και, αντιθέτως, η μείωσή της, αυξητική. Η εν λόγω "κεϋνσιανή” σχέση έδειχνε να λειτουργεί και στην Ελλάδα από το 2004 έως το 2008 όταν η αποταμίευση μειωνόταν, (καταβιβαζόμενη βεβαίως σε τραγικά επίπεδα), αλλά το ΑΕΠ, έστω και στρεβλά, (και -κυρίως-λογιστικά), αντιδρούσε αυξητικά. Το 2008, όμως, αυτό δεν συνέχισε να συμβαίνει, και παρά την καταβύθιση της καθαρής εθνικής αποταμίευσης στο αβυσσαλέο -5,1% την χρονιά εκείνη, το ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο. Ενώ το επόμενο έτος, παρά και την νέα καταβύθιση της στο -8,1%, το ΑΕΠ πλέον όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά, σε πραγματικούς όρους, συρρικνώθηκε κατά 4,3%. (Τα δεδομένα για την καθαρή εθνική αποταμίευση είναι από την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το 2010 και όχι από κάποια "πλαστογραφημένα” στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Η ταυτόχρονη συσσώρευση, στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όλων των δυνητικών ανισορροπιών που μπορούν να λάβουν χώρα σε μία οικονομία, μέλος νομισματικής ένωσης, (υπερβολικός εξωτερικός δανεισμός του δημόσιου και υψηλός του ιδιωτικού τομέα, σημαντική επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, υψηλός διαφορικός πληθωρισμός σε σχέση με τα άλλα μέλη της νομισματικής ένωσης, δραματική επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου, ασύμμετρη μεταφορά μεγάλου μέρους των παραγωγικών συντελεστών της χώρας από παραγωγικούς σε μη παραγωγικούς τομείς), εντελώς φυσιολογικά είχε σαν αποτέλεσμα να καταρρεύσουν όλες οι θεμελιώδεις διαρθρωτικές σχέσεις, και τα πρόσημα μεταβολής της αποταμίευσης και του εισοδήματος να μετατραπούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καταστήσουν την κατεύθυνση τους ομόρροπη-πράγμα που είναι αμάχητη ένδειξη διαρθρωτικής κατάρρευσης της οικονομίας.
Δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε πάλι μία μεταφορική αναλογία, εδώ έχουμε την εικόνα της τελικής φάσης ενός τοξικά εξαρτημένου. Εκείνου δηλαδή του οποίου η εξαρτησιογόνα ουσία που του δίνεται είναι πλέον τόσο δυνατή και σε τόσο μεγάλη δόση ώστε, επειδή ανατρέπει και διακόπτει τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού, αντί να τον ανατάξει τον αποτελειώνει! Για να καταλάβει κανείς ότι συνέβαινε ακριβώς αυτό αρκεί να αναλογισθεί ότι σε μία οικονομία όπου η απόσβεση του κεφαλαίου, δηλαδή η ετήσια απαξίωσή του και η ανάγκη της αντικατάστασης του για να παραμείνει ο όγκος του σταθερός, υπολογιζόταν στο 12% του ΑΕΠ, τα 2/3 από αυτό το απαξιούμενο κεφάλαιο δεν ανανεώθηκαν αλλά καταστράφηκαν στην κυριολεξία για να γίνουν κατανάλωση! Αυτό δηλαδή ήταν κάτι περισσότερο από τους φοιτητές στις όπερες του Πουτσίνι που έκαιγαν τα βιβλία τους για να ζεσταθούν στις παρισινές σοφίτες. Ήταν σαν κάποιος να γκρέμιζε ένα μέρος του σπιτιού του και να χρησιμοποιούσε τα υλικά σαν προσάναμμα για να ζεσταθεί. (Δεν ήταν καν ο χαρτοπαίκτης που παίζει όλη την περιουσία του σε μία παρτίδα, σε μία ζαριά. Αυτός έχει και μία πιθανότητα να κερδίσει! Ενώ εδώ υπήρχε απλή και καθαρή καταστροφή παραγωγικού δυναμικού προς χάριν της άμεσης -ψευδοευφορικής- κατανάλωσης, χωρίς καμιά ελπίδα και προοπτική ανάπτυξης).
Την συγκεκριμένη, λοιπόν, κατάσταση μας λένε οι γενναίοι της λαοκρατικής δεξιάς, αλλά και της αριστοκρατικής αριστεράς, ότι θα μπορούσαν να την χειριστούν καταλλήλως και να δημιουργήσουν συνθήκες ανάπτυξης επί μακρόν, προσφέροντας αδιάπτωτη κατανάλωση, ευφορία και ευημερία στον ελληνικό λαό. Πως; Παρουσιάζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 με τέτοιο τρόπο ώστε να "καταμετρηθεί” ως 6,5% του ΑΕΠ, ή κάτι τέτοιο!
Δικαιολογίες και ελαφρυντικά
Βεβαίως οι, κατά την περίοδο 2004-2009, δήμιοι της ελληνικής οικονομίας όταν δεν απευθύνονται στις "ευρείες μάζες”, περιορίζουν τον "πολιτικό πραγματισμό” τους που τους αναγκάζει να δημαγωγούν ασύστολα και προσπαθούν να δείξουν ότι γίνονται πιο ειλικρινείς. Μετέρχονται τότε ένα off the record επιχείρημα-δικαιολογία, εντελώς διαφορετικό από τον εξωφρενικό ισχυρισμό της "συνομωσίας”. Το επιχείρημα αυτό λέει το εξής: "Είχαμε καταφέρει και ελέγχαμε την κατάσταση έως το 2007. Μετά όμως οι διεθνείς συνθήκες επιδεινώθηκαν και χάσαμε τον έλεγχο και εμείς”. Μόνο που και αυτό το επιχείρημα είναι πλήρως αβάσιμο και εντελώς παραπειστικό. Η κρίση που εκδηλώθηκε στην Ελλάδα δεν ήταν απότοκος της διεθνούς κρίσεως. Ήταν καθαρά ενδογενής και προκλήθηκε από την εγκληματική οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε έως το 2009. Το ότι άλλωστε δεν ήταν προϊόν των διεθνών εξελίξεων φαίνεται και από το γεγονός της διαφοράς φάσεως στην εκδήλωσή τους. Παρά το ότι είναι αποδεδειγμένο πλέον πως οι δημοκόποι που περιμένουν να μάθουν τα καθέκαστα για τα στατιστικά δεδομένα του 2009 από τον κύριο πρωτοδίκη δεν χαρακτηρίζονται για την ειλικρίνειά τους, γεγονός είναι, επίσης, ότι οι τότε ισχυρισμοί τους πως η διεθνής, εκ των ΗΠΑ προερχόμενη, κρίση δεν είχε πλήξει την Ελλάδα, ήταν σε μεγάλο βαθμό ακριβείς. (Οι ελληνικές τράπεζες, άλλωστε, δεν επλήγησαν από "τοξικά” χρηματοπιστωτικά προϊόντα των ΗΠΑ). Η κρίση όμως ήρθε σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή, καθαρά σαν φυσική συνέπεια της δικής τους πολιτικής, και γιγαντώθηκε νομοτελειακά μετά το 2008 διότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει τίποτε άλλο. Εάν έχεις κληρονομήσει -έστω- ένα πράγματι μεγάλο χρέος, και εσύ αντί να προσπαθήσεις να το περιορίσεις με δραστικά μέτρα, αυτό που κάνεις είναι, από την μία, να δανείζεσαι ένα ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του ΑΕΠ ετησίως, (δηλαδή μεγαλύτερο από την πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ ακόμη και την καλύτερη χρονιά), προκειμένου να πληρώνεις τους τόκους, και από την άλλη να δανείζεσαι επιπλέον, και ένα άλλο εξ ίσου σημαντικό ποσό για να το διοχετεύσεις όχι σε κάποια παραγωγική επένδυση αλλά στην κατανάλωση, ώστε να ευφρανθεί η καρδία της εκλογικής σου βάσης και των κομματικών σου μελών που "επωφελούνται καταλλήλως”, τότε δεν είναι δυνατόν να αποφύγεις το αριθμητικό φαινόμενο της γεωμετρικής προόδου ή το φυσικό φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Και η χιονοστιβάδα, βεβαίως, στην αρχή ξεκινάει μικρή και φαίνεται αντιμετωπίσιμη. Σύντομα, όμως, αλλάζει τάξη μεγέθους. Αυτό συνέβη και "μετά το 2007”. Δεν επρόκειτο περί ατυχίας, αλλά περί αναπότρεπτης και δρομολογημένης καταστροφής. Από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, για παράδειγμα, προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά το 2004 ήταν συνέπεια της σταθερής επιδείνωσης του ισοζυγίου εισοδημάτων και τρεχουσών μεταβιβάσεων, ακριβώς λόγω των αυξημένων πληρωμών τόκων προς το εξωτερικό, φαινόμενο που διογκώθηκε ιδιαίτερα μετά το 2006. Όταν ο πραγματικός δανεισμός της χώρας από το εξωτερικό (δημοσίου και ιδιωτικού τομέα μαζί) είναι σταθερά μεγαλύτερος από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, τότε η χρεοκοπία και η κατάρρευση, μέσω του "φαινομένου της χιονοστιβάδας” είναι αναπόφευκτες. (Ειδικά μάλιστα εάν και η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ είναι "φούσκα” που πρόκειται να εξαερωθεί σύντομα). Αυτό συνέβη μετά το 2004, και δεν επρόκειτο περί "ατυχίας”.
Και βέβαια είναι μεγάλο θράσος να έχεις καταφέρει στην πρώτη δεκαετία του ενιαίου νομίσματος να πετύχεις τον υψηλότερο πληθωρισμό σε όλη την νομισματική ένωση, την μεγαλύτερη επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας σου και την μεγαλύτερη εξωτερική δανειακή επιβάρυνση και, μετά από όλα αυτά να ισχυρίζεσαι ότι απλά στο τέλος στραβοπάτησες λίγο, αλλά δεν είσαι εσύ που φταις για την χρεοκοπία της χώρας σου! Ή, -πράγμα που είναι ακόμη χειρότερο-, να ισχυρίζεσαι ότι μετά από όλα αυτά τα εγκλήματα που διέπραξες η χώρα χρεοκόπησε όχι εξ αιτίας σου αλλά γιατί κάποιοι συνωμότησαν να "διογκώσουν” το έλλειμμα, και να εμποδίσουν την εθνική οικονομία να δανειστεί ακόμη περισσότερα (που προφανώς οι ξένοι της τα χρωστούσαν), ώστε να μπορέσει να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο υπερδανεισμού και κατανάλωσης!
Άλλωστε, εάν οι "δικαιολογίες” των καταστροφέων ίσχυαν, τότε η σημερινή κατάσταση θα ήταν διαφορετική. Εάν, δηλαδή, πράγματι το έλλειμμα διογκώθηκε τεχνηέντως αυτό θα σήμαινε πως στην συνέχεια θα ανακαλύπταμε κάποιες "λευκές τρύπες” στους ισολογισμούς μας με απρόσμενα πλεονάσματα που θα μπορούσαμε να τα μοιράσουμε για να απομειώσουμε την ένταση της κρίσης. Δεν τα βρήκαμε όμως πουθενά! Και αν πράγματι η κρίση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται απλά στο ότι οι ξένοι συνωμότες μαζί με τους ντόπιους συνεργούς τους μας στέρησαν δολίως πηγές χρηματοδότησης τις οποίες δικαιούμασταν για να συνεχίσουμε την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας μας, στο ίδιο δρόμο που βαδίσαμε στην περίοδο 2004-2009, τότε η κρίση που μαίνεται σήμερα θα έπρεπε να ήταν ομοιόμορφη και να είχε την ίδια ένταση και το ίδιο βάθος σε όλους τους κλάδους και τους τομείς της ελληνικής οικονομίας -μιας και οι "τοκογλύφοι” ξένοι δεν περιόρισαν, για παράδειγμα, ειδικά την χρηματοδότηση της οικοδομής ή του εμπορίου. Αντί τούτου, όμως, βλέπουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης είναι πως έχουν πληγεί αναλογικά πολύ περισσότερο οι κλάδοι εκείνοι που συνδέονταν, και "ευνοήθηκαν” από την "υπερβάλλουσα ζήτηση” στην προηγούμενη περίοδο, δηλαδή το εμπόριο, οι οικοδομές και η κερδοσκοπία γύρω από την γη, καθώς και οι υπηρεσίες "πολυτελείας” που αντιστοιχούσαν στον τρόπο ζωής που προσπαθούσαμε να υιοθετήσουμε λόγω της αυταπάτης ότι ήμασταν πλούσιοι, και είχαμε πια "συγκλίνει με την Ευρώπη”. Αυτό το στοιχείο από μόνο του, δηλαδή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κατάρρευσης, αποδεικνύει ότι η κρίση είναι συστημική, (καταρρέουν, κυρίως, τα τμήματα των κλάδων και των τομέων που διογκώθηκαν πέραν του "σημείου ισορροπίας” ή του ορίου αντοχής της οικονομίας), πράγμα που σημαίνει πως προέρχεται από τον παροξυσμό των ανισορροπιών και των ασυμμετριών του συστήματος, και δεν την προκάλεσε κάποιος ξένος ή ντόπιος ξενόδουλος συνωμότης αλλά η άφρων οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε στην αμέσως προηγούμενη περίοδο από την εκδήλωσή της.
Ο θρίαμβος της "αντιμνημονιακής διήγησης”
Οι δημοκόποι που ισχυρίζονται ότι με την πλαστογράφηση των στοιχείων θα κατοχύρωναν την οικονομική σταθερότητα της χώρας ψεύδονται, βεβαίως, διότι δεν μας εξηγούν ούτε πως θα το επετύγχαναν αυτό, ούτε πως θα εξαπατούσαν τους ξένους να συνεχίσουν να μας τροφοδοτούν με δανεικά, ούτε και πως θα επανισορροπούσαν την ανεπανόρθωτα πλέον, το 2009, διαταραγμένη κλαδική σύνθεση της ελληνικής οικονομίας. Δεν μας εξηγούν, επίσης, ούτε σε ποιές μεταρρυθμίσεις σκόπευαν να προχωρήσουν, παρά το ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές προφανώς θα ήταν ακόμη πιο χρήσιμες σήμερα, και θα έπρεπε η ελληνική κοινωνία να τις γνωρίζει μήπως και τις εφαρμόσει και σωθεί από την κρίση που συνεχίζεται-και έχει τα ίδια χαρακτηριστικά (υψηλή κατανάλωση, καταστροφή κεφαλαίου, -τώρα πια και "ανθρώπινου” που είναι και το πλέον σημαντικό- κλπ). Και ούτε, βεβαίως, μας εξηγούν με ποιόν τρόπο θα έπειθαν την ελληνική κοινωνία, -την στιγμή μάλιστα που θα την τροφοδοτούσαν με άφθονα νέα δανεικά και έτσι δεν θα είχε κανένα κίνητρο να αλλάξει την συμπεριφορά της-, να αποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις αυτές και να τις εφαρμόσει, ενώ δεν έχει ουσιαστικά αποδεχθεί την παραμικρή μεταρρύθμιση μετά από 6 χρόνια ένδειας και κακουχιών. (Ούτε είχαν, άλλωστε, επιχειρήσει, έστω και την παραμικρή μεταρρύθμιση στα χρόνια που κυβέρνησαν). Δεν μας τα εξηγούν γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν επί των συγκεκριμένων ερωτημάτων-όπως δυστυχώς δεν έχει κάτι να πει ούτε το υπόλοιπο πολιτικό δυναμικό της χώρας. Και γενικά, δεν έχει τίποτε να πει επ’ αυτών ο οιοσδήποτε δημαγωγεί για ζητήματα ουσίας και επιβίωσης.
Σήμερα η ελληνική οικονομία διέρχεται μία δεύτερη περίοδο κρίσης. Αφού προσγειώθηκε, έστω και ανωμάλως, σε ένα πολύ κατώτερο επίπεδο εισοδήματος από εκείνο του 2008, (το οποίο, όμως, μετά την κατάρρευση, ήταν πιο κοντά στις πραγματικές δυνατότητές της), έδειξε να εισέρχεται σε μία περίοδο σχετικής σταθεροποίησης το 2014. Αλλά αυτό ανετράπη και η οικονομία περιέπεσε εκ νέου σε περιδίνηση το 2015 (περιδίνηση η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "ύφεση μέσα στην κατάρρευση”). Το σημείο που πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό είναι ότι αιτία της δεύτερης αυτής φάσης καθοδικής πορείας του ΑΕΠ είναι η πανομοιότυπη αντίληψη των πραγμάτων που χαρακτηρίζει εκείνους που έκαναν την "αταλάντευτη διαπραγμάτευση” του 2015 με όσους ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα μπήκε σε κρίση το 2010 γιατί "διογκώθηκε” τεχνητά, και δολίως, το δημοσιονομικό έλλειμμα. Και οι μεν και οι δε, εμμέσως πλην όμως σαφώς, υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το πως ζουν, παράγουν και συμπεριφέρονται οι Έλληνες, αλλά το ότι οι ξένοι δεν μας δίνουν όσα έχουμε ανάγκη για να περάσουμε τόσο καλά όσο πιστεύουμε ότι μας αξίζει. Έτσι η πολιτική πρότασή τους διαμορφώνεται ως παραλλαγή στο ίδιο θέμα: οι πρώτοι θα ήθελαν να τους είχε επιτραπεί το 2009 να εξαπατήσουν τους ξένους, ενώ οι δεύτεροι θα ήθελαν να είχαν καταφέρει το 2015 να εμφανίσουν ως πειστική την απειλή τους ότι θα καταστρέψουν την ευρωζώνη μετατρέποντας την, (μέσω της συλλογικής μας εθνικής αυτοκτονίας), εν μία νυκτί σε ερείπια. Διότι, όπως ισχυρίζονται αμφότεροι, εάν είχαν καταφέρει να υλοποιήσουν επιτυχώς τις ιδέες τους τότε οι ξένοι θα παραπλανούνταν (στην πρώτη περίπτωση), ή θα κάμπτονταν (στην δεύτερη), και θα μας διέθεταν όσα μας λείπανε το 2009 ώστε να συνεχίζαμε να ευημερούμε, ή όσα μας λείπουνε σήμερα για να επιστρέψουμε στην τότε ευημερία. Ευημερία που, προφανέστατα, μεταφράζεται στο ότι θα ήμασταν ένα έθνος του χοντρικού και του λιανικού εμπορίου, που θα διέθετε στην κατανάλωση γύρω στο 95% του ΑΕΠ του, αλλά και θα επένδυε, παράλληλα και ένα άλλο 12% με 15% του ΑΕΠ ετησίως στην κατασκευή κατοικιών, (κι ας μην ανησυχεί κανείς για την διαφορά από το 100, αυτή θα προέκυπτε, άνετα, από τα δανεικά). Και, φυσικά, ένα έθνος που θα έβγαινε στην σύνταξη κατά μέσο όρο στα 40, αλλά και που ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός του θα ήταν το 40% του συνόλου. Και ούτω καθ’ εξής. Αυτή είναι η "αντιμνημονιακή” πρόταση, και της δεξιάς και της αριστεράς, που μας την κρατούν μυστική μέχρι σήμερα, για κάποιον πολύ συγκεκριμένο, βεβαίως, λόγο, ο οποίος είναι ο εξής: επειδή ζούμε σε μία προνεωτερική, στην πραγματικότητα, κοινωνία, στα μέλη της έχουν μεγάλη πέραση οι μετανεωτερικού τύπου "διηγήσεις”, εκείνες όπου τα σημαντικότερα μηνύματα που διαβιβάζονται δεν είναι όσα περιγράφονται και αναλύονται ρητά, αλλά όσα παρασιωπούνται εμφανώς και καταλλήλως, ώστε ο κάθε ακροατής της "διήγησης” πριν ήδη το λάβει να έχει δημιουργήσει το δικό του μήνυμα και την δική του υποκειμενική εικόνα της πραγματικότητας όπως ακριβώς επιθυμεί και όπως καλύτερα ευκολύνεται.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην μεμψιμοιρούμε θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η "αντιμνημονιακή πρόταση” αποτελεί μία περίτεχνη μορφή "διήγησης”, η οποία, ακριβώς διότι είναι άρρητη και νεφελώδης, έχει γίνει δεκτή από την ελληνική κοινωνία κατά πλειοψηφίαν. Και με βάση αυτήν η ελληνική κοινωνία πορεύεται-προς τον όλεθρο, βεβαίως. Στα πλαίσια, δε, της όλης "διήγησης” η συγκεκριμένη αρλούμπα της "παραχάραξης” του ελλείμματος δεν είναι παρά μία ψηφίδα-σημαντική και απαραίτητη φυσικά. Ως εκ τούτου οι υπέρβαροι υποστηρικτές της, και χορευτές επί των υδάτων, μπορεί να λένε ανοησίες, ψεύδη και κακοήθειες, αλλά, σε τελική ανάλυση, ορθώς πράττουν από πολιτικής απόψεως, διότι αυτό ζητάει η αγορά των ιδεών.
Οι κ.κ. Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι Οικονομολόγοι. Ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι συγγραφέας του "Ανατέμνοντας την κρίση", Εκδόσεις Παπαζήση, 2015. O κ. Χρήστος Α. Ιωάννου είναι συγγραφέας του "Public sector employment relations in Greece: Adjustment and Reforms", στο Bach St. and Bordogna L. (editors) "Public Service Management and Employment Relations in Europe; Emerging from the Crisis?" Routledge, London, 2016.