25 Ιουλίου 2015 Γιατί χρεοκόπησε η τρίτη Ελληνική Δημοκρατία;
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 25/7/2015
Στα 41 χρόνια από τη Μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974, η Ελλάδα της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι μία χρεοκοπημένη χώρα, η οποία, ως μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, «σέρνεται» από δανειακή σύμβαση σε δανειακή σύμβαση και από μνημόνιο σε μνημόνιο. Παρά την κυβερνητική στροφή 180 μοιρών που έλαβε χώρα μεταξύ της 5ης και της 12ης Ιουλίου, δεν έχει ακόμη πλήρως και οριστικώς αποσοβηθεί η επαπειλούμενη εθνική καταστροφή.
Είναι η τρίτη φορά, μετά το 1922 και το 1940-1949, που η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να καταβάλει ένα τεράστιο τίμημα που θα πλήξει ανεπανόρθωτα τον λαό της και θα παλινδρομήσει τις κοινωνικές κατακτήσεις της πολλές δεκαετίες προς τα πίσω. Η Ελλάδα «σέρνεται» επί πενταετία από δανειακή σύμβαση σε δανειακή σύμβαση και από μνημόνιο σε μνημόνιο, για ένα έκαστο των οποίων ένας πρωθυπουργός, ο οποίος δήλωνε αντιμνημονιακός και αμείλικτος εχθρός του ΔΝΤ και της «λιτότητας», ισχυρίζεται ότι το δικό του μνημόνιο (αν και «αναγκαίο κακό») ήταν/είναι το καλύτερο και «έσωσε τη χώρα».
Και αυτό είναι που γεννά βάσιμες αμφιβολίες για το εάν οι υπάρχοντες πολιτ(ευτ)ικοί σχηματισμοί είναι σε θέση να διασφαλίσουν την οικονομική σταθεροποίηση και την πολιτική αναβάθμιση της χώρας, δεδομένου ότι, παρά την αλληλουχία τους και την εναλλαγή τους, αυτοί οι ίδιοι ως αντιμνημονιακοί-μνημονιακοί σχηματισμοί βρίσκονται στην πηγή και της διαχρονικής κακοδαιμονίας της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας και της παρούσας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και χρεοκοπίας.
Το κρισιμότερο δε είναι ότι ούτε διαθέτουν πλέον, ούτε είναι εφικτό να αποκτήσουν, την απαραίτητη αξιοπιστία και το απαιτούμενο κύρος για να ηγηθούν στην προσπάθεια εθνικής σωτηρίας. Κυριαρχεί ο ετεροπροσδιορισμός τους έναντι των συνεπειών της χρεοκοπίας και των εταίρων-δανειστών. Αυτό αναπαράγεται ως μέσο απόδοσης των ευθυνών στην Ε.Ε., στο ευρώ, στους δανειστές, με μόνον επιφανειακές αναφορές [για τις ρηχές και εφήμερες ανάγκες της εγχώριας πολιτ(ευτ)ικής αντιπαράθεσης] στις εγχώριες και ενδογενείς αιτίες της, υπό τη σκέπη της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, οικονομικής και κοινωνικής χρεοκοπίας.
Κατ’ ουσίαν δεν έχει ακόμη γίνει αντιληπτό και κατανοητό ότι πρέπει να εργασθούμε όλοι μαζί για τον μετασχηματισμό της πατρίδας μας σε μία σύγχρονη, ευνομούμενη και ορθολογική κοινωνία, στην οποία δεν θα έχουν θέση τα διαχρονικά νοσηρά φαινόμενα του πελατειακού κράτους και του παρασιτισμού, της ανομίας και της διαφθοράς, που αποτελούν και τις αιτίες της παρούσας κρίσης και χρεοκοπίας. Και ότι γι΄ αυτό απαιτούνται νέες πολιτικές αντιλήψεις, διαφορετικά πολιτικά ήθη και ταυτοχρόνως καινούργια πρόσωπα, με συνείδηση εθνικής ευθύνης, αίσθημα δημοσίου συμφέροντος και ορθό λόγο.
Το υπαρξιακό ζήτημα για την τρίτη Ελληνική Δημοκρατία είναι εάν ακινητοποιημένες και σχολάζουσες, έως τώρα, δυνάμεις της κοινωνίας μας, ιδίως δε από τη νεότερη γενιά, έχουν τη δυνατότητα να τεθούν επικεφαλής μίας πανεθνικής προσπάθειας, η οποία να συνενώσει φορτία ευθύνης, σθένους και αξιοπιστίας, προκειμένου να πραγματωθούν επιτέλους οι ριζικές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για μια κοινωνία δημοκρατική, δίκαιη και δημιουργική σε όλα τα επίπεδα.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 25/7/2015
Στα 41 χρόνια από τη Μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974, η Ελλάδα της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι μία χρεοκοπημένη χώρα, η οποία, ως μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, «σέρνεται» από δανειακή σύμβαση σε δανειακή σύμβαση και από μνημόνιο σε μνημόνιο. Παρά την κυβερνητική στροφή 180 μοιρών που έλαβε χώρα μεταξύ της 5ης και της 12ης Ιουλίου, δεν έχει ακόμη πλήρως και οριστικώς αποσοβηθεί η επαπειλούμενη εθνική καταστροφή.
Είναι η τρίτη φορά, μετά το 1922 και το 1940-1949, που η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να καταβάλει ένα τεράστιο τίμημα που θα πλήξει ανεπανόρθωτα τον λαό της και θα παλινδρομήσει τις κοινωνικές κατακτήσεις της πολλές δεκαετίες προς τα πίσω. Η Ελλάδα «σέρνεται» επί πενταετία από δανειακή σύμβαση σε δανειακή σύμβαση και από μνημόνιο σε μνημόνιο, για ένα έκαστο των οποίων ένας πρωθυπουργός, ο οποίος δήλωνε αντιμνημονιακός και αμείλικτος εχθρός του ΔΝΤ και της «λιτότητας», ισχυρίζεται ότι το δικό του μνημόνιο (αν και «αναγκαίο κακό») ήταν/είναι το καλύτερο και «έσωσε τη χώρα».
Και αυτό είναι που γεννά βάσιμες αμφιβολίες για το εάν οι υπάρχοντες πολιτ(ευτ)ικοί σχηματισμοί είναι σε θέση να διασφαλίσουν την οικονομική σταθεροποίηση και την πολιτική αναβάθμιση της χώρας, δεδομένου ότι, παρά την αλληλουχία τους και την εναλλαγή τους, αυτοί οι ίδιοι ως αντιμνημονιακοί-μνημονιακοί σχηματισμοί βρίσκονται στην πηγή και της διαχρονικής κακοδαιμονίας της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας και της παρούσας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και χρεοκοπίας.
Το κρισιμότερο δε είναι ότι ούτε διαθέτουν πλέον, ούτε είναι εφικτό να αποκτήσουν, την απαραίτητη αξιοπιστία και το απαιτούμενο κύρος για να ηγηθούν στην προσπάθεια εθνικής σωτηρίας. Κυριαρχεί ο ετεροπροσδιορισμός τους έναντι των συνεπειών της χρεοκοπίας και των εταίρων-δανειστών. Αυτό αναπαράγεται ως μέσο απόδοσης των ευθυνών στην Ε.Ε., στο ευρώ, στους δανειστές, με μόνον επιφανειακές αναφορές [για τις ρηχές και εφήμερες ανάγκες της εγχώριας πολιτ(ευτ)ικής αντιπαράθεσης] στις εγχώριες και ενδογενείς αιτίες της, υπό τη σκέπη της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, οικονομικής και κοινωνικής χρεοκοπίας.
Κατ’ ουσίαν δεν έχει ακόμη γίνει αντιληπτό και κατανοητό ότι πρέπει να εργασθούμε όλοι μαζί για τον μετασχηματισμό της πατρίδας μας σε μία σύγχρονη, ευνομούμενη και ορθολογική κοινωνία, στην οποία δεν θα έχουν θέση τα διαχρονικά νοσηρά φαινόμενα του πελατειακού κράτους και του παρασιτισμού, της ανομίας και της διαφθοράς, που αποτελούν και τις αιτίες της παρούσας κρίσης και χρεοκοπίας. Και ότι γι΄ αυτό απαιτούνται νέες πολιτικές αντιλήψεις, διαφορετικά πολιτικά ήθη και ταυτοχρόνως καινούργια πρόσωπα, με συνείδηση εθνικής ευθύνης, αίσθημα δημοσίου συμφέροντος και ορθό λόγο.
Το υπαρξιακό ζήτημα για την τρίτη Ελληνική Δημοκρατία είναι εάν ακινητοποιημένες και σχολάζουσες, έως τώρα, δυνάμεις της κοινωνίας μας, ιδίως δε από τη νεότερη γενιά, έχουν τη δυνατότητα να τεθούν επικεφαλής μίας πανεθνικής προσπάθειας, η οποία να συνενώσει φορτία ευθύνης, σθένους και αξιοπιστίας, προκειμένου να πραγματωθούν επιτέλους οι ριζικές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για μια κοινωνία δημοκρατική, δίκαιη και δημιουργική σε όλα τα επίπεδα.