23 Μαΐου 2015 Κατανοώντας τα λάθη ως λύσεις
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 23/5/2015
Χρόνια τώρα οι ομιλίες των πρωθυπουργών είναι κάτι που μοιάζει με τα (επίκαιρα σήμερα) τραγούδια της Eurovision. Μοιάζουν όλες μεταξύ τους, αναπαράγουν και επαναλαμβάνουν τις ίδιες και τις ίδιες εκφράσεις, κανείς δεν ανατρέχει σε αυτές για δεύτερη φορά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Όποιος έχει μία μικρή εικόνα πώς παράγονται και αναπαράγονται, αντιλαμβάνεται ότι αποσπάσματά τους επαναλαμβάνονται στις επόμενες, κ.ο.κ. Και για κάποιον περίεργο λόγο, θεωρείται ότι πρέπει να διαρκούν πολύ.
Χρησιμεύουν ωστόσο ως επένδυση της δημόσιας παρουσίας και εικόνας, δίνουν τίτλους στην ενημέρωση. Ενίοτε δε εντοπίζει κανείς στοιχεία για το πώς αντιλαμβάνεται ο πρωθυπουργός, και η ομάδα του, τον ρόλο του(ς) στη διακυβέρνηση, στην κοινωνία και την οικονομία. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό, και κυρίως σε στιγμές κρίσιμες για την οικονομία και την κοινωνία, όπως οι τρέχουσες.
Γι' αυτό ήταν αποκαλυπτικά τα περί της «πολιτικής βούλησης για συμφωνία», στην ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή την 8η Μαΐου 2015 που συνοψίσθηκαν στο «Δεν υπάρχει κανένα τεχνικό θέμα, για το αν θα επιτευχθεί ή όχι αυτή η συμφωνία. Υπάρχει μόνο θέμα πολιτικής βούλησης. Όπως πολιτική βούληση ήταν αυτή που έβαλε τη χώρα το 1980 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, με αντίθετη τότε την άποψη της Κομισιόν σας θυμίζω, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πολιτική βούληση ήταν αυτή που έβαλε τη χώρα στην ΟΝΕ και στη ζώνη του ευρώ το 2000, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Σημίτη, όταν η χώρα δεν πληρούσε τότε τις προϋποθέσεις ...».
Πρόκειται ακριβώς για περίπτωση όπου τα λάθη του παρελθόντος κατανοούνται ως λύσεις. Η «πολιτική βούληση» που θέλει να αγνοεί τα «τεχνικά θέματα» ήταν και είναι μέρος του προβλήματος. Ας εξηγηθούμε, αρκούμενοι σήμερα στην ένταξη στην ΕΟΚ:
Ναι, η «πολιτική βούληση» (το «πολιτικό κριτήριο») έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ το 1981, παρά το ότι η χώρα δεν πληρούσε τα «τεχνικά κριτήρια». Αντί σωρείας μεταρρυθμίσεων που απέφυγε (αν και ψήφισε επειγόντως σειρά νόμων π.χ. αυτόν για τη λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές της, την Επιτροπή Ανταγωνισμού κ.λπ., αλλά οι αγορές παρέμειναν επί δεκαετίες προστατευμένες, κλειστές, και καρτελοποιημένες) η χώρα έπεσε στη θάλασσα να μάθει να κολυμπά, κατά τη γνωστή ρήση του τότε πρωθυπουργού. Και άρχισε να βουλιάζει ...
«Δεν θα έπρεπε να μπει η Ελλάδα στην ΕΟΚ;» θα αναρωτηθεί κανείς. Βεβαίως και έπρεπε, το νωρίτερο δυνατόν αλλά με τις περισσότερες τεχνικές προϋποθέσεις, και όχι μόνον για τις ανάγκες του τότε εκλογικού κύκλου. Άλλωστε η ελληνική είσοδος δεν ήταν κάτι μοναδικό. Την 10η Ελλάδα ακολούθησαν στην ΕΟΚ και στις μετεξελίξεις της άλλα 18 κράτη. Έπρεπε να μπει με τις περισσότερες αναγκαίες προϋποθέσεις, για όλα τα «τεχνικά θέματα», με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Ώστε να μη βουλιάζει στις κρίσεις ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 1983 και το 1985-86, την οιονεί χρεοκοπία του 1992-93, για τις οποίες, φυσικά, δεν ευθυνόταν η ΕΟΚ. Αλλά η εγχώρια «πολιτική βούληση» απέφευγε τα «τεχνικά θέματα» -τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις- που προέκυπταν από τους κανόνες συμμετοχής στην κοινή αγορά.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 23/5/2015
Χρόνια τώρα οι ομιλίες των πρωθυπουργών είναι κάτι που μοιάζει με τα (επίκαιρα σήμερα) τραγούδια της Eurovision. Μοιάζουν όλες μεταξύ τους, αναπαράγουν και επαναλαμβάνουν τις ίδιες και τις ίδιες εκφράσεις, κανείς δεν ανατρέχει σε αυτές για δεύτερη φορά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Όποιος έχει μία μικρή εικόνα πώς παράγονται και αναπαράγονται, αντιλαμβάνεται ότι αποσπάσματά τους επαναλαμβάνονται στις επόμενες, κ.ο.κ. Και για κάποιον περίεργο λόγο, θεωρείται ότι πρέπει να διαρκούν πολύ.
Χρησιμεύουν ωστόσο ως επένδυση της δημόσιας παρουσίας και εικόνας, δίνουν τίτλους στην ενημέρωση. Ενίοτε δε εντοπίζει κανείς στοιχεία για το πώς αντιλαμβάνεται ο πρωθυπουργός, και η ομάδα του, τον ρόλο του(ς) στη διακυβέρνηση, στην κοινωνία και την οικονομία. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό, και κυρίως σε στιγμές κρίσιμες για την οικονομία και την κοινωνία, όπως οι τρέχουσες.
Γι' αυτό ήταν αποκαλυπτικά τα περί της «πολιτικής βούλησης για συμφωνία», στην ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή την 8η Μαΐου 2015 που συνοψίσθηκαν στο «Δεν υπάρχει κανένα τεχνικό θέμα, για το αν θα επιτευχθεί ή όχι αυτή η συμφωνία. Υπάρχει μόνο θέμα πολιτικής βούλησης. Όπως πολιτική βούληση ήταν αυτή που έβαλε τη χώρα το 1980 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, με αντίθετη τότε την άποψη της Κομισιόν σας θυμίζω, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πολιτική βούληση ήταν αυτή που έβαλε τη χώρα στην ΟΝΕ και στη ζώνη του ευρώ το 2000, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Σημίτη, όταν η χώρα δεν πληρούσε τότε τις προϋποθέσεις ...».
Πρόκειται ακριβώς για περίπτωση όπου τα λάθη του παρελθόντος κατανοούνται ως λύσεις. Η «πολιτική βούληση» που θέλει να αγνοεί τα «τεχνικά θέματα» ήταν και είναι μέρος του προβλήματος. Ας εξηγηθούμε, αρκούμενοι σήμερα στην ένταξη στην ΕΟΚ:
Ναι, η «πολιτική βούληση» (το «πολιτικό κριτήριο») έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ το 1981, παρά το ότι η χώρα δεν πληρούσε τα «τεχνικά κριτήρια». Αντί σωρείας μεταρρυθμίσεων που απέφυγε (αν και ψήφισε επειγόντως σειρά νόμων π.χ. αυτόν για τη λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές της, την Επιτροπή Ανταγωνισμού κ.λπ., αλλά οι αγορές παρέμειναν επί δεκαετίες προστατευμένες, κλειστές, και καρτελοποιημένες) η χώρα έπεσε στη θάλασσα να μάθει να κολυμπά, κατά τη γνωστή ρήση του τότε πρωθυπουργού. Και άρχισε να βουλιάζει ...
«Δεν θα έπρεπε να μπει η Ελλάδα στην ΕΟΚ;» θα αναρωτηθεί κανείς. Βεβαίως και έπρεπε, το νωρίτερο δυνατόν αλλά με τις περισσότερες τεχνικές προϋποθέσεις, και όχι μόνον για τις ανάγκες του τότε εκλογικού κύκλου. Άλλωστε η ελληνική είσοδος δεν ήταν κάτι μοναδικό. Την 10η Ελλάδα ακολούθησαν στην ΕΟΚ και στις μετεξελίξεις της άλλα 18 κράτη. Έπρεπε να μπει με τις περισσότερες αναγκαίες προϋποθέσεις, για όλα τα «τεχνικά θέματα», με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Ώστε να μη βουλιάζει στις κρίσεις ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 1983 και το 1985-86, την οιονεί χρεοκοπία του 1992-93, για τις οποίες, φυσικά, δεν ευθυνόταν η ΕΟΚ. Αλλά η εγχώρια «πολιτική βούληση» απέφευγε τα «τεχνικά θέματα» -τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις- που προέκυπταν από τους κανόνες συμμετοχής στην κοινή αγορά.