16 Μαΐου 2015 Οικονομικά μεγέθη και πολιτική βούληση
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 16/5/2015
Προ μηνός δημοσιοποιήθηκε στην εφημερίδα του κυβερνώντος κόμματος διάλογος μεταξύ της Γερμανίδας καγκελαρίου και του Ελληνα πρωθυπουργού (κατά τη συνάντηση της 22ας Μαρτίου 2015 στο Βερολίνο) σχετικά με το ύψος της δαπάνης για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υπό τον τίτλο «Ο διάλογος Μέρκελ - Τσίπρα: Δίνετε το 14% του ΑΕΠ για συντάξεις... Όχι, μόνο 7%!» ο Έλλην πρωθυπουργός φέρεται, καθ’ υπόδειξιν στενών συνεργατών του, να κατακεραύνωσε τη Γερμανίδα καγκελάριο με στοιχεία του ΓΛΚ ότι αυτό πληρώνει μόνο 7% για τις συντάξεις!
Αν τα του δημοσιεύματος αληθεύουν, τότε διαψεύδονται συλλήβδην η Eurostat, ο ΟΟΣΑ, οι ελληνικοί κρατικοί προϋπολογισμοί και οι κοινωνικοί προϋπολογισμοί, που μάλλον διέρχονται ψηφιζόμενοι αβλεπτί από τη Βουλή των Ελλήνων, οι Οικονομικές Εκθέσεις π.χ. της ΓΣΕΕ. Πλήθος πηγών περιγράφει συστηματικά το ύψος της δημοσίας δαπάνης για συντάξεις. Η οποία υπερβαίνει το 14% του ΑΕΠ (ενίοτε και το 17%). Κι ότι περιλαμβάνει τόσο αυτήν του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως δαπάνη του Κρατικού Προϋπολογισμού, όσο και αυτήν των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
Δυστυχώς, αν τα διαμειφθέντα ισχύουν, και, κυρίως, δημοσιοποιούνται ως δείγματα αποτελεσματικής «διαπραγμάτευσης», τότε δεν είναι καθόλου ευχάριστα. Καίτοι καλυπτόμενα από τις συνεχείς επικλήσεις της «πολιτικής βούλησης», τόσο τα λόγια (από το πώς μιλάει κανείς και το τι λέει, είναι δυνατόν να γίνεται αντιληπτό το τι και εάν γνωρίζει για το θέμα στο οποίο αναφέρεται) όσο και τα έργα, παρέχουν σειρά δειγμάτων, που συστηματικά πλέον, υποδηλώνουν, ευρύτατες περιοχές άγνοιας και έλλειψη πολιτικής και σχεδίου. Που εκθέτουν στα μάτια κρισίμων τρίτων -«φίλων» ή «εχθρών»- και τη διακυβέρνηση και τη χώρα.
Αποτελεί μία παγκόσμια πρωτοτυπία και ιδιαιτερότητα ότι η συνεχώς επαναλαμβανόμενη «πολιτική βούληση» («διαπραγμάτευση», «συμφωνία» κ.λπ.) σπανιότατα (αλλά πάλι με αστοχίες) εξειδικεύεται σε οικονομικά μεγέθη -στο πού αυτά βρίσκονται και στο πού η πολιτική θέλει να τα πάει. Αντιθέτως χρησιμοποιείται ως πλήρες υποκατάστατο της επιδίωξης οικονομικών μεγεθών ως στόχων πολιτικής και της αναφοράς σε αυτά. Ως εξωγενής και εξω-οικονομική διευθέτηση υφισταμένων οικονομικών ζητημάτων και ανισορροπιών.
Η αναγωγή των πάντων στην «πολιτική βούληση» διαλύει και αποκλείει κάθε συσχέτιση αιτίου και αιτιατού, μέσων και αποτελέσματος, κάθε αναφορά στο συγκεκριμένο -το κάθε συγκεκριμένο της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι όσο οι ανισορροπίες στα δημόσια οικονομικά, στο ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος, στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία αναπαράγονται και διευρύνονται, και όσο οι εκκρεμότητες του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής δεν διευθετούνται, η κυβερνητική παραπομπή των πάντων στην «πολιτική βούληση», στην «πολιτική διαπραγμάτευση» και στην «πολιτική συμφωνία», πυκνώνει και πολλαπλασιάζεται.
Για ότι συνέβαινε στο παρελθόν έφταιγε η έλλειψη «πολιτικής βούλησης» των προηγουμένων κυβερνώντων, και οι δανειστές. Τώρα που υπάρχει «πολιτική βούληση» φταίνε απλά οι δανειστές. Η «πολιτική βούληση» ως συνέχεια της αντιπολιτευτικής ρητορικής οδηγεί σε κυβερνητικές συμπεριφορές παρατηρητή και σχολιαστή των κακώς κειμένων για τα οποία, όταν υπάρχουν, ευθύνονται άλλοι.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 16/5/2015
Προ μηνός δημοσιοποιήθηκε στην εφημερίδα του κυβερνώντος κόμματος διάλογος μεταξύ της Γερμανίδας καγκελαρίου και του Ελληνα πρωθυπουργού (κατά τη συνάντηση της 22ας Μαρτίου 2015 στο Βερολίνο) σχετικά με το ύψος της δαπάνης για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υπό τον τίτλο «Ο διάλογος Μέρκελ - Τσίπρα: Δίνετε το 14% του ΑΕΠ για συντάξεις... Όχι, μόνο 7%!» ο Έλλην πρωθυπουργός φέρεται, καθ’ υπόδειξιν στενών συνεργατών του, να κατακεραύνωσε τη Γερμανίδα καγκελάριο με στοιχεία του ΓΛΚ ότι αυτό πληρώνει μόνο 7% για τις συντάξεις!
Αν τα του δημοσιεύματος αληθεύουν, τότε διαψεύδονται συλλήβδην η Eurostat, ο ΟΟΣΑ, οι ελληνικοί κρατικοί προϋπολογισμοί και οι κοινωνικοί προϋπολογισμοί, που μάλλον διέρχονται ψηφιζόμενοι αβλεπτί από τη Βουλή των Ελλήνων, οι Οικονομικές Εκθέσεις π.χ. της ΓΣΕΕ. Πλήθος πηγών περιγράφει συστηματικά το ύψος της δημοσίας δαπάνης για συντάξεις. Η οποία υπερβαίνει το 14% του ΑΕΠ (ενίοτε και το 17%). Κι ότι περιλαμβάνει τόσο αυτήν του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως δαπάνη του Κρατικού Προϋπολογισμού, όσο και αυτήν των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
Δυστυχώς, αν τα διαμειφθέντα ισχύουν, και, κυρίως, δημοσιοποιούνται ως δείγματα αποτελεσματικής «διαπραγμάτευσης», τότε δεν είναι καθόλου ευχάριστα. Καίτοι καλυπτόμενα από τις συνεχείς επικλήσεις της «πολιτικής βούλησης», τόσο τα λόγια (από το πώς μιλάει κανείς και το τι λέει, είναι δυνατόν να γίνεται αντιληπτό το τι και εάν γνωρίζει για το θέμα στο οποίο αναφέρεται) όσο και τα έργα, παρέχουν σειρά δειγμάτων, που συστηματικά πλέον, υποδηλώνουν, ευρύτατες περιοχές άγνοιας και έλλειψη πολιτικής και σχεδίου. Που εκθέτουν στα μάτια κρισίμων τρίτων -«φίλων» ή «εχθρών»- και τη διακυβέρνηση και τη χώρα.
Αποτελεί μία παγκόσμια πρωτοτυπία και ιδιαιτερότητα ότι η συνεχώς επαναλαμβανόμενη «πολιτική βούληση» («διαπραγμάτευση», «συμφωνία» κ.λπ.) σπανιότατα (αλλά πάλι με αστοχίες) εξειδικεύεται σε οικονομικά μεγέθη -στο πού αυτά βρίσκονται και στο πού η πολιτική θέλει να τα πάει. Αντιθέτως χρησιμοποιείται ως πλήρες υποκατάστατο της επιδίωξης οικονομικών μεγεθών ως στόχων πολιτικής και της αναφοράς σε αυτά. Ως εξωγενής και εξω-οικονομική διευθέτηση υφισταμένων οικονομικών ζητημάτων και ανισορροπιών.
Η αναγωγή των πάντων στην «πολιτική βούληση» διαλύει και αποκλείει κάθε συσχέτιση αιτίου και αιτιατού, μέσων και αποτελέσματος, κάθε αναφορά στο συγκεκριμένο -το κάθε συγκεκριμένο της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι όσο οι ανισορροπίες στα δημόσια οικονομικά, στο ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος, στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία αναπαράγονται και διευρύνονται, και όσο οι εκκρεμότητες του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής δεν διευθετούνται, η κυβερνητική παραπομπή των πάντων στην «πολιτική βούληση», στην «πολιτική διαπραγμάτευση» και στην «πολιτική συμφωνία», πυκνώνει και πολλαπλασιάζεται.
Για ότι συνέβαινε στο παρελθόν έφταιγε η έλλειψη «πολιτικής βούλησης» των προηγουμένων κυβερνώντων, και οι δανειστές. Τώρα που υπάρχει «πολιτική βούληση» φταίνε απλά οι δανειστές. Η «πολιτική βούληση» ως συνέχεια της αντιπολιτευτικής ρητορικής οδηγεί σε κυβερνητικές συμπεριφορές παρατηρητή και σχολιαστή των κακώς κειμένων για τα οποία, όταν υπάρχουν, ευθύνονται άλλοι.