4 Δεκ. 2014 Αντιπληθωρισμός και ανάπτυξη
Capital.gr 4/12/2014
Των Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστου Α. Ιωάννου
Υπάρχει, άραγε, κάποιο πρόβλημα στο γεγονός πως η αναμενόμενη για το 2014 ανάπτυξη, (έστω και κατά 0,6% και μόνο), εάν συνδυασθεί με τον προβλεπόμενο αντιπληθωρισμό1 του 2,5%, συνεπάγεται χαμηλότερο ονομαστικό ΑΕΠ για το 2014 σε σχέση με το 2013;
Άποψή μας είναι πως οι πραγματικές συνέπειες, αν και αρνητικού χαρακτήρα, είναι προς το παρόν μικρής σημασίας, αλλά θα διογκωθούν καταστρεπτικά εάν στα επόμενα έτη ο πληθωρισμός δεν γίνει ξανά θετικός, (ιδεωδώς βεβαίως με πολύ χαμηλή τιμή η οποία θα βρίσκεται κοντά στο μηδέν).
Από την άλλη πλευρά, επίσης, το παράδοξο της ανάπτυξης με μείωση του ΑΕΠ, είναι ενδεικτικό της φύσης του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, (της «παγίδας χρέους»), ενός προβλήματος δηλαδή που βρίσκεται έξω και πέρα από το δημοκοπικό διαγωνιστικό δίπτυχο της εποχής “διώχνω τους δανειστές-σχίζω το Μνημόνιο”.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι (τελικές) προβλέψεις της κυβέρνησης για το 2014 ανταποκρίνονται στα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας, δηλαδή ότι ο πληθωρισμός θα είναι -2,5%, η «ανάπτυξη» 0,6% και ότι το ονομαστικό ΑΕΠ θα μειωθεί από 182,4 δισ. ευρώ που ήταν το 2013 στα 178,9 δισ., τίθεται το ερώτημα: είναι αυτό πραγματική ανάπτυξη;
Η απάντηση δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, παρά να είναι θετική: εάν το ονομαστικό ΑΕΠ του 2014 είναι έστω και ένα ευρώ μεγαλύτερο από το, σταθμισμένο με τον αποπληθωριστή του 2014, ονομαστικό ΑΕΠ του 2013, τότε υπάρχει πράγματι ανάπτυξη, δηλαδή μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη του εισοδήματος της οικονομίας.
Αυτό πράγματι και συμβαίνει: πολλαπλασιάζοντας τα 182,438 δισ. επί [1+ (-0,025)] 0,975 έχουμε 177,877 δισ. που είναι το ΑΕΠ του 2013 σε τιμές του 2014, ποσό το οποίο είναι χαμηλότερο από το ονομαστικό ΑΕΠ του 2014. Συνεπώς, και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι οι προβλέψεις της κυβέρνησης θα επαληθευθούν, το 2014 θα έχουμε πραγματική ανάπτυξη έστω και οριακή.
Βεβαίως, εύλογα σκέπτεται κανείς, (όπως οΘεόδωρος Σκυλακάκης στο άρθρο του στο Capital.gr της 1ης Δεκεμβρίου), ότι εφόσον ο προϋπολογισμός του 2014 είχε συνταχθεί με βάση έναν άλλο πολύ χαμηλότερο αποπληθωριστή (0,5%) και το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας διαμορφώθηκε τελικά σε χαμηλότερο επίπεδο από το αναμενόμενο, αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια προϋπολογισμένων φορολογικών εσόδων τα οποία ο Σκυλακάκης υπολογίζει σε 1,1 δισ.
Ο υπολογισμός αυτός δεν απέχει και πολύ από την εκτίμηση του σχεδίου προϋπολογισμού του 2015, σύμφωνα με την οποία τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2014, φθάνοντας τα 55,280 δισ. θα υποληφθούν των προβλέψεων κατά 655 εκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για ένα σοβαρό, στις παρούσες συνθήκες, ποσό το οποίο όμως δεν είναι ικανό να ανατρέψει την δημοσιονομική σταθερότητα.
Υπάρχουν άλλες δυσμενείς επιπτώσεις από την μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ; Υπάρχουν, αλλά παρ’ ό,τι οδυνηρές, ούτε αυτές είναι καταλυτικές για τη μακροοικονομική πορεία της χώρας -τουλάχιστον προς το παρόν. Για παράδειγμα, εάν σταθμίσει κανείς τους τόκους του Δημοσίου χρέους για το 2014 (8,08 δισ), με τον αποπληθωριστή, αυτοί, σε τιμές 2013 αυξάνονται κατά 210 περίπου εκατομμύρια ευρώ.
Ανάλογα, επίσης, σε πραγματικούς όρους, θα επιβαρυνθούν και οι ιδιώτες για την εξυπηρέτηση των δανείων τους, κάτι που στις παρούσες συνθήκες ούτε είναι επιβοηθητικό της ανάπτυξης, ούτε βοηθάει στην αντιμετώπιση της γενικής δυσπραγίας.
Και, τέλος, η μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ, συνεπάγεται μεταφορά πραγματικού εισοδήματος από εκείνους που πληρώνουν φόρους σε εκείνους που πληρώνονται από το Δημόσιο σε σταθερές τιμές, κάτι που μπορεί να είναι ευεργετικό για τους χαμηλοσυνταξιούχους αλλά καταντά εξοργιστικό όταν αφορά τους νομείς των “ευγενών” ταμείων και κλάδων.
Το φαινόμενο, όμως, της συνύπαρξης αυξημένου πραγματικού ΑΕΠ με μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ, έχει ιδιαίτερη σημασία και για κάτι άλλο.
Καθιστά ανάγλυφη την φύση της οικονομικής κρίσης της χώρας καθώς και τις πραγματικές δυσκολίες εξόδου από αυτήν. Το 1933 ο Irving Fisher στο θεμελιώδες για την οικονομική θεωρία άρθρο του The Debt Deflation Theory of Great Depression περιέγραψε το μηχανισμό της «αντιπληθωριστικής σπείρας» που εμφανίζεται στις οικονομίες με πολύ υψηλό επίπεδο δανειακής επιβάρυνσης: η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους επιφέρει πτωχεύσεις και ρευστοποιήσεις που, μειώνοντας την οικονομική δραστηριότητα, πιέζουν καθοδικά το επίπεδο των τιμών με αποτέλεσμα, δεδομένου ότι τα χρέη παραμένουν σε (σταθερά) ονομαστικά μεγέθη, νέες χρεοκοπίες όσων τα ονομαστικά εισοδήματα μειώνονται και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους- και ούτω καθ’ εξής.
Βεβαίως, ο Fisher στο άρθρο του μιλάει για τα χρέη του ιδιωτικού τομέα ενώ στην Ελλάδα το πρόβλημα βρίσκεται πρωτίστως στον δημόσιο τομέα. Πλην όμως αυτό, κατ’ ουσίαν, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι το ελληνικό δημόσιο χρέος μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα είδος μεσεγγύησης προς όφελος του ιδιωτικού τομέα ο οποίος υπήρξε ο τελικός απολήπτης του.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει, λοιπόν, σήμερα η ελληνική οικονομία είναι αυτό που περιγράφει ο Fisher: καταρρέουν οι ονομαστικές τιμές και οι ονομαστικές ροές εισοδήματος και των ιδιωτών και του κράτους, αλλά τα υφιστάμενα δανειακά βάρη, τόσο των ιδιωτών προς τις τράπεζες, όσο και του δημοσίου προς τους ξένους δανειστές, παραμένουν σταθερά σε ονομαστικούς όρους, δηλαδή μεγαλώνουν ως σχετικό μέγεθος, οδηγώντας την οικονομία στην συντριβή.
Η θεωρία της «αντιπληθωριστικής σπείρας», παρεμπιπτόντως, ρίχνει φως στις αδυναμίες δύο κυρίαρχων, σήμερα, θεωρητικών προτάσεων, εκείνων δηλαδή της «αυστριακής» και της «κεϋνσιανής» σχολής.
Η πρώτη από αυτές, η «αυστριακή», σωστά μεν (έστω και αν έχει δανεισθεί ή σφετεριστεί την σχετική ιδέα τόσο από τους αυστρομαρξιστές όσο και από τον Wicksel-αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση), θεωρεί ότι κρίσεις σαν την ελληνική είναι προϊόντα σωρευτικών «αδιέξοδων επενδύσεων» (malinvestments), οι οποίες προήλθαν από παρατεταμένες καταχρηστικές οικονομικές πολιτικές, τόσο στο νομισματικό όσο και στο δημοσιονομικό επίπεδο.
Όμως, θεωρώντας ότι η διέξοδος από την κρίση βρίσκεται στην απρόσκοπτη διαδικασία της «ρευστοποίησης» των «αδιέξοδων επενδύσεων», περιπίπτει σε μία αξεπέραστη λογική αντίφαση: θεωρεί ότι τα οικονομικά υποκείμενα, που πάσχουν στην περίοδο της παράλογης ανόδου, από «ανορθολογική μυωπία», αποκτούν αίφνης πλήρη ορθολογική οξυδέρκεια μετά την εκδήλωση της κρίσης και την έναρξη της διαδικασίας των ρευστοποιήσεων-κάτι που φυσικά ούτε συμβαίνει, ούτε μπορεί και να συμβεί.
Η θεωρία της «αντιπληθωριστικής σπείρας», άλλωστε, κάνει εμφανές ότι δεν υπάρχει καμμία εγγύηση και κανένας εξισορροπητικός μηχανισμός που θα εξασφαλίζει ότι το όριο της πτώσης του επιπέδου δραστηριότητας της οικονομίας θα ισούται με το σημείο εκείνο όπου οι δυνάμεις της αγοράς θα έχουν πλέον αριστοποιήσει τις σχετικές τιμές, επιτρέποντας μία νέα, υγιή την φορά αυτή, σταδιακή αύξηση του επιπέδου δραστηριότητας. Αντιθέτως, είναι πιθανόν ότι η ανεξέλεγκτη λειτουργία της «σπείρας», εάν δεν ανακοπεί έγκαιρα, θα οδηγήσει την οικονομία σε επίπεδα συντριβής και κοινωνικού Αρμαγεδδώνος.
Αντίστοιχα, όσον αφορά την κεϋνσιανή πρόταση, η θεωρία της «αντιπληθωριστικής σπείρας», καθιστά προφανή τον παραλογισμό της επιδίωξης της αύξησης του ΑΕΠ με κάθε μέσο, δια της μεθόδου της «τόνωσης της ζήτησης», και με επίκληση της μυθοποιημένης έννοιας του πολλαπλασιαστή.
Διότι, τα χρήματα που «έπεφταν στην (ελληνική) αγορά» αφειδώς στην περίοδο 2003-2010 έδειχναν να έχουν πολύ μεγάλους πολλαπλασιαστές πλην όμως η πραγματική μεγέθυνση βρισκόταν στην σώρευση των δανειακών υποχρεώσεων.
Όπως έχουμε αναφέρει αλλού, «…το 2003 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα, σε τρέχουσες τιμές, ήταν περίπου 15.600 ευρώ (και το συνολικό ΑΕΠ 172 δισεκατομμύρια ευρώ). Το 2010 το ίδιο μέγεθος είχε φθάσει στα 20.400, παρουσιάζοντας μία αύξηση, στην διάρκεια της περιόδου, κατά 30% (και το συνολικό ΑΕΠ στα 230 δισεκατομμύρια). Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος το 2003 ήταν 168 δισεκατομμύρια ευρώ (97% του ΑΕΠ). Το 2010 είχε φθάσει τα 326 δισεκατομμύρια (143% του ΑΕΠ), είχε δηλαδή σχεδόν διπλασιασθεί σε απόλυτους αριθμούς. Συνεπώς το κατά κεφαλήν χρέος του Έλληνα πολίτη αυξήθηκε στην διάρκεια της περιόδου 2003-2010 κατά 90% προκειμένου να αυξηθεί το εισόδημά του μόνο κατά 30% και επειδή τα ποσοστά καμμία φορά ξεγελάνε είναι καλύτερα να πούμε ότι το κατά κεφαλήν χρέος κάθε πολίτη της Ελλάδας αυξήθηκε από 19.000 περίπου ευρώ το 2003 σε 30.000 ευρώ το 2010, προκειμένου το κατά κεφαλήν εισόδημά του να αυξηθεί στην ίδια περίοδο από 15.400 ευρώ σε 20.400» (βλ. σελ. 23-24 σε Δημ. Ιωάννου, 2011, Ιστορίες για Χρεοκοπίες (Με Ερωτήματα και Απαντήσεις), Δελτίο Ανάλυσης, Επιστημονικό Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού, Τεύχος 75, σελ. 20-39, Αύγουστος 2011, διαθέσιμο και στο διαδίκτυο).
Εάν η ελληνική ήταν μία οικονομία χωρίς ιδιαίτερο χρεωστικό άχθος, το γεγονός ότι παρουσιάζει σήμερα αρνητικό διαφορικό πληθωρισμό εν συγκρίσει με τον μέσο όρο της νομισματικής ένωσης στην οποία συμμετέχει, θα αποτελούσε θεία ευλογία. Θα ήταν σε θέση να αναπτυχθεί δυναμικά διότι η υποτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που αυτό συνεπάγεται και η εξ αντικειμένου αύξηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας της θα την ωθούσαν να μεταφέρει οικονομικούς πόρους στον διεθνώς ανταγωνιστικό τομέα (στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων»), ο οποίος, θεωρητικά τουλάχιστον, αντιμετωπίζει μία αγορά με εξαιρετικά υψηλή ελαστικότητα ζήτησης, ως προς την τιμή. Έτσι θα εξασφαλιζόταν γοργοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Μόνο που, στις παρούσες συνθήκες, κάτι τέτοιο, δεν είναι εφικτό διότι ο αντιπληθωρισμός, (αλλά και ο αρνητικός διαφορικός πληθωρισμός ως προς τον μέσο όρο της ευρωζώνης), σε συνδυασμό με το υπάρχον δανειακό άχθος, αυξάνουν συνεχώς την πραγματική επιβάρυνση της οικονομίας σε τοκοχρεολύσια και, απαντλώντας το σύνολο των διαθέσιμων πόρων, ουσιαστικά αποτρέπουν κάθε δυνατότητα επένδυσης.
Πολλώ μάλλον, που ο υπερχρεωμένος τομέας των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», ενώ είναι εκείνος που δεν μπορεί να αντλήσει κανένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από τον αντιπληθωρισμό, από την άλλη είναι διογκωμένος σε μεγέθη πραγματικής κακοπλασίας, καλύπτοντας το 80% του ΑΕΠ.
Ο βασικός όρος ισορροπίας της ελληνικής οικονομίας, συνεπώς, προκειμένου να μην καταρρεύσει από το χρέος λόγω μείωσης των ονομαστικών μεγεθών της, θα ήταν να λειτουργεί με συνθήκες οριακής αύξησής τους σε ετήσια βάση, μέσα σε μία ευρωζώνη με σημαντικά υψηλότερο μέσο όρο πληθωρισμού, πράγμα που θα επέτρεπε την σταδιακή απομείωση της πραγματικής αξίας του ελληνικού χρέους.
Επειδή αυτό, όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα συμβεί στα επόμενα χρόνια, και αντιθέτως υπάρχει ο κίνδυνος να συμβεί το αντίθετο και πλήρως καταστροφικό, δηλαδή η, οφειλόμενη στον αντιπληθωρισμό, σταδιακή (σχετική) διόγκωση του υφιστάμενου δανειακού άχθους, εναπομένουσα επιλογή είναι η υιοθέτηση μίας ριζοσπαστικής πολιτικής εντός και εκτός της χώρας, που θα έχει ως στόχο την μείωση των ονομαστικών μεγεθών των δαπανών και του χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου, με ενέργειες όπως:
- η απαλλαγή του δημόσιου τομέα από τις θηριώδεις πελατειακές επιβαρύνσεις,
- η δραστική διευθέτηση του θέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (αλλά –ίσως- και των εξυπηρετούμενων),
- η διευθέτηση-απομείωση του εξωτερικού δημόσιου χρέους, και
- η ορθολογικοποίηση -προς την κατεύθυνση και της κοινωνικής δικαιοσύνης- της δαπάνης για συντάξεις.
1Ο όρος «αντιπληθωρισμός» μεταφράζει καλύτερα στα ελληνικά το αγγλικό deflation δηλαδή την αρνητική πορεία των τιμών, δεδομένου ότι ο όρος «αποπληθωρισμός» θα πρέπει να χρησιμοποιείται για το disinflation, που σημαίνει σταδιακή μείωση των επιπέδων του πληθωρισμού ο οποίος όμως παραμένει πάντοτε με θετικό πρόσημο.
* Οι κ.κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι
Υπάρχει, άραγε, κάποιο πρόβλημα στο γεγονός πως η αναμενόμενη για το 2014 ανάπτυξη, (έστω και κατά 0,6% και μόνο), εάν συνδυασθεί με τον προβλεπόμενο αντιπληθωρισμό1 του 2,5%, συνεπάγεται χαμηλότερο ονομαστικό ΑΕΠ για το 2014 σε σχέση με το 2013;
Άποψή μας είναι πως οι πραγματικές συνέπειες, αν και αρνητικού χαρακτήρα, είναι προς το παρόν μικρής σημασίας, αλλά θα διογκωθούν καταστρεπτικά εάν στα επόμενα έτη ο πληθωρισμός δεν γίνει ξανά θετικός, (ιδεωδώς βεβαίως με πολύ χαμηλή τιμή η οποία θα βρίσκεται κοντά στο μηδέν).
Από την άλλη πλευρά, επίσης, το παράδοξο της ανάπτυξης με μείωση του ΑΕΠ, είναι ενδεικτικό της φύσης του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, (της «παγίδας χρέους»), ενός προβλήματος δηλαδή που βρίσκεται έξω και πέρα από το δημοκοπικό διαγωνιστικό δίπτυχο της εποχής “διώχνω τους δανειστές-σχίζω το Μνημόνιο”.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι (τελικές) προβλέψεις της κυβέρνησης για το 2014 ανταποκρίνονται στα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας, δηλαδή ότι ο πληθωρισμός θα είναι -2,5%, η «ανάπτυξη» 0,6% και ότι το ονομαστικό ΑΕΠ θα μειωθεί από 182,4 δισ. ευρώ που ήταν το 2013 στα 178,9 δισ., τίθεται το ερώτημα: είναι αυτό πραγματική ανάπτυξη;
Η απάντηση δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, παρά να είναι θετική: εάν το ονομαστικό ΑΕΠ του 2014 είναι έστω και ένα ευρώ μεγαλύτερο από το, σταθμισμένο με τον αποπληθωριστή του 2014, ονομαστικό ΑΕΠ του 2013, τότε υπάρχει πράγματι ανάπτυξη, δηλαδή μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη του εισοδήματος της οικονομίας.
Αυτό πράγματι και συμβαίνει: πολλαπλασιάζοντας τα 182,438 δισ. επί [1+ (-0,025)] 0,975 έχουμε 177,877 δισ. που είναι το ΑΕΠ του 2013 σε τιμές του 2014, ποσό το οποίο είναι χαμηλότερο από το ονομαστικό ΑΕΠ του 2014. Συνεπώς, και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι οι προβλέψεις της κυβέρνησης θα επαληθευθούν, το 2014 θα έχουμε πραγματική ανάπτυξη έστω και οριακή.
Βεβαίως, εύλογα σκέπτεται κανείς, (όπως οΘεόδωρος Σκυλακάκης στο άρθρο του στο Capital.gr της 1ης Δεκεμβρίου), ότι εφόσον ο προϋπολογισμός του 2014 είχε συνταχθεί με βάση έναν άλλο πολύ χαμηλότερο αποπληθωριστή (0,5%) και το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας διαμορφώθηκε τελικά σε χαμηλότερο επίπεδο από το αναμενόμενο, αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια προϋπολογισμένων φορολογικών εσόδων τα οποία ο Σκυλακάκης υπολογίζει σε 1,1 δισ.
Ο υπολογισμός αυτός δεν απέχει και πολύ από την εκτίμηση του σχεδίου προϋπολογισμού του 2015, σύμφωνα με την οποία τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2014, φθάνοντας τα 55,280 δισ. θα υποληφθούν των προβλέψεων κατά 655 εκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για ένα σοβαρό, στις παρούσες συνθήκες, ποσό το οποίο όμως δεν είναι ικανό να ανατρέψει την δημοσιονομική σταθερότητα.
Υπάρχουν άλλες δυσμενείς επιπτώσεις από την μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ; Υπάρχουν, αλλά παρ’ ό,τι οδυνηρές, ούτε αυτές είναι καταλυτικές για τη μακροοικονομική πορεία της χώρας -τουλάχιστον προς το παρόν. Για παράδειγμα, εάν σταθμίσει κανείς τους τόκους του Δημοσίου χρέους για το 2014 (8,08 δισ), με τον αποπληθωριστή, αυτοί, σε τιμές 2013 αυξάνονται κατά 210 περίπου εκατομμύρια ευρώ.
Ανάλογα, επίσης, σε πραγματικούς όρους, θα επιβαρυνθούν και οι ιδιώτες για την εξυπηρέτηση των δανείων τους, κάτι που στις παρούσες συνθήκες ούτε είναι επιβοηθητικό της ανάπτυξης, ούτε βοηθάει στην αντιμετώπιση της γενικής δυσπραγίας.
Και, τέλος, η μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ, συνεπάγεται μεταφορά πραγματικού εισοδήματος από εκείνους που πληρώνουν φόρους σε εκείνους που πληρώνονται από το Δημόσιο σε σταθερές τιμές, κάτι που μπορεί να είναι ευεργετικό για τους χαμηλοσυνταξιούχους αλλά καταντά εξοργιστικό όταν αφορά τους νομείς των “ευγενών” ταμείων και κλάδων.
Το φαινόμενο, όμως, της συνύπαρξης αυξημένου πραγματικού ΑΕΠ με μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ, έχει ιδιαίτερη σημασία και για κάτι άλλο.
Καθιστά ανάγλυφη την φύση της οικονομικής κρίσης της χώρας καθώς και τις πραγματικές δυσκολίες εξόδου από αυτήν. Το 1933 ο Irving Fisher στο θεμελιώδες για την οικονομική θεωρία άρθρο του The Debt Deflation Theory of Great Depression περιέγραψε το μηχανισμό της «αντιπληθωριστικής σπείρας» που εμφανίζεται στις οικονομίες με πολύ υψηλό επίπεδο δανειακής επιβάρυνσης: η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους επιφέρει πτωχεύσεις και ρευστοποιήσεις που, μειώνοντας την οικονομική δραστηριότητα, πιέζουν καθοδικά το επίπεδο των τιμών με αποτέλεσμα, δεδομένου ότι τα χρέη παραμένουν σε (σταθερά) ονομαστικά μεγέθη, νέες χρεοκοπίες όσων τα ονομαστικά εισοδήματα μειώνονται και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους- και ούτω καθ’ εξής.
Βεβαίως, ο Fisher στο άρθρο του μιλάει για τα χρέη του ιδιωτικού τομέα ενώ στην Ελλάδα το πρόβλημα βρίσκεται πρωτίστως στον δημόσιο τομέα. Πλην όμως αυτό, κατ’ ουσίαν, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι το ελληνικό δημόσιο χρέος μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα είδος μεσεγγύησης προς όφελος του ιδιωτικού τομέα ο οποίος υπήρξε ο τελικός απολήπτης του.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει, λοιπόν, σήμερα η ελληνική οικονομία είναι αυτό που περιγράφει ο Fisher: καταρρέουν οι ονομαστικές τιμές και οι ονομαστικές ροές εισοδήματος και των ιδιωτών και του κράτους, αλλά τα υφιστάμενα δανειακά βάρη, τόσο των ιδιωτών προς τις τράπεζες, όσο και του δημοσίου προς τους ξένους δανειστές, παραμένουν σταθερά σε ονομαστικούς όρους, δηλαδή μεγαλώνουν ως σχετικό μέγεθος, οδηγώντας την οικονομία στην συντριβή.
Η θεωρία της «αντιπληθωριστικής σπείρας», παρεμπιπτόντως, ρίχνει φως στις αδυναμίες δύο κυρίαρχων, σήμερα, θεωρητικών προτάσεων, εκείνων δηλαδή της «αυστριακής» και της «κεϋνσιανής» σχολής.
Η πρώτη από αυτές, η «αυστριακή», σωστά μεν (έστω και αν έχει δανεισθεί ή σφετεριστεί την σχετική ιδέα τόσο από τους αυστρομαρξιστές όσο και από τον Wicksel-αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση), θεωρεί ότι κρίσεις σαν την ελληνική είναι προϊόντα σωρευτικών «αδιέξοδων επενδύσεων» (malinvestments), οι οποίες προήλθαν από παρατεταμένες καταχρηστικές οικονομικές πολιτικές, τόσο στο νομισματικό όσο και στο δημοσιονομικό επίπεδο.
Όμως, θεωρώντας ότι η διέξοδος από την κρίση βρίσκεται στην απρόσκοπτη διαδικασία της «ρευστοποίησης» των «αδιέξοδων επενδύσεων», περιπίπτει σε μία αξεπέραστη λογική αντίφαση: θεωρεί ότι τα οικονομικά υποκείμενα, που πάσχουν στην περίοδο της παράλογης ανόδου, από «ανορθολογική μυωπία», αποκτούν αίφνης πλήρη ορθολογική οξυδέρκεια μετά την εκδήλωση της κρίσης και την έναρξη της διαδικασίας των ρευστοποιήσεων-κάτι που φυσικά ούτε συμβαίνει, ούτε μπορεί και να συμβεί.
Η θεωρία της «αντιπληθωριστικής σπείρας», άλλωστε, κάνει εμφανές ότι δεν υπάρχει καμμία εγγύηση και κανένας εξισορροπητικός μηχανισμός που θα εξασφαλίζει ότι το όριο της πτώσης του επιπέδου δραστηριότητας της οικονομίας θα ισούται με το σημείο εκείνο όπου οι δυνάμεις της αγοράς θα έχουν πλέον αριστοποιήσει τις σχετικές τιμές, επιτρέποντας μία νέα, υγιή την φορά αυτή, σταδιακή αύξηση του επιπέδου δραστηριότητας. Αντιθέτως, είναι πιθανόν ότι η ανεξέλεγκτη λειτουργία της «σπείρας», εάν δεν ανακοπεί έγκαιρα, θα οδηγήσει την οικονομία σε επίπεδα συντριβής και κοινωνικού Αρμαγεδδώνος.
Αντίστοιχα, όσον αφορά την κεϋνσιανή πρόταση, η θεωρία της «αντιπληθωριστικής σπείρας», καθιστά προφανή τον παραλογισμό της επιδίωξης της αύξησης του ΑΕΠ με κάθε μέσο, δια της μεθόδου της «τόνωσης της ζήτησης», και με επίκληση της μυθοποιημένης έννοιας του πολλαπλασιαστή.
Διότι, τα χρήματα που «έπεφταν στην (ελληνική) αγορά» αφειδώς στην περίοδο 2003-2010 έδειχναν να έχουν πολύ μεγάλους πολλαπλασιαστές πλην όμως η πραγματική μεγέθυνση βρισκόταν στην σώρευση των δανειακών υποχρεώσεων.
Όπως έχουμε αναφέρει αλλού, «…το 2003 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα, σε τρέχουσες τιμές, ήταν περίπου 15.600 ευρώ (και το συνολικό ΑΕΠ 172 δισεκατομμύρια ευρώ). Το 2010 το ίδιο μέγεθος είχε φθάσει στα 20.400, παρουσιάζοντας μία αύξηση, στην διάρκεια της περιόδου, κατά 30% (και το συνολικό ΑΕΠ στα 230 δισεκατομμύρια). Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος το 2003 ήταν 168 δισεκατομμύρια ευρώ (97% του ΑΕΠ). Το 2010 είχε φθάσει τα 326 δισεκατομμύρια (143% του ΑΕΠ), είχε δηλαδή σχεδόν διπλασιασθεί σε απόλυτους αριθμούς. Συνεπώς το κατά κεφαλήν χρέος του Έλληνα πολίτη αυξήθηκε στην διάρκεια της περιόδου 2003-2010 κατά 90% προκειμένου να αυξηθεί το εισόδημά του μόνο κατά 30% και επειδή τα ποσοστά καμμία φορά ξεγελάνε είναι καλύτερα να πούμε ότι το κατά κεφαλήν χρέος κάθε πολίτη της Ελλάδας αυξήθηκε από 19.000 περίπου ευρώ το 2003 σε 30.000 ευρώ το 2010, προκειμένου το κατά κεφαλήν εισόδημά του να αυξηθεί στην ίδια περίοδο από 15.400 ευρώ σε 20.400» (βλ. σελ. 23-24 σε Δημ. Ιωάννου, 2011, Ιστορίες για Χρεοκοπίες (Με Ερωτήματα και Απαντήσεις), Δελτίο Ανάλυσης, Επιστημονικό Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού, Τεύχος 75, σελ. 20-39, Αύγουστος 2011, διαθέσιμο και στο διαδίκτυο).
Εάν η ελληνική ήταν μία οικονομία χωρίς ιδιαίτερο χρεωστικό άχθος, το γεγονός ότι παρουσιάζει σήμερα αρνητικό διαφορικό πληθωρισμό εν συγκρίσει με τον μέσο όρο της νομισματικής ένωσης στην οποία συμμετέχει, θα αποτελούσε θεία ευλογία. Θα ήταν σε θέση να αναπτυχθεί δυναμικά διότι η υποτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που αυτό συνεπάγεται και η εξ αντικειμένου αύξηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας της θα την ωθούσαν να μεταφέρει οικονομικούς πόρους στον διεθνώς ανταγωνιστικό τομέα (στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων»), ο οποίος, θεωρητικά τουλάχιστον, αντιμετωπίζει μία αγορά με εξαιρετικά υψηλή ελαστικότητα ζήτησης, ως προς την τιμή. Έτσι θα εξασφαλιζόταν γοργοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Μόνο που, στις παρούσες συνθήκες, κάτι τέτοιο, δεν είναι εφικτό διότι ο αντιπληθωρισμός, (αλλά και ο αρνητικός διαφορικός πληθωρισμός ως προς τον μέσο όρο της ευρωζώνης), σε συνδυασμό με το υπάρχον δανειακό άχθος, αυξάνουν συνεχώς την πραγματική επιβάρυνση της οικονομίας σε τοκοχρεολύσια και, απαντλώντας το σύνολο των διαθέσιμων πόρων, ουσιαστικά αποτρέπουν κάθε δυνατότητα επένδυσης.
Πολλώ μάλλον, που ο υπερχρεωμένος τομέας των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», ενώ είναι εκείνος που δεν μπορεί να αντλήσει κανένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από τον αντιπληθωρισμό, από την άλλη είναι διογκωμένος σε μεγέθη πραγματικής κακοπλασίας, καλύπτοντας το 80% του ΑΕΠ.
Ο βασικός όρος ισορροπίας της ελληνικής οικονομίας, συνεπώς, προκειμένου να μην καταρρεύσει από το χρέος λόγω μείωσης των ονομαστικών μεγεθών της, θα ήταν να λειτουργεί με συνθήκες οριακής αύξησής τους σε ετήσια βάση, μέσα σε μία ευρωζώνη με σημαντικά υψηλότερο μέσο όρο πληθωρισμού, πράγμα που θα επέτρεπε την σταδιακή απομείωση της πραγματικής αξίας του ελληνικού χρέους.
Επειδή αυτό, όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα συμβεί στα επόμενα χρόνια, και αντιθέτως υπάρχει ο κίνδυνος να συμβεί το αντίθετο και πλήρως καταστροφικό, δηλαδή η, οφειλόμενη στον αντιπληθωρισμό, σταδιακή (σχετική) διόγκωση του υφιστάμενου δανειακού άχθους, εναπομένουσα επιλογή είναι η υιοθέτηση μίας ριζοσπαστικής πολιτικής εντός και εκτός της χώρας, που θα έχει ως στόχο την μείωση των ονομαστικών μεγεθών των δαπανών και του χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου, με ενέργειες όπως:
- η απαλλαγή του δημόσιου τομέα από τις θηριώδεις πελατειακές επιβαρύνσεις,
- η δραστική διευθέτηση του θέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (αλλά –ίσως- και των εξυπηρετούμενων),
- η διευθέτηση-απομείωση του εξωτερικού δημόσιου χρέους, και
- η ορθολογικοποίηση -προς την κατεύθυνση και της κοινωνικής δικαιοσύνης- της δαπάνης για συντάξεις.
1Ο όρος «αντιπληθωρισμός» μεταφράζει καλύτερα στα ελληνικά το αγγλικό deflation δηλαδή την αρνητική πορεία των τιμών, δεδομένου ότι ο όρος «αποπληθωρισμός» θα πρέπει να χρησιμοποιείται για το disinflation, που σημαίνει σταδιακή μείωση των επιπέδων του πληθωρισμού ο οποίος όμως παραμένει πάντοτε με θετικό πρόσημο.
* Οι κ.κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι