1 Νοεμβρίου 2014 Δεν υπάρχει «επιστροφή» στην «κανονικότητα»
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 1/11/2014
Παρά τις καλές προθέσεις και τις κοπιώδεις προσπάθειες, για τη χώρα και την ελληνική οικονομία, δεν υπάρχει, δυστυχώς ή ευτυχώς, και δεν μπορεί να υπάρξει, «επιστροφή στην κανονικότητα». Διότι «πριν» δεν υπήρξε καμία «κανονικότητα». Αυτή η ρητορική έρχεται να αντικαταστήσει τις, επί τετραετία και πλέον, υποσχέσεις και προσδοκίες για «επιστροφή στην ανάπτυξη». Όμως, τόσο η «ανάπτυξη» όσο και η «κανονικότητα» δεν είναι υποθέσεις «επιστροφής», είναι υποθέσεις ριζικής στροφής.
Κι αυτή η στροφή δεν θα υπάρξει όσο, με λόγια και με έργα, υπονοείται ή διακηρύσσεται η «επιστροφή» σε αυτό που έως το 2008-2009 ήταν απλά μία μεγαλειώδης πορεία της χώρας και της οικονομίας προς τη χρεοκοπία. Ας δούμε τα θεμελιώδη αυτής της «κανονικότητας».
Ηταν η «κανονικότητα» τού να αυξάνεται το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ταχύτερα από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Το 1995 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 8.500 ευρώ και το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος 8.246 ευρώ. Το 2000 ήταν αντιστοίχως 12.600 ευρώ το ΑΕΠ και 12.896 ευρώ το δημόσιο χρέος. Και το 2008 έφθασε 20.800 ευρώ το ΑΕΠ και 23.381 ευρώ το δημόσιο χρέος. Το 2013 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί σε 16.502 ευρώ, ενώ το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 28.816 ευρώ, εξ ου και δημόσιο χρέος στο 175,1% του εισοδήματος.
Ηταν η «κανονικότητα» τού να αυξάνονται συνεχώς τα ετήσια δημοσιονομικά ελλείμματα, που μόνον το 1999 με 3,1% απλά προσέγγισαν το όριο του 3% του ΑΕΠ ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι-«ονομαστικά κριτήρια» για την ένταξη στην ΟΝΕ, και εν συνεχεία χαρακτηρίζονται από σταθερή αυξητική τάση, με 3,7% το 2000, με 7,5% το 2004, με 9,8% το 2008, με τον εκτροχιασμό στο 15,7% το 2009, και το παραλυτικό 12,7% το 2013. Ηταν η «κανονικότητα» των χρονίων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που προσαύξαναν το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ταχύτερα από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ-φούσκα, το οποίο εν συνεχεία κατέρρευσε.
Ήταν η «κανονικότητα» της αντιπαραγωγικής και παρασιτικής πρωτοκαθεδρίας, η οποία συρρίκνωνε και κατέστρεφε τις ήδη περιορισμένες παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας, συρρικνώνοντας το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών της από εξαγωγές της στο χαμηλότατο 28,5% το 2008. Από το επίσης χαμηλότατο 29% του 2004, το χαμηλότερο 35,1% του 2000 και το χαμηλό 42,7% του 1995. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης: στην Ελλάδα του 2013 μετά την εσωτερική υποτίμηση και την κατάρρευση των εισοδημάτων και των εισαγωγών, το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές έφτασε το 58,7%. Την ίδια χρονιά στην Πορτογαλία ήταν 83,6%, στην Ισπανία 93,1% και στην Ιρλανδία 175,4%.
Ηταν, με άλλα λόγια, η «κανονικότητα» μιας χώρας που δανειζόταν για να καταναλώνει περισσότερο και να παράγει λιγότερο. Μία «κανονικότητα» που καθιστούσε κάθε δημόσιο χρέος (και ιδιωτικό χρέος) που συσσώρευε μη βιώσιμο. Ήταν δηλαδή η «κανονικότητα» που έστρωνε τον δρόμο για ένα και δύο και πολλά Μνημόνια, παρά τις υποτιθέμενες «αντιμνημονιακές» προθέσεις και διακηρύξεις των «φιλολαϊκών» υποστηρικτών της και των διαχειριστών της. Ήταν η «κανονικότητα» ενός κανονικότατου δρόμου προς τα Μνημόνια.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 1/11/2014
Παρά τις καλές προθέσεις και τις κοπιώδεις προσπάθειες, για τη χώρα και την ελληνική οικονομία, δεν υπάρχει, δυστυχώς ή ευτυχώς, και δεν μπορεί να υπάρξει, «επιστροφή στην κανονικότητα». Διότι «πριν» δεν υπήρξε καμία «κανονικότητα». Αυτή η ρητορική έρχεται να αντικαταστήσει τις, επί τετραετία και πλέον, υποσχέσεις και προσδοκίες για «επιστροφή στην ανάπτυξη». Όμως, τόσο η «ανάπτυξη» όσο και η «κανονικότητα» δεν είναι υποθέσεις «επιστροφής», είναι υποθέσεις ριζικής στροφής.
Κι αυτή η στροφή δεν θα υπάρξει όσο, με λόγια και με έργα, υπονοείται ή διακηρύσσεται η «επιστροφή» σε αυτό που έως το 2008-2009 ήταν απλά μία μεγαλειώδης πορεία της χώρας και της οικονομίας προς τη χρεοκοπία. Ας δούμε τα θεμελιώδη αυτής της «κανονικότητας».
Ηταν η «κανονικότητα» τού να αυξάνεται το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ταχύτερα από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Το 1995 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 8.500 ευρώ και το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος 8.246 ευρώ. Το 2000 ήταν αντιστοίχως 12.600 ευρώ το ΑΕΠ και 12.896 ευρώ το δημόσιο χρέος. Και το 2008 έφθασε 20.800 ευρώ το ΑΕΠ και 23.381 ευρώ το δημόσιο χρέος. Το 2013 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί σε 16.502 ευρώ, ενώ το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 28.816 ευρώ, εξ ου και δημόσιο χρέος στο 175,1% του εισοδήματος.
Ηταν η «κανονικότητα» τού να αυξάνονται συνεχώς τα ετήσια δημοσιονομικά ελλείμματα, που μόνον το 1999 με 3,1% απλά προσέγγισαν το όριο του 3% του ΑΕΠ ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι-«ονομαστικά κριτήρια» για την ένταξη στην ΟΝΕ, και εν συνεχεία χαρακτηρίζονται από σταθερή αυξητική τάση, με 3,7% το 2000, με 7,5% το 2004, με 9,8% το 2008, με τον εκτροχιασμό στο 15,7% το 2009, και το παραλυτικό 12,7% το 2013. Ηταν η «κανονικότητα» των χρονίων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που προσαύξαναν το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ταχύτερα από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ-φούσκα, το οποίο εν συνεχεία κατέρρευσε.
Ήταν η «κανονικότητα» της αντιπαραγωγικής και παρασιτικής πρωτοκαθεδρίας, η οποία συρρίκνωνε και κατέστρεφε τις ήδη περιορισμένες παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας, συρρικνώνοντας το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών της από εξαγωγές της στο χαμηλότατο 28,5% το 2008. Από το επίσης χαμηλότατο 29% του 2004, το χαμηλότερο 35,1% του 2000 και το χαμηλό 42,7% του 1995. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης: στην Ελλάδα του 2013 μετά την εσωτερική υποτίμηση και την κατάρρευση των εισοδημάτων και των εισαγωγών, το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές έφτασε το 58,7%. Την ίδια χρονιά στην Πορτογαλία ήταν 83,6%, στην Ισπανία 93,1% και στην Ιρλανδία 175,4%.
Ηταν, με άλλα λόγια, η «κανονικότητα» μιας χώρας που δανειζόταν για να καταναλώνει περισσότερο και να παράγει λιγότερο. Μία «κανονικότητα» που καθιστούσε κάθε δημόσιο χρέος (και ιδιωτικό χρέος) που συσσώρευε μη βιώσιμο. Ήταν δηλαδή η «κανονικότητα» που έστρωνε τον δρόμο για ένα και δύο και πολλά Μνημόνια, παρά τις υποτιθέμενες «αντιμνημονιακές» προθέσεις και διακηρύξεις των «φιλολαϊκών» υποστηρικτών της και των διαχειριστών της. Ήταν η «κανονικότητα» ενός κανονικότατου δρόμου προς τα Μνημόνια.