18 Οκτωβρίου 2014 Διαιτησία Μονομέρειας
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 18/10/2014
Η τροπολογία που επιχειρεί να αναμορφώσει τον θεσμό της Διαιτησίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, σε συνέχεια της ακυρωτικής απόφασης του ΣτΕ, η οποία «κούρεψε» τον ν. 4046/2012 και την ΠΥΣ 6/2012 κατά το μέρος που αφορούσε τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία (η οποία είχε καταργηθεί), εισάγει και δεύτερο βαθμό κρίσης των Διαιτητικών Αποφάσεων από πενταμελή επιτροπή στην οποία συμμετέχουν δύο διαιτητές του ΟΜΕΔ, ένας αρεοπαγίτης και από ένας σύμβουλος του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Αν υιοθετηθεί και λειτουργήσει αυτό το σχήμα Διαιτησίας θα αντιμετωπισθούν οι παθογένειες του προηγούμενου συστήματος; Πιθανότατα όχι, διότι και το νέο σχήμα, εξ ορισμού, κινδυνεύει να αποτελέσει συνέχεια της νομικοδιοικητικής μονομέρειας, η οποία απέτρεψε την αποτελεσματική εφαρμογή και εξέλιξη του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, της μεσολάβησης και της διαιτησίας που είχε εισαχθεί στην Ελλάδα το 1990 (με τον ν. 1876) επί οικουμενικής κυβερνήσεως και λειτούργησε από το 1992 έως το 2010. Ας εξηγηθούμε.
Η εισηγητική έκθεση του ν. 1876/1990 υπογράμμιζε ότι δινόταν προτεραιότητα στις «ΣΣΕ κατά κλάδο οικονομίας ή κατά επιχείρηση, όπου τα οικονομικά αποτελέσματα είναι τα βαρύνοντα στοιχεία για τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή της ΣΣΕ», δηλαδή στον οικονομικό λογισμό κατά κλάδο ή επιχείρηση.
Η σωστή αυτή αρχή και πρόθεση δεν ευδοκίμησε τόσο στα πρώτα βήματα εφαρμογής του ν. 1876/90, όσο και τις δύο δεκαετίες που λειτούργησε. Είχα πριν 22 χρόνια, την τύχη και την τιμή, να μελετήσω, για λογαριασμό του ΟΜΕΔ, τις πρώτες 44 υποθέσεις ΣΣΕ που είχε χειρισθεί στο πρώτο πεντάμηνο της λειτουργίας του. Μεταξύ των συμπερασμάτων ήταν ότι τα αιτήματα και οι θέσεις των μερών παρέμεναν γενικόλογα και διακηρυκτικά χωρίς εσωτερική συνέπεια και, σχεδόν ανεπεξέργαστα, στερούνταν αναφορών και στοιχείων για τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου, του επαγγέλματος ή της επιχείρησης.
Δυστυχώς, παρά αυτό το συμπέρασμα που δεν είχε ηχήσει ευχάριστα στα αυτιά των τότε «κοινωνικών εταίρων», και παρά τις αρκετές κατά περίπτωση εξαιρέσεις, οι διαδικασίες της Διαιτησίας κινήθηκαν επί έτη στο ίδιο μοτίβο, της παράβλεψης ή της αγνοίας των οικονομικών δεδομένων στον κλάδο και στην επιχείρηση. Μια νομικοδιοικητική μονομέρεια περιόρισε ή και εκτόπισε τις εξίσου σημαντικές ή και σημαντικότερες οικονομικές και κοινωνικές πλευρές της συλλογικής διαπραγμάτευσης για τις αμοιβές και τους όρους εργασίας και στη Μεσολάβηση και, κυρίως, στη Διαιτησία.
Ενώ τα ζητήματα δεν ήταν, και δεν είναι, κυρίως νομικά και διοικητικά, αντιμετωπιζόταν κυρίως ως τέτοια, ερήμην του οικονομικού λογισμού. Ειδικά για τη Διαιτησία του ν. 1876/90, ο οποίος την ήθελε επικουρική, το πρόβλημα δεν ήταν ο νομικοδιοικητικός έλεγχός της, αλλά η παντελής απουσία επαφής της με τον οικονομικό λογισμό. Για να παραφράσουμε μία παλιά κομμουνιστική έκφραση περί της «κομματικής γραμμής», ο νόμος ήταν ορθός, η εφαρμογή του ήταν λάθος. Αιτία η νομικοδιοικητική μονομέρεια, και η απουσία οικονομικού λογισμού περί κλάδων και επιχειρήσεων. Κι αυτό δεν διορθώνεται όσοι ανώτατοι δικαστικοί και να προστεθούν στις Επιτροπές Διαιτησίας.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 18/10/2014
Η τροπολογία που επιχειρεί να αναμορφώσει τον θεσμό της Διαιτησίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, σε συνέχεια της ακυρωτικής απόφασης του ΣτΕ, η οποία «κούρεψε» τον ν. 4046/2012 και την ΠΥΣ 6/2012 κατά το μέρος που αφορούσε τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία (η οποία είχε καταργηθεί), εισάγει και δεύτερο βαθμό κρίσης των Διαιτητικών Αποφάσεων από πενταμελή επιτροπή στην οποία συμμετέχουν δύο διαιτητές του ΟΜΕΔ, ένας αρεοπαγίτης και από ένας σύμβουλος του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Αν υιοθετηθεί και λειτουργήσει αυτό το σχήμα Διαιτησίας θα αντιμετωπισθούν οι παθογένειες του προηγούμενου συστήματος; Πιθανότατα όχι, διότι και το νέο σχήμα, εξ ορισμού, κινδυνεύει να αποτελέσει συνέχεια της νομικοδιοικητικής μονομέρειας, η οποία απέτρεψε την αποτελεσματική εφαρμογή και εξέλιξη του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, της μεσολάβησης και της διαιτησίας που είχε εισαχθεί στην Ελλάδα το 1990 (με τον ν. 1876) επί οικουμενικής κυβερνήσεως και λειτούργησε από το 1992 έως το 2010. Ας εξηγηθούμε.
Η εισηγητική έκθεση του ν. 1876/1990 υπογράμμιζε ότι δινόταν προτεραιότητα στις «ΣΣΕ κατά κλάδο οικονομίας ή κατά επιχείρηση, όπου τα οικονομικά αποτελέσματα είναι τα βαρύνοντα στοιχεία για τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή της ΣΣΕ», δηλαδή στον οικονομικό λογισμό κατά κλάδο ή επιχείρηση.
Η σωστή αυτή αρχή και πρόθεση δεν ευδοκίμησε τόσο στα πρώτα βήματα εφαρμογής του ν. 1876/90, όσο και τις δύο δεκαετίες που λειτούργησε. Είχα πριν 22 χρόνια, την τύχη και την τιμή, να μελετήσω, για λογαριασμό του ΟΜΕΔ, τις πρώτες 44 υποθέσεις ΣΣΕ που είχε χειρισθεί στο πρώτο πεντάμηνο της λειτουργίας του. Μεταξύ των συμπερασμάτων ήταν ότι τα αιτήματα και οι θέσεις των μερών παρέμεναν γενικόλογα και διακηρυκτικά χωρίς εσωτερική συνέπεια και, σχεδόν ανεπεξέργαστα, στερούνταν αναφορών και στοιχείων για τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου, του επαγγέλματος ή της επιχείρησης.
Δυστυχώς, παρά αυτό το συμπέρασμα που δεν είχε ηχήσει ευχάριστα στα αυτιά των τότε «κοινωνικών εταίρων», και παρά τις αρκετές κατά περίπτωση εξαιρέσεις, οι διαδικασίες της Διαιτησίας κινήθηκαν επί έτη στο ίδιο μοτίβο, της παράβλεψης ή της αγνοίας των οικονομικών δεδομένων στον κλάδο και στην επιχείρηση. Μια νομικοδιοικητική μονομέρεια περιόρισε ή και εκτόπισε τις εξίσου σημαντικές ή και σημαντικότερες οικονομικές και κοινωνικές πλευρές της συλλογικής διαπραγμάτευσης για τις αμοιβές και τους όρους εργασίας και στη Μεσολάβηση και, κυρίως, στη Διαιτησία.
Ενώ τα ζητήματα δεν ήταν, και δεν είναι, κυρίως νομικά και διοικητικά, αντιμετωπιζόταν κυρίως ως τέτοια, ερήμην του οικονομικού λογισμού. Ειδικά για τη Διαιτησία του ν. 1876/90, ο οποίος την ήθελε επικουρική, το πρόβλημα δεν ήταν ο νομικοδιοικητικός έλεγχός της, αλλά η παντελής απουσία επαφής της με τον οικονομικό λογισμό. Για να παραφράσουμε μία παλιά κομμουνιστική έκφραση περί της «κομματικής γραμμής», ο νόμος ήταν ορθός, η εφαρμογή του ήταν λάθος. Αιτία η νομικοδιοικητική μονομέρεια, και η απουσία οικονομικού λογισμού περί κλάδων και επιχειρήσεων. Κι αυτό δεν διορθώνεται όσοι ανώτατοι δικαστικοί και να προστεθούν στις Επιτροπές Διαιτησίας.