19 Ιουλίου 2014 Ο νεοεισαχθείς κατώτατος μισθός στη Γερμανία
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 19/7/2014
Τις ημέρες που η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της βάδιζε προς την κατάκτηση του παγκοσμίου κυπέλλου 2014 στο Μαρακανά, η Γερμανία αποκτούσε νομοθεσία περί υποχρεωτικού εθνικού κατώτατου μισθού, κατ΄ εφαρμογή της κυβερνητικής συμφωνίας Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών, και γινόταν το 22ο κράτος-μέλος της Ε.Ε. των «28» όπου ισχύει νομοθετημένος εθνικός κατώτατος μισθός. Μέσα Ιουνίου νομοθετήθηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή και 11 Ιουλίου επικυρώθηκε στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο.
Επί δεκαετίες τα συνδικάτα και οι εργοδοτικές ενώσεις της Γερμανίας δεν ήταν υπέρ της εισαγωγής νομοθετημένου και κρατικά ορισμένου κατώτατου μισθού. Αιτία ήταν η εθνικοσοσιαλιστική εμπειρία, η οποία είχε καταργήσει τη συλλογική αυτονομία και είχε διαλύσει το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, δίνοντας τον αποκλειστικό ρυθμιστικό ρόλο στο κράτος. Με τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση ανέκτησαν και ισχυροποίησαν τον ρόλο της συλλογικής εκπροσώπησης και διαπραγμάτευσης στον καθορισμό των μισθών και των όρων εργασίας, αποκλείοντας συνειδητά το κράτος από αυτό.
Όμως, από την μία, η δεκαετία του ευρώ, της διεύρυνσης της Ε.Ε. στην ανατολική Ευρώπη, και της αύξησης της κυκλοφορίας εργαζομένων στην Ε.Ε., της απόσπασης και της αποστολής τους σε άλλα κράτη-μέλη, και, από την άλλη, η υποχώρηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας και του βαθμού κάλυψης της αγοράς εργασίας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που δεν επέτρεπαν πλέον την εξασφάλιση αξιοπρεπών μισθών σε αρκετούς κλάδους, οδήγησαν τα γερμανικά συνδικάτα, τους σοσιαλδημοκράτες και τους χριστιανοδημοκράτες να αλλάξουν γνώμη, και να υιοθετήσουν την εισαγωγή νομοθετημένου κατώτατου μισθού που θα ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2015 με ωρομίσθιο 8,50 ευρώ.
Η πλήρης εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού θα γίνει σταδιακά μέχρι το 2017. Εν τω μεταξύ δεν παύουν να ισχύουν οι χαμηλότεροι κατώτατοι μισθοί που είχαν καθορισθεί με συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε αρκετούς κλάδους (π.χ. εργαζομένους στα κομμωτήρια). Από το 2017 ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται ετησίως μετά από πρόταση της Επιτροπής Κατώτατου Μισθού όπου συμμετέχουν, με πενταετή θητεία, τρεις εκπρόσωποι της εργατικής συνομοσπονδίας, τρεις εκπρόσωποι των εργοδοτικών συνομοσπονδιών, και ένας πρόεδρος κοινής αποδοχής των δύο μερών.
Η πρόταση της Επιτροπής ως προς το ύψος του κατώτατου μισθού είναι δεσμευτική για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η Επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία, ενώ επικουρείται από δύο εμπειρογνώμονες που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, αλλά ως ανεξάρτητοι υποδεικνύονται ένας από την κάθε πλευρά. Η Επιτροπή οφείλει να κάνει την πρώτη πρότασή της σχετικά με την αναθεώρηση του κατωτάτου ωρομισθίου των 8,50 ευρώ έως την 10η Ιουνίου 2017, ώστε αυτός να εφαρμοσθεί από 1ης Ιανουαρίου 2018.
Στην εφαρμογή του κατώτατου μισθού υπάγονται όλοι οι μισθωτοί εργαζόμενοι, εξαιρούνται μόνον α) ορισμένες κατηγορίες πρακτικά ασκουμένων των οποίων η πρακτική άσκηση είναι υποχρεωτική στα πλαίσια της σχολικής ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και δεν υπερβαίνει τις έξι εβδομάδες εργασίας-πρακτικής άσκησης, β) οι νέοι έως την ηλικία των 18 ετών, γ) όσοι παρακολουθούν το δυαδικό σύστημα μαθητείας, δ) οι νεοπροσλαμβανόμενοι μακροχρόνιοι άνεργοι για τους πρώτους έξι μήνες της απασχόλησής τους.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 19/7/2014
Τις ημέρες που η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της βάδιζε προς την κατάκτηση του παγκοσμίου κυπέλλου 2014 στο Μαρακανά, η Γερμανία αποκτούσε νομοθεσία περί υποχρεωτικού εθνικού κατώτατου μισθού, κατ΄ εφαρμογή της κυβερνητικής συμφωνίας Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών, και γινόταν το 22ο κράτος-μέλος της Ε.Ε. των «28» όπου ισχύει νομοθετημένος εθνικός κατώτατος μισθός. Μέσα Ιουνίου νομοθετήθηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή και 11 Ιουλίου επικυρώθηκε στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο.
Επί δεκαετίες τα συνδικάτα και οι εργοδοτικές ενώσεις της Γερμανίας δεν ήταν υπέρ της εισαγωγής νομοθετημένου και κρατικά ορισμένου κατώτατου μισθού. Αιτία ήταν η εθνικοσοσιαλιστική εμπειρία, η οποία είχε καταργήσει τη συλλογική αυτονομία και είχε διαλύσει το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, δίνοντας τον αποκλειστικό ρυθμιστικό ρόλο στο κράτος. Με τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση ανέκτησαν και ισχυροποίησαν τον ρόλο της συλλογικής εκπροσώπησης και διαπραγμάτευσης στον καθορισμό των μισθών και των όρων εργασίας, αποκλείοντας συνειδητά το κράτος από αυτό.
Όμως, από την μία, η δεκαετία του ευρώ, της διεύρυνσης της Ε.Ε. στην ανατολική Ευρώπη, και της αύξησης της κυκλοφορίας εργαζομένων στην Ε.Ε., της απόσπασης και της αποστολής τους σε άλλα κράτη-μέλη, και, από την άλλη, η υποχώρηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας και του βαθμού κάλυψης της αγοράς εργασίας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που δεν επέτρεπαν πλέον την εξασφάλιση αξιοπρεπών μισθών σε αρκετούς κλάδους, οδήγησαν τα γερμανικά συνδικάτα, τους σοσιαλδημοκράτες και τους χριστιανοδημοκράτες να αλλάξουν γνώμη, και να υιοθετήσουν την εισαγωγή νομοθετημένου κατώτατου μισθού που θα ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2015 με ωρομίσθιο 8,50 ευρώ.
Η πλήρης εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού θα γίνει σταδιακά μέχρι το 2017. Εν τω μεταξύ δεν παύουν να ισχύουν οι χαμηλότεροι κατώτατοι μισθοί που είχαν καθορισθεί με συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε αρκετούς κλάδους (π.χ. εργαζομένους στα κομμωτήρια). Από το 2017 ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται ετησίως μετά από πρόταση της Επιτροπής Κατώτατου Μισθού όπου συμμετέχουν, με πενταετή θητεία, τρεις εκπρόσωποι της εργατικής συνομοσπονδίας, τρεις εκπρόσωποι των εργοδοτικών συνομοσπονδιών, και ένας πρόεδρος κοινής αποδοχής των δύο μερών.
Η πρόταση της Επιτροπής ως προς το ύψος του κατώτατου μισθού είναι δεσμευτική για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η Επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία, ενώ επικουρείται από δύο εμπειρογνώμονες που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, αλλά ως ανεξάρτητοι υποδεικνύονται ένας από την κάθε πλευρά. Η Επιτροπή οφείλει να κάνει την πρώτη πρότασή της σχετικά με την αναθεώρηση του κατωτάτου ωρομισθίου των 8,50 ευρώ έως την 10η Ιουνίου 2017, ώστε αυτός να εφαρμοσθεί από 1ης Ιανουαρίου 2018.
Στην εφαρμογή του κατώτατου μισθού υπάγονται όλοι οι μισθωτοί εργαζόμενοι, εξαιρούνται μόνον α) ορισμένες κατηγορίες πρακτικά ασκουμένων των οποίων η πρακτική άσκηση είναι υποχρεωτική στα πλαίσια της σχολικής ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και δεν υπερβαίνει τις έξι εβδομάδες εργασίας-πρακτικής άσκησης, β) οι νέοι έως την ηλικία των 18 ετών, γ) όσοι παρακολουθούν το δυαδικό σύστημα μαθητείας, δ) οι νεοπροσλαμβανόμενοι μακροχρόνιοι άνεργοι για τους πρώτους έξι μήνες της απασχόλησής τους.